Θαλασσογραφία.
Ιούλιος ήτανε. Ταξιδεύαμε για το νησί με το πλοίο της γραμμής. Καιρός αίθριος, ηλιοφάνεια, άνεμοι μέτριας έντασης, θάλασσα ελαφρώς ταραγμένη. Ξαφνικά, λίγο μετά το μέσον του ταξιδιού, οι μηχανές σταμάτησαν να λειτουργούν και το καράβι ακινητοποιήθηκε μεσοπέλαγα σαν να φρέναρε απότομα. Οι μνήμες από το πολύνεκρο ναυάγιο του Σαμίνα ήταν ακόμη νωπές και μας έπιασε πανικός. Ο κόσμος έτρεξε προς τα παράθυρα της δεξιάς πλευράς να δει τι συμβαίνει, το πλοίο πήρε μία κλίση λες και μπάταρε.
Πνιγμένοι! Η θάλασσα γύρω μας ήταν γεμάτη πτώματα. Μετανάστες προφανώς, ποιοι άλλοι μπορεί να ήταν; Από κάποια απόσταση έβλεπα τους επιβάτες να κάνουν τρομαγμένοι τον σταυρό τους, να κλείνουν τα μάτια, να αποστρέφουν το βλέμμα, να πισωπατούν. Βρήκα την ευκαιρία να χωθώ ανάμεσά τους· το αποτρόπαιο είναι για τον θεατή εξίσου ελκυστικό με το ωραίο. Μόνο έναν κατάφερα να δω. Επέπλεε στα κύματα ανάσκελα, με τα χέρια ανοιχτά, σαν να κοιμόταν. Γύρω από τη μέση του φορούσε ένα πορτοκαλί σωσίβιο· τραγική ειρωνεία του λόγου αφού δεν του έσωσε τον βίο. Έμοιαζε ψεύτικος, περισσότερο σαν φουσκωτή κούκλα παρά σαν άνθρωπος κανονικός. Τα μέλη του τυμπανιαία, η πολύωρη έκθεση στο αλμυρό νερό τα έκανε να πρηστούνε. Το πρόσωπο ολόλευκο σαν μακιγιαρισμένο· λένε πως ο πνιγμός είναι τρομερά αγωνιώδης θάνατος, το δικό του όμως έδειχνε τελείως ανέκφραστο, το δέρμα τσιτωμένο όπως σε εκείνα τα παιδικά μπαλόνια που κάποιος σκανταλιάρης πιτσιρικάς τα φουσκώνει τέρμα μέχρι να σκάσουν.
Δύο ολόκληρες ώρες μείναμε εκεί ακινητοποιημένοι, ώσπου να έρθουν τα σκάφη του λιμενικού να περισυλλέξουν τις σορούς. Τη στιγμή που κατέφθαναν, εμείς οι ταξιδιώτες παρακολουθούσαμε στην οθόνη της τηλεόρασης την είδηση σε ζωντανή μετάδοση. Ήταν ακόμη η εποχή που τα έδειχναν στις ειδήσεις, μετά σιγά-σιγά το συνηθίσαμε και δεν έκανε αίσθηση σε κανέναν, πέρασε λοιπόν κι αυτό στα ψιλά των εφημερίδων, ένα συμβάν σχεδόν καθημερινό όπως και τόσα άλλα.
Μάζεψαν οι λιμενικοί τα πτώματα, το πλοίο έβαλε μπρος τις μηχανές του, συνεχίσαμε το ταξίδι. Σε δύο ώρες πιάσαμε λιμάνι, πατήσαμε επιτέλους το πόδι μας στο νησί, αρχίζαν οι διακοπές μας. Ήταν ωραίο το καλοκαίρι εκείνο. Υπήρχε πολύ κέφι. Στα πανηγύρια η Μάρω τραγούδαγε και ο Αργύρης την συνόδευε με το βιολί του:
Θάλασσα, θάλασσα που τον έπνιξες
ωχ κι αμάν αμάν
της κοπελιάς τον άντρα,
θαλασσάκι μου και φέρε
το πουλάκι μου.
Κι η κοπελιά, η κοπελιά είναι μικρή
και δεν της πάν’
και δεν της πάν’, τα μαύρα
θαλασσάκι μου και φέρε
το πουλάκι μου.
Ο κόσμος τραγούδαγε, χόρευε, τσούγκριζε τα ποτήρια του.
Όλα καλά.
Σχoλιάστε