Μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του εξακολουθούσε να βλέπει κάθε νύχτα το ίδιο όνειρο: ήταν, λέει, όλη η οικογένεια συγκεντρωμένη στην τραπεζαρία και τότε ερχόταν ο νεκρός να τους ανακοινώσει ότι οι εξετάσεις δεν βγήκαν καλές και «κάτι» του έβρισκαν οι γιατροί στο λεπτό έντερο. «Κάτι»· ένας μικρός όγκος που μεγάλωνε σαν έμβρυο στη μήτρα και που τελικά θα τον σκότωνε δύο βασανιστικά χρόνια ύστερα από εκείνη την παγερή μέρα του Γενάρη. Το όνειρο δεν διαφέρει και πολύ απ’ την πραγματικότητα που καταγράφει η μνήμη αφού έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα και στην αληθινή ζωή, κι αυτή ακριβώς είναι η πρώτη σκέψη του: στην αρχή αγανακτεί κι οργίζεται· Όχι! Δεν είναι δυνατόν να περάσουμε ξανά τα ίδια! Εγχειρήσεις, χημειοθεραπείες, μεταστάσεις, παρά φύση έδρα… Και ποιο το όφελος αφού στο τέλος και πάλι θα πεθάνει; Δεν θα τ’ αντέξω! Αλλά ενώ ακόμη κοιμάται, συνειδητοποιεί με ανακούφιση ότι ετούτο δεν πρόκειται να ξανασυμβεί γιατί ο μπαμπάς είναι ήδη πεθαμένος και σε κάθε ζωή αντιστοιχεί μονάχα ένας θάνατος.
Έτσι το όνειρο δεν γίνεται εφιάλτης, το βλέπει και το ξαναβλέπει μάλλον με ικανοποίηση που η δοκιμασία πέρασε. Σε εφιάλτη μετατρέπεται το πρωί όταν ξυπνάει, γεγονός που αποδεικνύει τη διάσταση ανάμεσα στον ονειρικό κόσμο των επιθυμιών και την αρχή της πραγματικότητας. Τον κυριεύει τότε η ενοχή επειδή ευχήθηκε πολλές φορές τον θάνατο του πατέρα, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα της σωματικής κατάρρευσης. Για να λυτρωθεί και να μην υποφέρει, ετούτη τη δικαιολογία επικαλείται η ενοχική συνείδηση, η αλήθεια όμως ενδέχεται να διαφέρει κι η ποθούμενη λύτρωση να μην αφορά τον μελλοθάνατο αλλά όσους τον φροντίζουν· μοιράζεται η ανθρώπινη ψυχή ανάμεσα στην έγνοια για τον άλλονε και την σκέτη φιλαυτία.
Κι έπειτα κι η ενοχή ένα καρκίνωμα δεν είναι; Ξεκινάει σαν κομπαλάκι που ίσα-ίσα μπορείς να το ψηλαφήσεις με τα δάχτυλα κάτω από το σκληρό πετσί αλλά πριν το καταλάβεις γίνεται καρούμπαλο στο μέτωπο και καμπούρα που κουβαλάς στην πλάτη. Ο άσωτος υιός ταλανίζεται αναδρομικά από την ανάμνηση ότι δεν τον πένθησε τον νεκρό όπως του άξιζε ή όπως τον θρήνησαν οι άλλοι. Ούτε καν στην κηδεία του δεν έκλαψε κι όχι πως υπήρχε κάποιο αίσθημα αντιπαλότητας αναμεταξύ τους ή κάποια παλιά μνησικακία, κάθε άλλο, η σχέση τους στάθηκε αρμονική ίσαμε το τέλος, όσο αρμονική μπορεί να είναι μια σχέση γιου και πατέρα. Τότε λοιπόν τι έφταιξε; Δικό του, αποκλειστικά δικό του ήταν το σφάλμα, ή ίσως ένα έμφυτο ελάττωμα που τον καθιστούσε ανίκανο να αισθανθεί βαθιά μέσα του τη θλίψη για την απώλεια.
Κι εξάλλου ήταν μια τόσο γλυκιά μέρα εκείνη της κηδείας. Τέλη Μαΐου, η πλάση άνθιζε, ο ήλιος ζέσταινε χωρίς να καίει, ένα απαλό αεράκι έκανε τα φύλλα να θροΐζουν και κυμάτιζαν αποκαλυπτικά οι φούστες των μαθητριών του Λυκείου που είχαν έρθει στο νεκροταφείο να αποχαιρετήσουν τον καθηγητή τους. Ο Ορέστης, μαυροντυμένος, κάθεται σε μια γωνιά και δέχεται μηχανικά κι ανέκφραστα τα συλλυπητήρια, το βλέμμα του όμως είναι καρφωμένο σ’ εκείνο το ξανθόμαλλο κορίτσι που κλαίει. Κρατά στην αγκαλιά της ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, δεν είναι όμως το άλικο χρώμα των ρόδων, ούτε τα δάκρυα στα μάτια της που μαγνητίζουν την προσοχή του, ο νέος που μόλις ορφάνεψε δείχνει μαγεμένος από το λεπτό χνούδι που χρυσίζει στους μηρούς και στους βραχίονες της κοπέλας καθώς οι ηλιαχτίδες πέφτουν πάνω του. Σήμερα η θύμηση της σεξουαλικής διέγερσης που ένιωσε τότε, τον κάνει να ντρέπεται μα και να χαμογελάει. Σίγουρα είναι κάτι που δεν θα εξομολογηθεί ποτέ και σε κανέναν. Ένα ακόμη «κάτι»…
Δεν ήταν πάντως ο μοναδικός στην οικογένεια που δεν τον έκλαψε τον εκλιπόντα. Η υπέργηρη γιαγιά του, η μητέρα του νεκρού, ούτε καν αντελήφθη την απώλεια του μοναχογιού της, στο κατακερματισμένο από την γεροντική άνοια μυαλό της, ο Ορέστης υποκατέστησε τον πατέρα του και πήρε τ’ όνομά του. Έτσι η λιγοστή ζωή της κύλησε χωρίς καμία αλλαγή, σαν να μην συνέβη τίποτε απολύτως, στο λυκόφως του βίου της η λήθη την προφύλαξε σπλαχνικά από μία μάταιη τραγωδία. Τουλάχιστον η γριούλα είχε μία δικαιολογία για την απάθειά της, η δική του άραγε ποια ήταν;
Το πένθος όμως έρχεται και τον βρίσκει απροειδοποίητα όταν πια νομίζει ότι το έχει αφήσει πίσω του για τα καλά. Έχει περάσει καιρός απ’ την κηδεία και ο Ορέστης συνεχίζει κανονικά τη ζωή του, τις σπουδές του, τις διασκεδάσεις του, τους έρωτές του. Τον κυριεύει εξαπίνης τη στιγμή που ανοίγει τον τηλεφωνικό κατάλογο για να βρει το νούμερο της εταιρίας μεταφορών. Είναι καταχωρημένο στο Η, Hellas Express Service 6736884. Ο μακαρίτης είχε έναν πολύ ιδιαίτερο γραφικό χαρακτήρα, τα γράμματα του καλλιγραφικά και στρογγυλεμένα, με κυματιστές ουρίτσες που τα συνέδεαν μεταξύ τους σε αδιάσπαστες αλυσίδες. Είναι τα μοναδικά γραπτά κατάλοιπα που αφήνει από το επίγειο πέρασμά του και δεν μεταδίδουν απολύτως κανένα νόημα, απλές καταγραφές τηλεφώνων συγγενών και οικείων, διαβάζοντάς τα όμως ο Λωτοφάγος αναθυμάται τον νεκρό και τα μάτια του δακρύζουν. Θα κλάψει μοναχός ώρα πολλή· ευτυχώς δεν είναι κανένας να τον δει – δυστυχώς δεν βρίσκεται κανείς για να τον παρηγορήσει.
Την ίδια περίπου εποχή, ξεκαθαρίζοντας το γραφείο του μακαρίτη, θα ανακαλύψει ανάμεσα στις σημειώσεις για τα μαθήματα του φροντιστηρίου, ένα απόκομμα χαρτιού όπου ο νεκρός έχει γράψει δύο τυχερές εξάδες αριθμών για το Λόττο. Ενόσω ζούσε, η τύχη δεν του χαμογέλασε ούτε μία φορά, ωστόσο ο Ορέστης το ερμηνεύει σαν οιωνό, σημάδι σταλμένο από το Επέκεινα. Στα επόμενα 30 χρόνια της ζωής του θα παίζει διαρκώς αυτά τα 12 νούμερα χωρίς ποτέ να κερδίσει κάτι παραπάνω από 60 ευρώ. Νεκροί και ζωντανοί δεν μιλούν την ίδια γλώσσα και η μεταξύ τους επικοινωνία χάνεται στην μετάφραση, μόνο η μνήμη και το πένθος μένουνε για να τους συνδέουν.
Κι εκείνοι οι 12 αριθμοί, από το 1 ως το 49…
2-4-6-9-13-42
3-18-25-33-35-48
Σχoλιάστε