• Mahda – Kai?
  • Mādadayo!

 

 

Ήταν το καλοκαίρι του 2015, τότε που ο συνδυασμός της χρόνιας αναπνευστικής ανεπάρκειας και της υπερκαπνίας με είχε οδηγήσει, χωρίς καν να το καταλάβω, στο κατώφλι του θανάτου. Θα ήταν ένας θάνατος φιλικός, γλυκός και ανώδυνος, σχεδόν παρηγορητικός· καθώς ο οργανισμός μου αδυνατούσε να αποβάλει δια της εκπνοής το διοξείδιο του άνθρακα, βυθιζόμουν ολοένα και συχνότερα σε έναν ακατανίκητο λήθαργο ακόμα και κατά την διάρκεια της ημέρας, ακόμα και εν τω μέσω μιας ενδιαφέρουσας συνομιλίας. Τα μάτια γλάρωναν, το κεφάλι έγερνε, το στόμα έχασκε, τα σάλια κυλούσαν στο πηγούνι, ο γύρω κόσμος έσβηνε κι εγώ αποκοιμιόμουν δίχως όμως και να ξεκουράζομαι. Η λογοτεχνική παρομοίωση για την γειτνίαση του ύπνου και του θανάτου θα επαληθευόταν και στην πράξη αφού μετά την υπνηλία και τον λήθαργο θα ερχόταν και το κώμα, αλλά ευτυχώς δεν έφτασα ως εκεί, οι γιατροί με πρόλαβαν, έστω και στο παρά πέντε.

Μόλις είχα βγει από το νοσοκομείο όταν την συνάντησα. Φίλη επιστήθια και έμπιστη την εποχή εκείνη· όχι τώρα πια. Τρόμαξε να με αναγνωρίσει, το πρόσωπό μου ήταν γεμάτο πληγές και σημάδια από την μάσκα οξυγόνου. Με είδε έτσι καταβεβλημένο σωματικά και αποθαρρυμένο ψυχολογικά και θέλησε να με εμψυχώσει. Με τον τρόπο της· δίνοντάς μου οδηγίες και συμβουλές σε τόνο επιτακτικό, όπου όμως η πίεση που εκδηλωνόταν με την προστακτική έγκλιση της αυθεντίας μετριαζόταν από ένα εγκάρδιο χαμόγελο που υποδήλωνε αληθινό νοιάξιμο. Ή τουλάχιστον, έτσι το εξέλαβα τότε…

  • Άκου τι να κάνεις. Να βρεις ένα μάντρα. Ή να δημιουργήσεις ένα μόνος σου, το ίδιο είναι, δεν έχει σημασία. Κάτι που να σε εκφράζει και να σε ενθαρρύνει. Θα το επαναλαμβάνεις κάθε πρωί σαν προσευχή και θα δεις πόσο θα σε βοηθήσει να συνέρθεις.
  • Το μάντρα; Σοβαρολογείς τώρα; Να, αυτά δεν μπορώ να ακούω! Μάντρα, Κάρμα, τσάκρα και το κακό συναπάντημα. Ανατολίτικες αηδίες!
  • Καλά, εντάξει, μην το λες μάντρα αν προσβάλλει τον ορθολογισμό σου. Εσύ πες το motto που είναι και πιο λογοτεχνικό. Αλλά κάν’ το και θα με θυμηθείς! Μου το υπόσχεσαι;

 

 

Μέχρι να την ξαναδώ πέρασαν τέσσερις μήνες. Σ’ αυτό το διάστημα η κατάσταση της υγείας μου βελτιώθηκε, η υπνηλία είχε εξαφανιστεί, τα σημάδια στο πρόσωπο επουλώθηκαν, ανέπνεα με μεγαλύτερη ευκολία, το παρατήρησε κι εκείνη.

  • Δείχνεις καλύτερα τώρα. Σαν να το έχεις ξεπεράσει. Τα χειρότερα τα άφησες πίσω σου νομίζω.
  • Ε, ναι, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει. Βοήθησε πολύ η οξυγονοθεραπεία, συνήθισα και τη μάσκα οξυγόνου που στην αρχή με δυσκόλευε, προσαρμόζομαι…
  • Και;
  • Τι και;
  • Και τι άλλο; Έκανες αυτό που σου είπα;
  • Ε λοιπόν, ναι, χαλάω εγώ χατίρι; Το έκανα! Βρήκα το μάντρα μου! Το motto μου καλύτερα, μην τα θες κι όλα δικά σου! Χάρηκες τώρα;
  • Φυσικά! Και για πες. Ποιο είναι το μάντρα σου;
  • Άντε πάλι! Motto ρε παιδάκι μου, όχι μάντρα! Ιδού! Mādadayo!
  • Mādadayo! Δηλαδή; Τι πάει να πει;
  • Γιαπωνέζικο είναι. Αφού πιάσαμε τα ανατολίτικα, είπα να το τερματίσω και διάλεξα κάτι από την Άπω Ανατολή, που μ’ αρέσει κι ο κινηματογράφος τους.
  • Αυτό το ξέρω, τι σημαίνει όμως; Κάτι μου θυμίζει αλλά έλα που δεν μπορώ να το προσδιορίσω ακριβώς, κόλλησε το  μυαλό μου.
  • Από μια ταινία είναι. Του Κουροσάβα…
  • Αχ ναι μωρέ! Η τελευταία του, το κύκνειον άσμα του.
  • Α μπράβο! Την έχεις δει; Οπότε καταλαβαίνεις.
  • Όχι, δεν την έχω δει, για εξήγα λίγο!
  • Κοίτα, είναι μια ταινία για έναν συνταξιούχο γέρο καθηγητή του πανεπιστημίου που οι παλιοί του φοιτητές τον λατρεύουν. Κάθε χρόνο στα γενέθλιά του διοργανώνουν προς τιμήν του μία γιορτή. Όταν φτάνει η ώρα των προπόσεων, μαζεύονται όλοι γύρω του και τον ρωτούν εν χορώ: Mahda-Kai? δηλαδή Είσαι έτοιμος; ή σε πιο ελεύθερη μετάφραση, Ήρθε η ώρα; Τότε εκείνος απαντά, Mādadayo! Όχι ακόμα! και κατεβάζει μονορούφι ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα. Η τελετή επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, αλλά καθώς ο καιρός κυλάει κι ο δάσκαλος γερνάει ολοένα και περισσότερο και εξασθενεί σωματικά, το ποτήρι της μπύρας σταδιακά μικραίνει ώστε να μπορεί ο γέροντας να το πιει άσπρο πάτο. Μέχρι την επόμενη φορά που μπορεί να είναι κι η τελευταία…
  • Ουάου! Πολύ καλό! Σου ταιριάζει.
  • Λες;
  • Μα ναι, το βλέπω, σε έχει ωφελήσει! Έτσι δεν είναι; Έλα τώρα, παραδέξου το!
  • Ξέρω κι εγώ; Ίσως… Επιβιώνω. Είπαμε, δεν είπαμε; Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει. Motto νούμερο δύο είναι αυτό, να έχουμε και εφεδρείες εν ώρα ανάγκης.

 

 

 

Από τότε πέρασαν επτά χρόνια. Κάθε πρωί που σηκώνομαι από το κρεβάτι, ή ορθότερα, που με σηκώνουν από το κρεβάτι, ρωτάω τον εαυτό μου εάν είναι έτοιμος και αν έχει φτάσει η ώρα. Κάθε φορά δίνω την ίδια αρνητική απάντηση, Όχι ακόμα! και μετά συνεχίζω τη μέρα μου. Δεν πιστεύω σε καμία μεταφυσική δύναμη, στον Θεό, στους θεούς, στο κισμέτ και στ’ άστρα. Ούτε και στην αθανασία της ψυχής πιστεύω, στην μετεμψύχωση ή την μετενσάρκωση. Πιστεύω όμως στον θάνατο. Ο θάνατος είναι η μοναδική απόλυτη βεβαιότητα που διαθέτουμε. Είναι το τέλος αλλά και ο σκοπός της ζωής, η τελεολογία όλων των έμβιων όντων. Τον θάνατο τον σέβομαι αλλά και τον φοβάμαι. Γι’ αυτό τον καλοπιάνω. Κάθε φορά που κάνω σεξ, τον παρακαλώ να μου χαρίσει άλλη μία. Κάθε φορά που ξεκινάω την ανάγνωση ενός βιβλίου, τον παρακαλώ να μου δώσει αρκετό χρόνο ώστε να προλάβω να το τελειώσω, και μόλις το τελειώνω, αρχίζω ένα καινούργιο επαναλαμβάνοντας την ίδια παράκληση· στη λίστα μου υπάρχουν ακόμη πολλά αδιάβαστα βιβλία. Κάθε φορά που ξεκινάω να γράφω ένα βιβλίο, τον παρακαλώ να μου δώσει αρκετό χρόνο ώστε να προλάβω να το τελειώσω, και μόλις το τελειώνω, αρχίζω ένα καινούργιο επαναλαμβάνοντας την ίδια παράκληση· στα σχέδιά μου υπάρχουν κάμποσα βιβλία που δεν γράφτηκαν ακόμη.

Έτσι επιβιώνω εφτά χρόνια τώρα. Με οξυγονοθεραπεία και ξόρκια, πείσμα και παρακάλι. Ζητώντας καθημερινά από τον θάνατο λίγο επιπλέον χρόνο. Γιατί εάν ο θάνατος είναι το μόνο που γνωρίζουμε, ο χρόνος είναι το μόνο που κατέχουμε κι ο χάρος δεν κρατάει δρεπάνι και κόσα, κρατάει κλεψύδρα. Αλλά όσο κι αν το ποτήρι της μπύρας διαρκώς μικραίνει, η γεύση του αλκοολούχου ποτού παραμένει το ίδιο μεθυστική μέχρι την τελευταία γουλιά.

 

 

Λίγο χρόνο ακόμα δώσ’ μου ω θάνατε! και σου υπόσχομαι να μη τον χαραμίσω!