Απομάγευση

 

 

«Fata Morgana ονομάζεται ένα σχετικά σπάνιο μετεωρολογικό φαινόμενο το οποίο υπάγεται στην κατηγορία των ανώτερων αντικατοπτρισμών. Πήρε την ονομασία του από την εξιταλισμένη απόδοση του μεσαιωνικού αγγλικού ονόματος Morgan le Fey, της μάγισσας ετεροθαλούς αδελφής του Βασιλιά Αρθούρου. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο είδος διπλού αντικατοπτρισμού, μία οφθαλμαπάτη που οφείλεται σε θερμοκρασιακή αναστροφή. Τα αντικείμενα στον ορίζοντα, πλοία συνήθως, εμφανίζονται σύνθετα, δηλαδή δύο είδωλα του ίδιου αντικειμένου ενωμένα αντίστροφα κατά κορυφή.

Όταν ο καιρός είναι ήπιος, η απρόσκοπτη αλληλεπίδραση μεταξύ του ζεστού υπερκείμενου αέρα και του πυκνότερου ψυχρού αέρα κοντά στην επιφάνεια του εδάφους μπορεί να δράσει ως διαθλαστικός φακός, δημιουργώντας ένα κατακόρυφα αντεστραμμένο είδωλο, επί του οποίου φαίνεται να αιωρείται το απομακρυσμένο ευθύ είδωλο. Αυτό παρατηρείται συνήθως τις πρωινές ώρες μετά από μια ψυχρή νύχτα που έχει ως αποτέλεσμα τη διαφυγή θερμότητας δι’ ακτινοβολίας στο διάστημα. Το φαινόμενο εμφανίζεται συχνότερα στο στενό της Μεσσίνας, ανάμεσα στην Καλαβρία και τη Σικελία, στον Κόλπο Τογιάμα στη δυτική ακτή της Ιαπωνίας καθώς και…»

Και τότε ξαφνικά ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του και τον έπνιξε, η φωνή του ράγισε και ακούστηκε σαν λυγμός. Σηκώσαμε απορημένοι τα μάτια μας από τις σημειώσεις, όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν επάνω του. Στα χρόνια μου τα φοιτητικά, αρχές της δεκαετίας του ‘60, δεν ήμασταν συνηθισμένοι σε τέτοιες συναισθηματικές αντιδράσεις από τους καθηγητές μας, πόσω μάλλον από τον κ. Θωμά Αποστόλου, αντιπρύτανη και επίτιμο καθηγητή Μετεωρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που εξαιτίας του μεταλλικού και ανέκφραστου ηχοχρώματος της φωνής του αλλά και του αδιαπραγμάτευτου επιστημονικού ορθολογισμού του είχε κερδίσει επαξίως την προσωνυμία «Το ρομπότ.» Εκείνος στράφηκε βιαστικά προς τον πίνακα, όπου και το επεξηγηματικό σχεδιάγραμμα, έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα μαντήλι, σκούπισε τα χοντρά, πρεσβυωπικά γυαλιά του και έπειτα γύρισε ξανά προς το μέρος μας. Έχοντας ανακτήσει την παροιμιώδη ψυχραιμία του, συνέχισε την παράδοση από το σημείο που είχε σταματήσει στον ίδιο μονότονο ρυθμό που μας έκανε να συγκρατούμε με δυσκολία τα χασμουρητά μας. Δεν θυμάμαι να τον είδα άλλη φορά έτσι συγκινημένο, ούτε πριν αλλά ούτε και αργότερα στα χρόνια που ακολούθησαν, όντας πια μεταπτυχιακός φοιτητής, βοηθός του και τελικά επίκουρος καθηγητής. Ποτέ άλλοτε, μόνο τότε…

 

 

 

Μισόν αιώνα πιο πριν, όταν ο Θωμάς ήταν ακόμα 9 χρονών και η μητέρα του τον φώναζε Θωμάκο, είδε για πρώτη φορά στη ζωή του μία Fata Morgana. Ήταν Αύγουστος, νωρίς το πρωί, με ζέστη, άπνοια κι υγρασία, στο βάθος του ορίζοντα θάλασσα και ουρανός γίνονταν ένα. Από το μπαλκόνι του αρχοντικού τους στον Καταρράκτη ο μικρός ατένιζε το πέλαγος και τα στενά του Τσεσμέ όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ένα ιστιοφόρο να αρμενίζει στον γαλακτόχρωμο ουράνιο θόλο κρεμασμένο ανάποδα, σαν κάδρο που κάποιος ατζαμής μάστορας κάρφωσε βιαστικά κι απρόσεκτα στον τοίχο του σαλονιού. Η ανάσα του κόπηκε, η φωνή του βουβάθηκε και έμεινε μαρμαρωμένος σαν άγαλμα να παρατηρεί με γουρλωμένα μάτια το υπερκόσμιο θέαμα δείχνοντας με το δάχτυλο. Τον είδε η μάνα του και έτρεξε αμέσως από την κουζίνα, σκούπισε τις βρεγμένες παλάμες της στην ποδιά και πήρε το αγόρι προστατευτικά στην αγκαλιά της. Μη φοβάσαι γιε μου, τον κανάκεψε, δεν είναι κακό, δεν είναι μαγεία, μην το βλέπεις έτσι αλλόκοτο που φαίνεται, έχει κι αυτό την εξήγησή του. Αν ζούσε ο μακαρίτης ο πατέρας σου θα σου ‘λεγε, κι εμένα μου είχε πει κάποτε που τον ρώτησα μα τώρα πια δεν θυμάμαι. Να ρωτήσεις τον δάσκαλο στο σχολείο, εκείνος θα ξέρει να σου πει.

Τότε φύσηξε ένας απαλός Ζέφυρος, τα μάγια λύθηκαν και η οπτασία διαλύθηκε στον ορίζοντα σαν διαβατάρικο σύννεφο που αλλάζει μορφή από τη μια στιγμή στην άλλη. Την επόμενη κιόλας μέρα το παιδί πήγε και ρώτησε τον δάσκαλο, αυτός όμως δεν ήξερε τι να του απαντήσει και έτσι βρήκε μία αφορμή και τον ξυλοφόρτωσε, να μάθει να μην κάνει τον έξυπνο με τέτοιες μικρομέγαλες απορίες. Ο πιτσιρίκος έβαλε τα κλάματα, από μέσα του όμως πείσμωσε. Θα το βρω μόνος μου, σκέφτηκε, θα το μάθω απ’ τα βιβλία, τα βιβλία ξέρουν τα πάντα. Και άρχισε να διαβάζει…

 

 

Άλλα 50 χρόνια πιο πίσω, και ο μικρός Πέτρος που θα γινόταν αργότερα ο πατέρας του Θωμά αλλά τότε ήταν ακόμα ένα οκτάχρονο αγόρι, στεκόταν στο ίδιο μπαλκόνι και ρέμβαζε την ανατολή του ηλίου, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε στο στερέωμα το πλοίο φάντασμα να πλέει πλησίστιο με κατεύθυνση το φλογισμένο αστέρι. Μια κραυγή τρόμου ξέφυγε από τα χείλη του αγοριού και η γιαγιά του που το ανέτρεφε γιατί ήταν ορφανό, έτρεξε αμέσως κοντά του, το τύλιξε στα μαύρα της φουστάνια και του έκλεισε τα μάτια με τις αργασμένες παλάμες της. Μην κοιτάζεις γιόκα μου, μην κοιτάς, όποιος βλέπει την μάγισσα, εκείνη τον μαγεύει και τον κάνει δικό της, σκλάβο της. Η γριά σταυροκοπήθηκε και το δαιμονικό όραμα διαλύθηκε· μεγαλύτερη από την δύναμη της μάγισσας είναι του Σταυρού η Χάρη. Ο θαλασσόλυκος παππούς όμως γέλασε με την τρομάρα του παιδιού και σαν νύχτωσε το πήρε παράμερα δίπλα στην πυροστιά, άναψε το τσιμπούκι του και άρχισε να του διηγείται ιστορίες για τον Ιπτάμενο Ολλανδό που περιπλανιέται αιώνια στα κύματα μέχρι να λυθεί η κατάρα και για το κάστρο της Μorgana που ξεπρόβαλε στον ουρανό ανάμεσα στα σύννεφα. Και ο μικρός καθόταν και τον άκουγε με ανοιχτό το στόμα, έντρομος μαζί και μαγεμένος, τρόμος και μαγεία μεγέθη ευθέως ανάλογα που την συνισταμένη τους αποκαλούμε ιερόν δέος.

Μεγαλώνοντας ο Πέτρος έγινε καπετάνιος όπως άλλωστε ο πατέρας κι ο παππούς του. Ταξίδεψε στα πέρατα της γης και στις Εφτά Θάλασσες ψάχνοντας παντού να βρει όχι την μάγισσα την ίδια αλλά εκείνο το ρίγος το απόκοσμο που ένιωσε την πρώτη φορά που την αντίκρισε. Πουθενά δεν το βρήκε, όμως στον Κόλπο της Τογιάμα τον καρτερούσε ο θάνατος των πνιγμένων. Ο πλοίαρχος, λένε, εγκαταλείπει τελευταίος το σκάφος που βυθίζεται, εκείνος όμως δεν πρόλαβε -ή δεν θέλησε- να εγκαταλείψει το δικό του όταν τους χτύπησε ο τυφώνας. Ούτε το σώμα του δεν βρέθηκε, το έφαγαν τα ψάρια και το υγρό στοιχείο που τόσο αγάπησε γίνηκε μνήμα του και κιβούρι. Ο μοναχογιός του ο Θωμάς ήταν τότε τριών ετών και από τον πατέρα του δεν διατηρεί καμία ανάμνηση…

Αντιγράφω από το λεξικό:

Απομάγευση: Ουσιαστικό γένους θηλυκού.

Ετυμολογία:

< απομαγεύω + -ση (μορφολογικά αναλύεται σε: από + μάγευση), γερμανιστί Entzauberung, όρος που δανείστηκε και χρησιμοποίησε κοινωνιολογικά ο Μαξ Βέμπερ (1864–1920) από τον Φρίντριχ Σίλερ (1759–1805).

(Φιλοσοφία): Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της επικράτησης του ορθολογισμού αντί για τις θρησκευτικές δοξασίες, το ξεμάγεμα.

Σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει ο Μαξ Βέμπερ, η έκφραση «Απομάγευση του κόσμου» έχει μια πολύ συγκεκριμένη ερμηνεία, που είναι «ο εξοβελισμός της μαγείας ως τεχνικής σωτηρίας.»

Επιμύθιο: Η επιστήμη εξηγεί τον κόσμο, η τεχνολογία τον αλλάζει, θα μπορούσε άραγε η ομορφιά να τον σώσει;