Όλες οι συμφορές από μια καλή πράξη ξεκινάνε. Με τι καρδιά παρατάς στην ερημιά ένα μωρό που κλαίει και οδύρεται για να το φάνε τ’ άγρια θηρία; Και τι σόι πατέρας είν’ αυτός που τρυπάει με τις βελόνες τους αστραγάλους του ίδιου του παιδιού του; Κι όμως! Τον άντρα εκείνον όλοι τον προσκυνούσανε, ο λόγος του βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα. Κανείς δεν τόλμαγε να του αντιμιλήσει, μονάχα εγώ παράκουσα την εντολή του. Και να πεις πως δεν τόνε φοβόμουνα; Μωρέ τον έτρεμα, αλλά δεν βάσταξε η ψυχή μου να κάνω τέτοιο πράγμα. Από την καλοσύνη μου και μόνο πήρα την απόφαση, για κανέναν άλλο λόγο. Ούτε και περίμενα κάποια ανταμοιβή για την ζωή που έσωζα· έτσι και μαθευότανε, θα ‘βρισκα τον μπελά μου. Αλλά και πώς να φανταστώ ότι εκείνο το ανήμπορο πλασματάκι θα έφερνε μεγαλώνοντας τόσα δεινά στην πόλη; Αν είχα υπακούσει τότε την προσταγή, τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν θα είχε συμβεί, να είμαι άραγε κι ελόγου μου υπεύθυνος για τη μάστιγα που ρήμαξε τη χώρα; Από την άλλη όμως, αν είχα κάνει ό,τι μου είπανε, δεν θα ‘μουνα κι εγώ συνένοχος στου αγοριού τον φόνο; Τη νύχτα εκείνη ήμουν βέβαιος ότι έπραξα το σωστό, τώρα πια αν με ρωτήσει κανείς, δεν ξέρω ν’ απαντήσω. Νομίζουμε ότι ξέρουμε τι είναι καλό και τι κακό, ποιο το σωστό ή το λάθος, όμως τίποτα δεν γνωρίζουμε, στα σκοτεινά βαδίζουμε, ίδια τυφλοί.
***
Aλίμονο στην πόλη που την οδηγούνε οι τυφλοί· με βήμα βιαστικό ίσια στον γκρεμό βαδίζει. Κι ούτε που βλέπει την άβυσσο π’ ανοίγεται κάτω απ’ τα πόδια της, παρά μονάχα στρέφεται προς τα κει με δύναμη ακαταμάχητη, όπως τα ρινίσματα που έλκει ο μαγνήτης. Ανήμπορος ο λόγος ν’ ανακόψει την πορεία προς τον όλεθρο, το χαλινάρι άχρηστο για τ’ αφηνιασμένο άτι. Γιατί οι κυβερνήτες μόνο από κολακεία ξέρουνε κι αυτήν αποζητούνε, αν όμως κάποιος τολμήσει να τους πει την αλήθεια καταπρόσωπο, αμέσως γίνεται εχθρός και τον βλέπουν με καχυποψία. Σε τι ωφελεί λοιπόν η σοφία εκείνον που την κατέχει αν είναι το χάρισμά του ετούτο να τον ρίχνει στην δυσμένεια των ισχυρών και να βάζει τη ζωή του σε κίνδυνο; Άκου, βλέπε, σώπα· σοφός αν είσαι, τον ανήξερο καμώσου. Στους καιρούς μας η αλήθεια κρύβεται στων χρησμών τα λόγια τ’ ακατάληπτα που απευθύνονται μόνο στους μυημένους. Καλύτερα έτσι· γιατί μάντης δεν είναι ο που προλέγει τα μελλούμενα αλλά όποιος γνωρίζει τα περασμένα, για τους άμυαλους όμως η αποκάλυψη φέρνει μαζί και την καταστροφή τους. Εκ των υστέρων έρχονται πάντοτε η γνώση και η επίγνωση, σάβανα είναι που τυλίγουνε το παρελθόν όταν πια δεν γίνεται ν’ αλλάξει, οι νεκροί δεν ανασταίνονται, τα εγκλήματα δεν εξιλεώνονται, παντού τυφλά φαντάσματα σαλεύουν στο σκοτάδι και τα ερείπια στοιχειώνουν.
***
Ούτε να τον θηλάσω δεν πρόλαβα· τον πήραν απ’ τα χέρια μου μέσα. Βασίλισσα! έτσι με προσκυνούσαν οι αυλικοί με σκυμμένο το κεφάλι, όμως τι ήμουνα στ’ αλήθεια; Δεκάξι χρονών κορίτσι, η φοβισμένη σύζυγος ενός φοβισμένου άντρα. Τι κι αν τον προσφωνούσαν κι εκείνον βασιλιά αφού έτρεμε σαν τον τελευταίο δούλο; Έτρεμε για τον θρόνο και το στέμμα και το σκήπτρο του μα περισσότερο φοβόταν για τη ζωή του. Θρόνος, στέμμα, σκήπτρο και ζωή γι’ αυτόν ήτανε ένα, όλα μαζί θα τα ‘χανε αν έβγαινε αληθινή η προφητεία. Και κρατούσε στα χέρια του τον γιο του και τον κοίταζε με μάτια γουρλωμένα από τη φρίκη, λες κι έβλεπε μπροστά του τον άνθρωπο που θα τον σκότωνε και θα του ‘κλεβε γυναίκα κι εξουσία. Ο μεγάλος, ο τρανός, ο ισχυρός, σπαρταρούσε σαν το ψάρι απ’ τον τρόμο του μπροστά στο αδύναμο βρέφος, κι ήταν τόση η δειλία του που ούτε να φέρει μόνος του εις πέρας την πράξη την ανόσια δεν τόλμησε, την ανέθεσε σε άλλους. Για να μείνουν τα χέρια του καθαρά, ένας βοσκός λέρωσε τα δικά του. Και τα δικά μου χέρια; Μη δεν έπρεπε να βγάλουν νύχια κοφτερά για να το προστατεύσουν; Την ίδια νύχτα μια γάτα της αυλής γέννησε τα μικρά της· κάθε φορά που ακουγόταν του σκύλου το αλύχτισμα, το νιαούρισμα του αρσενικού του γάτου, κύρτωνε τη ραχοκοκαλιά κι έδειχνε απειλητικά τα δόντια της για να μην πλησιάσουν. Τα γατάκια ακόμη τυφλά, όμως διαισθάνονταν τον κίνδυνο και κούρνιαζαν πίσω από τη μάνα τους γυρεύοντας σ’ αυτήν ασπίδα προστασίας. Ένα τόσο δα ζώο ήταν μοναχά κι όμως μάνα καλύτερη στάθηκε από τη βασίλισσά του. Εκείνο άραγε πώς δεν φοβόταν για τη ζωή του;
***
Τη νύχτα εκείνη του υμεναίου, πριν πλαγιάσουμε στο νυφικό κρεβάτι, μου ζήτησε να σβήσουμε πρώτα τους δαυλούς να απλωθεί παντού στην κάμαρα σκοτάδι. Από ντροπή άραγε για το σώμα της που είχε πάρει να γερνάει ή επειδή θα έσμιγε μ’ έναν άντρα με τα μισά της χρόνια; Ή μήπως προαισθανόταν από τότε κιόλας το κακό που κάναμε παρά την θέλησή μας; Ποιος ξέρει; Όση μες στην παστάδα η σκοτεινιά, άλλη τόση σκοτεινιά και στην ψυχή τ’ ανθρώπου. Ούτε κι εμένα όμως μ’ άρεσε να τήνε δω γυμνή, εκείνο πάνω της που μ’ έλκυε, το ίδιο μ’ απωθούσε. Αυτόν τον γάμο δεν τον γύρεψα, μ’ υποχρέωσαν να τον κάνω· πιότερο κι απ’ την νύφη εγώ το σκήπτρο λαχταρούσα, μα κείνη ήταν ήδη βασίλισσα κι ο δρόμος για τον θρόνο απ’ την κλίνη της περνούσε. Της Σφίγγας σαν έλυσα το αίνιγμα π’ απάντηση δεν έχει, από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα από περιπλανώμενος στο βασιλικό παλάτι, εκείνη όμως ήταν από πάντα εκεί και ήξερε να διατάζει. Κι εγώ; Εγώ ποιος ήμουνα να της αντιμιλήσω; Ούτε την φύτρα μου δεν γνώριζα με σιγουριά, ποιος μ’ έσπειρε στον κόσμο. Με πρόσταξε να σβήσω τον πυρσό, υπάκουσα αμέσως χωρίς αντίρρηση, σαν παιδί που το μαλώνει ο γονιός του. Έτσι, στα σκοτεινά ζευγαρώσαμε, ίδια τυφλοί, ψηλαφώντας ο ένας το σώμα τ’ αλλουνού. Κι ήταν ηδονικό σαν σε όνειρο το άγγιγμα· για ό,τι στερούνταν η όραση, την αντάμειβε η φαντασία. Μα τώρα εκείνο το σκοτάδι πέφτει πάνω μου και με τυλίγει σαν μαύρο σάβανο κι απ’ τις σβησμένες κόρες των ματιών εικόνες δεν περνάνε, μόνο του παρελθόντος τα φαντάσματα που επιστρέφουν για να εκδικηθούνε. Παίρνω αόμματος της εξορίας τον δρόμο κι εκείνη δεν βρίσκεται πλάι μου να μου βαστά το χέρι, μήτε μπορώ να γείρω πάνω της, να βρω στην αγκάλη της παρηγοριά. Ολομόναχος τώρα πορεύομαι με πόδια πληγιασμένα, όπως εκείνο το παιδί που το εγκατέλειψαν στο δάσος…
Σχoλιάστε