Στα 17 σου η παρθενιά δεν είναι πια «ό,τι πολυτιμότερο έχει μια κοπέλα» αλλά ένα βάρος απ’ το οποίο δεν βλέπεις την ώρα ν’ απαλλαγείς. Ανυπομονείς να γίνεις γυναίκα, έστω κι αν ακόμα  δεν ξέρεις καλά-καλά γυναίκα τι σημαίνει. Διαισθάνεσαι όμως ότι ο δρόμος για την ενηλικίωση περνάει μέσα από την πρώτη σεξουαλική εμπειρία, και πως αυτός ο λεπτός υμένας ανάμεσα στα πόδια σου στέκεται σαν εμπόδιο που πρέπει να παραμερίσεις. Είναι η εποχή που τ’ αγόρια αποκτούν στο μυαλό σου μυθικές διαστάσεις. Τ’ αγόρια και τ’ όργανό τους. Έχουν το μαγικό κλειδί που θα σ’ ανοίξει τις πύλες του κόσμου των ενηλίκων. Τα χρειάζεσαι λοιπόν, αλλά όσο τα ονειρεύεσαι, άλλο τόσο τα φοβάσαι. Φοβάσαι τον πόνο του ξεπαρθενέματος, το αίμα στα σεντόνια, φοβάσαι τι θα πουν στους φίλους τους και τι θα σκεφτούν για σένα, φοβάσαι μη μαθευτεί στο σχολείο και φτάσει ως τ’ αυτιά των γονιών σου.

Περισσότερο φοβόμασταν τη δέσμευση. Την πρώτη σου φορά ποτέ δεν την ξεχνάς, όπως δεν λησμονείς κι αυτόν που «σ’ έκανε γυναίκα», έτσι δεν έλεγαν τα αισθηματικά μυθιστορήματα που διαβάζαμε στη ζούλα; Αν όμως ο άντρας που θα μας ξεπαρθένευε αποκτούσε δικαιώματα πάνω μας; Αν μας ερωτευότανε, ή, ακόμα χειρότερα, αν τον ερωτευόμασταν εμείς; Αν μέναμε έγκυοι και μετά έπρεπε να τον παντρευτούμε και να φέρουμε στον κόσμο το παιδί του; Δεν νιώθαμε έτοιμες για κάτι τέτοια, ήμασταν νέες, σχεδόν παιδιά κι ας βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε, θέλαμε ωστόσο να ζήσουμε τις ζωές μας προτού να μπλέξουμε με υποχρεώσεις.  Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Κάποιος τρόπος θα υπήρχε…

Τότε ήταν που σκεφτήκαμε την ιεροτελεστία.

Δηλαδή, για να αποδώσω τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, η Σοφία το σκέφτηκε κι εμείς ακολουθήσαμε. Τέσσερα κορίτσια ήμασταν, στην ίδια ηλικία, συμμαθήτριες στη δεύτερη τάξη του Λυκείου σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, τέλη δεκαετίας του ’80. Φίλες αχώριστες, οι τέσσερις σωματοφύλακες, έτσι μας κοροϊδεύανε στο σχολείο. Δεν θα πω τα πραγματικά μας ονόματα, δεν θα ‘τανε σωστό, από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια, οι δυο τους έχουν παντρευτεί, έχουν μεγάλα παιδιά τώρα πια, γιατί να τις εκθέσω; Ούτε και τ’ όνομα της πόλης θ’ αναφέρω, εξάλλου δεν έχει και τόση σημασία, λίγο-πολύ το ίδιο κλίμα επικρατούσε παντού την εποχή εκείνη. Ας επινοήσω λοιπόν τέσσερα ονόματα φανταστικά, που το καθένα ν’ αποδίδει και μια ιδιότητα, καταπώς συνηθίζουν ποιητές και πεζογράφοι. Η Σοφία ήταν η πιο έξυπνη κι όχι μόνο στα μαθήματα, το μυαλό της διαρκώς γεννούσε ιδέες. Η Αγνή ήταν μεταξύ μας η πιο σεμνή, η χαμηλοβλεπούσα κι όσο για την Αφροδίτη, ε, δεν θέλει εξήγηση, όνομα και πράμα! Ας διαλέξω και το δικό μου το ψευδώνυμο, πείτε με Ελευθερία.

Η Σοφία που μας το πρότεινε, το είχε κάνει ήδη. Τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν και δεν είχαμε λόγους να μην την πιστεύουμε. Προστρέχαμε στην πείρα της. Θα πονέσει; τη ρωτούσαμε. Λίγο ναι, απαντούσε εκείνη. Όχι για πολύ όμως. Θα σας δείξω πώς. Θα το επαναλάβω κι εγώ, για χάρη σας. Αλλά θα πρέπει να το κάνουμε όλες μαζί για να στηρίξει η μια την άλλη. Αυτό δεν το δεχτήκαμε, μας πιάσανε οι ντροπές μας. Να το κάνουμε, ναι, σύμφωνοι, αλλά η καθεμιά ξεχωριστά. Απάνω κει μαλώσαμε, της Σοφίας πολύ της κακοφάνηκε που δεν πέρασε το δικό της. Κατέβασε κάτι μούτρα να και για μέρες μάς έκανε το βαρύ πεπόνι ώσπου στο τέλος καταλήξαμε σ’ έναν συμβιβασμό. Θα γινόταν με τον τρόπο που μας είχε υποδείξει αλλά κατ’ ιδίαν, κι έπειτα θα μαζευόμασταν για να διαβάσουμε από κοινού τις επιστολές. Ορίσαμε τη μέρα κι αρχίσαμε τις προετοιμασίες.

Τα γράμματα τα γράψαμε αποβραδίς. Τα κλείσαμε σ’ έναν λευκό φάκελο και τον σφραγίσαμε. Τη νύχτα τον κρύψαμε κάτω απ’ το μαξιλάρι. Τι άλλο έμενε; Έπρεπε τώρα να επιλέξουμε τον διακορευτή μας. Κάποιον αρκετά σκληρό αλλά που να ταιριάζει και με τα γούστα μας. Θα ήταν σαν παιχνίδι. Δώσαμε ραντεβού πριν απ’ το φροντιστήριο, στηθήκαμε μπροστά στον πάγκο του μανάβη. Τέσσερα καρότα. Τέσσερις εραστές. Της Αγνής ήταν μικροσκοπικό και ολόισιο σαν να ‘χε βγει από καλούπι. Η Αφροδίτη διάλεξε ένα χοντρό και γεμάτο κονδυλώματα. Της Σοφίας τής γυάλισε ένα θεόστραβο και παραμορφωμένο. Όσο για τον δικό μου αγαπημένο, αυτός ήταν ο πιο βρόμικος και χρειάστηκε να τον πλύνω με κρύο νερό για να τον εξαγνίσω. Φασολάδα μαγειρεύουν οι μανάδες σας; μας πείραξε ο μανάβης, ένας χοντρός, αηδιαστικός τύπος με κάτι μαλλιαρές χερούκλες. Πήραμε μάνι-μάνι τα καρότα και φύγαμε χωρίς να πούμε λέξη. Είχαμε κοκκινίσει ίσαμε τ’ αυτιά λες κι ήταν γραμμένο στο μέτωπό μας. Γυρίσαμε στα σπίτια μας, τα κρύψαμε κι αυτά κάτω απ’ το προσκεφάλι.

Την επόμενη μέρα προφασιστήκαμε αδιαθεσία και κάναμε κοπάνα απ’ το σχολείο. Ο καθηγητής δεν πονηρεύτηκε, ίωση θα ‘ναι, σκέφτηκε, θα κόλλησε η μία την άλλη. Οι γονείς μου έφυγαν για τη δουλειά, έμεινα στο σπίτι μόνη. Ανυπομονούσα να ξεμπερδεύω μιαν ώρα αρχύτερα, έπρεπε όμως να περιμένω μέχρι τις δώδεκα, έτσι είχαμε συμφωνήσει, και παρόλο που δεν θα μ’ έλεγχε κανείς, αισθανόμουν ένα μάτι καρφωμένο πάνω μου να με παρακολουθεί. Υπάκουσα σαν υπνωτισμένη. Μόλις μεσημέριασε πήγα και στάθηκα μπροστά απ’ τον καθρέφτη. Φορούσα ακόμη το νυχτικό μου. Κανονικά θα ‘πρεπε να το βγάλω μην τυχόν λεκιαστεί απ’ το αίμα, αλλά ντρεπόμουν το σώμα μου κι απλώς το σήκωσα μέχρι τον αφαλό. Έβλεπα το είδωλό μου και μουρμούριζα, Κοίτα το παλιοκόριτσο τι πάει να κάνει! σαν να ‘τανε μια άλλη. Τότε εκείνη η άλλη πήρε το καρότο στα χέρια της, το φίλησε στα χείλη κι έπειτα με μια απότομη κίνηση το έμπηξε μέσα μου. Δεν αισθάνθηκα πόνο, έκπληξη περισσότερο που ήταν τόσο εύκολο, και το αίμα, το είδα κι αυτό μες στον καθρέφτη, λες και δεν ήταν αληθινό αλλά μόνο μια εικόνα, όπως το αίμα που χύνεται στην τηλεόραση. Αυτό ήταν λοιπόν; Κι είχε τελειώσει; Πέρασαν λίγα λεπτά ώσπου να το συνειδητοποιήσω, μετά, σκούπισα βιαστικά το πάτωμα, έχωσα σε μια πλαστική σακούλα τον διακορευτή μου και το γράμμα, ντύθηκα όπως-όπως και βγήκα να βρω τις άλλες.

Τράβηξα κατευθείαν για τον παλιό νερόμυλο, εκεί είχαμε το κρησφύγετό μας. Η Σοφία είχε φτάσει πρώτη και μας περίμενε, η Αγνή κι η Αφροδίτη ήρθαν μαζί μετά από κάνα μισάωρο. Καθίσαμε στην μυλόπετρα κι ανοίξαμε τα γράμματα, η καθεμιά διάβασε φωναχτά το δικό της. Παράξενο, δεν ήταν ακριβώς όπως το φανταζόμουν. Την αρχή την έκανε η Σοφία. Το γράμμα της ήταν ό,τι πιο ρομαντικό. Απευθυνόταν στον μνηστήρα της με μεγάλη τρυφερότητα, του ορκιζόταν πίστη αιώνια, καταριόταν τα εμπόδια που ορθώνονταν ανάμεσά τους. Μου ερχόταν να βάλω τα γέλια, ποτέ δεν την είχα ξανακούσει να μιλάει έτσι για κανέναν. Έπειτα ήρθε η σειρά της Αγνής. Το δικό της γράμμα ήτανε οργισμένο. Κατηγορούσε τον διακορευτή της ότι την ξεγέλασε και την αποπλάνησε, ότι την έβαλε να κάνει πράγματα αισχρά παρά την θέλησή της και κατέληγε λέγοντας πως δεν ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της. Με τρόμαξε όλος αυτός ο θυμός που είχε κρυμμένο μέσα της, ποιος άραγε να ήταν η αιτία; Μονάχα η Αφροδίτη ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του ακροατηρίου. Η επιστολή της ήταν τέρμα αισθησιακή, ίσως και λίγο χυδαία, όπως ακριβώς θα περίμενε κανείς από μια θεά του έρωτα. Εκθείαζε την αρρενωπότητα και τα προσόντα του επιβήτορα, παραληρούσε για την ηδονή που της χάρισε το άγγιγμά του, για τις αλησμόνητες στιγμές πάθους που πέρασαν μαζί. Με σόκαρε λιγάκι η αδιαντροπιά της κι ας ήξερα πως ήταν μόνο λόγια. Ήμουν η τελευταία. Διάβασα με την ίδια αμηχανία και συστολή που ένιωθα και στην τάξη κάθε φορά που με σήκωνε ο δάσκαλος στον πίνακα και δεν ήμουν διαβασμένη. Στην έκθεση ήμουν η καλύτερη, ωστόσο ετούτη τη φορά η έμπνευση μ’ είχε εγκαταλείψει. Τηλεγραφικά ευχαριστούσα τον εραστή της μιας φοράς για τις υπηρεσίες του και του ευχόμουν καλή τύχη στο μέλλον, όμως κάπου εδώ οι δρόμοι μας χωρίζανε, περάσαμε όμορφα μα δεν ήμασταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον.

Ανάψαμε ύστερα μια φωτιά και ρίξαμε τα γράμματα. Μακάρι να τα φύλαγα, να μπορώ να τα ξαναδιαβάσω, αυτό όμως το σκέφτηκα κατόπιν εορτής, όταν πια είχανε γίνει στάχτη. Μας έμεναν τα καρότα. Μας είχαν φανεί χρήσιμα κι ίσως τους άξιζε καλύτερο τέλος απ’ το να φαγωθούνε, έτσι όμως το σχεδίασε η Σοφία κι εμείς δεν είπαμε όχι. Μόνο η Αγνή διαμαρτυρήθηκε, το βρήκε αηδιαστικό· τον δικό της τον διακορευτή τον έβρασε για να τον αποστειρώσει. Η Αφροδίτη δεν έδειξε τέτοιες ευαισθησίες, μασούλαγε το καρότο της όπως ήτανε, ωμό και ματωμένο. Όσο για την πρωθιέρεια της τελετής, τεμάχισε τον εραστή της σε λεπτές συμμετρικές ροδέλες με τον ελβετικό σουγιά του αδελφού της. Εγώ τα καρότα τα σιχαινόμουνα, δεν τα ‘τρωγα μήτε ωμά μα ούτε και βρασμένα, για να μην φανεί όμως μπροστά στις άλλες ότι λιγοψυχώ, το έξυσα σε τρίμματα να κατέβει πιο εύκολα.

Μετά αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε, δώσαμε όρκο πως θα μείνουμε για πάντα φίλες όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αν γεννούσαμε κορίτσια, θα τα μυούσαμε κι αυτά στην ιεροτελεστία, ώστε να μάθουν από μικρές να είναι ανεξάρτητες κι απαλλαγμένες απ’ τα ταμπού που δυνάστευαν τη γενιά μας. Επισφραγίσαμε την συνωμοσία κι αποχαιρετιστήκαμε. Είχε πια σουρουπώσει όταν το διαλύσαμε και γυρίσαμε στα σπίτια μας.

Κι έπειτα…

Έπειτα κύλησε ο καιρός και χαθήκαμε. Τον επόμενο χρόνο δώσαμε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο κι η καθεμιά πήρε τον δρόμο της. Η Σοφία ήρθε στην Αθήνα να σπουδάσει μαιευτική, η Αγνή καλοπαντρεύτηκε μικρή, στα είκοσί της ήταν κιόλας μητέρα. Η Αφροδίτη που ‘χε το ψώνιο να γίνει ηθοποιός, κατέληξε στην τηλεόραση, από τα κουτσομπολίστικα περιοδικά μάθαινα τα νέα για τους εφήμερους έρωτές της. Αργότερα παντρεύτηκε κι εκείνη μ’ έναν επιχειρηματία, έκανε μια κόρη, χώρισε, ξαναπαντρεύτηκε, ξαναχώρισε. Εγώ έφυγα στο εξωτερικό, υποτροφίες, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, καριέρα. Έκανα χρόνια να γυρίσω στην Ελλάδα. Αλλά αν θέλω να ‘μαι ειλικρινής, δεν ήταν μόνο αυτή η αιτία της αποξένωσης· η ίδια η τελετή, αντί να μας φέρει πιο κοντά, μας είχε απομακρύνει. Δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ για κείνο το απόγευμα, δεν ήταν κάτι που θα θέλαμε να θυμόμασταν και η απόσταση βοηθούσε, έκανε ευκολότερο το έργο της λήθης.

Και πράγματι, δεν το σκεφτόμουν πια, το είχα απωθήσει. Μέχρι εκείνο το πρωί που άκουσα την είδηση στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου. Στο αστυνομικό δελτίο ο εκφωνητής ανακοίνωνε  την σύλληψη μιας μαίας με την κατηγορία ότι διακόρευε τους παρθενικούς υμένες των βρεφών στο μαιευτήριο όπου εργαζόταν. Στην απολογία της ομολόγησε την ενοχή της, ισχυρίστηκε όμως ότι οι προθέσεις της ήταν αγαθές, το έκανε, είπε, για ν’ απαλλάξει τα κορίτσια απ’ το βάρος.

Λόγω του τεκμηρίου αθωότητας, ονοματεπώνυμο δεν αναφέρθηκε, εμένα όμως η ψυχή σφίχτηκε. Να ήταν άραγε η παλιά μου φίλη;