Dies Irae

 

Το πρώτο γκράφιτι εμφανίστηκε ένα ομιχλώδες πρωινό του Δεκέμβρη πάνω στον Ιερό βράχο της Ακρόπολης, σε μικρή απόσταση από τον Παρθενώνα: Ένα τεραστίων διαστάσεων κωλοδάχτυλο που έδειχνε τον Αττικό ουρανό και τίποτε άλλο, ούτε σύνθημα ούτε υπογραφή. Περίτεχνα ζωγραφισμένο πάντως, έργο έμπειρου καλλιτέχνη και όχι καμία προχειροδουλειά: ο καρπός, τα δάχτυλα, τα νύχια, ακόμα και οι φλέβες και οι τριχούλες του χεριού, όλα σχεδιασμένα στην εντέλεια. Παρά τις έρευνές της η αστυνομία δεν κατάφερε να εντοπίσει τον δράστη ή τους δράστες. Κανένα ίχνος, κανένα στοιχείο, καμία ένδειξη δεν προέκυψαν, έμοιαζε σαν να είχε ξεφυτρώσει από μόνο του και το μυστήριο πρόσφερε τροφή στην φαντασία και πυροδότησε τις φήμες.

Το θέμα πήρε διαστάσεις από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που δεν έχασαν την ευκαιρία να στηλιτεύσουν, σε οξύτατους τόνους μάλιστα, τον αδιανόητο ετούτο βανδαλισμό που δυσφημούσε τη χώρα μας διεθνώς, με συνέπεια να πληγεί ο τουρισμός. Αλλά αυτό αποδείχθηκε λάθος. Αντί να συνετίσουν και να παραδειγματίσουν, ως ήτο η αρχική πρόθεσις, το μόνο που κατάφεραν ήταν να διαδώσουν την είδηση εμπνέοντας ένα πλήθος ανώνυμων μιμητών. Σε λιγότερο από μία εβδομάδα όλοι οι τοίχοι της πόλης είχαν γεμίσει με το αναιδές σύμβολο. Το έβλεπες παντού, ακόμα κι εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, ή μάλλον, κυρίως εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, στα καμπαναριά των εκκλησιών, στους ναούς της Θέμιδας, στις εισόδους των μουσείων, στα βάθρα των αγαλμάτων, σε κοιμητήρια και τάφους, σε υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες, στο κοινοβούλιο και το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, στα νοσοκομεία, στους χώρους πολιτισμού, θέατρα, κινηματογράφους, ως και στην όπερα, κι ας μη μιλήσουμε πια για τα σχολεία, βρεφονηπιακοί σταθμοί, νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια, πανεπιστήμια, ήταν όλα τους στιγματισμένα από την προκλητική μουντζούρα.

Η κυβέρνηση θορυβήθηκε. Αν και οι δράστες παρέμεναν άγνωστοι, το μήνυμα ήταν υπερβολικά σαφές για να αγνοηθεί: Ο κόσμος ήταν οργισμένος. Με τι όμως; Και με ποιον; Αυτό ήταν πιο δύσκολο να εξηγηθεί. Τα πράγματα πήγαιναν καλά στη χώρα, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης παρέμενε σταθερός επί μία πενταετία και ξεπερνούσε το 5% ετησίως, η ανεργία είχε μειωθεί στο 3%, το ΑΕΠ είχε σχεδόν διπλασιαστεί, με λίγα λόγια διανύαμε μια εποχή ευημερίας. Οπότε; Ποια να ήταν άραγε η αιτία της δυσαρέσκειας; Συσκέψεις επί συσκέψεων κυβερνητικών αξιωματούχων, εμπειρογνωμόνων, τεχνοκρατών, απέβησαν άκαρπες. Τίποτα δεν μπορούσε να δικαιολογήσει μία τέτοια αναταραχή και κάποιοι ψυχολόγοι της μάζας που τόλμησαν να ψελλίσουν κάτι ακαταλαβίστικα περί της δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό, δέχθηκαν τα ειρωνικά μειδιάματα και τις λοιδορίες των συναδέλφων τους· ο φροϋδισμός δεν ήταν πια της μόδας.

Ωστόσο, έστω και αν τα αίτια παρέμεναν στο σκοτάδι, το πρόβλημα έπρεπε να αντιμετωπιστεί και τότε την σκυτάλη πήραν οι πραγματιστές. Με πρωτοβουλία του υπουργού Προπαγάνδας ξεκίνησε μία εκστρατεία ενημέρωσης διαμέσου της τηλεόρασης και του διαδικτύου. Διανοούμενοι, ακαδημαϊκοί και άνθρωποι του πνεύματος ανέλαβαν -με το αζημίωτο- να διαφωτίσουν την κοινή γνώμη σχετικά με την σεξιστική και φαλλοκρατική σημασία του συμβόλου, ελπίζοντας έτσι να διαχωρίσουν σε πρώτη φάση τις γυναίκες και να τις προσεταιριστούν. Η σκέψη ήταν ευφυής στη σύλληψή της πλην όμως κατέπεσε όταν στην επόμενη μεγάλη φεμινιστική διαδήλωση στο κέντρο της πόλης κυριάρχησαν τα πλακάτ και τα πανό με ζωγραφισμένο πάνω τους το θηλυκό κωλοδάχτυλο. Το θηλυκό κωλοδάχτυλο ήταν διαφορετικά σχεδιασμένο από τον αρσενικό πρόδρομό του: είχε μανικιούρ και κατέληγε σ’ ένα νύχι βαμμένο κατακόκκινο. Ίσως και η οργή που εξέφραζε να ήταν διαφορετική από την αρσενική, το γεγονός πάντως ήταν πως η κυβέρνηση είχε ν’ αντιμετωπίσει τώρα δύο οργές αντί για μία. Έτσι, η πρώτη απόπειρα να διαιρεθούν οι οργισμένοι σε δύο κατηγορίες έπεσε στο κενό, το διαίρει και βασίλευε είχε μεταβληθεί, παρά τις προβλέψεις, σε αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι.

Η ένταση κορυφώθηκε και όπως λέει και ο άσοφος λαός, ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται. Αναπόφευκτα από μία τέτοια τεταμένη κατάσταση δεν θα μπορούσαν να λείψουν οι επιτήδειοι που με πανούργα επινοητικότητα θα κοιτούσαν να την εκμεταλλευτούν προς όφελός τους. Η αγορά πλημμύρισε με κάθε λογής μπλουζάκια, T-shirts, μαντήλια, κασκόλ, μέχρι και σημαιάκια και σημαίες οπαδικές, με κωλοδάχτυλα πάσης φύσεως και είδους, στα πιο παρδαλά και εξεζητημένα χρώματα και σχέδια. Φυσικά οι επιχειρηματίες που συνέλαβαν την τόσο φαεινή αυτή ιδέα θησαύρισαν, ενόσω όμως εκείνοι πλούτιζαν, η οργή αυγάτιζε, σαν οποιοδήποτε προϊόν που παράγεται μαζικά, σε βιομηχανική κλίμακα, και γίνεται αντικείμενο εμπορίου και αγοραπωλησίας. Όπως σε παλαιότερες εποχές οι πολεμοκάπηλοι κερδοσκοπούσαν με τον πόλεμο, ομοίως οι σύγχρονοι σπεκουλαδόροι της δυσαρέσκειας απομυζούσαν τα σταφύλια της οργής.

Όμως η εξουσία δεν το βάζει κάτω με την πρώτη αναποδιά. Ο υπουργός Προπαγάνδας έπεσε σε δυσμένεια και αντικαταστάθηκε, τώρα τα νήματα στο παρασκήνιο κινούσε η υπουργός Πολιτισμού και Εξωραϊσμού. Με δική της εισήγηση ξεκίνησε μία εικαστική παρέμβαση μεγάλης κλίμακας που σκοπό είχε να πνίξει το επαίσχυντο σύμβολο κάτω από μία στρώση πολιτισμού κι ένα λούστρο ευπρέπειας. Οι μαγαρισμένες επιφάνειες των κτιρίων ασπρίστηκαν και ασβεστώθηκαν, οι ιταμές αφίσες καλύφθηκαν από άλλες που αναπαριστούσαν έργα τέχνης. Πλατείες, λεωφορείο, δρόμοι, σοκάκια και αδιέξοδα γέμισαν νεκρές φύσεις, Τζοκόντες και Αφροδίτες, ο διαβάτης είχε την αίσθηση ότι περιδιάβαινε τους διαδρόμους ενός υπαίθριου μουσείου. Στην επιχείρηση καλλωπισμού ήρθε να συνδράμει αρωγός ο ιδιωτικός τομέας με αφισοκόλληση πάσης φύσεως διαφημίσεων, αυτοκινήτων, αρωμάτων, εσωρούχων, κινητής τηλεφωνίας, ταξιδίων. Για ένα σύντομο διάστημα, η πόλη έλαμψε σαν χαμόγελο τηλεοπτικού αστέρα σε ρεκλάμα ορθοδοντικού. Με την πρώτη νεροποντή όμως οι μπογιές ξέβαψαν, οι αφίσες μούλιασαν και σκίστηκαν κι από κάτω ξεπρόβαλαν ξανά χιλιάδες, εκατομμύρια κωλοδάχτυλα που ξεπηδούσαν από την χειμερία νάρκη τους σαν σαλιγκάρια μετά τη βροχή.

Η υπουργός Πολιτισμού πλήρωσε την αποτυχία με τον θώκο της, η τελευταία λέξη δικαιωματικά θα ανήκε στον υπουργό Καταστολής και Ασφάλειας. Η δική του συνταγή: προβοκάτορες της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών και παρακολουθήσεων, μεταμφιεσμένοι σε οργισμένους νέους, -ό,τι κι αν σήμαινε μια τέτοια μεταμφίεση- ανέλαβαν να σχεδιάζουν κρυφά τις νύχτες, ανάμεσα στο δάσος με τα κωλοδάχτυλα, αλσύλλια από μούντζες. Η μούντζα ήτο επίσης σύμβολο περιφρόνησης και απαξίωσης, πλην όμως υπολείπετο σε οργή και αναίδεια του ξενόφερτου κωλοδάχτυλου, ενώ επιπλέον παρουσίαζε το πλεονέκτημα της εγχώριας προέλευσης, ούσα μία γραφική κι ανώδυνη, άρα και πιο αποδεκτή χειρονομία στα πλαίσια μιας λαϊκής κουλτούρας την οποία οι κρατούντες αποπειρώνται τώρα να οικειοποιηθούν προκειμένου να την αποδυναμώσουν.

Αυτό το τέχνασμα είχε σαφώς μεγαλύτερη απήχηση, οι οργισμένοι χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα, οι μετριοπαθείς μεταρρυθμιστές της μούντζας και οι βίαιοι ριζοσπάστες του κωλοδάχτυλου. Και πάλι όμως η κοινωνική ένταση δεν καταλάγιασε, αντιθέτως εξαπλώθηκε στην βάση. Οι δύο χειρονομίες έγιναν ένα είδος αναγνώρισης και πολύ σύντομα εκτόπισαν τις προγενέστερες χειρονομίες που είχε καθιερώσει η αστική ευπρέπεια. Η χειραψία, το χειροφίλημα, το «κόλλα-πέντε», το χτύπημα στην πλάτη, περιέπεσαν σε αχρησία και αντικαταστάθηκαν από τα σύμβολα της οργής. Όταν δύο άνθρωποι συναντιούνταν στη μέση του δρόμου ή σε κάποια συναναστροφή τώρα πια χαιρετιούνταν μουντζώνοντας ο ένας τον άλλον ή δείχνοντας προτεταμένο το μεσαίο δάχτυλο· έτσι, γνώριζαν από την πρώτη στιγμή τι είναι και πού ανήκει ο καθένας.

Αυτό αποτέλεσε την θρυαλλίδα της γενικής έκρηξης. Καθώς στην δεδομένη συγκυρία οι κωλοδαχτυλιστές αποτελούσαν την πλειοψηφία, η μειονότητα των μουντζαχεντίν γινόταν εχθρικά δεκτή με ύβρεις, προπηλακισμούς και χειροδικίες που διαρκώς κλιμακώνονταν για να καταλήξουν σε ξυλοδαρμούς ή ακόμη και σε λιντσαρίσματα. Η βία όμως χαρακτηρίζεται από μία αντανακλαστική συμμετρία και έτσι δεν άργησε η στιγμή που οι πενταδάκτυλοι πέρασαν από την αυτοάμυνα στην αντεκδίκηση ανταποδίδοντας τα πλήγματα που δέχονταν με το ίδιο νόμισμα. Μία σου και μία μου· ήταν η απαρχή ενός εμφυλίου πολέμου που διαρκεί μέχρι σήμερα. Την οργή που δεν κατάφερε να εκτονώσει η καθεστηκυία τάξη επέτυχε τουλάχιστον να την διασπείρει στην κοινωνία προκειμένου να επιβιώσει η ίδια. Μα και οι εξοργισμένοι, ανήμποροι να πλήξουν μία παντοδύναμη όσο και αόρατη εξουσία, ξεσπούσαν την οργή τους ενάντια στον διπλανό που όσο περισσότερο τους έμοιαζε, τόσο πιο διαφορετικός τους φαινόταν.

Πώς θα τελειώσουν όλα ετούτα, κανένας δεν το ξέρει. Υποθέτω με έναν συμβιβασμό, η βία είναι ενεργοβόρα κι εξουθενωτική και κάποτε οι άνθρωποι κουράζονται να πράττουν το κακό και να βγάζει ο ένας του αλλουνού το μάτι· την κόπωση αυτήν την αποκαλούν Ειρήνη.

Μπορεί επίσης να επικρατήσει κάποια παράταξη από τις δύο και να γίνει εκείνη εξουσία.  Φωνή λαού οργή Θεού, όμως η οργή που γκρεμίζει ένα καθεστώς θεμελιώνει ένα άλλο.

Μέχρι το επόμενο ξέσπασμά της…