Μέρες αίματος, νύχτες οργής: άλλη μια σταγόνα και το ποτήρι ξεχείλισε. Αν η χθεσινή ενέδρα θα μπορούσε ίσως ν’ αποδοθεί στον φόβο ή τον πανικό, αν οι δράστες της θα μπορούσαν ίσως να επικαλεστούν ως ελαφρυντικό το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, πίσω απ’ αυτήν την δεύτερη παγανιά διακρινόταν ξεκάθαρα μια προσχεδιασμένη μοχθηρία, μια κακεντρέχεια τόσο ανόσια που δεν άφηνε κανένα περιθώριο για εξιλασμό και συγχώρεση. Πυροβολούσαν ανθρώπους χοηφόρους που επέστρεφαν από μια κηδεία· στην γη που γέννησε εξ αντιδιαστολής μιαν Αντιγόνη αλλά κι έναν Κρέοντα, μια τέτοια διπλή ύβρις προς ζωντανούς και νεκρούς δεν θα έμενε αναπάντητη· το ίδιο κιόλας απόγευμα ξεκίνησαν οι επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα· ως το βράδυ της επομένης, τα περισσότερα είχαν ήδη πέσει στα χέρια της πολιτοφυλακής. Απόπειρα πραξικοπηματικής κατάληψης της εξουσίας βάσει οργανωμένου σχεδίου ή βίαιη και σπασμωδική αντίδραση των μαζών στο ματοκύλισμά τους από τις δυνάμεις καταστολής; αυτό ας το αποσαφηνίσουν οι ιστορικοί του μέλλοντος, αν και από τώρα μαντεύω μετά περισσής βεβαιότητος πως ούτε κι εδώ πρόκειται να ομονοήσουν στον αιώνα τον άπαντα, κάποιοι θα υποστηρίξουν το άλφα, κάποιοι άλλοι θα τους αντιτείνουν το βήτα, αναμενόμενο, η ιστοριογραφία είναι η συνέχιση του πολέμου, -του εμφυλίου πολέμου- με άλλα μέσα, με λογομαχίες αντί για μάχες, με λέξεις αντί για σφαίρες, με ισχυρισμούς αντί για βόμβες, με σοφιστείες αντί για νάρκες, τα πυρομαχικά κάποτε εξαντλούνται, τα λόγια όμως ποτέ κι έτσι κι ο πόλεμος, -ο εμφύλιος πόλεμος- δεν τελειώνει ποτέ αλλά παρατείνεται στο διηνεκές, για όσο θα υπάρχουν αντιπαραθέσεις να τον συντηρούν, απόψεις αντικρουόμενες για να τον συδαυλίζουν, επιχειρήματα κι αντεπιχειρήματα να τον διαιωνίζουν, για όσο θα βρίσκονται στόματα πρόθυμα να τα διατυπώσουν και να τα τεκμηριώσουν με λογική συνέπεια και ώτα εύηκοα για να τ’ αποδεχθούν με ευπιστία αλλά ξέρετε κάτι; Ότι κι αν σας πουν αυτά τα πρόθυμα στόματα, ότι κι αν ενστερνιστούν εκείνα τα εύπιστα αυτιά εσείς μην τα πιστεύετε, δεν σας λένε την αλήθεια, ή τουλάχιστον όχι ολόκληρη την αλήθεια. Γιατί σχέδια επί χάρτου καταστρώνονται καθημερινά δεκάδες, σύμφωνοι, πόσα όμως εξ’ αυτών θα υλοποιούνταν στην πραγματικότητα εάν έλειπε το ανθρώπινο πάθος να τους δίνει υπόσταση και να τα μετατρέπει από επιτελικές ονειροφαντασίες σε συγκεκριμένες πράξεις με απτά αποτελέσματα στον υλικό κόσμο; Οι άνθρωποι αδιαφορούν ή παθιάζονται, ενθουσιάζονται κι ελπίζουν κι απογοητεύονται και πάλι αναθαρρούν κι αντρειεύονται κι έπειτα φοβούνται και λιγοψυχούν κι απελπίζονται, οι άνθρωποι λιμπίζονται και ζηλεύουν κι αηδιάζουν κι  αποστρέφονται, αγαναχτούν ή υπομένουν, συμπονούν ή μισούν ή οργίζονται και τα συναισθήματα αυτά, αδιάφορα κι αμελητέα σαν μια σταγόνα νερό όταν αφορούν ένα μεμονωμένο άτομο, αποκτούν αίφνης τεράστια, κοσμοϊστορική σημασία από την στιγμή που εξαπλώνονται και κυριεύουν το πλήθος, την μάζα, τον όχλο. Τα σταγονίδια γίνονται τότε νεροποντή, θύελλα και χαλάζι, δύναμη κινητήριος, ενέργεια άγρια κι ατίθαση, ο καλπασμός του αλόγου που σέρνει την άμαξα της Ιστορίας, κάρο βαρυφορτωμένο με κάθε λογής σαβούρα, θεσμούς και ήθη κι έθιμα και νόμους, αυτοκρατόρους, βασιλιάδες, στρατηγούς, καρδιναλίους, βάρη άχρηστα της γης, έρμα ογκώδες και σφιχταμπαλαρισμένο και γι’ αυτό δυσκολοκούνητο, είναι το ξεχείλισμα του αισθήματος που μετακινεί και σπρώχνει εμπρός ετούτο τ’ αγκωνάρι, όχι η ψυχρή λογική, ούτε η ατσάλινη βούληση, τα μακρόπνοα σχέδια, οι ζυγισμένες αποφάσεις, τα διατάγματα και τα φιρμάνια, με τίποτα, όλ’ αυτά το πολύ-πολύ να οπλίσουν το χέρι του αλαφιασμένου ηνίοχου που ιδροκοπά και ζορίζεται να ελέγξει την ξέφρενη πορεία του άρματος, να την προσανατολίσει προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση να μην γκρεμοτσακιστεί και τον παρασύρει κι εκείνον στην άβυσσο μ’ ένα γκέμι ή μ’ ένα καμτσίκι, εργαλεία χρήσιμα το δίχως άλλο κι απαραίτητα, δεν διαφωνώ, το κινούν αίτιο όμως όχι, αυτό αποκλείεται, στο λέω και στο υπογράφω!

  • Έτσι νομίζεις λοιπόν Πατρίτσια; Πώς το συναίσθημα εξηγεί τα πάντα; Τους πολέμους και τις σφαγές, τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις; Αυτό είναι που έχεις να προτείνεις στους ειδήμονες; Μια ψυχολογική ερμηνεία της Ιστορίας που να επικεντρώνεται στο θυμικό των μαζών; Που να θέτει σε δεύτερο πλάνο τις δομές, τις ιδέες, τις οικονομικές αναγκαιότητες, τις κοινωνικές νομοτέλειες, τον καθοριστικό ρόλο των μεγάλων προσωπικοτήτων; Μα πόσο αφελής! πόσο ρομαντική γίνεσαι ώρες-ώρες!

 

Αφελής; Συναισθηματική; Ρομαντική; Ίσως και να ‘μαι, δεν ξέρω. Αν όμως έτσι είμαι, τότε τι άλλο μπορώ να κάνω; Κουκιά σαν τρώει ο απλοϊκός; κουκιά και μολογάει κι εγώ για όσα είδα μαρτυρώ και στάλα παραπάνω. Ή μήπως θαρρείς ότι τα βγάζω απ’ το μυαλό μου; Όχι! χίλιες φορές όχι! Τίποτα δεν φαντάστηκα, όλα μπροστά μου ήσαν· μα πουθενά δεν διέκρινα την λογική, την σύνεση, το μέτρο στις πράξεις των ανθρώπων, παντού της τρέλας ο παροξυσμός, η παραφορά των παθών, η τυφλή μάνητα των ενστίκτων· κι αν πότε-πότε τύχαινε να καταστρώνουν πλάνα μελετημένα ως και την τελευταία τους λεπτομέρεια, να οργανώνονται με σύστημα και ψύχραιμη μεθοδικότητα, ήτανε μονάχα πώς να βλάψουνε τον διπλανό, να του κουρσέψουνε το βιός, να του μπήξουνε βαθιά στην πλάτη το μαχαίρι και τότε η φρονιμάδα τους πιότερο κακό και συμφορά έφερνε από την απερισκεψία αφού όταν η λογική μπαίνει στην δούλεψη του χαλασμού γίνεται όπλο τρομερότερο κι από δέκα μεραρχίες αρματωμένες ίσαμε τα δόντια. Αυτό το μάθημα πήρα ελόγου μου από την Ιστορία· και μπορεί ιστορικός βέβαια να μην είμαι για να κάνω υποδείξεις σε επιστήμονες σπουδαγμένους με περγαμηνές και πτυχία και επαίνους από την Ακαδημία, αλίμονο, όταν όμως τους βλέπω να μαλώνουν και να φαγώνονται σαν τα κοκόρια, σκέφτομαι πως θα ήταν ίσως προτιμότερο, αντί να τσακώνονται έτσι άσκοπα, να έστρεφαν από κοινού την προσοχή τους σ’ αυτό το σκοτεινό και παραμελημένο ως τα τώρα πεδίο έρευνας, στον ρόλο που διαδραματίζουν στο ιστορικό γίγνεσθαι ο τρόμος κι η οργή, το μίσος κι η επιθυμία κι η ζηλοφθονία, παράγοντες ανορθολογικοί, εκφάνσεις του θυμικού διαπιστώσιμες όχι όμως κι ελέγξιμες από το φως του Λόγου. Κι ίσως τότε κι η δική μου μαρτυρία να τους φαινόταν χρήσιμη και να έβρισκαν εκεί απαντήσεις στα όσα αναπάντητα ερωτήματα γεννούν τα γεγονότα εκείνου του οργισμένου πρωινού της 5ης Δεκεμβρίου 1563…