Ι. Προοίμιο
Η χώρα τους ήταν φτωχική, η γη της άγονη και την μάστιζαν ξηρασίες. Λιγοστά τα γεννήματα μα τα στόματα περίσσια, σαν έφτανε η ώρα της μοιρασιάς, τις σιτοδείες διαδέχονταν οι εμφύλιοι πόλεμοι. Τότε οι σοδειές καταστρέφονταν μα τα στόματα λιγόστευαν κι εκείνα. Έτσι επιβίωναν, άντρες τραχείς κι ανελέητοι όπως ο τόπος που τους γεννούσε. Ωστόσο δεν τ’ αποφάσιζαν να τον εγκαταλείψουν. Κάτι τους κρατούσε εκεί, δεμένους με το χώμα, το χυμένο αίμα πιθανόν ή ίσως η αναπόληση αρχαίων μεγαλείων.
ΙΙ. Η Επαγγελία
Τον καιρό εκείνο των λιμών εμφανίστηκε ο Προφήτης. Άντρας ψηλός, ξερακιανός, όχι στην πρώτη νιότη. Κοκκινομάλλης, είχε μια θυσανωτή πυρόξανθη γενειάδα, μάτια μελαγχολικά κι ονειροπόλα, φωνή μονότονη σαν βέλασμα προβάτου. Κανείς δεν ήξερε από πού βαστά η σκούφια του, μήτε καν τ’ όνομά του. Έλεγε ότι ερχόταν από πολύ μακριά, ότι είχε ταξιδέψει ως τα πέρατα του κόσμου. Τούς έδειχνε με το δάχτυλο πέρα προς τη γραμμή του ορίζοντα κάτι που εκείνοι δεν μπορούσαν να διακρίνουν. Ένα νησί. Αυτός όμως το ‘χε δει με τα μάτια του, το είχε περπατήσει. Το έδαφός του ήταν εύφορο, τα σπαρτά φύτρωναν χωρίς καλλιέργεια, τα δέντρα κάρπιζαν έξι φορές τον χρόνο. Μα ο πραγματικός πλούτος κρυβόταν στο υπέδαφος, όπου κι αν έσκαβες θα έβρισκες διαμάντια, ρουμπίνια, σμαράγδια, αμέθυστους, ζαφείρια. Κοιτάσματα χρυσού χύνονταν στα ποτάμια, ως και οι βράχοι στα βουνά έλαμπαν χρυσαφένιοι. Θα φύγουμε από ‘δώ, τους είπε, θα διασχίσουμε την θάλασσα, θα φτάσουμε στον ευλογημένο τόπο και θα τον κατοικήσουμε. Ακολουθήστε με. Εγώ θα σας οδηγήσω.
ΙΙΙ. Οι Αργοναύτες
Τον άκουσαν και γέλασαν, έπειτα οι περισσότεροι τού γύρισαν την πλάτη· από τσαρλατάνους σαν και δαύτονε είχανε πια μπουχτίσει. Λίγοι μονάχα τον ακολούθησαν, οι πιο αποφασιστικοί, οι πιο απελπισμένοι. Πούλησαν όλα τους τα υπάρχοντα καράβι ν’ αρματώσουν, ένα γαλιόνι τρικάταρτο που όμοιό του δεν είχαν ναυπηγήσει οι ταρσανάδες. Με το πιο ανθεκτικό ξύλο δρυός έχτισαν την καρίνα του, από πεύκο τα κατάρτια, οξιά στη γάστρα και τα καταστρώματα. Το εφοδίασαν με προμήθειες για το μακρύ ταξίδι, βαρέλια πόσιμο νερό, γαλέτες, παστό κρέας και ψάρι, το εξόπλισαν με δώδεκα κανόνια. Ελντοράντο το βαφτίσανε, αφετηρία, μέσον και προορισμός σ’ ένα και μόνο όνομα θέλησαν να συμπίπτουν. Σαν ήσαν όλα έτοιμα, το επάνδρωσαν οι ίδιοι, πλήρωμα με 199 ψυχές, κι ανάμεσα στο τσούρμο μπάρκαραν 39 ναυτικοί, 62 μισθοφόροι, 41 πρώην κατάδικοι, 22 αξιωματικοί, 7 ναυτόπαιδα, 3 μάγειρες, 8 ξυλουργοί, 5 σιδηρουργοί, 8 φοιτητές, ιερωμένοι 3, γιατρός όμως μόνο ένας. Ο διακοσιοστός που ανέβηκε στο πλοίο ήταν ο Προφήτης, ο Θαλασσινός, ο Πρώτος Τιμονιέρης. Έδωσε το παράγγελμα, σήκωσαν την άγκυρα, φούσκωσαν τα πανιά. Φύσαγε ούριος άνεμος, δεν χρειάστηκε θυσία. Από την προκυμαία, μάνες, γυναίκες και παιδιά τούς αποχαιρετούσανε κουνώντας το μαντήλι.
ΙV. Εν Πλω
Ανοίχτηκαν στον ωκεανό, μετά από λίγες ώρες κι η τελευταία στεριά χάθηκε απ’ το κιάλι. Έπλεαν προς Ανατολάς, όπως τους είχε ορίσει. Όρτσα τα πανιά κι η θάλασσα γαλήνια, ευνοούσε το ταξίδι. Την ένατη μέρα όμως ο καιρός άρχισε να χαλάει. Άνεμοι βορειοδυτικοί σήκωσαν κύματα βουνά, ο ουρανός σκοτείνιασε, ξέσπασε καταιγίδα. Μέσα στην θύελλα η πυξίδα τους τρελάθηκε, προχώρησαν τυφλοί στο μάτι του κυκλώνα. Το σκαρί βυθιζόταν στ’ αλμυρό νερό κι έπειτα πάλι αναδυόταν στην επιφάνειά του. Ο αγέρας τσάκιζε τις αντένες και κουρέλιαζε τα ιστία, για να μην σκιστούν ολότελα, αναγκάστηκαν να μαζέψουν τους φλόκους. Τρία μερόνυχτα κράτησε ο χαλασμός, το επόμενο πρωί όμως η τρικυμία καταλάγιασε το ίδιο ξαφνικά κι απρόβλεπτα όπως τους είχε επιτεθεί. Χειρότερο αυτό που την διαδέχτηκε, άπνοια, νηνεμία. Δεν ήξεραν πια πού βρίσκονταν και τι απόσταση είχαν διανύσει. Ακινητοποιημένοι στη μέση του υγρού στοιχείου, κάτω από έναν ήλιο τροπικό που έκαιγε ανελέητα, χωρίς δυνατότητα να πλεύσουν πρόσω ολοταχώς μα ούτε και να γυρίσουν πίσω, μετρούσαν τις μέρες που περνούσαν άπραγες. Πέντε, δέκα, είκοσι· μετά, έχασαν την αίσθηση του χρόνου. Το πόσιμο νερό θόλωσε, η γαλέτα μούχλιασε, παστό κρέας και ψάρι πήρανε κι αυτά να σκουληκιάζουν. Για να μην πεθάνουν από πείνα κι από δίψα, ο Θαλασσινός διέταξε και μείωσαν τις μερίδες, τώρα πια τις μέτραγαν μπουκιά-μπουκιά, σταγόνα τη σταγόνα. Έσφαξαν ένα-ένα τ’ άλογα, τα κομμάτιασαν, τα έφαγαν ως και το τελευταίο, έπειτα στήσανε παγίδες γι’ αρουραίους. Όταν ο βιγλάτορας, ζαλισμένος καθώς ήτανε από ήλιο κι ασιτία, έπεσε και τσακίστηκε απ’ το μεσιανό κατάρτι, οι λιμασμένοι ναύτες μαζεύτηκαν γύρω απ’ το κουφάρι του σαν τις ύαινες που μυρίζονται ψοφίμι. Ο Θαλασσινός τούς σταμάτησε απειλώντας τους με την πιστόλα. Αμαρτία μεγάλη, μούγκρισε, το ήξερε όμως κι αυτός πως την επόμενη φορά δεν θα τα κατάφερνε να τους αποτρέψει. Φοβήθηκε ότι θα στασίαζαν, όμως εκείνοι, έστω κι απρόθυμα, τον υπάκουσαν, κάθε σθένος για εναντίωση τούς είχε εγκαταλείψει. Σκελετωμένοι καθώς ήταν, απ’ την αβιταμίνωση τους θέριζαν οι αρρώστιες, δυσεντερίες, τύφος, σκορβούτο, μαλάρια, κίτρινος πυρετός. Πρώτος υπέκυψε ο γιατρός, δίχως τα γιατροσόφια του το θανατικό εξαπλώθηκε, πήραν σειρά και άλλοι. Άφηναν τους ετοιμοθάνατους αβοήθητους στο κατάστρωμα, να μη μολύνουν και τους υπόλοιπους, ούτε οι ιερείς δεν πλησίαζαν να τους εξομολογήσουν, κι όταν πια παρέδιδαν το πνεύμα, πετούσαν τις σορούς στη θάλασσα βιαστικά χωρίς καν να ψάλλουνε την νεκρώσιμη ακολουθία. Είχαν σχεδόν παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια και προσευχόμενοι πρόσμεναν το μοιραίο.
Όμως η Θεία Πρόνοια δεν τους είχε ξεχάσει. Οι προσευχές τους εισακούστηκαν, φύσηξε ένας γλυκός Ζέφυρος να δροσίσει τον καύσωνα, το πλοίο έπιασε και πάλι να κινείται, από μόνο του θαρρείς, ένα θαλάσσιο ρεύμα το έσπρωχνε προς τον προορισμό του. Ταξίδεψαν ολονυχτίς και το πρωί, την ώρα που ανέτειλε ο ήλιος, μια κραυγή απ’ την πλώρη τούς ξύπνησε από τον εφιάλτη: Στεριά! Ένα νησί διακρινόταν στην άκρη του ορίζοντα· Να! Εκεί! Εκεί! Δέστε! Το Ελντοράντο! Αναστημένοι εκ νεκρών, ρίχτηκαν πάλι στα σκοινιά, στα πανιά, στα ξάρτια, στο τιμόνι· ως το μεσημέρι το είχανε πλευρίσει. Οι ακτές του όμως ήταν απόκρημνες, ύφαλοι παραμόνευαν κάτω απ’ τα νερά, βράχια στ’ ακρογιάλια. Δυσκολεύτηκαν να βρουν αραξοβόλι κι όταν επιτέλους νόμισαν ότι έφτασαν σε όρμο απάνεμο, έπεσαν σε παγίδα, τα ύδατα εκεί ήταν αβαθή, προσάραξε η γάστρα. Να επιδιορθώσουν τις αβαρίες, αδύνατον, πλην ενός, όλοι οι μαραγκοί και οι σιδηρουργοί είχανε πεθάνει στο ταξίδι. Τώρα πια δρόμος επιστροφής δεν υπήρχε, κομμένα τα γεφύρια πίσω τους. Καλύτερα έτσι, μουρμούρισε ο Θαλασσινός, ποιος θέλει ν’ αφήσει τον Παράδεισο;
V. Η Κατάκτηση
Κατά το σούρουπο αποβιβάστηκαν με βάρκες στην ξηρά, κατέβασαν απ’ το πλοίο τα κανόνια. Απ’ τις κακουχίες είχανε μείνει σχεδόν οι μισοί, ψυχές 101. Άφησαν μια φρουρά 6 ναυτών στο γαλιόνι κι οι υπόλοιποι κίνησαν να εξερευνήσουν την ενδοχώρα, πρώτα να ψάξουν για τροφή, έπειτα για χρυσάφι. Ξεγέλασαν την πείνα τους με μάνγκο και μπανάνες, ξεδίψασαν με γάλα από καρύδα. Εξαντλημένοι έπεσαν να κοιμηθούν πάνω στην άμμο, μήτε φωτιές ανάψανε, μήτε σκοπιές ορίσαν. Αμάθητα όμως τα στομάχια τους στους εξωτικούς καρπούς, όλη νύχτα μάτι δεν έκλεισαν απ’ την δυσεντερία. Το άλλο πρωί, με το πρώτο φως της αυγής, ζώστηκαν πάλι τ’ άρματα και χώθηκαν βαθιά μέσα στη ζούγκλα. Τρεις λεύγες δρόμο απ’ την ακτή, συνάντησαν ένα χωριό ιθαγενών. Καλύβες φτιαγμένες από πηλό και ψαθί, γυναίκες και παιδιά μισόγυμνα να κάθονται κατάχαμα στη λάσπη. Όταν τους είδαν να ‘ρχονται με τις πανοπλίες και τ’ αρκεβούζια να λάμπουνε στο φως του ήλιου, έπεσαν στα γόνατα και τους προσκύνησαν με δέος. Ο φύλαρχος τούς υποδέχθηκε με τιμές που δεν αρμόζουν σε θνητούς παρά μονάχα σ’ αθανάτους. Τους πρόσφερε ένα ποτό με γεύση αψιά που ‘φερνε παραζάλη· έπειτα κάπνισαν φύλλα πράσινα σε πήλινο τσιμπούκι. Η πείνα όμως τους θέριζε ακόμα τα στομάχια, μόλις οι κόρες του βασιλιά άπλωσαν εμπρός τους τα ψητά πάνω σε φλούδες μπανανιάς, ρίχτηκαν μεμιάς στο φαγοπότι. Έτρωγαν με τα χέρια λαίμαργα, ξέσκιζαν τις σάρκες, τραγάνιζαν τα κόκκαλα, ρουφούσαν το μεδούλι, κρέας νοστιμότερο δεν είχαν δοκιμάσει. Ο οικοδεσπότης γελούσε καλόκαρδα με των θεϊκών ξένων την βουλιμία, έπειτα, γεμάτος υπερηφάνεια, τούς έδειξε τα σφάγια που είχαν θυσιάσει προς τιμήν τους. Είδαν τότε το πρόσωπο της φρίκης να τους ειρωνεύεται με μια αποκρουστική γκριμάτσα· μικροσκοπικά κρανία εχθρών της φυλής μπηγμένα σε πασσάλους διακοσμούσαν το θυσιαστήριο. Τρόμος ανείπωτος κατέλαβε τους σκληροτράχηλους αυτούς θαλασσοπόρους, τα γόνατά τους λύγισαν, οι καρδιές παρέλυσαν, ανακατεύτηκαν τα σπλάχνα. Σε μια γωνιά γονατιστός, ο ιεραπόστολος ξερνούσε τ’ άντερά του, οι άντρες τον μιμήθηκαν, έχωναν τα δάχτυλα στο στόμα ν’ αποβάλουν την ανόσια τροφή που ‘χαν γευτεί άθελά τους. Τότε ο Θαλασσινός τράβηξε την πιστόλα και σημάδεψε τον φύλαρχο ανάμεσα στα μάτια· μια μπαταριά κι αμέσως εκείνος σωριάστηκε στο έδαφος με την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του· για ποιον λόγο άραγε οι θεοί εξοργίστηκαν μαζί του; Αστραπιαία, σαν κάποιος να ‘χε δώσει το παράγγελμα, οι μισθοφόροι ακολούθησαν το παράδειγμα του αρχηγού τους. Ξεθηκάρωσαν τα σπαθιά, όπλισαν τα κανόνια, μ’ εκδικητική μανία όρμησαν καταπάνω στους άγριους για να τους τιμωρήσουν. Αμόκ! Αμόκ! ούρλιαζαν οι κανίβαλοι στην ακατάληπτη γλώσσα τους κι έτρεχαν πανικόβλητοι να ξεφύγουν, ήταν όμως πολύ αργά, σωτηρία δεν υπήρχε. Μέσα σε λίγα λεπτά, όλα είχαν τελειώσει. Άντρες, γυναίκες και παιδιά κείτονταν νεκρά πάνω στο χώμα. Έπειτα έβαλαν φωτιά να κάψουν τις καλύβες, το χωριό τυλίχτηκε στις φλόγες. Ο ιερέας ευλόγησε την πυρά που εξάγνιζε τον χώρο· οι ανθρωποφάγοι, είπε, έλαβαν δίκαιη τιμωρία. Ψάξανε στ’ αποκαΐδια για χρυσό μα τίποτα δεν βρήκαν. Κάναμε λάθος, μονολόγησε ο Θαλασσινός, έπρεπε να κρατήσουμε μερικούς ζωντανούς να μας πούνε πού τον κρύβουν. Θα μάθουμε όμως! Την επόμενη φορά!
Πεισματωμένοι απ’ την αποτυχία τους αυτή, συνέχισαν την εκστρατεία. Στο διάβα τους μπήκαν και σ’ άλλα χωριά, όλα παρόμοια με το πρώτο. Αντίσταση δεν συνάντησαν πουθενά, οι φυλές των πρωτόγονων ήταν πολύ απασχολημένες να πολεμούνε μεταξύ τους. Η υπεροχή των όπλων τους, τούς χάριζε νίκες εύκολες, στους εχθρούς όμως κανένα έλεος δεν έδειχναν. Όσους δεν σκότωναν, τους αιχμαλώτιζαν για να τους βασανίσουν. Αλλά, παρά τα μαρτύρια που τους υπέβαλλαν, κανείς δεν άνοιγε το στόμα του να μαρτυρήσει τις κρυψώνες· θαρρείς και το χρυσάφι ήταν γι’ αυτούς σημαντικότερο κι απ’ τη ζωή ακόμα. Προσποιούνταν μάλιστα πως ούτε καν καταλάβαιναν τι τους ζητούσαν· όταν ο Θαλασσινός τούς έδειχνε το χρυσό δαχτυλίδι στον παράμεσο, εκείνοι το κοιτούσανε με γουρλωμένα μάτια λες και δεν είχαν ποτέ ξανά αντικρίσει το πολύτιμο μέταλλο. Η ακατανόητη άρνηση έτρεφε την οργή τους· έτσι προχωρούσαν διαρκώς μπροστά, σκοτώνοντας, καίγοντας και λεηλατώντας.
VI. Η Θυσία
Έφτασαν κάποτε στους πρόποδες ενός ηφαιστείου, στα ριζά του στρατοπέδευσαν να περάσουνε τη νύχτα. Μοίρασαν τις βάρδιες, άναψαν φωτιές, πάνω στη θράκα έψησαν τρεις νεροβούβαλους, του κυνηγιού τη λεία. Μαζί με το κρέας τους έφαγαν του δάσους μανιτάρια, ο μάγειρας τούς διαβεβαίωσε πως ήταν ασφαλή. Κάθισαν να χωνέψουνε γύρω από τη φλόγα, τραγούδησαν νοσταλγικούς ύμνους απ’ την πατρίδα, κάπνισαν τα φύλλα που τους είχαν μάθει οι ιθαγενείς. Άξαφνα ο Προφήτης περιέπεσε σε έκσταση. Το σώμα του σειόταν, ρυθμικά στην αρχή, σπασμωδικά κατόπιν, οι κόρες των ματιών του γύρισαν και φάνηκε τ’ ασπράδι. Συστρεφόταν, τα χείλη του άφριζαν, βρυχιόταν σαν θηρίο. Δευτερόλεπτα κράτησε το όραμα κι αμέσως σηκώθηκε ορθός και μ’ απλωμένα χέρια έπιασε να κηρύσσει. Η φωνή του είχε ξαναγίνει μονότονη όπως και πριν, στην ανταύγεια της φλόγας όμως ο ίσκιος του έδειχνε τεράστιος σαν από γίγαντα. Πίσω από το βουνό, τους είπε, είναι χτισμένη μια τρανή πολιτεία και μας περιμένει. Τα σπίτια της είναι φτιαγμένα από χρυσό, τα σκεύη ασημένια. Στα δέντρα της φυτρώνουνε πέρλες, μαργαριτάρια. Θ’ ανεβούμε στην κορυφή, θα περάσουμε στην άλλη πλευρά και θα την κατακτήσουμε. Εκεί θα ιδρύσουμε ένα βασίλειο. Θα γίνει η νέα μας πατρίδα!
Τότε, ο μονόφθαλμος υπασπιστής του τον πλησίασε αθόρυβα και του έμπηξε στην πλάτη το στιλέτο. Ο Προφήτης έμεινε για μια στιγμή ακίνητος σαν απολιθωμένος κι έπειτα έπεσε μπρούμυτα στη φωτιά. Οι φλόγες τού καψάλισαν το πρόσωπο, η τσίκνα τούς γαργάλισε τα ρουθούνια. Εκτός εαυτού οι άντρες ρίχτηκαν πάνω του και τον κάρφωναν με τις λόγχες τους μέχρι να τον κατακρεουργήσουν. Ρανίδες απ’ το αίμα του και σαρξ εκ της σαρκός του αναμείχτηκαν μ’ εκείνα του βουβάλου κι όσοι έφαγαν δεν κατάλαβαν καμία διαφορά, ζώο κι άνθρωπος είχανε γίνει ένα. Ξάπλωσαν καταγής να κοιμηθούν μα ο ύπνος τους ανήσυχος, κάθε τόσο τον τάραζαν οι Ερινύες. Σαν ξύπνησαν τ’ άλλο πρωί, τότε μονάχα συνειδητοποίησαν το φρικαλέο έγκλημα που είχανε διαπράξει. Πέσανε στα γόνατα μετανοημένοι, έχυναν δάκρυα καυτά, έσκιζαν τα ρούχα τους, μάτωναν με τα νύχια τα μάγουλα, ξερίζωναν τα γένια τους, τραβούσαν τα μαλλιά τους. Ικέτευαν τον Πανάγαθο και Ελεήμονα Θεό να τους σπλαχνιστεί και να τους συγχωρέσει κι έπειτα πάλι ζητούσανε την πιο σκληρή τιμωρία στο αιώνιο πυρ της Κόλασης. Ο ιερέας όμως τους εξομολόγησε και τους έδωσε άφεση αμαρτιών. Δεν έφταιγαν εκείνοι, τους είπε, για ό,τι έγινε, αλλά το διαβολόχορτο και τα μανιτάρια του Εωσφόρου. Απαγορευμένα θα ήταν στο εξής και όποιος τα γευόταν, καταραμένος στους αιώνες των αιώνων. Αυτό τους καθησύχασε, ήτανε μια εξήγηση, μια κάποια ερμηνεία. Το ποίμνιο μαζεύτηκε ξανά γύρω από τον ποιμένα ν’ ακούσει τον λόγο του Θεού που μιλούσε μες απ’ το στόμα του· εκείνος ανταποκρίθηκε στην αποστολή κι ύψωσε τη φωνή του: Θα επανορθώσουμε για το κακό που κάναμε. Θα ανεβούμε το βουνό και θα βρούμε την πόλη που μας έταξε ο Προφήτης. Θα την κατοικήσουμε και θα της δώσουμε τ’ όνομά του. Έτσι δεν θα πάει χαμένη η θυσία του. Αμήν! Αμήν! επανέλαβαν σαν αντίλαλος οι εκκλησιαζόμενοι, Γεννηθήτω το θέλημά Του!
VII. Στην Κορυφή
Τρία μερόνυχτα διήρκεσαν οι εξιλασμοί του πένθους και την αυγή της τέταρτης μέρας η μικρή στρατιά των πατροκτόνων ξεκίνησε την δύσκολη ανάβαση. Μονάχα 88 είχανε απομείνει πια από τους αρχικούς Διακόσιους· ακόμα και νίκες εύκολες έχουν το τίμημά τους. Επικεφαλής τους βάδιζαν ο ιερέας κι ο δολοφόνος· του ποιμνίου οι ελευθερωτές στέφονται ποιμενάρχες. Το έδαφος ήταν δύσβατο, κακοτράχαλα τα μονοπάτια, κάτω απ’ τα πόδια τους γκρεμοί, χαράδρες, άβυσσοι έχασκαν απειλώντας. Με μόχθο και ιδρό έσερναν τα κανόνια, τα σκοινιά έγδερναν τις πλάτες τους, μάτωναν τις παλάμες, τα πέλματα πλήγιαζαν κι αυτά στις κοφτερές τις πέτρες. Σαν έφτασαν όμως στην κορυφή, η θέα τούς αποζημίωσε. Κάτω απ’ το βλέμμα τους απλωνόταν ολόκληρο το νησί που είχαν κατακτήσει και γύρω του ο ωκεανός ν’ αστράφτει φωταγωγημένος απ’ τις ακτίνες του ήλιου. Πλησίαζε η ώρα του δειλινού, ο ουρανός βαφόταν πορφυρός απ’ τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Με το μονοκιάλι καρφωμένο στ’ αριστερό του μάτι, ο μονόφθαλμος έμπηξε τότε μια κραυγή κι έδειξε με το δάχτυλο ένα μακρινό σημείο του ορίζοντα εκεί όπου η θάλασσα φλεγόταν. Ήταν το Ελντοράντο, το γαλιόνι τους, που είχε τυλιχτεί στις φλόγες· πυρπολημένο άραγε απ’ την εκδίκηση των ιθαγενών ή εξαιτίας κάποιου ατυχήματος από απροσεξία; Ένα πυροτέχνημα! Η φωτιά έφτασε γρήγορα ως την πυριτιδαποθήκη, μ’ έναν κρότο εκκωφαντικό, το σκαρί τινάχτηκε στον αέρα. Απέμειναν ως στήλη άλατος να παρακολουθούν τ’ απομεινάρια του να πέφτουν στο νερό και να βυθίζονται· θέαμα πιο υποβλητικό απ’ της καταστροφής δεν προσφέρεται στους οφθαλμούς τ’ ανθρώπου. Καιρός για δάκρυα όμως δεν περίσσευε. Είχανε πια αναρριχηθεί ως την Κορυφή του Κόσμου. Άλλο τίποτα δεν τους έμενε παρά να κατηφορίσουν.
VIII. Η Πόλη του Προφήτη
Πήρανε τον κατήφορο μέσα σε πυκνή ομίχλη. Αντίπερα τους περίμενε ένα ακόμη χωριό· μονάχα στο μέγεθος διέφερε από τ’ άλλα. Εξίσου φτωχικό, εξίσου βρόμικο μα λίγο πιο μεγάλο. Ήταν χτισμένο στις όχθες ενός ποταμού που χυνόταν στον κολπίσκο παρασέρνοντας λάβα και ξερόκλαδα στα λασπερά νερά του. Το κυρίευσαν κι αυτό με την ίδια ευκολία, ετούτη όμως τη φορά δεν σκότωσαν κανέναν, παρεκτός τους γέροντες κι όσους έπεσαν στη μάχη. Δεν ήταν πάντως από οίκτο κι έλεος που σπλαχνίστηκαν τις ζωές τους, για σκλάβους πήραν τ’ αρσενικά, παλλακίδες τις γυναίκες. Με τη βία στην αρχή, από συνήθειο κατόπιν, πλάγιασαν μαζί τους κι έσπειραν μια ράτσα από μιγάδες. Υπό την απειλή των όπλων υποχρέωσαν τους άντρες να χτίσουν έναν οικισμό για να στεγάσουν τις οικογένειες που ‘χαν δημιουργήσει. Ελντοράντο τον ονόμασαν εις δόξαν του Προφήτη. Ξύλινα τα σπίτια του, να στηρίζονται από γερά δοκάρια, πέτρινος ο ναός στο κέντρο της πλατείας. Απέναντί του έστησαν πελώριο τ’ άγαλμά του. Ήθελαν να το κατασκευάσουν από χρυσό μα αφού χρυσός δεν βρέθηκε, ο τελευταίος των σιδηρουργών το έφτιαξε από μπρούντζο. Με τον καιρό και τις βροχές οξειδώθηκε τελείως.
Τα χρόνια πέρασαν, οι κατακτητές ο ένας μετά τον άλλον γερνούσαν και πεθαίναν, στο ξένο χώμα θάφτηκαν που έγινε δικό τους. Η Πόλη του Προφήτη μεγάλωσε και πρόκοψε, δύο αιώνες αργότερα είχε μεταβληθεί σε σημαντικό ναυτικό κόμβο. Από το λιμάνι της οι καραβέλες μετέφεραν εμπορεύματα ως τα πέρατα της γης, μπανάνες, κακάο, καπνό, ζάχαρη, σκλάβους. Οι απόγονοί τους πλούτισαν, το χρυσάφι που δεν βρήκαν οι προπάτορες στο υπέδαφος, τους το έφεραν το εμπόριο και η δουλοκτησία. Στη θέση των παλιών ξύλινων οικιών ορθώνονται επαύλεις αποικιοκρατικού ρυθμού, η αρχαία εκκλησία κατεδαφίστηκε για να ανεγερθεί στο ίδιο σημείο ένας επιβλητικός καθεδρικός ναός με τα κωδωνοστάσια ν’ αγγίζουνε τα νέφη.
Μόνο το άγαλμα του Προφήτη παρέμεινε ανέγγιχτο στο πέρασμα του χρόνου. Κάτω απ’ τον ίσκιο του ποζάρουν σήμερα οι νεόνυμφοι για την γαμήλια φωτογραφία, έτσι το θέλει το έθιμο για να στεριώσει ο γάμος. Ζευγάρια ερωτευμένων δίνουν ραντεβού στο βάθρο του, πλανόδιοι μικροπωλητές διαλαλούν την πραμάτεια τους, σουβενίρ, καρτ-ποστάλ, ελαιογραφίες, και οι τουρίστες συνωστίζονται για να τα αγοράσουν. Εκείνος όμως, αγέρωχος, δεν τους δίνει καμία σημασία. Έχει το βλέμμα καρφωμένο ίσια μπρος και με προτεταμένο το δάχτυλο, δείχνει προς το Μέλλον.
***
Επί του πιεστηρίου: το 2017, μία αρχαιολογική ανασκαφή στις όχθες του ποταμού ανακάλυψε κοίτασμα χρυσού. Οι πρώτες εκτιμήσεις των γεωλόγων αναφέρουν ότι είναι εκμεταλλεύσιμο.
Σχoλιάστε