ΕΝΑ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ;
Λένε ότι ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται. Ούτε όμως και το μέγεθος της (συγγραφικής) φιλοδοξίας κρύβεται, και η Σονάτα Waldstein είναι ένα φιλόδοξο έργο. Σε τέτοιου είδους μυθιστορήματα η πλοκή συχνά χρησιμεύει ως πρόσχημα και αφορμή για να εκθέσει ο συγγραφέας την προβληματική του γύρω από ένα ζήτημα το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να παρουσιαστεί και με εντελώς διαφορετικό, μη μυθιστορηματικό, δοκιμιακό στυλ. Είναι η καινοτομία του μοντερνισμού αυτή, που επιτρέπει την συγχώνευση της δραματικής μυθοπλασίας με τον αναστοχασμό του δοκιμίου.
Σε μια λίγο πιο κυνική παραδοχή, η πλοκή παίζει τον δολώματος που προορίζεται να κεντρίσει την περιέργεια του αναγνώστη προκειμένου εκείνος να καταπιεί μαζί και το λιγότερο εύπεπτο αγκίστρι ενός προβληματισμού που επικεντρώνεται σε σκοτεινές και αχώνευτες πλευρές της ανθρώπινης συνθήκης.
Εν προκειμένω, η πλοκή-δόλωμα περιστρέφεται γύρω από τον διεστραμμένο έρωτα ενός μεσήλικα τετραπληγικού συγγραφέα για μια νεαρή εταίρα πολυτελείας με διπλή ζωή και σπάνιο μουσικό ταλέντο. Πίσω από τα προφανή όμως, σε ένα δεύτερο επίπεδο, αναδύεται το δίδυμο θέμα του βιβλίου που δεν είναι η συγκεκριμένη, βραχύβια σχέση τους, αλλά ο θεσμός της πορνείας ανά τους αιώνες.
Για να λειτουργήσει όμως η αναγωγή από το συγκεκριμένο στο γενικό απαιτείται ένα λογοτεχνικό εύρημα και το τέχνασμα αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από την αναπαράσταση: Στην ερωτική και σεξουαλική τους ζωή οι άνθρωποι μιμούνται. Μιμούνται πρότυπα, ρόλους και συμπεριφορές τα οποία αντιγράφουν ενίοτε από την πραγματικότητα αλλά πιο συχνά από τα έργα τέχνης και την μαζική κουλτούρα. Μεταμφιέζονται, υποδύονται, γίνονται κάποιοι άλλοι, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, η Πεντάμορφη και το Τέρας, η παρθένα και ο σατανάς, η Λολίτα και η Αφροδίτη με το γουνάκι, η Ωραία της Ημέρας και η Ο, ο Δον Ζουάν και ο Καζανόβας. Οι μεταμορφώσεις εναλλάσσονται με τέτοια συχνότητα που υποδηλώνει ότι και η ίδια η φύση της ερωτικής επιθυμίας είναι μιμητική, ότι είμαστε καταδικασμένοι να ποθούμε όσα ένας έτερος έχει ποθήσει πριν από εμάς και μάλιστα με τον δικό του τρόπο τον οποίο καταλήγουμε να οικειοποιηθούμε.
Το ζευγάρι του μυθιστορήματος δεν αποτελεί εξαίρεση. Στις σποραδικές και σύντομες συνευρέσεις του επιδίδονται σε παιχνίδια ρόλων και θεατρικές αναπαραστάσεις εμπνευσμένες από την Ιστορία, την όπερα, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη λογοτεχνία και την πορνογραφία. Με όχημα τη φαντασία δημιουργείται έτσι ένα γαϊτανάκι, ένα καλειδοσκοπικό πανόραμα του αγοραίου έρωτα όπου παρουσιάζονται διαδοχικά όλες οι μορφές με τις οποίες το φαινόμενο εμφανίστηκε σε διάφορους πολιτισμούς και εποχές σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Οι θρυλικές εταίρες της αρχαιότητας, οι ιερόδουλες της ιεράς πορνείας του πολυθεϊσμού, οι μπαγιαντέρες και οι devadasi της Ινδίας, οι γκέισες της Άπω Ανατολής, οι οδαλίσκες των χαρεμιών και των σκλαβοπάζαρων της Εγγύς Ανατολής, οι cortigiane oneste της ιταλικής Αναγέννησης που πόζαραν σαν μοντέλα για τους πίνακες των μεγάλων ζωγράφων, οι κοκότες πολυτελείας της παρισινής Belle Époque συναντούν τις μυθικές και μυθοποιημένες πόρνες της λογοτεχνίας, την Θαΐδα, την κυρία με τις καμέλιες, την Νανά και την Οντέτ ή τις βιβλικές μορφές της πόρνης της Βαβυλώνας και της Μαρίας της Μαγδαληνής, ενώ οι αδίστακτες και αμαρτωλές femmes fatales του κινηματογράφου αντιπαρατίθενται στο αρχέτυπο της πόρνης-με-τη-χρυσή-καρδιά που εξιδανίκευσαν ο ρομαντισμός και η λαϊκή τέχνη.
Έπειτα, με διαδοχικά άλματα μπρος-πίσω στον χώρο και τον χρόνο μεταφερόμαστε από το τότε στο τώρα και από το αλλού στο εδώ. Το ντοκιμαντέρ διαδέχεται την μυθοπλασία και προσγειωνόμαστε στη σύγχρονη πραγματικότητα του πεζοδρομίου και των οίκων ανοχής της Φυλής και του Μεταξουργείου, των call girls και των γραφείων συνοδών, των pornstars και της πορνοβιομηχανίας, του trafficking και των κυκλωμάτων μαστροπείας.
Καθώς ένα-ένα τα κομμάτια του παζλ μπαίνουν στη θέση τους, προκύπτει η εικόνα ενός θεσμού που χαρακτηρίζει όχι μόνο την αστική αλλά και κάθε πατριαρχική κοινωνία γενικότερα. Ενταγμένη μέσα στα πιο διαφορετικά κοινωνικά, θρησκευτικά και οικονομικά συστήματα, η πορνεία δημιουργεί έναν ξεχωριστό μικρόκοσμο και υπόκοσμο με τις δικές του ιδιαίτερες ιεραρχήσεις, την δική του παραοικονομία, την δική του αργκό, ακόμα-ακόμα και την δική του ηθική και το δικό του savoir vivre. Αυτός ο συχνά αθέατος και κακοφωτισμένος κόσμος συνυπάρχει και αλληλεπιδρά με την κοινότητα των «καθωσπρέπει» ατόμων, γίνεται αντικείμενο νομοθετικών ρυθμίσεων αλλά και άγριας καταστολής και ηθικής απαξίωσης, πεδίο άσκησης φιλανθρωπίας αλλά και στυγνής εκμετάλλευσης. Η κοινωνία τον καταδικάζει αλλά τον ανέχεται, τον σπρώχνει στο περιθώριο και την ίδια στιγμή καταφεύγει σ’ αυτόν για να εκπληρώσει τις απωθημένες φαντασιώσεις της. Είναι το σημείο βρασμού όπου οξύνονται όλες οι κοινωνικές αντιφάσεις αλλά και το σημείο εκτόνωσης όπου κατευνάζεται η ορμή των γενετήσιων ενστίκτων.
Αναγκαίο κακό ίσως; Στο διήγημα Ο οίκος Τελιέ του Γκυ ντε Μωπασάν που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Μαξ Οφύλς με τον τίτλο Le Plaisir – Η ηδονή, η ήρεμη ζωή μίας μικρής επαρχιακής πόλης διαταράσσεται όταν ο τοπικός οίκος ανοχής αναστέλλει απροειδοποίητα τη λειτουργία του για λίγες ημέρες· η τάξη θα αποκατασταθεί μόνο με την επιστροφή των κοριτσιών της χαράς στο αρχαίο τους επάγγελμα. Επιμύθιο διδακτικό όσο και ειρωνικό για την χρησιμότητα ενός λειτουργήματος συχνά απαξιωμένου και περιφρονημένου.
Πριν από 150 χρόνια ο Μπαλζάκ συνέγραψε Τα μεγαλεία και δυστυχίες των Κουρτιζάνων, αυτό το magnus opus του παρισινού υποκόσμου γραμμένο μάλιστα στο ίδιο το γλωσσικό του ιδίωμα, στην αργκό του. Μεγαλεία και δυστυχίες εναλλάξ· στο ίδιο πνεύμα προσπάθησα να προσεγγίσω τον κόσμο του αγοραίου έρωτα χωρίς ωραιοποιήσεις και εξιδανικεύσεις αλλά και χωρίς πουριτανισμό ή ηθικολογία. Η φιλοδοξία μου ήταν να τον απεικονίσω όσο πιο παραστατικά και ρεαλιστικά γινόταν μέσα στις αντιφάσεις και την πολυχρωμία του. Αλλά όπως έλεγε και ο μεγάλος ελισαβετιανός βάρδος, συχνά «η φιλοδοξία μοιάζει με ρούχο γίγαντα σε κορμί νάνου» και ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις. Η πορνεία, κόλαση και παράδεισος μαζί, ήταν εξαρχής ο προορισμός μας, θ’ αποτελέσει άραγε η συγγραφική φιλοδοξία την πυξίδα που θα μας οδηγήσει ως το κέντρο της ή θα χάσουμε τη στράτα; Ο κάθε αναγνώστης κάνει το ταξίδι μόνος του, ο αφηγητής απλώς του δείχνει έναν χάρτη που άλλοτε καθοδηγεί και άλλοτε παραπλανεί. Γιατί η πορνεία είναι ένας καθρέφτης μαγικός όσο και παραμορφωτικός, προσοχή λοιπόν στο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας διάκενο.
Σχoλιάστε