Έτσι γεννιέται το Κακό

 

Πάτησε το στοπ, το κόκκινο λαμπάκι έσβησε, το μαγνητόφωνο σταμάτησε να καταγράφει. Η ανάκριση είχε τελειώσει. Όλα τα πειστήρια του εγκλήματος ήταν εκεί, το μπιτόνι της βενζίνης, οι φωτογραφίες του θύματος, ο δράστης, το κίνητρο, η ομολογία. Άλλο τίποτα δεν έμενε, η απόπειρα ανθρωποκτονίας είχε εξιχνιαστεί. Κανονικά θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένος, ακόμη μια επιτυχία στον υπηρεσιακό του φάκελο. Κι όμως, ο αστυνόμος Βιττόριο Τομαζόνε ένιωθε σαν κάτι να του είχε διαφύγει, κάτι που δεν καταλάβαινε, ούτε και μπορούσε να εκφράσει με λόγια. Τόσα χρόνια στο Σώμα, πολλά είχαν δει τα μάτια του, ανθρωποκτονίες ένα σωρό για χίλιες δυο αιτίες, από πάθος, από ζήλια, για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, για την τιμή, για το χρήμα -αυτό ήταν και το πιο συνηθισμένο- ακόμα κι από ιδεολογία.

Έγκλημα σαν αυτό όμως κανένα.

Στεκόταν στο κάθισμα ακίνητος και παρατηρούσε γεμάτος απορία μια το μηχάνημα και μια τον δράστη. 19 ετών, εάν δεν το έγραφε η ταυτότητα θα τον περνούσε για νεότερο, ίσως και ανήλικο. Αδύνατον να το πιστέψει κανείς πως αυτός ο έφηβος με τα σχεδόν παιδιάστικα χαρακτηριστικά είχε διαπράξει τέτοια φρικαλεότητα. Ούτε κι ο εμπρηστής όμως έδειχνε να κατανοεί τις συνέπειες των πράξεών του, το πρόσωπό του ανέκφραστο, τα λόγια του το ίδιο, δεν μαρτυρούσαν καμία ταραχή, συναίσθημα ή τύψεις. Είχε ομολογήσει με ευκολία και δίχως καθόλου πίεση, όπως θα ομολογούσε ένα παιδί την σκανταλιά του στο προαύλιο του σχολείου απάνω στο παιχνίδι. Είχε καταδώσει μάλιστα και τους δύο συνεργούς του κι ας ήταν οι καλύτεροί του φίλοι· το συνηθίζουν αυτό τα παιδιά για να ελαφρύνουν τη θέση τους. Τώρα όμως φαινόταν κουρασμένος, σαν να ‘χε να κοιμηθεί νύχτες πολλές και με δυσκολία συγκρατούσε τα χασμουρητά του. Ο αστυνόμος Τομαζόνε τον φαντάστηκε στη φυλακή· τις ατελείωτες ώρες πλήξης και ανίας που τον περίμεναν τα επόμενα χρόνια στο μοναχικό κελί του. Δίκαιη τιμωρία· ό,τι φοβάσαι περισσότερο στο τέλος το παθαίνεις. Ίσως και όχι όμως. Με καλή διαγωγή, μετά από εφτά; δέκα; έτη το πολύ, ακόμα κι αυτές οι χιλιάδες άπραγες ημέρες της κάθειρξης θα έφταναν στο τέλος τους και τότε εκείνος θα ήταν πάλι ελεύθερος. Τι θα συνέβαινε όμως μετά; Θα είχε αναμορφωθεί ή θα ξαναγύριζε από κει που είχε ξεκινήσει;

Κάτι τέτοιους θα έπρεπε να τους σκότωναν, σκέφτηκε ο αστυνόμος Τομαζόνε και στη σκέψη αυτή ανατρίχιασε σύγκορμος. Είχε Καθολική ανατροφή ο αστυνόμος, η ζωή είναι δώρο Θεού κι ο φόνος αμαρτία κι όσο για την θανατική ποινή, αυτή είχε καταργηθεί εδώ και δεκαετίες. Με τέτοιες αρχές τον μεγάλωσαν οι δικοί του μαθαίνοντάς τον να υπακούει στο θέλημα του Θεού και τον Νόμο των ανθρώπων, έτσι είχε μεγαλώσει κι ο ίδιος τα παιδιά του. Γερνώντας όμως, κατέληξε να χάσει την πίστη του στον Θεό, κι ακόμα χειρότερα, είχε απωλέσει και την πίστη του στον Διάβολο. Πολύ βολική η πίστη στον Διάβολο, εξηγεί σχεδόν τα πάντα, την ύπαρξη του Κακού στο θεϊκό σύμπαν, όταν όμως εκλείψει, τι άλλο απομένει εκτός από τον άνθρωπο, αυτουργό κι υπαίτιο των πάντων;

Ένιωσε τότε μια κούραση να μουδιάζει τα μέλη του, μία κόπωση που δεν ήταν σωματική κι ας μην ήταν πια και τόσο νέος. Σε λιγότερο από έξι μήνες θα έβγαινε στη σύνταξη. Ευτυχώς, από μια άποψη, δεν θα είχε πια να συναναστρέφεται με τέτοια άτομα. Από μια άλλη άποψη όμως δεν θα του ήταν τόσο εύκολη η αποστρατεία. Προσπάθησε να φανταστεί τον εαυτό του συνταξιούχο. Χόμπι πολλά δεν είχε εκτός υπηρεσίας, πώς θα γέμιζε λοιπόν τις ώρες του κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους; Ίσως να ήταν μια ευκαιρία ν’ ασχοληθεί περισσότερο με τα εγγόνια του, τον μικρό Βιττορίνο και την Λουτσία, τα είχε παραμελήσει. Iδίως με το αγόρι, κακά τα ψέματα, του είχε αδυναμία. Κι εκείνο όμως τον λάτρευε τον παππού του και μεγαλώνοντας ήθελε να του μοιάσει, να γίνει αστυνόμος, να κυνηγάει τους κακούς και να προστατεύει τους αθώους. Όλα τα αγόρια το ονειρεύονται κάποια στιγμή, το βλέπουν σαν παιχνίδι κλέφτες και αστυνόμοι, τώρα όμως που θα είχε άφθονο χρόνο μαζί του, θα προσπαθούσε να του αλλάξει γνώμη. Δεν έχει πια νόημα να πολεμάς το Κακό. Το Κακό είναι ανίκητο, δεν σταματιέται. Φυτρώνει παντού χωρίς ορατή αιτία, φωλιάζει ακόμα και εκεί που δεν το περιμένεις, άσε που είναι και αόρατο, δεν το αντιλαμβάνεσαι, ούτε το καταλαβαίνεις προτού ξεσπάσει. Δεν ήταν έτσι παλιά. Μα πώς άλλαξαν τόσο οι άνθρωποι και τα πράγματα μέσα σε λίγα χρόνια, μέσα σε μια μόλις γενιά; Παλιά το έβλεπες το Κακό, το ξεχώριζες από τα χαρακτηριστικά του, σκληρά και άγρια σαν των εγκληματιών του Λομπρόζο. Όχι πια. Σήμερα έχει το πρόσωπο ενός εφήβου που μοιάζει με τον γιο του όταν βρισκότανε στην ίδια ηλικία. Πώς να συλλάβεις το τέκνο σου, πώς να το τιμωρήσεις; Γι’ αυτό ο κόσμος πάει από το κακό στο χειρότερο. Είναι αργά πλέον, πολύ αργά, χαμένο το παιχνίδι…

Έξι μήνες ακόμα… κι ούτε. Μετά, ας αναλάβουν άλλοι.