Επετειακό

 

Η 21η Απριλίου του σωτήριου (;) έτους 1967 έπεφτε Παρασκευή. Ο γάμος των γονιών μου, Στυλιανού και Ιωάννας, ήταν προγραμματισμένος για την επόμενη ημέρα, 22 Απριλίου, Σάββατο του Λαζάρου. Το μυστήριο τελέστηκε κανονικά, όσο κανονικά θα μπορούσε να τελεστεί μία θρησκευτική τελετή υπ’ αυτές τις συνθήκες, με την κυκλοφορία να έχει απαγορευτεί και μόνο τα τανκς να κυκλοφορούν στους έρημους δρόμους. Άδικα είχαν ανθοστολίσει το αμάξι του κουμπάρου από το προηγούμενο βράδυ, το ζευγάρι πήγε με τα πόδια ως την εκκλησία, δεν ήταν δα και τόσο μακριά από το σπίτι. Δεν τους συνόδευε ο ήχος μουσικών οργάνων, ούτε τα επίμονα, θριαμβικά κορναρίσματα των αυτοκινήτων ως είθιστο, μοναδικό ακομπανιαμέντο ο μηχανικός θόρυβος από τις ερπύστριες.

Κατά την διάρκεια της γαμήλιας τελετής, οι περισσότεροι καλεσμένοι έδειχναν ανήσυχοι και στριφογύριζαν στα στασίδια σαν να κάθονταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Σόι αριστερών και αριστεροί από σόι, ήξεραν από δικτατορίες, δεν ήταν δα κι η πρώτη. «Λες να μας συλλάβουν μέχρι αύριο;» Καλού κακού, ο νονός ο Μήτσος, ο θείος ο Πέτρος, ο Βάσος, είχαν ετοιμάσει από πρωίας το βαλιτσάκι με τ’ απαραίτητα, μια αλλαξιά εσώρουχα, ένα ζευγάρι κάλτσες, το πινέλο του ξυρίσματος. Στο γλέντι όμως που ακολούθησε, στην αυλή του προσφυγικού της γιαγιάς, εκείνοι οι τρεις ξεφάντωσαν περισσότερο απ’ όλους. Και ήπιαν και μέθυσαν και χόρεψαν και τραγούδησαν, «Ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας», σχολίασε θυμόσοφα ο Πέτρος, πάντοτε αθυρόστομος, «Γιατί ποιος ξέρει αύριο τι θα μας ξημερώσει;»

Έλειπε μόνο ο αδερφός της μάνας μου, ο Βασίλης. Φαντάρος γαρ, στο μακρινό Σουφλί κι ακόμα παραπέρα, στου διαόλου τη μάνα, κι αν υπήρχε δηλαδή στρατόπεδο πιο απομακρυσμένο, εκεί θα τον είχαν στείλει να υπηρετήσει την θητεία του με τέτοιο φάκελο που είχε ο πατέρας του στην Ασφάλεια. Δεν του δόθηκε άδεια να παραστεί, η Εθνοσωτήριος Επανάστασις χρειαζόταν ως και τον τελευταίο στρατιώτη. Το έφερε βαρέως όλη τη Mεγαλοβδομάδα και την Κυριακή του Πάσχα, από τη στεναχώρια του, έφαγε, λέει, μισό αρνί και τον έπιασε τέτοια βαρυστομαχιά που τον πήγανε στ’ αναρρωτήριο.

Την επόμενη μέρα οι νεόνυμφοι έφυγαν για το ταξίδι του μέλιτος. Στα Καμένα Βούρλα· μέχρι εκεί έφτανε το βαλάντιό τους. Άδειοι οι δρόμοι, ψυχή στο λεωφορείο κι ωστόσο έκαναν ώρες ολόκληρες να φτάσουνε, κάθε πενήντα χιλιόμετρα έπεφταν πάνω σε μπλόκο στρατιωτών που τους σταματούσαν για έλεγχο ταυτοτήτων και πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων. Έρημο και το ξενοδοχείο, από πελάτες, μόνοι οι δυο τους, και μια αχρείαστη στρατιά από καμαριέρες και γκαρσόνια να περιφέρονται ασκόπως και πότε-πότε να κολλάνε τ’ αυτί τους στο ραδιόφωνο ν’ ακούσουν τις ειδήσεις. Συνήθως οι ερωτευμένοι και οι νιόπαντροι επιζητούν την απομόνωση, εκείνοι δεν έβλεπαν την ώρα να γυρίσουν πίσω· άραγε θα έβρισκαν τους δικούς τους σώους κι αβλαβείς;

Θεέ μου! Τι δυσοίωνο ξεκίνημα για έναν γάμο!

***

55 χρόνια μετά. Είμαι ο καρπός εκείνης της ένωσης που σημαδεύτηκε από τα καπρίτσια της Ιστορίας. Το προβληματικό παιδί ενός προβληματικού γάμου. Φέρνω στον νου μου εκείνο το νέο ζευγάρι που ξεκινούσε τον έγγαμο βίο του με όνειρα και ελπίδες την ίδια στιγμή που η χώρα έμπαινε στον γύψο για μία επταετία. Συλλογίζομαι αυτήν την παράξενη σύμπτωση του ιδιωτικού με το δημόσιο που καθόρισε εν πολλοίς και τις τύχες των γονιών μου. Αξίζει άραγε να την καταγράψω;

«Το μυθιστόρημα είναι η ιδιωτική ιστορία των εθνών», λέει το περίφημο απόφθεγμα του Μπαλζάκ. Σκέφτομαι ότι ετούτο είναι το καθήκον του μυθιστοριογράφου αλλά και εκείνο που τον διαφοροποιεί από τον ποιητή και τον ιστορικό. Εάν ο πρώτος μιλάει για το μεμονωμένο δέντρο και ο δεύτερος για ολόκληρο το δάσος, ο μυθιστοριογράφος μιλάει για το μεμονωμένο δέντρο μέσα στο μεγάλο δάσος. Ίσως μάλιστα να μιλάει για το μεμονωμένο δέντρο μέσα στο μεγάλο δάσος την ώρα της πυρκαγιάς, τη στιγμή που η Ιστορία εισβάλλει βίαια στις ζωές των απλών, καθημερινών ανθρώπων και τις ανατρέπει εκ βάθρων.

Και τι προκύπτει άραγε από τη σύγκρουση του ατόμου με το ιστορικό γεγονός που τον υπερβαίνει και συνάμα τον καθορίζει; Ανατέλλει μια εποχή των τεράτων, όπως αυτή που ξημέρωσε για την πατρίδα μας σαν σήμερα πριν από 55 χρόνια.