Αιώνες ολόκληρους τους μισούσα. Τους μισούσα γι’ αυτό που ήταν και γι’ αυτά που έκαναν, αλλά ακόμα περισσότερο τους μισούσα γι’ αυτά που είχαν, το κάθε τι δικό τους με αηδίαζε και μου προκαλούσε αποστροφή. Τα λεφτά τους, οι βίλες τους, οι πισίνες τους, τα αυτοκίνητά τους, τα σκάφη αναψυχής, τα ιδιωτικά αεροπλάνα. Τα ρούχα τους και τα κοσμήματά τους, οι γραβάτες και τα παπιγιόν, τα φράκα και οι τουαλέτες τους, οι βέρες και τα περιδέραια. Οι χωρίστρες και οι κομμώσεις τους, το μανικιούρ και το μακιγιάζ τους. Μισούσα τις δεξιώσεις και τα δείπνα και τις χοροεσπερίδες τους, τη μουσική δωματίου, τα γαλλικά και το πιάνο. Πάνω απ’ όλα σιχαινόμουν τους καλούς τους τρόπους, το savoir vivre και την εραλδική και την εθιμοτυπία, τον πληθυντικό ευγενείας, τις υποκλίσεις και τα χειροφιλήματα, το φαγητό με το μαχαιροπίρουνο. Μαζί μ’ εκείνους όμως είχα αρχίσει να μισώ και τον ίδιο τον εαυτό μου που ήμουν υποχρεωμένος να τους υπηρετώ και μάλιστα με το χαμόγελο στα χείλη, να γυαλίζω τα παπούτσια τους, να τους βοηθάω να ξεντυθούν ή να φορέσουν τις γούνες τους, να τους ανοίγω την πόρτα στο αυτοκίνητο λες κι είχανε κουλαμάρα για να τα κάνουν μόνοι τους.
Με τα χρόνια, το μίσος, αντί να ξεθυμαίνει, ολοένα και εξαπλωνόταν μέσα μου σαν καρκίνωμα που τρώει τα σωθικά. Ίσως αν έβρισκα το θάρρος να το εκμυστηρευτώ σε κάποιον, η οργή που με κατέκλυζε να εκτονωνόταν κάπως, όμως σε ποιον να μιλήσεις και ποιον να εμπιστευτείς που και οι τοίχοι στις μέρες μας έχουν αυτιά; Έτσι και το μάθαιναν τα αφεντικά, θα είχα πολλά περισσότερα να χάσω εκτός απ’ τη δουλειά μου. Τσιμουδιά λοιπόν, κουβέντα σε κανέναν, θα με περνούσαν όλοι για τρελό, ή ακόμα χειρότερα, για ανατρεπτικό στοιχείο. Μόνο ο μικρός μου αδελφός θα μπορούσε να με νιώσει, αισθάνεται κι εκείνος τον ίδιο θυμό να τον καίει κι ας μην καταλαβαίνει την αιτία, είναι νέος κι ανώριμος και ξεσπάει τα νεύρα του στα γήπεδα με τις συμμορίες των χούλιγκαν. Το σκεφτόμουν πολλές φορές να τον πιάσω να του μιλήσω, να του έλεγα και για το Παιχνίδι, αλλά πάντοτε τελευταία στιγμή το μετάνιωνα και το ανέβαλα για αργότερα, που θα ‘χε πια ωριμάσει.
⁂
Πάνε τρία χρόνια τώρα που σοφίστηκα το Παιχνίδι. Δεν ήταν δα και τίποτα περίπλοκο, ο καθένας θα μπορούσε να το έχει σκεφτεί. Παρακολουθούσα ανελλιπώς την κοσμική ζωή της Capital City από τις κοσμικές στήλες περιοδικών και εφημερίδων διαλέγοντας προσεκτικά τις εκδηλώσεις εκείνες που εξυπηρετούσαν τον σκοπό μου και συνέπιπταν με το ρεπό μου. Έβρισκα έναν δημόσιο τηλεφωνικό θάλαμο, όχι πολύ μακριά από τον τόπο της εκδήλωσης και 10 λεπτά πριν από την έναρξη, έκανα το ανώνυμο προειδοποιητικό τηλεφώνημα στην Αστυνομία. Μετά πήγαινα με το πάσο μου στο σημείο που είχε ήδη αποκλείσει η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και ανακατευόμουν με τους περίεργους για να απολαύσω το θέαμα. Οι μπουρζουάδες εκκένωναν το κτίριο πανικόβλητοι και οι σωματοφύλακες τούς φυγάδευαν βιαστικά με τις αλεξίσφαιρες λιμουζίνες τους για να τους προστατέψουν από την επικείμενη έκρηξη. Αμέσως έφταναν οι πυροτεχνουργοί με τις στολές διαστημανθρώπων και τα εκπαιδευμένα σκυλιά τους. Η έρευνα, εξονυχιστική πάντοτε, διαρκούσε μία ώρα ή και λίγο παραπάνω μερικές φορές, και φυσικά απέβαινε άκαρπη αφού βόμβα δεν υπήρχε. Τότε σήμαινε λήξη συναγερμού και οι αριστοκράτες μπορούσαν να ξαναγυρίσουν στις απολαύσεις τους. Ούτε οι μισοί δεν επέστρεφαν όμως, αλλά κι αυτοί ακόμα έδειχναν να έχουν χάσει το κέφι και τη διάθεσή τους, στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη η αγωνία. Ήταν πια ώρα να επιστρέψω στην σοφίτα που νοίκιαζα απόλυτα ικανοποιημένος, είχα καταφέρει να δηλητηριάσω την διασκέδασή τους, να ενσταλάξω στις λιγόψυχες καρδιές τους τον φόβο του θανάτου, τι παραπάνω θα μπορούσε να κάνει ένας μοναχικός ελεύθερος σκοπευτής με τόσο πενιχρά μέσα στην διάθεσή του;
Φανταζόμουν στην αρχή ότι ύστερα από μερικά τηλεφωνήματα οι Αρχές θα αντιλαμβάνονταν ότι όλα ήταν επινοήσεις ενός ακίνδυνου φαρσέρ και θα σταματούσαν να δίνουν σημασία και να ασχολούνται, όπως σ’ εκείνον τον μύθο με τον ψεύτη βοσκό που προειδοποιούσε για την εμφάνιση λύκων δίχως να τον πιστεύει κανείς. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη, κάθε φορά ακολουθούνταν σχολαστικά το πρωτόκολλο και επαναλαμβανόταν η ίδια διαδικασία, ο αποκλεισμός της περιοχής, η εκκένωση της αίθουσας, οι πυροτεχνουργοί, τα σκυλιά, η έρευνα του κτιρίου. Φαίνεται ότι κανένας γραφειοκράτης δεν ήταν διατεθειμένος να αναλάβει το ρίσκο να χρεωθεί στην βάρδια του η δολοφονία ενός μέλους της άρχουσας τάξης. Και έτσι το Παιχνίδι συνεχιζόταν απρόσκοπτα επί μία τριετία. Ώσπου ξημέρωσε κάποτε η καταραμένη εκείνη μέρα…
⁂
21 Μαρτίου 2153. Θα ήταν το απόγειο του Παιχνιδιού, η κορυφαία πίστα. Για την τελετή της Ενθρόνισης του νέου Αυτοκράτορα όλη η ελίτ της Αυτοκρατορίας θα συγκεντρωνόταν στον καθεδρικό ναό του Υπέρτατου Όντος και Μεγάλου Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος. Τον Μεγαλειότατο θα έστεφε ο ίδιος ο Ύπατος Αρχιερέας και στην τελετή θα έδιναν το παρών μεταξύ άλλων η Αυτοκράτειρα, η Βασιλομήτωρ, ο Αρχικαγκελάριος, ο Αρχιδούκας, ο Μέγας Αυλάρχης, ο Μέγας Σταυλάρχης, ο Μέγας Τελετάρχης, ο Στρατάρχης, ο Ναύαρχος, ο Αρχιδικαστής. Μετά την στέψη ο διάσημος καστράτο Ρουαγιάλ θα τραγουδούσε μελοποιημένα ποιήματα του δαφνοστεφούς ποιητή Ριγκολέ και το τελετουργικό θα ολοκληρωνόταν με ένα ρεσιτάλ εκκλησιαστικού οργάνου με έργα Μπαχ και Beatles. Παράλειψίς μου που δεν το ανέφερα νωρίτερα αλλά τους καλλιτέχνες τους απεχθάνομαι περισσότερο κι απ’ τους αστούς ακόμα, γίνονται πάντοτε οι πιο πρόθυμοι αυλοκόλακες και γελωτοποιοί της εκάστοτε εξουσίας. Διάβαζα λοιπόν μανιωδώς τα ρεπορτάζ για την προετοιμασία και έτριβα τα χέρια μου από χαιρεκακία. Πού αλλού, πότε άλλοτε θα τους πετύχαινα όλους μαζεμένους; Ήταν σίγουρα η ευκαιρία της ζωής μου, αυτή που παρουσιάζεται μια φορά στα 50 χρόνια, να βγάλω το άχτι μου καταστρέφοντας την φιέστα.
Για την περίσταση έλαβα ειδικά μέτρα προφύλαξης. Καθώς εκείνο το πρωί όλοι οι δρόμοι και οι τηλεφωνικοί θάλαμοι θα παρακολουθούνταν από μυστικούς πράκτορες και κάμερες ασφαλείας, για να μην με εντοπίσουν, μαγνητοφώνησα το μήνυμα μία εβδομάδα νωρίτερα και το έστειλα με την μεταχρονολογημένη τηλεαποστολή. Με αυτό το απλό κόλπο, την προκαθορισμένη ώρα βρέθηκα στην εξέδρα που είχε στηθεί απέναντι από τον καθεδρικό ναό απ’ όπου οι πληβείοι μπορούσαν να παρακολουθούν την άφιξη των επισήμων και χάθηκα ανώνυμος μέσα στο πλήθος που επευφημούσε τους γαλαζοαίματους. Όλα έμοιαζαν να εξελίσσονται σύμφωνα με το σχέδιο. Με τα κιάλια μου διέκρινα την αναταραχή στις γραμμές των πραιτοριανών, το σούσουρο στην εκκλησία και είδα την ηγεσία των εθνών να το σκάει άτακτα και σπασμωδικά σαν τα ποντίκια που εγκαταλείπουν το πλοίο που βυθίζεται. Η αστυνομία απομάκρυνε και τους τελευταίους προσκεκλημένους πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι πυροτεχνουργοί με τα σκυλιά τους σε μία αλληλουχία κινήσεων σκηνοθετημένη από το τηλεφώνημά μου. Μόνο ο όχλος παρέμεινε ασάλευτος στην θέση του στην εξέδρα, κανείς δεν φαινόταν να πιστεύει την σοβαρότητα της απειλής, ή ίσως οι κοινοί θνητοί να λογαριάζουν τις ζωές τους λιγότερο από τους ευγενείς και αρχόντους. Τότε όμως…
⁂
Τότε ακούστηκε η έκρηξη. Ή μάλλον δεν την άκουσα, ήταν τόσο ισχυρή που τα τύμπανα των αυτιών μου έσπασαν και το ωστικό κύμα με πέταξε στο έδαφος πάνω στα κορμιά των διπλανών μου. Το έδαφος σείστηκε, η σκεπή του επιβλητικού οικοδομήματος κατέρρευσε, φλόγες ξεπηδούσαν απ’ τα κωδωνοστάσια και πυκνός μαύρος καπνός ανέβαινε στον συννεφιασμένο ουρανό. Ακολούθησαν σκηνές αλλοφροσύνης, μέσα στον πανικό της η μάζα προσπαθούσε απεγνωσμένα να απομακρυνθεί από το σημείο της τρομοκρατικής επίθεσης ποδοπατώντας ο ένας τον άλλον. Αν και δεν ήμουν σοβαρά τραυματισμένος, με δυσκολία κατάφερα να σηκωθώ από το έδαφος και να ξεφύγω από το θανάσιμο στρίμωγμα. Παραπατώντας και τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος σύρθηκα μέχρι την σοφίτα, μου χρειάστηκαν πάνω από δύο ώρες για να διανύσω τα τέσσερα χιλιόμετρα της διαδρομής. Μπουσουλώντας σχεδόν ανέβηκα τη σκάλα, κλείδωσα την πόρτα και άνοιξα αμέσως τη συσκευή του Πανοπτικού στο κανάλι των ειδήσεων, όμως το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει, τα αυτιά μου αιμορραγούσαν ακόμη και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω λέξη απ’ όσα έλεγε ο εκφωνητής. Πήρα ένα χάπι αναλγητικό, μετά ένα δεύτερο ηρεμιστικό, κατόπιν ένα τρίτο υπνωτικό, στο τέλος βυθίστηκα σε έναν ιαματικό ύπνο δίχως όνειρα.
⁂
Ξυπνώντας αργά το άλλο πρωί βρισκόμουν ακόμη σε κατάσταση σύγχυσης, σαν υπνοβάτης που κατά την διάρκεια του ύπνου του περιπλανήθηκε στα τυφλά και τώρα που ανοίγει τα μάτια του δεν αναγνωρίζει πια τον χώρο γύρω του. Για μια στιγμή η αμφιβολία με κλόνισε. Τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας να είχαν συμβεί άραγε στ’ αλήθεια ή μήπως τα ονειρεύτηκα; Κι αν ήταν αποκυήματα της φαντασίας μου ή παρενέργειες των χαπιών; Είχα βάσιμους λόγους ν’ αναρωτιέμαι, όμως το ξεραμένο αίμα στα σεντόνια, τα μαυρισμένα απ’ την καπνιά ρούχα μου και κυρίως η απώλεια της ακοής που επέμενε, αποτελούσαν αδιάψευστα τεκμήρια μιας πραγματικότητας που όσο πιο χειροπιαστή εμφανιζόταν, άλλο τόσο παράλογη και ακατανόητη έμοιαζε. Ώστε λοιπόν υπήρχαν κι άλλοι σαν κι εμένα; Που τους μισούσαν με μίσος εξίσου θανάσιμο, που τους έκανε να απεργάζονται την καταστροφή τους; Μα πώς ήταν δυνατόν; Και ποιοι να ήταν άραγε εκείνοι; Μου φαινόταν αδιανόητο, κι όταν η λογική αδυνατεί από μόνη της να φτάσει στην αλήθεια, τότε την αναζητά ετοιμοπαράδοτη απ’ αυτούς που την κατέχουν. Στον εντοιχισμένο ηλεκτρονικό πίνακα ανακοινώσεων είχαν ήδη εμφανιστεί τα πιο πρόσφατα ολογράμματα των εφημερίδων, η ανανέωση γινόταν αυτόματα ανά μισάωρο, ποιος ξέρει όμως πόσες εκδόσεις να είχαν μεσολαβήσει τις ώρες που κοιμόμουν; Έριξα μια βιαστική ματιά στους φωσφορίζοντες πηχυαίους τίτλους στις οθόνες και το αίμα μου πάγωσε. Παντού υπήρχε το σκίτσο ενός άγνωστου, βασισμένο σε περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων. Η λεζάντα δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο αμφιβολίας, ήταν υποτίθεται ο άνθρωπος που έκανε το ανώνυμο προειδοποιητικό τηλεφώνημα. Μου έμοιαζε και δεν μου έμοιαζε, αλλά πώς ήταν δυνατόν να είμαι εγώ αφού εγώ είχα στείλει το μήνυμα πριν από μία εβδομάδα; Δοκίμασα να τιθασεύσω την ταραχή μου και να συγκεντρωθώ για να διαβάσω ολόκληρα τα άρθρα που με αφορούσαν, όμως ούτε και οι ίδιοι οι αρθρογράφοι δεν κατάφερναν να καταλήξουν σε ασφαλές συμπέρασμα εάν ο εικονιζόμενος ήταν κάποιος αδίστακτος τρομοκράτης ή αντίθετα, ένας μετανοημένος πληροφοριοδότης που με το τηλεφώνημά του είχε σώσει την ύστατη στιγμή τις ζωές της αυτοκρατορικής οικογένειας και των ταγών του κράτους.
Μονάχα τότε συνειδητοποίησα ότι με την φάρσα μου, την αθώα φάρσα μου, είχα γλιτώσει από βέβαιο θάνατο όλους εκείνους που μισούσα θανάσιμα επί χρόνια. Αντ’ αυτών, άθελά μου, είχα στείλει στον χαμό 8 πυροτεχνουργούς και 11 σκυλιά, που διαφορετικά δεν θα είχαν μπει στον καθεδρικό να ψάξουν για τον εκρηκτικό μηχανισμό. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου για τα θύματα κι ακόμα περισσότερο λυπήθηκα για τα κακόμοιρα τα ζωντανά, τι σου φταίξανε κι εκείνα; Εγώ ήμουν ο ένοχος, ο αποκλειστικός υπεύθυνος για τον αφανισμό όλων αυτών των αθώων υπάρξεων, πώς θα μπορούσα να ζήσω από ‘δώ και πέρα με τόσο αίμα στα χέρια μου;
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και τότε, ξαφνικά και εντελώς ανεξήγητα, με έπιασε ένα νευρικό γέλιο που δεν έλεγε με τίποτα να σταματήσει. Του κάκου προσπαθούσα να συγκρατηθώ, όσο κι αν αντιλαμβανόμουν πόσο ανάρμοστο ήταν το φέρσιμό μου, το γέλιο ολοένα και δυνάμωνε. Δεν ήταν όμως αυτό το γέλιο το δικό μου, δεν ήμουν εγώ που γελούσα. Είχα την αλλόκοτη αίσθηση ότι μέσα από τον καθρέφτη κάποιος άλλος με περιγελούσε βγάζοντάς μου κοροϊδευτικά τη γλώσσα, κάποιος που μου είχε σκαρώσει μία χοντροκομμένη, βάρβαρη και τερατώδη φάρσα.
Κάποιος· αλλά ποιος;
Σχoλιάστε