Η μάχη είχε τελειώσει. Όπως κάθε μάχη, έτσι κι αυτή είχε νικητές και ηττημένους, μόνο που δεν ήταν εύκολο να τους ξεχωρίσεις με την πρώτη. Ίσως ούτε κι εκείνοι που πολέμησαν να μην ξέρουν, αυτή είναι δουλειά των ιστορικών και των καταμετρητών πτωμάτων, για τον στρατιώτη σημασία έχει η επιβίωση. Κερδισμένοι όμως πάντοτε υπάρχουν κι είχε φτάσει τώρα η στιγμή για το δείπνο τους. Το εορταστικό τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο με κρέατα κάθε λογής, λιπαρά και άπαχα, γάλακτος και σιτεμένα, χοντροκομμένα και ψιλοκομμένα, καπνιστά και καλοψημένα και καψαλισμένα και ωμά και σενιάν, ό,τι τραβάει η όρεξη του καθενός. Μεζέδες εκλεκτοί, ειδικά για εκείνους τους καλοφαγάδες που δεν έχουν ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο το αισθητήριο της γεύσης, κοψίδια, παϊδάκια, συκωταριές, νεφραιμιές, γλυκάδια, σπληνάντερα, πατσάδες, αμελέτητα, μάτια, γλώσσες, μυαλά, και όλα σερβιρισμένα σε ποσότητες ικανές να χορτάσουν και τα δύο αντίπαλα στρατεύματα.

Αφθονία· ένας απέραντος αγρός σπαρμένος κουφάρια.

Ένας-ένας άρχισαν να προσέρχονται οι καλεσμένοι· η τσίκνα κι ο καπνός που υψώνονταν στον ουρανό τούς έδειχναν τον δρόμο. Πρώτοι κατέφθασαν οι φτερωτοί, μύγες, χρυσόμυγες, αλογόμυγες, σφήκες, κοράκια, όρνια· έπειτα οι πεζικάριοι, κατσαρίδες, ποντίκια, αρουραίοι, ύαινες, λυκάονες· τελευταίοι και καταϊδρωμένοι όσοι έρπουνε, οι σκώληκες, οι βασιλείς της πλάσης· στο τέλος της μεγάλης μέρας η τάξις των όντων αναποδογυρίζει, η ιεραρχία ανατρέπεται και οι έσχατοι έσονται πρώτοι.

Προς το παρόν πάντως μεταξύ των συνδαιτυμόνων της Στρογγυλής Τραπέζης επικρατεί απόλυτη ισότητα και όλοι έχουν πέσει με τα μούτρα στο φαγοπότι. Οι λεπτές σαν κλωστές προβοσκίδες των εντόμων απομυζούν τα θρεπτικά υγρά, αίμα, χολή, βλέννα, πύον· τα κοκάλινα ράμφη των όρνεων τσιμπολογούν τους οφθαλμούς από τις κόγχες· τα μυτερά δοντάκια των τρωκτικών ροκανίζουν την τραγανή πέτσα· τα δυνατά σαγόνια των σαπροβόρων αλέθουν τα οστά ίσαμε το μεδούλι· νέκταρ και αμβροσία! Τα κρέατα είναι νωπά, τόσο φρεσκοσφαγμένα που μερικά σαλεύουν ακόμη· ετούτα καλό είναι να αποφεύγονται, για τ’ άλλα έμβια όντα ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος ώσπου να ξεψυχήσει.  Είναι κάτι που όλα τα ζώα το γνωρίζουν εκ πείρας, δεν χρειάζονται συστάσεις και προειδοποιήσεις. Γι’ αυτό και όταν τρώνε, δεν μιλάνε· πάνω από το πεδίο της τιμής απλώνεται η πιο βαθιά σιωπή, την διακόπτουν μόνο ο ήχος απ’ το μασούλημα και τα γέλια της ύαινας, κακεντρεχή θαρρείς και είναι ανθρώπινα.

Παρά την αφθονία όμως -ή ίσως εξαιτίας της- η γιορτή γρήγορα εκτροχιάζεται και κινδυνεύει να χαλάσει. Τα ζώα είναι άπληστα, δεν έχουν αίσθηση κορεσμού, είναι ικανά να φάνε μέχρι σκασμού· ακόμα και σ’ αυτό μοιάζουνε των ανθρώπων. Εδώ ένα κοράκι ραμφίζει το πλησίον του καθώς διεκδικούνε και τα δυο την ίδια λιχουδιά, ένα ζευγάρι μάτια τσακίρικα που θα μπορούσαν άνετα να μοιραστούν στα ίσα· πιο κει οι ύαινες γρυλλίζουν απειλητικά στους λυκάονες· όσο περισσότερο μοιάζουνε, τόσο πιο πολύ μισιούνται. Τα πάντα αδηφάγα τρωκτικά έχουν καταβροχθίσει τέτοιες ποσότητες τροφής που αρχίζουν να νιώθουν έντονη βαρυστομαχιά και καούρες· καθώς πηγαίνουν στο ποτάμι να πιουν νερό να ξεδιψάσουν, το μικροσκοπικό τους στομάχι εκρήγνυται σαν φουσκωμένο μπαλόνι. Έτσι, από τη μια στιγμή στην άλλη, περνούν στην αντίπερα όχθη, από το στρατόπεδο των νικητών σ’ εκείνο των ηττημένων, γίνονται με τη σειρά τους έδεσμα σ’ ετούτον τον μπουφέ που διαρκώς ανανεώνεται κι άλλοι συμποσιαστές, μυρμήγκια, κατσαρίδες, σκουλήκια, παίρνουνε θέση στην ουρά για να σερβιριστούν απ’ το καινούργιο πιάτο· Sic transit gloria mundi!

Νυν απολύεις τον δούλον σου δέσποτα: ο γέρο-αρουραίος έφυγε πλήρης ημερών εκείνο το λιόγερμα, χορτάτος κι ευτυχής που η ζωή του στο λυκόφως της τού επιφύλασσε ένα τέτοιο δώρο για το τέλος. Τους μισούσε τους ανθρώπους ο γέρο-σοφός και όχι άδικα, μήπως δεν ήταν υπεύθυνοι για το ξεκλήρισμα των δικών του; Ολόκληρες γενιές αρουραίων είχαν εξολοθρεύσει με τα ποντικοφάρμακα και τις ποντικοπαγίδες τους, ο ίδιος είχε δει με τα μάτια του να χάνονται μέσα σε πόνους φρικτούς γονείς, γυναίκες, παιδιά, εγγόνια. Η επιθυμία της εκδίκησης ήταν που τον κρατούσε ζωντανό όλα αυτά τα χρόνια. Μάθαινε υπομονετικά στους νεότερους που ‘ταν άβγαλτοι και αφελείς και πίστευαν ακόμα στην ειρηνική συνύπαρξη των ειδών, πώς να κάνουνε κακό στους ανθρώπους, πώς να καταστρέφουν τις σοδειές τους, πώς να κλέβουν τα τρόφιμα από τις αποθήκες τους, πώς να μασουλάνε αθόρυβα τ’ αυτιά και τις μύτες των μωρών μέσα στις κούνιες, πώς να μεταδίδουν λοιμώδεις νόσους, τύφο, χολέρα, πανώλη. Μια ζωή αφιερωμένη στο κακό, κι όμως τώρα, στα στερνά του βίου του, αντιλαμβανόταν για πρώτη φορά πως το μεγαλύτερο κακό στον άνθρωπο το κάνει ο εαυτός του. Και μ’ αυτήν την ευοίωνη επιφοίτηση, που προδιέγραφε τον αυτοκτονικό αφανισμό του μισητού του γένους, παρέδωσε το πνεύμα όντας βέβαιος πως η ανθρωπότητα από μόνη της θα ολοκλήρωνε αργά ή γρήγορα το έργο που εκείνος κι οι όμοιοί του είχαν αφήσει ημιτελές.

Νυχτώνει, τώρα το σκότος πέφτει ομοιόμορφα σ’ ανθρώπους και ποντίκια…