ΝΗΣΟΣ ΚΩΣ – ΙΟΥΛ 2019

Με τον Ζαχαρία Κουζούκα

www.nisoskos.gr

EDITORIAL: Είχαμε την χαρά να παραστούμε στην 1η επίσημη παρουσίαση ενός πραγματικού ελληνικού λογοτεχνικού αριστουργήματος (σύμφωνα και με την άποψη των ειδικών – βιβλιοκριτικών) των τελευταίων ετών στο Olvio Theater (14-7-2019). Εκεί στο κατάμεστο Olvio, (όπως λέει και ο σοφός λαός μας: “Δεν έπεφτε καρφίτσα”) συναντήσαμε τον συγγραφέα – δημιουργό Στρατή Γαλανό, αλλά και το υπόλοιπο πάνελ, το οποίο παρουσίασε το βιβλίο “Η διαδρομή και το κόμιστρο” από τις εκδόσεις Λιβάνη. Ο Στρατής Γαλανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Διαμένει μόνιμα στη Νέα Ιωνία Αττικής. Είναι εκ γενετής τετραπληγικός και μετακινείται με αναπηρικό αμαξίδιο.

Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών απ’ όπου αποφοίτησε το 1991. Μιλά τέσσερις γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά, με αντίστοιχα πτυχία πανεπιστημίων του εξωτερικού. Μετά την πρακτική του εξάσκηση, εργάστηκε αρχικά ως δικηγόρος (1993-1996), κατόπιν ως υπάλληλος γραμματειακής υποστήριξης στον ΑΝΤΕΝΝΑ (1996) και τέλος ως διοικητικός υπάλληλος στην ΕΥΔΑΠ (1997-2012), από όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Διετέλεσε μέλος της Εξελεγκτικής Επιτροπής του Πανελλήνιου Συλλόγου Παραπληγικών – ΠΑΣΠΑ.

Αγαπητέ Στρατή – θα μου επιτρέψεις μετά από αρκετά χρόνια φιλίας να σου μιλάω στον ενικό – “Η διαδρομή και το κόμιστρο” είναι το πρώτο σου συγγραφικό εγχείρημα, το οποίο εμείς ως αναγνώστες ήδη μπορούμε να το βρούμε και μέσω διαδικτύου από τις εκδόσεις Λιβάνη και στα βιβλιοπωλεία. Πότε όμως ξεκίνησε για εσένα – τον συγγραφέα – ο σχεδιασμός του, η καταγραφή των γεγονότων και η συγκέντρωση τους για να γεννηθεί το συναρπαστικό υλικό των 706 σελίδων, που με τρόπο “εθιστικό” θα έλεγα, ο αναγνώστης ανυπομονεί να μάθει ποια θα είναι η επόμενη ιστορία που θα ξετυλιχθεί μπροστά του κ.ο.κ ;

Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο αυτό το 2008 και το ολοκλήρωσα το 2016. Στην αρχική του μορφή ήταν ένα ολιγοσέλιδο διήγημα το οποίο περιέγραφε τη σκηνή της καταστροφής ενός αυτοκινήτου από τα βρετανικά αεροπλάνα στον επίλογο των Δεκεμβριανών. Όταν όμως ολοκληρώθηκε η συγγραφή του συνειδητοποίησα ότι πολλά γεγονότα παρέμεναν μετέωρα και ανεξήγητα στον αναγνώστη. Χρειαζόταν λοιπόν ένα είδος flashback που να εξηγεί πώς το όχημα και οι επιβάτες του βρέθηκαν σ’ αυτή τη δεινή θέση και έτσι επινόησα μια προϊστορία που να αρχίζει αρκετά χρόνια πριν και να αφηγείται τις ζωές τους και τις διαδρομές που τους οδήγησαν ως εκείνο το σημείο. Στην πραγματικότητα ωστόσο, η συλλογή του αφηγηματικού υλικού είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, από την παιδική μου κιόλας ηλικία, χωρίς καν να το συνειδητοποιώ. Οι περισσότερες από τις ιστορίες που εγκιβωτίστηκαν στο κείμενο είναι αληθινές και έφτασαν ως εμένα από προσωπικές μαρτυρίες και αφηγήσεις γηραιών συγγενών και ανθρώπων του στενού φιλικού και οικογενειακού μου περιβάλλοντος. Με τις ιστορίες ετούτες μεγάλωσα όπως άλλα παιδιά μεγαλώνουν με τα παραμύθια της γιαγιάς και με το πέρασμα του χρόνου αποτέλεσαν ένα είδος κληρονομιάς που έπρεπε με κάποιο τρόπο να αξιοποιήσω και να διασώσω από τη λήθη και τη λησμονιά ώστε να μείνει ζωντανή και η ανάμνηση των οικείων αυτών ανθρώπων που μου τις εμπιστεύτηκαν.

Πώς προέκυψε η πρωτότυπη ιδέα (σύλληψη και υλοποίησή της), τον ρόλο του αφηγητή να τον έχει ένα… αυτοκίνητο; Ένα Oldsmobile Viking Special Deluxe Patrician Sedan;

Οι προφορικές αφηγήσεις τις οποίες προανέφερα ήταν στην αρχική τους μορφή αποσπασματικές και ανεκδοτολογικές, για να μετατραπούν σε μυθιστόρημα χρειαζόταν ένας συνδετικός κρίκος που να τις συναρμολογεί σε ενιαία ροή «με αρχή, μέση και τέλος, όχι αναγκαστικά με την ίδια σειρά». Η ανάγκη αυτή με έκανε να σκεφτώ να μετατοπίσω το κέντρο βάρους από τα επιμέρους πρόσωπα στο ίδιο το αυτοκίνητο που κατά κάποιο τρόπο ήταν ο κοινός παρονομαστής που τους συνέδεσε στη δεδομένη συγκυρία. Θεωρώ πως ήταν μια κομβική απόφαση επειδή μου έδωσε την ευκαιρία να συνδυάσω τα ιστορικά γεγονότα με ένα στοχασμό γύρω από την Κυβερνητική, δηλαδή σχετικά με την διαλεκτική σχέση ελέγχου και επικοινωνίας που αναπτύσσεται μεταξύ του Ανθρώπου και των Μηχανών που κατασκευάζει και χρησιμοποιεί. Για να εξερευνήσω αυτή την προβληματική κατέφυγα στην αρχαιότερη λογοτεχνική μανιέρα, τον ανθρωπομορφισμό, την απόδοση δηλαδή ανθρώπινων ιδιοτήτων όπως ο λόγος και η αφηρημένη σκέψη σε ζώα ή σε άψυχα αντικείμενα. Το αυτοκινούμενο όχημα, ως το κατεξοχήν αντικείμενο-φετίχ του 20ου αιώνα αποτελεί το ιδανικό σημείο τομής όπου συναντώνται παράλληλες διεργασίες, ο εξανθρωπισμός της μηχανής, η μηχανοποίηση του ανθρώπου και η μετατροπή του σε γρανάζι του συστήματος, η εμφάνιση και εξάπλωση της μαζικής κουλτούρας που μετατρέπει ένα βιομηχανικό προϊόν σε φαντασιακό αντικείμενο του συλλογικού πόθου και σε σύμβολο κοινωνικού status αλλά και η στρατικοποίηση της βιομηχανίας που μεταμορφώνει τον τροχό σε ερπύστρια κι ένα μέσον μεταφοράς σε μιλιταριστικό άρμα, ικανό να κρίνει την έκβαση πολεμικών αναμετρήσεων.

Ένιωσες κάποιες στιγμές να ταυτίζεσαι ως δημιουργός με το αυτοκίνητο (αφηγητή) που όπως “αναφέρει”: «Είμαι ένα αυτοκίνητο, μία μηχανή με μυαλό και συναισθήματα». Ή με κάποιον άλλο ήρωα των ιστοριών που εκτυλίσσονται;

Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση που επιδέχεται μια διφορούμενη απάντηση. Το καίριο ερώτημα εδώ είναι γιατί ένας συγγραφέας γένους αρσενικού επιλέγει να γράψει σε πρώτο πρόσωπο υποδυόμενος όμως μια θηλυκή persona. Η απάντηση βρίσκεται σε ένα προσωπικό βίωμα. Όταν ξεκίνησα τη συγγραφή του βιβλίου το 2008 είχα μόλις χωρίσει από την πιο μακροχρόνια και σταθερή ερωτική σχέση της ζωής μου. Ενώ λοιπόν οι υπόλοιποι ήρωες του βιβλίου βασίζονταν σε υπαρκτά πρόσωπα τα οποία είχα γνωρίσει και άρα μου ήταν σχετικά ευκολότερο να αναπλάσω το χαρακτήρα τους, για το αυτοκίνητο δεν είχα κανένα ιδεατό πρότυπο για το πώς μπορεί να σκεφτόταν ή τι ένιωθε και για να σκιαγραφήσω την ψυχοσύνθεσή της είχα την έμπνευση να αποδώσω στην Πατρίτσια τα χαρακτηριστικά της γυναίκας με την οποία συμβίωνα επί μία διετία: την ξενική καταγωγή, τις δυσκολίες επικοινωνίας που γεννούσε η άγνοια της γλώσσας, το κριτικό και αποστασιοποιημένο βλέμμα απέναντι στην ελληνική πραγματικότητα, την αίσθηση του ξεπεσμού, της παρακμής και της πτώσης, την κυκλοθυμία, την βαθιά απογοήτευση που διαδεχόταν κάθε ξέφρενο ενθουσιασμό, την κάπως μελοδραματική θυματοποίηση, την προθυμία να υπηρετεί τους άλλους εκδηλώνοντας έτσι την ερωτική της αφοσίωση. Στο πορτρέτο αυτό προσέθεσα μερικές δικές μου πινελιές, ιδιότητες και γνώσεις, όπως την φιλοτεχνία μου και την τάση για φιλοσοφικό αναστοχασμό. Τελικά προέκυψε ένα υβρίδιο, ένα ον δικέφαλο, μισή εκείνη, μισός εγώ.

Σε άλλους χαρακτήρες όμως η συγγραφική μου μέριμνα αποσκοπούσε στην ακριβώς αντίθετη διαδικασία, στο πώς δηλαδή θα φίμωνα την δική μου φωνή ώστε να ακουστεί όσο πιο πειστική και αληθοφανής γινόταν η δική τους αυθεντική ομιλία. Πώς να μιλήσεις σαν ναζιστής όταν δεν είσαι ναζιστής; Πώς να μιλήσεις σαν πόρνη όταν δεν έχεις εκπορνευτεί; Δεν αρκεί η απλή μίμηση, απαιτείται κάτι βαθύτερο: Η συγγραφή μεταξύ άλλων είναι και μία άσκηση ενσυναίσθησης, μια απόπειρα να «βγεις» από τον εαυτό σου, να μπεις στο πετσί ενός άλλου, να δεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια του.

Στην επίσημη παρουσίαση του βιβλίου σου ένας από τους ομιλητές, ο Δρ Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέας κ. Μενέλαος Χαραλαμπίδης τόνισε ότι το έργο σου δεν είναι ένα απλό λογοτεχνικό βιβλίο, αλλά ένα έργο με έντονα ιστορικά στοιχεία τα οποία μετέφερες με μεγάλη ακρίβεια. Θα ήθελα και το δικό σου σχόλιο…

Θυμάμαι πάντα μια φράση του Μπαλζάκ που καθόρισε την μορφή του μυθιστορήματος κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. «Το μυθιστόρημα είναι η ιδιωτική ιστορία των εθνών» έγραψε, και ιδού η μεγάλη αντίθεση που καλείται να γεφυρώσει ο μυθιστοριογράφος, η διάσταση ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο: τα έθνη αποτελούν συλλογικότητες και τα ιστορικά γεγονότα μας αφορούν και μας επηρεάζουν όλους αν και με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετική έκταση τον καθένα. Εάν υποχρέωση του ιστορικού είναι να βλέπει το δάσος, ολόκληρο το δάσος, εάν μοίρα του ποιητή είναι να εκφράζει το δέντρο, το μεμονωμένο δέντρο, καθήκον του συγγραφέα ιστορικών μυθιστορημάτων είναι να διακρίνει το δέντρο μέσα στο δάσος, το μερικό, το ιδιωτικό, το ατομικό δράμα μέσα στο συλλογικό ιστορικό γίγνεσθαι.

Όσοι σπεύσουν να διαβάσουν το έργο σου, γρήγορα θα αντιληφθούν την “κινηματογραφικότητα” των ιστοριών, των χαρακτήρων αλλά και την “κινηματογραφικότητα” στην εναλλαγή των εικόνων που “ξεπετάγονται” μέσα από την αφήγηση της Patricia. Θα μπορούσε εύκολα ο αναγνώστης να υποθέσει πως “Η διαδρομή και το κόμιστρο” μπορεί να “μεταφερθεί” στην μικρή, ή την μεγάλη οθόνη.

Είναι γεγονός πως είμαι μανιώδης κινηματογραφόφιλος και αρκετά καλός γνώστης της ιστορίας της έβδομης τέχνης και κάποιος υποψιασμένος αναγνώστης θα διαπίστωνε πολύ εύκολα τις επιρροές και τα δάνεια από κλασικές ταινίες του κινηματογράφου. Η μεταφορά ωστόσο ενός βιβλίου στην οθόνη είναι μια αρκετά πολυδάπανη και περίπλοκη διαδικασία που απαιτεί μεγάλα κεφάλαια και στην οποία εμπλέκονται δεκάδες καλλιτέχνες, ενώ σπάνια το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει τις προσδοκίες. Συνεπώς πρόκειται για μια προοπτική που σαφώς υπερβαίνει τις δικές μου περιορισμένες δυνατότητες.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του βιβλίου σου, όσο και αν ακουστεί οξύμωρο, είναι η “μουσικότητά” του. Θα ήθελα να μας το αναλύσεις.

Η μουσική δομή του βιβλίου εκτυλίσσεται σε πέντε στάδια. Σε ένα πρώτο επίπεδο ο μέσος αναγνώστης θα εντοπίσει τις εκτενείς αναφορές στην όπερα, την κλασική μουσική, το ρεμπέτικο, το αστικό και ελαφρύ τραγούδι του Μεσοπολέμου και την τζαζ. Σε έναν πιο ενημερωμένο αναγνώστη θα γίνει προφανής η μπρεχτική χρήση της μουσικής και των τραγουδιών ως εφέ αποστασιοποίησης που αποκλιμακώνει την ένταση, σχολιάζει τα γεγονότα και προαναγγέλλει τα μελλοντικά συμβάντα. Οι μουσικές αναφορές επιπλέον σχηματίζουν ένα είδος κινηματογραφικού soundtrack όπου η ατμόσφαιρα και το συγκινησιακό φορτίο του κάθε ξεχωριστού επεισοδίου διαμορφώνονται από την συνύπαρξη ήχου, εικόνας και λέξεων. Στο επίπεδο της μεμονωμένης πρότασης, περιόδου ή παραγράφου ανιχνεύεται ένας απόηχος από τον οπερατικό τρόπο τραγουδιού όπου η κατακλείδα της φράσης μέσω μιας γενίκευσης, παραπέμπει στον ηχητικό εντυπωσιασμό της κορώνας του λυρικού τραγουδιστή. Ο πιο βαθύς επηρεασμός όμως αφορά τον πολυφωνικό τρόπο γραφής ο οποίος είναι εμπνευσμένος από την δημώδη πενταφωνική πολυφωνία των ηπειρώτικων τραγουδιών με τα πέντε διακριτά είδη φωνών. Στο κείμενο το αυτοκίνητο αναλαμβάνει το ρόλο του σηκωτή και του ρίχτη, είναι ο κύριος αφηγητής που εισάγει το θέμα της κάθε ενότητας ενώ στο τέλος του κεφαλαίου κάνει την αποφώνηση που προετοιμάζει το πέρασμα στην επόμενη θεματική ενότητα. Ο σκαραβαίος επωμίζεται το ρόλο του γυριστή, είναι αυτός που αντιμιλά ειρωνικά και σκωπτικά στην κεντρική αφηγήτρια. Οι εμβόλιμοι εσωτερικοί μονόλογοι που διακόπτουν την ροή της διήγησης του αυτοκινήτου παίζουν εδώ το ρόλο των κεντητών ή κλωστών που με τις προσωπικές τους μαρτυρίες μετατρέπουν τη γενικόλογη και αφηρημένη ιδέα σε συγκεκριμένο και συναισθηματικά φορτισμένο βίωμα. Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου εμφανίζεται μια χορωδία ισοκρατών οι οποίοι ψέλνουν το μονότονο τροπάριο του δωσιλογισμού για να συμπληρωθεί έτσι η σύνθεση. Η όποια μουσικότητα του κειμένου προκύπτει από τη συνήχηση αλλά και την αντήχηση των φωνών αυτών, είναι δηλαδή μια αρμονία που ξεπηδά μέσα από την χάβρα και την οχλαγωγία.

Ο Κώστας Τραχανάς (βιβλιοκριτικός) γράφοντας τα καλύτερα για το βιβλίο σου: «Πρόκειται για ένα έργο μεγάλης δύναμης, ένα Αριστούργημα. Το καλύτερο ελληνικό βιβλίο των τελευταίων χρόνων. Με ένα ύφος σαγηνευτικό, που καταλήγει συγκλονιστικό».
(πηγή: http://www.livanis.gr/ViewShopArticle2.aspx?ArticleId=23328)
Μεταξύ άλλων αναφέρει: «Μια μαύρη κωμωδία. Κάποιες κωμικοτραγικές καταστάσεις ή γεγονότα προσεγγίζονται με κάποια δόση γλυκόπικρης ειρωνείας ή αυτοσαρκαστικό χιούμορ». Με αφορμή αυτή την τελευταία “διαπίστωση”… τελικά μήπως κάπως έτσι είναι και η ζωή μας;

«Drama giocoso», είναι ο υπότιτλος της όπερας Don Giovanni του Μότσαρτ που αναφέρεται σε κάποιο σημείο του βιβλίου. Ναι, αυτό είναι η ζωή, κωμικοτραγική, ιλαροτραγωδία, χαρούμενο δράμα όπου το τραγικό εναλλάσσεται με το αστείο, ο οδυρμός με το μειδίαμα, ο ζόφος με την ελπίδα, η ευτυχία με την απόγνωση. Το χιούμορ, και ειδικά το μαύρο, είναι η διαπραγμάτευση της οδύνης από το πνεύμα που έχει επίγνωση της θνητότητάς του.

Ας αφήσουμε για λίγο τον Στρατή Γαλανό, τον συγγραφέα και ας πάμε στον Στρατή Γαλανό, τον άνθρωπο… Εκ γενετής τετραπληγικός, που ποτέ όμως δεν άφησες το αναπηρικό αμαξίδιο να “καθηλώσει” τον ίδιο τον Στρατή. Σπούδασες Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάς 4 γλώσσες, με αντίστοιχα πτυχία πανεπιστημίων του εξωτερικού. Μετά την πρακτική σου εξάσκηση, εργάστηκες αρχικά ως δικηγόρος, κατόπιν ως υπάλληλος στον ΑΝΤΕΝΝΑ και τέλος ως διοικητικός υπάλληλος στην ΕΥΔΑΠ, από όπου και συνταξιοδοτήθηκες. Από που αντλείς όλη αυτή την ψυχική δύναμη, που μας κάνει να θαυμάζουμε πραγματικά ανθρώπους με αναπηρίες που (να το πω λαϊκά) κοίταξαν όπως κι εσύ, στα ίσα μία “αφιλόξενη” προς εκείνους κοινωνία και πολλές φορές και “αφιλόξενο” κράτος.

Δεν πρόκειται για ψυχική δύναμη και ειλικρινά, δεν νομίζω ότι είμαι άξιος θαυμασμού. Ο αληθινός ηρωισμός πηγάζει πάντοτε από επιλογή, όταν μπορείς να κάνεις κάτι το διαφορετικό κι εσύ διαλέγεις να προβείς στο γενναίο και ηρωικό διάβημα, η αναπηρία όμως δεν συνιστά επιλογή, είναι μοίρα ή μάλλον ατυχία. Την κουβαλάς σαν ένα φορτίο που δεν το ζήτησες, που δεν θέλησες ποτέ να το αναλάβεις κι ωστόσο είσαι υποχρεωμένος να το φέρεις μέσα σου δια βίου. Οπότε τι άλλο μπορείς να κάνεις; Τη φορτώνεσαι στον ώμο και απλώς προσπαθείς να διανύσεις όσο μακρύτερη απόσταση αντέχεις με μια τέτοια ασήκωτη αποσκευή να σε βαραίνει. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που σου δίνει το κουράγιο να συνεχίσεις, φαντάζομαι πως ο κάθε άνθρωπος εφευρίσκει μόνος του τα κίνητρά του, για άλλους είναι η θρησκεία τους, για άλλους η καριέρα ή το χρήμα, η φιλοδοξία, η δύναμη ή απλώς η επιβίωση. Το δικό μου κίνητρο είναι η ηδονή και η απόλαυση, η ζωή μού φαίνεται σαν ένα απέραντο luna park και διατηρώ την παιδιάστικη επιθυμία να δοκιμάσω όλα του τα παιχνίδια, ακόμα κι αυτά που με φοβίζουν, το τρενάκι του τρόμου ή τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια.

Η Ελλάδα μπορεί να μην είναι η πιο φιλική χώρα στον κόσμο για τα άτομα με ειδικές ανάγκες και στην καθημερινότητά μας αντιμετωπίζουμε πλήθος εμποδίων στην προσπάθειά μας να μετακινηθούμε σ’ ένα συχνά απροσπέλαστο αστικό περιβάλλον. Ωστόσο το να ρίχνουμε το ανάθεμα στο ανάλγητο και αδιάφορο Κράτος συνιστά μια μάλλον εύκολη και επιπόλαια συνήθεια. Στην πραγματικότητα, χρειαζόμαστε περισσότερο Κράτος, περισσότερη Πρόνοια, περισσότερες δαπάνες για τα ΑΜΕΑ ή έστω την προστασία και την διατήρηση των ευεργετικών δομών και διατάξεων που ήδη υπάρχουν.

Πόσο σημαντικό ρόλο έχουν παίξει στη ζωή σου, οι “δικοί σου” άνθρωποι;

Πολύ σημαντικό. Δίχως την αρωγή τους η ζωή μου, που ήταν δύσκολη εξαρχής, θα γινόταν κυριολεκτικά αβίωτη. Στάθηκα τυχερός που μεγάλωσα σ’ ένα τέτοιο σόι, σε μια τέτοια οικογένεια, που είχα αυτούς τους γονείς, αυτά τα αδέλφια, αυτούς τους συγγενείς, αυτούς τους φίλους. Τους είμαι ευγνώμων γιατί η συμπαράστασή τους μου επέτρεψε να μορφωθώ, να σπουδάσω, να εργαστώ, να ταξιδέψω, να διασκεδάσω, πράγματα αυτονόητα για κάθε υγιή άνθρωπο που όμως είναι προβληματικά και ενίοτε ανέφικτα για κάποιον που διαβιεί σε συνθήκες βαριάς σωματικής αναπηρίας.

“Η διαδρομή και το κόμιστρο” ήταν το πρώτο σου βιβλίο. Τα επόμενα σου σχέδια; Να περιμένουμε σύντομα και τη συγγραφή του δεύτερου; Με μία εντελώς διαφορετική θεματολογία, ή θα μπορούσε να είναι ένα “sequel” του πρώτου, ίσως με κάποιον άλλον στο ρόλο του “αφηγητή”;

«Η διαδρομή και το κόμιστρο» έχει σχεδιαστεί να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιας τριλογίας. Ο πρώτος τόμος καλύπτει χρονικά την περίοδο από το μεγάλο Κραχ της Αμερικής το 1929 έως την απελευθέρωση της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1944. Ο δεύτερος τόμος, ο οποίος οδεύει προς την ολοκλήρωσή του, εστιάζει στα Δεκεμβριανά και καταλήγει στην καταστροφή του οχήματος. Η σκυτάλη της αφήγησης σταδιακά περνάει στα χέρια του σκαραβαίου, ενός κοσμήματος που ήταν και το μοναδικό αξεσουάρ του αυτοκινήτου που διασώθηκε από το ολοκαύτωμα και επέζησε ως τις μέρες μας, σύμβολο επιβίωσης, αθανασίας και αναγέννησης. Μελλοντικά ίσως υπάρξει κι ένας τρίτος τόμος όπου με τη μορφή σύντομων και αποσπασματικών βινιετών θα ξετυλίγεται η ιστορία των ηρώων μας κατά την μεταπολεμική εποχή της δύσκολης οικονομικής ανοικοδόμησης.

 Να σ’ ευχαριστήσω πολύ για την ανταπόκριση στην πρόσκληση του περιοδικού “e-Νήσος Κως” και του www.nisoskos.gr. Να σου ευχηθώ το βιβλίο σου να είναι καλοτάξιδο και πολύ σύντομα Best Seller! Ο επίλογος της συνέντευξης μας, ανήκει σε εσένα…

Σ’ ευχαριστώ πολύ για τις ευχές, για την φιλοξενία στις στήλες του περιοδικού αλλά και για τις εύστοχες και καίριες ερωτήσεις που μου έδωσαν την ευκαιρία να παρουσιάσω μια γενική εικόνα του πονήματός μου.