Το σήμαντρο ήχησε μέσα στην τροπική νύχτα. Πετάχτηκε αλαφιασμένος από το στρώμα, Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Άρπαξε το περίστροφο από το προσκεφάλι, έριξε μια ματιά έξω απ’ την βασιλική καλύβα. Κανείς. Μάλλον ο αέρας. Ευτυχώς. Φαίνεται ότι υπάκουαν. Τους είχε δώσει να το καταλάβουν κι ας μην ήξερε τη γλώσσα. Τις γλώσσες για την ακρίβεια, γιατί μιλούσαν παραπάνω από μία, κι όλες τους το ίδιο ακατάληπτες. Οι γλώσσες  βγήκαν απ’ την Βαβέλ για να χωρίζουν τους ανθρώπους, να σπέρνουν μεταξύ των φυλών την ασυνεννοησία. Αν όμως οι λέξεις στάθηκαν ανίκανες να εξηγήσουν και να διατάξουν, το μαστίγιο κι ακόμα περισσότερο εκείνος ο πυροβολισμός, αποδείχθηκαν πιο πειστικά επιχειρήματα· εκεί όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος. Τελικά το αφομοίωσαν και σύντομα ο καταναγκασμός τούς έγινε συνήθεια. Κανείς να μην πλησιάζει την καλύβα δίχως να χτυπήσει προηγουμένως το σήμαντρο· κατοικία των θεών, το άβατο. Αυτή ήταν η Εντολή· η πρώτη από τις Δέκα. Είχε τους λόγους Του να παίρνει προφυλάξεις, δεν ήθελε να Τον συλλάβουν εξαπίνης, να Τον πετύχουν απροετοίμαστο για τον ρόλο Του, την ώρα που ουρεί, που αφοδεύει, που ιδρώνει ή που ρεύεται· θα χαλούσε τη μαγεία, την ψευδαίσθηση που πάνω τους βασίζεται η πίστη, γιατί ουσία του θείου και ιερού είναι η εξιδανίκευση και η απαλλαγή από κάθε τι το χθόνιο που υπενθυμίζει τη θνητότητα. Ο Θεός δεν έχει σωματικότητα, ούτε σωματικές ανάγκες, δεν πονά, δεν πεινά, δεν διψά, δεν κρυώνει, δεν ζεσταίνεται· κι αν τρώει από τις τροφές που του προσφέρουν οι πιστοί Του, το κάνει για να δεχθεί την θυσία· κι αν πλαγιάζει με τις θυγατέρες τους, είναι από ευγονική, απ’ τα παιδιά που θα σπείρει, θα γεννηθεί μία ράτσα ημίθεων, ο περιούσιος λαός Του.

Ένα χτύπημα στην πόρτα. Ποιος να ‘ναι τέτοιαν ώρα; Πολύ νωρίς για τον ντελιβερά, κι όσο για ταχυδρόμο; ο γέρος δεν περίμενε γράμμα από κανέναν. Σηκώθηκε με δυσκολία απ’ τον ξεχαρβαλωμένο καναπέ, οι αρθρώσεις του έτριξαν, έριξε μια κλεφτή ματιά απ’ το ματάκι της πόρτας. Η εικόνα τον καθησύχασε· δεν ήταν αστυνομικοί, ούτε και ο σερίφης, και σίγουρα δεν έμοιαζαν με τους άντρες με τα μαύρα, αυτοί δεν σου χτυπούν το κουδούνι. Τα δύο σχολιαρόπαιδα στο κατώφλι του έδειχναν ακίνδυνα, νέοι καθώς πρέπει με κοστούμι παλαιομοδίτικο και χτένισμα – διαβήτη. Και πάλι όμως, υπό φυσιολογικές συνθήκες, ο γέρος δεν θα τους άνοιγε, εδώ και καιρό απέφευγε τις ανθρώπινες συναναστροφές. Ακόμα κι ο πιο μισάνθρωπος ερημίτης όμως, πότε-πότε αισθάνεται την ανάγκη να ανταλλάξει δυο κουβέντες· είναι η φύση της ομιλίας τέτοια που του υπενθυμίζει ότι ανήκει στο γένος των ανθρώπων. Μισάνοιξε την εξώπορτα. Οι φωνές ακούστηκαν συγχρονισμένες σαν σε ντουέτο: Είμαστε από την Εκκλησία των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας. Η ώρα της Τελικής Κρίσης πλησιάζει. Ερχόμαστε να κηρύξουμε τον λόγο του Θεού. Ο γέρος κάγχασε σαρκαστικά αφήνοντας να φανούν τα κιτρινισμένα από την νικοτίνη δόντια του· τα δύο μπροστινά έλειπαν από την κάτω γνάθο: Τον λόγο του Θεού; Σε μένα; Εγώ ήμουν Θεός κάποτε! Ακόμα είμαι! Κάπου αλλού, σε κάποιο άλλο μέρος! Και οι πιστοί μου με καρτερούν πότε θα επιστρέψω! 

Short Empire. Για τον πιλότο του, ήταν απλώς η ονομασία του μοντέλου του υδροπλάνου, για τους ιθαγενείς όμως που έβλεπαν το σιδερένιο πουλί να προσθαλασσώνεται χωρίς να βυθιστεί στο νερό, ήταν το όνομα ενός θαύματος· οι λέξεις είναι το υπέρτατο φετίχ, βαφτίζοντας τα αντικείμενα, τους αποδίδεις ιδιότητες μαγικές που πρωτύτερα δεν είχαν. Τότε, την στιγμή της προσθαλάσσωσης, ο φόβος άλλαξε πλευρά. Εκείνος ανάσανε από ανακούφιση, είχε ξεφύγει τον κίνδυνο, εδώ θα μπορούσε να κρυφτεί μέχρι να περάσει η μπόρα, σε λίγο καιρό οι Αρχές θα τον είχανε ξεχάσει. Εκείνοι, έντρομοι, γονάτισαν και προσκύνησαν τον απεσταλμένο του ουρανού. Έβγαλε τα γυαλιά του και τους κοίταξε με απορία, εξίσου σαστισμένο το ίνδαλμα με τους προσκυνητές του, κατόπιν όμως το βλέμμα του στράφηκε προς το φτερό του υδροπλάνου και μονομιάς, με μία επιφοίτηση ξαφνική σαν τον σπινθήρα της μηχανής του τετρακινητήριου, συνέλαβε την ιδέα. A Short Empire. Εκεί θα έκτιζε την αυτοκρατορία του, μία μικρή και σύντομη αυτοκρατορία όπου όμως εκείνος θα ήταν ο μοναδικός Κυρίαρχος, Αυτοκράτωρ και Θεός… Μία θεοκρατία με θεμέλια το δέος και τον τρόμο, εκ του Πατρός εκπορευόμενα στους Αιώνας των Αιώνων.

Empire town, Nevada. Πόλη τρόπος του λέγειν, ένας οικισμός 499 κατοίκων στη μέση του πουθενά, μία κουκίδα στον χάρτη που με δυσκολία διακρίνεται. Εκεί επέλεξε ο αυτοεξόριστος θεός να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Μακριά από όλους. Μακριά από την πρώην γυναίκα του που τον κυνηγούσε επί χρόνια για την διατροφή. Μακριά από τον γιο του τον μονογενή που τον μισούσε και τον είχε απαρνηθεί. Μακριά από τους μπράβους του Συνδικάτου που πιθανόν να τον έψαχναν ακόμα για να κλείσουν εκείνους τους παλιούς λογαριασμούς. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων, κρυμμένος από τα μάτια των ανθρώπων και το βλέμμα του Θεού. Μόνος όπως μονάχα ένας θεός μπορεί να ζει…

Έφερε το δεξί Του χέρι στο μέρος της καρδιάς. I am John from Australia, τους είπε προσπαθώντας να κάνει τη φωνή Του να ηχήσει επίσημη και υποβλητική, αμέσως όμως το μετάνιωσε, δεν χρειαζόταν η τόση οικειότητα· Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω. Αλλά ήταν πια αργά, εκείνοι είχαν πέσει ήδη στο έδαφος και κουνώντας το κεφάλι τους επαναλάμβαναν ρυθμικά σαν σε λιτανεία John Frum! John Frum! Τελικά δεν ήταν μάταιο, ο Θεός είναι ο κανένας με τα πολλά ονόματα και ο πιστός του γίνεται ο νονός που τον βαφτίζει.

Έπιασε το στήθος του με το δεξί του χέρι, ένας οξύς πόνος στην καρδιά τον έκανε να διπλώσει στα δύο. Τα χάπια μου… Τα χάπια μου… ψέλλισε με φωνή που μόλις ακουγόταν. Οι ιεροκήρυκες έσπευσαν να τον βοηθήσουν· το χρέος προς τον συνάνθρωπο είναι υποχρέωση ιερή προς τον Θεό τον ίδιο, μέσα στον πανικό τους όμως περισσότερο ανακατωσούρα έφερναν παρά βοήθεια ουσιαστική. Τους έδειξε με το δάκτυλο το συρτάρι στο κομοδίνο. Όχι το κόκκινο κουτί, το άλλο, το άσπρο, το κόκκινο σημαίνει θάνατος, το άσπρο σωτηρία. Θεέ μου λυπήσου με, προσευχήθηκε βουβά, ο τρόμος του θανάτου τον είχε παραλύσει, μα μήπως από τον τρόμο αυτόν δεν γεννήθηκε η θρησκεία;

Για να Τον τιμήσουν, σκάλισαν τη μορφή Του πάνω στο ξύλο και τοποθέτησαν το είδωλο στο κέντρο του χωριού θυσιάζοντας Του ένα μοσχάρι· τρία στοιχεία είναι απαραίτητα για να στεριώσει μία θρησκεία, Θεός, ναός, θυσία. Εκείνος δεν έμεινε και τόσο ικανοποιημένος· με δυσκολία θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει τα χαρακτηριστικά Του σε τούτο το χοντροκομμένο ειδώλιο. Ίσως μόνο από τα άτεχνα σκαλισμένα γυαλιά και το κράνος του αεροπόρου. Ή ίσως να είχε από τότε κιόλας την υποσυνείδητη υποψία της ύβρεως: Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης. ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς· εγώ γαρ ειμί Κύριος ο Θεός σου…

Αντιποίηση Αρχής…

Ο χοντρός κολεγιόπαις με τα σημάδια της ακμής στα μάγουλα, κοίταζε με δυσπιστία το κάδρο με την φωτογραφία στο κέντρο του μπουφέ. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πώς εκείνος ο γεροδεμένος νεαρός με το κράνος και τα γυαλιά του αεροπόρου ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον φαφούτη και καμπουριασμένο γέροντα που έστεκε μπροστά τους. Ίσως μόνο το παχύ μουστάκι να υποδήλωνε μία κάποια ομοιότητα. Ίσως πάλι και να μην ήταν το ίδιο πρόσωπο αλλά ένας άλλος· από το ίδιο αρχικό υλικό ο χρόνος πλάθει διαφορετικούς ανθρώπους.

Άναψαν μια μεγάλη φωτιά δίπλα στο είδωλο και η φυλή μαζεύτηκε γύρω της. Θυσίασαν έναν αγριόχοιρο, ζώο τοτέμ, κι Εκείνος μοίρασε τα κομμάτια του ακριβοδίκαια σε άντρες και γυναίκες, νέους και γέρους. Μετά κάθισε στον θρόνο Του. Είχαν περάσει κιόλας τρία χρόνια από την ημέρα που πάτησε το πόδι Του στο νησί και απόψε ήταν η τελευταία νύχτα. Θα τους μιλούσε για στερνή φορά προτού να αναχωρήσει. Θα φύγω, είπε, αύριο με το πρώτο φως της αυγής το σιδερένιο πουλί θα με πάρει στα φτερά του και θα πετάξω μαζί του στον ουρανό, την κατοικία των θεών. Θα γυρίσω όμως, μην κλαίτε, σας το υπόσχομαι. Θα επιστρέψω και τότε θα αρχίσει μία χρυσή εποχή για το νησί. Η θάλασσα θα γεμίσει ψάρια, τα γεννήματα θα φυτρώνουν σε κάθε γωνιά της γης, τα κοπάδια θα αυγαταίνουν, δεν θα υπάρχει πια φτώχεια, μήτε πόνος, αρρώστια, θάνατος. Αρκεί να τηρείτε τα λόγια Μου και όσα σας δίδαξα. Τάδε έφη για να τους παρηγορήσει, όμως γύρω Του οι γυναίκες Του έκλαιγαν γοερά και Του φιλούσαν τα πόδια ενώ οι γέροντες έψελναν εκστατικοί το όνομά Του. John Frum! John Frum! Για μια στιγμή συγκινήθηκε κι εκείνος με την αφέλειά τους. Μπορεί να ήταν εύπιστοι κι απονήρευτοι σαν μικρά παιδιά αλλά δεν τους έλειπαν ούτε η πίστη ούτε η αφοσίωση και η σκέψη ετούτη τον έκανε να νιώσει άσχημα, σαν κοινός απατεώνας. Συνειδητοποίησε αίφνης ότι ενώ εκείνοι τον πίστευαν για Αυθεντικό, αυτός απλώς μιμούνταν· αν ο τρόμος του θανάτου είναι η γενεσιουργός αιτία της θρησκείας, ο συγκρητισμός είναι ο μηχανισμός της.

Έριξε κι άλλο κούτσουρο στη φωτιά, η φλόγα δυνάμωσε. Σέρβιρε τον καφέ σε τρία φλιτζάνια, τον μοίρασε στα ίσια, στο δικό του όμως πρόσθεσε μερικές σταγόνες μπράντυ, οι νεαροί δεν έπιναν αλκοόλ. Ένιωθε πολύ καλύτερα τώρα, τα χάπια είχαν κάνει το θαύμα τους, μπορεί να βοήθησε κι η ζεστασιά κι η ανθρώπινη παρέα. Ξαφνικά τον έπιασε μία επιθυμία να εξομολογηθεί, να πει την ιστορία του, άλλωστε πόσοι άνθρωποι στον κόσμο θα μπορούσαν να διηγηθούν κάτι παρόμοιο; Υπήρξε άλλος  θνητός στην εποχή μας που να αξιώθηκε την θέωση όντας ακόμα ζωντανός; Οι δύο νεαροί έμοιαζαν με ιδανικό ακροατήριο· ευκολότερα ανοίγει κανείς την καρδιά του σε αγνώστους που δεν πρόκειται να ξαναδεί στη ζωή του. Ειδικά ο λιγνός σπασίκλας με τα χοντρά μυωπικά γυαλιά, που όλο και τον ρώταγε γεμάτος περιέργεια να μάθει.

  • Γιατί φύγατε όμως; Τι σας έλειπε; Αφού τα είχατε όλα.
  • Έπρεπε. Επειδή εκείνοι με νόμιζαν Θεό, όμως εγώ ήξερα πως δεν είμαι. Και μια μέρα θα το καταλάβαιναν όσο χαζοί κι αν ήταν. Θα το καταλάβαιναν όταν θα μ’ έβλεπαν να γερνάω και ν’ αρρωσταίνω. Και τότε όλη η λατρεία τους θα γίνονταν μίσος και οργή και θα στρεφόταν εναντίον μου. Θα μ’ έκαναν κομμάτια, έτσι δεν συμβαίνει πάντοτε με τους θεούς που εκπίπτουν; Όχι, δεν γινόταν αλλιώς, δεν είχα άλλη επιλογή, έπρεπε να του δίνω!
  • Τους ξεγελάσατε όμως. Τους εξαπατήσατε, τους δώσατε μία υπόσχεση που δεν σκοπεύατε να την τηρήσετε. Αμαρτήσατε ενώπιον Θεού και ανθρώπων.

Η φωνή του χοντρομπαλά ακούστηκε διπλά επικριτική, ο ιεροεξεταστής σιγοντάριζε τον ιεροκήρυκα, ετούτοι οι δύο συνέθεταν το τέλειο ντουέτο.

  • Και λοιπόν; Αυτό δεν κάνουν οι θεοί; Δεν παραμυθιάζουν τους ανθρώπους με ψεύτικες υποσχέσεις; Νομίζεις πως ο δικός σου ο θεός είναι καλύτερος; Ή μήπως ότι εσείς οι δύο είστε πιο έξυπνοι από τους ιθαγενείς μου; Δεν είστε. Μπορεί να έχετε σπουδάσει στο Κολλέγιο αλλά κι εσείς έναν Θεό προσμένετε να έρθει να σας σώσει. Όλοι αυτό καρτερούμε. Δεν έρχεται όμως, δεν έρχεται κανείς, παρά μόνον ο θάνατος. Ίσως ο θάνατος να είναι ο μοναδικός Θεός. Αυτός μας περιμένει όλους… Και τους θεούς ακόμη…

Νυχτώνει. Οι απρόσκλητοι επισκέπτες έχουν αποχωρήσει, ο γέρος απομένει μόνος, στην αριστοτελική μοναξιά όπου ενεδρεύουν οι θεοί και τα άγρια θηρία. Ζαρώνει στον καναπέ, μπροστά στην τηλεόραση, τυλίγεται στην κουβέρτα. Στην μικρή οθόνη προβάλλονται πλάνα από το τσουνάμι που έπληξε τα νησιά του Νότιου Ειρηνικού. Πλημμυρισμένες εκτάσεις, κατεστραμμένες καλύβες, κουφάρια ζώων και σοροί πνιγμένων να επιπλέουν στη λάσπη, γυναίκες να θρηνούν πάνω από τα ερείπια. Συγκινείται, τον πιάνει ο κοινότοπος συναισθηματισμός της τρίτης ηλικίας. Εγώ αν ήμουν, μουρμουρίζει, δεν θα τους φερόμουν με τόση σκληρότητα. Καημένοι άνθρωποι…

Έπειτα τον παίρνει ο ύπνος, βυθίζεται σε λήθαργο μ’ ένα ροχαλητό παρόμοιο με ρόγχο.