Στο αριστούργημά του «Ιστορία έρωτα και σκότους», ο μεγάλος Ισραηλινός συγγραφέας Άμος Οζ, υποστηρίζει την άποψη ότι κουτσομπολιό και υψηλή λογοτεχνία είναι πρώτες εξαδέλφες. Μπορεί βέβαια να είναι μαλωμένες και να μην μιλιούνται μεταξύ τους, μπορεί η μία να περιφρονεί και να αγνοεί την άλλη, μπορεί να βαδίζουν σε αντικριστά πεζοδρόμια και όταν συναντιούνται να κάνουν πως δεν γνωρίζονται, όμως το αίμα νερό δεν γίνεται, ούτε κρύβεται η συγγένεια.

Είναι λοιπόν ο συγγραφέας ένας κουτσομπόλης; Κάποιος που παρακολουθεί αδιάκριτα τις ζωές των άλλων; Που παραμονεύει στο μισοσκόταδο; Που κρυφακούει πίσω απ’ τους τοίχους; Που βάζει το μάτι στην κλειδαρότρυπα; Που ανοίγει μια τρυπούλα στον σοβά του λουτρού και κάνει μπανιστήρι; Ναι, όλα ετούτα είναι ο συγγραφέας, απαντά ο Οζ, κι ακόμα παραπάνω. Γιατί, όσα μαθαίνει στη βάρδια του δεν τα κρατά για τον εαυτό του, αμέσως θα σπεύσει να τα κοινοποιήσει και σε άλλους, και μάλιστα όχι αυτούσια, όπως τα είδαν τα μάτια του και τα άκουσαν τ’ αυτιά του, καθόλου, εκείνος θα τα τροποποιήσει, θα τα μεγαλοποιήσει, θα τα συνδυάσει ετσιθελικά καταλήγοντας σε δικά του αυθαίρετα συμπεράσματα, περίπου όπως η φαρμακόγλωσσα του χωριού που κάνει την τρίχα τριχιά. Κι έπειτα, αφού ολοκληρώσει το μοντάζ του, θα το δημοσιεύσει καθιστώντας και τον αναγνώστη συνένοχο σε αυτήν την συμπαιγνία του αυτιού και του στόματος.

***

Η Σονάτα Waldstein είναι μία συνειδητή προσπάθεια συμφιλίωσης ανάμεσα στα μαλωμένα ξαδέλφια. Αντλεί την πρώτη ύλη της από γεγονότα που θα μπορούσαν να βρίσκονται στα πρωτοσέλιδα των σκανδαλοθηρικών περιοδικών και εφημερίδων. Και πράγματι, από σατανική σύμπτωση, πριν από λίγες μέρες βρέθηκαν εκεί, κρεμασμένα στα μανταλάκια των περιπτέρων προς τέρψη ενός κοινού εξίσου αδιάκριτου και αδηφάγου.

Ωστόσο αφού εντοπίσαμε τις ομοιότητες, έχουμε νομίζω την υποχρέωση να επισημάνουμε και τις διαφορές: Το κουτσομπολιό σε κάθε του μορφή αρέσκεται στις υπεραπλουστεύσεις, στον μανιχαϊσμό, στο καλό και στο κακό, στο άσπρο και το μαύρο. Παρουσιάζει έτσι μια σχηματική εικόνα της πραγματικότητας, βολική και κολακευτική μαζί για τον αναγνώστη του οποίου χαϊδεύει ταυτόχρονα τα πιο ταπεινά ένστικτα αλλά και τις μικροαστικές ηθικές του αξίες.

Η λογοτεχνία πάλι, αν θέλει να λέγεται σοβαρή, οφείλει ν’ ακολουθήσει άλλο δρόμο: Να μιλήσει θαρρετά για την ανεξερεύνητη γκρίζα ζώνη όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, όπου τα ανθρώπινα όντα πορεύονται ωσάν τους υπνοβάτες, έρμαια των παθών και των συμφερόντων τους, ικανά για πράξεις ηρωικές ή αποτρόπαιες, για αισθήματα γνήσια και αυθεντικά ή κίβδηλα και προσποιητά. Αντί να κρίνει -και να επικρίνει- όπως η ηθικολόγα κουτσομπόλα ξαδέρφη, η λογοτεχνία προτιμά να αμφιβάλλει, να θέτει ερωτήματα στα οποία ούτε η ίδια δεν ξέρει να απαντήσει και να παραδέχεται δημόσια αυτήν την άγνοιά της.

Το κουτσομπολιό μιλάει για αδίστακτα τέρατα και για γυναίκες αράχνες – η λογοτεχνία μιλάει για πλάσματα αντιφατικά και ευάλωτα. Το κουτσομπολιό χωρίζει τους ανθρώπους σε δαιμονικούς θύτες και αθώα ανυποψίαστα θύματα – η λογοτεχνία διακρίνει ανθρώπους που ερωτεύονται και πληγώνουν ο ένας τον άλλον. Το κουτσομπολιό διατυπώνει κατηγορίες – η λογοτεχνία ψάχνει για ελαφρυντικά. Το κουτσομπολιό προβάλλει βεβαιότητες – η λογοτεχνία διατυπώνει αμφιβολίες. Το κουτσομπολιό είναι ο εισαγγελέας – η λογοτεχνία ο συνήγορος υπεράσπισης. Το κουτσομπολιό δείχνει με το δάχτυλο – η λογοτεχνία σηκώνει με απορία τους ώμους…

Είτε σας αρέσει η σοβαρή λογοτεχνία, (χλωμό), είτε σας αρέσει η κλασική μουσική, (ακόμη χλωμότερο), είτε σας αρέσει το κουτσομπολιό, (εδώ είμαστε! ελάτε τώρα! και σε ποιον δεν αρέσει;), η Σονάτα Waldstein έχει κάτι για τον καθένα.