Ι. Πραγματεία

Περί της τέχνης του δημίου και της συμβολής του στην διαμόρφωση του δικονομικού μας συστήματος

 

Στη χώρα μας το λειτούργημα του δήμιου λογίζεται σεβαστό. Περιβάλλεται μάλιστα με μεγαλύτερο σεβασμό κι απ’ του δικαστή ακόμα· εκείνος που πράττει τον δικαιούται περισσότερο από αυτόν που κρίνει μιας και η εσχάτη των ποινών θα έμενε γράμμα κενό δίχως την εφαρμογή της. Ο δήμιος δεν είναι απλώς ένας δημόσιος λειτουργός στην υπηρεσία του Νόμου, αλλά κάτι πολύ παραπάνω, το εκτελεστικό χέρι του ίδιου του Θεού που επιτελεί το θέλημά Του επιβάλλοντας την θεία δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και κατά την άσκηση των καθηκόντων του, έχει το πρόσωπο καλυμμένο από μάσκα· την ώρα εκείνη υπερβαίνει την ανθρώπινη υπόσταση και αποκτά μία διάσταση αφηρημένη και σχεδόν συμβολική. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στο Κράτος μας η δικαιοσύνη απεικονίζεται με την μορφή του, σε αντίθεση με άλλα βασίλεια όπου αναπαρίσταται ως μια θεότητα με δεμένα μάτια που κρατάει στο ένα χέρι τον ζυγό και στο άλλο την ρομφαία.

Εξυπακούεται ότι μία τόσο υψηλή αποστολή δεν θα μπορούσε ν’ ανατεθεί στον πρώτο τυχόντα. Ένας άγραφος εθιμικός κανόνας που όμως τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια εδώ και αιώνες, θέλει το αξίωμα να μεταβιβάζεται από τον πατέρα στον πρωτότοκο γιο. Ακολουθώντας την γεωγραφική κατανομή του κράτους σε δώδεκα διοικητικά διαμερίσματα, δημιουργήθηκαν έτσι ισάριθμες οικογενειακές δυναστείες που συντήρησαν την ιερή παράδοση στο πέρασμα του χρόνου. Σαν μία σκυτάλη που αλλάζει χέρια από γενιά σε γενιά, μαζί με τον τίτλο και την σπάθα ο διάδοχος κληρονομεί επίσης και το πατρώνυμο. Η πρακτική συνέπεια αυτής της συνήθειας είναι ότι όλοι οι δήμιοι ενός οίκου φέρουν το ίδιο όνομα και ξεχωρίζουν μόνο από τον συνοδευτικό αύξοντα αριθμό, διευθέτηση που υπογραμμίζει τον απρόσωπο χαρακτήρα του λειτουργήματος. Ακριβώς όπως οι βασιλείς και οι αρχιερείς…

Ανάμεσα στις αριστοκρατικές οικογένειες ευγενών εκτελεστών, ξεχωρίζει εκείνη του βασιλικού δημίου. Πρώτος μεταξύ ίσων, ο βασιλικός δήμιος απολαμβάνει την εύνοια του ηγεμόνα και είναι επιφορτισμένος με την τιμωρία τον πιο ειδεχθών εγκλημάτων. Η πρωτοκαθεδρία του στην ιεραρχία, του επιδαψιλεύει τις υψηλότερες τιμές, δεν τον προστατεύει όμως από την ζηλοτυπία όσων εποφθαλμιούν την θέση του. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ανταγωνισμού και μηχανορραφιών, με την πάροδο του χρόνου η διατήρηση του οικογενειακού προνομίου γίνεται έμμονη ιδέα και αυτοσκοπός ικανός να δικαιολογήσει μια ολόκληρη ύπαρξη. Το κύριο μέλημα του εκάστοτε βασιλικού δήμιου είναι να αποκτήσει αρσενικό διάδοχο και κληρονόμο. Ακριβώς όπως και του μονάρχη…

Όμως η ευγενική καταγωγή δεν αρκεί. Το αξίωμα απαιτεί αντίστοιχα προσόντα, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Το σώμα του δήμιου οφείλει να διατηρείται σε άριστη κατάσταση ώστε να λειτουργεί σαν μία καλολαδωμένη μηχανή, με τις κινήσεις του να υπακούν σε μια αόρατη χορογραφία, συνδυάζοντας ταχύτητα, ακρίβεια και αποτελεσματικότητα με την προσδοκώμενη χάρη και αρμονία, αφού, ας μην το ξεχνάμε κι ετούτο, οι εκτελέσεις πραγματοποιούνται δημοσίως και αποτελούν ένα θέαμα με σημαντικό παιδαγωγικό και σωφρονιστικό χαρακτήρα. Τίποτα δεν επιτρέπεται να διαταράξει την γεωμετρικής τάξεως ομορφιά της τελετής ενώπιον του κοινού· διαφορετικά ο θάνατος θα έχανε την μεγαλοπρέπειά του και το μήνυμα θα χανόταν μέσα στην γενική ακαλαισθησία.

Για να φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο τελειότητας, ο δήμιος εξασκείται από πολύ νεαρή ηλικία, προπονούμενος καθημερινά όπως ο αθλητής που στοχεύει στα ρεκόρ και τον πρωταθλητισμό. Καθώς το ποινικό μας σύστημα προβλέπει πολλούς διαφορετικούς τρόπους θανάτωσης, ανάλογα με το είδος και την βαρύτητα του κακουργήματος και το ποιόν του εγκληματία, ο εκτελεστής, υπό την πατρική καθοδήγηση και την επίβλεψη των πιο επιφανών προπονητών, μαθαίνει πώς να χρησιμοποιεί το σπαθί, το τσεκούρι, το σχοινί, το ακόντιο, την λόγχη, το τόξο, την ιπποδύναμη, την πυρά, το πυροβόλο τυφέκιο. Η σκληρή εκγύμναση στην χρήση των όπλων και την κινησιολογία, συνοδεύεται από αυστηρά καθορισμένη διατροφή από την οποία αποκλείεται συστηματικά κάθε βλαβερή ουσία, το αλκοόλ, η νικοτίνη, τα λιπαρά, και γενικώς οτιδήποτε θα μπορούσε να οδηγήσει σε εθισμό ή καταχρήσεις.

Ετούτη η σωματική προετοιμασία όμως, θα ήταν τελείως ανεπαρκής εάν δεν συνοδευόταν από μία παράλληλη ψυχική θωράκιση ικανή να προστατεύσει από τους κινδύνους συναισθηματικών παρεκτροπών. Περισσότερο κι από αθλητής, ο δήμιος είναι ένας ασκητής αφοσιωμένος στην εκγύμναση, την μελέτη και τον διαλογισμό, διάγει βίο ασκητικό και ενάρετο που σκοπό έχει να τον καταστήσει απρόσβλητο από πάθη τα οποία γενικώς αποτελούν κακούς συμβούλους και η εκδήλωσή τους ειδικότερα κατά την άσκηση των καθηκόντων του ενδέχεται να προκαλέσει ανεπιθύμητες αντιδράσεις, κάτι που δυστυχώς συνέβαινε αρκετά συχνά στα χρόνια της βαρβαρότητας, την εποχή του Μέσου Βασιλείου, όταν οι εκτελέσεις έπαιρναν μία αιμοδιψή και φρικαλέα όψη, ασυμβίβαστη με την αποστολή τους. Αντίθετα, στους σύγχρονους, πολιτισμένους καιρούς μας, η διεκπεραίωση γίνεται με απόλυτο επαγγελματισμό, χωρίς υπερβολική ή αχρείαστη βία, και σε αυτήν την εξέλιξη έγκειται η ιστορικής σπουδαιότητας καινοτομία που εισήγαγε στον θεσμό ο ξακουστός δήμιος Γκαμπρόζ ο VIII (3028 – 3075), ο μέγας αναμορφωτής του ποινικού μας συστήματος. Ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε με απόλυτη διαύγεια ότι μία δημόσια εκτέλεση συνιστά ένα είδος θεάματος με δύο συμπρωταγωνιστές, τον δήμιο και τον καταδικασμένο, και πως για να ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία το τελετουργικό, απαιτείται η συνεργασία τους.

Γι’ αυτόν τον λόγο, έκτοτε η νομοθεσία αλλά και η θρησκεία μας ευνοούν και επιβάλλουν τον συγχρωτισμό του θύτη και του θύματος για ικανό χρονικό διάστημα πριν από την τέλεση της κεφαλικής ποινής. Δήμιος και μελλοθάνατος ζουν μαζί, στο ίδιο ενδιαίτημα, για μήνες ολόκληρους μοιράζονται τα πάντα, από το φαγητό και το ποτό μέχρι τις γυναίκες και το κρεβάτι του ύπνου, γίνονται αχώριστοι, το φως και η σκιά του. Η ώσμωση οδηγεί σε μία σταδιακή προσέγγιση, η οικειότητα στην ταύτιση, στο πρόσωπο του δήμιου ο καταδικασμένος εγκληματίας καταλήγει να βλέπει τον εξομολόγο του, την αδελφή ψυχή, τον μόνο άνθρωπο στον κόσμο που είναι σε θέση να τον νιώσει και στον οποίο μπορεί να εξομολογηθεί άφοβα τα κρίματα που τον βαραίνουν. Η εκατέρωθεν κατανόηση των κινήτρων του εγκλήματος αλλά και της αναγκαιότητας της τιμωρίας είναι αμοιβαία λυτρωτική, εξιλεώνει τον εγκληματία από την ενοχή για τα κακουργήματά του αλλά και τον δήμιο από τις όποιες τύψεις για την ζωή που πρόκειται να αφαιρέσει. Όταν φτάνει τέλος η στιγμή να ανεβούν μαζί στο ικρίωμα, ο συγχρονισμός τους είναι πια τόσο τέλειος που στα μάτια των θεατών παρουσιάζονται σαν χορευτικό ζευγάρι που εκτελεί την χορογραφία του θανάτου. Τα χειροκροτήματα και οι ζωηρές επευφημίες του κοινού απευθύνονται εξίσου και στους δύο, έστω κι αν ο ένας εξ αυτών δεν μπορεί πια να τ’ ακούσει, περισσότερο από τα άτομα όμως επιβραβεύουν ένα σύστημα που αποδεικνύει έτσι έμπρακτα σε βάθος χρόνου την λειτουργικότητα και την αντοχή του.

 

ΙΙ. Βιογραφία

Βίος και Πολιτεία του βασιλικού δήμιου Γκαμπρόζ ΧΧΙ

 

Απ’ όλους τους δήμιους που κόσμησαν με την θητεία τους τον θεσμό, ο πιο διάσημος και δημοφιλής υπήρξε δίχως άλλο ο Γκαμπρόζ XXI. Όχι άδικα, αν και η φήμη του που έφτασε ως τα πέρατα της οικουμένης, δεν βασίζεται μόνο στα προσωπικά του επιτεύγματα, τον αριθμό-ρεκόρ των 1.427 εκτελέσεων που πραγματοποίησε με απόλυτη επιτυχία στα 30 συναπτά έτη της σταδιοδρομίας του, ούτε στην εξαίσια τεχνική κατάρτιση ή το άμεμπτο ήθος που επέδειξε υπηρετώντας το κράτος, μήτε όμως και στην ειδεχθή φύση των εγκλημάτων που τιμώρησε με το ίδιο του το χέρι. Όλ’ αυτά έπαιξαν βεβαίως τον ρόλο τους στην δημιουργία του θρύλου του, περισσότερο όμως στην συνείδηση της κοινής γνώμης που τον λάτρευε και τον αποθέωνε σε κάθε ευκαιρία, βάραινε εκείνη η παρέκκλιση από τα καθιερωμένα που σημάδεψε το ριζικό του.

Γιατί ο Γκαμπρόζ ο ΧΧΙ δεν προοριζόταν εξαρχής για δήμιος, δεν ήταν καν ο πρωτότοκος γιος του Γκαμπρόζ ΧΧ, από την ίδια μήτρα ένα άλλο αγόρι είχε δει το φως της μέρας δύο χρόνια νωρίτερα απ’ τον ίδιο. Ο μεγαλύτερος αδελφός του θα ήταν εκείνος που, σύμφωνα με το έθιμο, θα κληρονομούσε το πατρικό αξίωμα εάν δεν είχε εξελιχθεί στο μαύρο πρόβατο της οικογένειας που θα έφερνε ντροπή και καταισχύνη στο τιμημένο όνομά της. Από πολύ μικρό το αγόρι έδειξε δείγματα της μαλθακότητάς του: αντί για τα παιχνίδια με τα όπλα που θα το προετοίμαζαν για τον μελλοντικό του ρόλο, εκείνο προτιμούσε να παίζει με κύβους και τραπουλόχαρτα, αντί για τις αθλοπαιδιές και τα ομαδικά παιχνίδια που συνάρπαζαν όλους τους συνομήλικούς του, το έθελγε περισσότερο η μοναχική ενασχόληση με τη ζωγραφική. Η θέα του αίματος το τάραζε και το τρομοκρατούσε· στην όψη και μόνο μίας ένεσης ή ενός ιατρικού εργαλείου γινόταν κάτωχρο και άρχιζε να τρέμει απ’ τον φόβο. Ανήσυχος ο πατέρας παρακολουθούσε τις παιδιάστικες αποκλίσεις του γιου του με την ελπίδα ότι η εκπαίδευση στην οποία σκόπευε να τον υποβάλει σύντομα θα σκληραγωγούσε την θηλυπρεπή του φύση, όταν όμως ο επτάχρονος πια διάδοχος κλήθηκε να αντεπεξέλθει στην πρώτη δοκιμασία που προέβλεπε η αγωγή ενός εκκολαπτόμενου δήμιου, τον αποκεφαλισμό μιας κότας, όχι μόνο απέτυχε παταγωδώς να δώσει με τη μία το αποφασιστικό χτύπημα με το τσεκούρι, αλλά επιπλέον, βλέποντας το άτυχο πουλερικό να τρέχει πέρα-δώθε με το κεφάλι του να μισοκρέμεται από τον λαιμό, άσπρισε σαν το πανί και σωριάστηκε λιπόθυμος στο έδαφος. Αλλά ενώ ο δυστυχής γονέας προσπαθούσε να συνεφέρει το τέκνο του ρίχνοντάς του παγωμένο νερό στο πρόσωπο, προς γενική κατάπληξη όλων των παρισταμένων, ο δευτερότοκος, που μόλις είχε κλείσει τα πέντε, άρπαξε τον πεσμένο πέλεκυ και μ’ ένα χειρουργικής ακρίβειας πλήγμα απάλλαξε το ζωντανό από το βάσανό του, φανερώνοντας έτσι μια πρώιμη ένδειξη της κλίσης του.

Μάταια επιχείρησε ο γεννήτορας να αγνοήσει τα σημάδια. Ακολούθησε μία σειρά οικτρών απογοητεύσεων που θα έπειθαν και τον πιο δύσπιστο για ό,τι στα μάτια ενός αντικειμενικού και αμερόληπτου παρατηρητή θα ήταν προφανές από την αρχή: ο πρωτότοκος ήταν παντελώς ακατάλληλος για το αξίωμα του δημίου ενώ ο μικρότερος αδελφός ήταν πλασμένος για ν’ αναλάβει την αποστολή. Πώς όμως να αγνοηθεί η παράδοση; Στην απελπισία του ο γέροντας πατέρας προσέπεσε ικέτης στα πόδια του Βασιλέα Μελιγκάπ XXVI, αιτούμενος μία κατ’ εξαίρεσιν παράκαμψη στα πρωτοτόκια που θα επέτρεπε την συνέχιση και διαιώνιση του οικογενειακού προνομίου. Ο Μονάρχης αμφιταλαντεύτηκε επί μακρόν: ήταν άνθρωπος συντηρητικός που σεβόταν την εθιμοτυπία και απεχθανόταν τους νεωτερισμούς, από την άλλη όμως πώς να αρνηθεί ετούτη τη χάρη στον πιο αφοσιωμένο του υπήκοο, ο οποίος μάλιστα είχε κρεμάσει με τα ίδια του τα χέρια τον μεγαλύτερο και πιο ύπουλο εχθρό του, τον ετεροθαλή αδελφό του που κοιμόταν με τη βασίλισσα και συνωμοτούσε για να τον εκθρονίσει; Τελικά, μετά από μια πολύμηνη περίοδο διαβουλεύσεων κι αφού προηγουμένως οι αυλικοί σύμβουλοι είχαν διχαστεί κι αυτοί σε δύο παρατάξεις, τους συντηρητικούς και τους μεταρρυθμιστές, η Αυτού Μεγαλειότης έδωσε την άδεια στον Γκαμπρόζ ΧΧ να εκπαιδεύσει ως δήμιο τον μικρότερο γιο του.

Θα έλεγε κανείς πως ήταν πράγματι η δέουσα απόφαση, υπαγορευμένη από σύνεση και σοφία, όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς σύμφωνα με τα προσδοκώμενα. Ενώ ως μαθητευόμενος ο Γκαμπρόζ ΧΧΙ κατέπλησσε τους δασκάλους του με την εντυπωσιακή του πρόοδο, για τον μεγαλύτερο αδελφό, που είχε πάρει πια το λιγότερο τιμητικό όνομα Σκολάρ το οποίο προορίζεται για τους λόγιους, η υποκατάστασή του από τον νεότερο, αντί να γίνει δεκτή με ανακούφιση μιας και τον απήλλασσε από ένα βάρος που δεν θα μπορούσε να σηκώσει, αντιθέτως βιώθηκε ως μία ακόμη προσωπική αποτυχία, ένας ταπεινωτικός υποβιβασμός που δεν θα ξεπερνούσε ποτέ. Η επίγνωση της ανεπάρκειάς του, η συναίσθηση ότι είχε διαψεύσει τις πατρικές προσδοκίες, θα τον κυνηγούσαν σε όλη του τη ζωή και θα τον απομάκρυναν από την οικογένεια. Μη έχοντας μάτια να αντικρίσει όλους εκείνους που απογοήτευσε, θα στρεφόταν στις πιο ακατάλληλες συναναστροφές, θα εκτίθετο στις πιο φθοροποιές επιρροές, θα έμπλεκε με παρέες αμφιβόλου ηθικής και ύποπτες δραστηριότητες, για να καταλήξει μοιραία, σκαλί το σκαλί, στο κοινωνικό περιθώριο.

Και πάλι όμως, ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτός ο νευρασθενικός άνδρας που λιποθυμούσε στη θέα του αίματος και δεν άντεχε να σκοτώσει με τα χέρια του ούτε μύγα, θα έφτανε ποτέ στο σημείο να διαπράξει ένα τόσο αποτρόπαιο έγκλημα; Κι όμως! Όσο κι αν έπεσαν από τα σύννεφα εκείνοι που τον γνώριζαν στην αναγγελία της είδησης, δεν έμενε καμιά αμφιβολία, ο Σκολάρ στραγγάλισε την ερωμένη του όταν εκείνη απείλησε να τον εγκαταλείψει και εν συνεχεία τεμάχισε το πτώμα της για να εξαλείψει τα ίχνη του φόνου. Οι εις βάρος του ενδείξεις ήταν συντριπτικές και η θέση του εξαρχής δύσκολη, έγινε όμως απελπιστική όταν ο ανατόμος ανακάλυψε ότι το θύμα βρισκόταν σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης: η νομοθεσία μας ούτως ή άλλως τιμωρούσε αυστηρότατα τη γυναικοκτονία, από τότε όμως που στη χώρα μας παρουσιάστηκε το πρόβλημα της υπογεννητικότητας, η εγκυοκτονία, ως συνδυασμός γυναικοκτονίας και παιδοκτονίας, θεωρείται το ειδεχθέστερο των κακουργημάτων και επισύρει την εσχάτη των ποινών. Του κάκου ο δυστυχής πατέρας επιστράτευσε όλες τις υψηλές γνωριμίες του για να τον σώσει από τον θάνατο· καμιά μεσολάβηση δεν ωφέλησε αφού ο ίδιος με την στάση του δεν βοήθησε καθόλου τον εαυτό του. Όχι μόνο ομολόγησε την ενοχή του στο δικαστήριο, αλλά με την αδιαφορία και τον κυνισμό που επέδειξε κατά την ακροαματική διαδικασία, κατάφερε να στρέψει εναντίον του ακόμα και όσους δικαστές θα ήταν πρόθυμοι να αναγνωρίσουν ελαφρυντικά σε ένα έγκλημα πάθους. Στην απολογία του μάλιστα ζήτησε από μόνος του να του επιβληθεί η θανατική καταδίκη, όταν όμως ο αρχιδικαστής ανακοίνωσε την ετυμηγορία, τότε σηκώθηκε από το έδρανο για να δευτερολογήσει. Είχε μία τελευταία επιθυμία, είπε, δεν είχαν λόγο να του την αρνηθούν: με μία ταπεινότητα την οποία δεν είχε δείξει προηγουμένως, ο Σκολάρ παρακάλεσε την ποινή να την εκτελέσει ο αδελφός του…

Κανείς στο βασίλειο δεν πρόκειται να ξεχάσει αυτήν την εκτέλεση. Ήταν το απόγειο της λειτουργίας του νομικού μας συστήματος, η κορωνίδα των επιτευγμάτων του και τα δύο αδέλφια αποδείχθηκαν αντάξια της αποστολής τους. Ο συγχρονισμός τους πάνω στο ικρίωμα τόσο τέλειος σαν παράσταση μπαλέτου, η ακρίβεια των κινήσεων θύμιζε καλοκουρδισμένο ρολόι. Στην επιτυχία συντέλεσε το δίχως άλλο η περίοδος της προετοιμασίας που διήρκεσε περισσότερο από το συνηθισμένο και σ’ αυτό το διάστημα της υποχρεωτικής συμβίωσης, τα δύο αδέλφια που οι ζωές τους είχαν ακολουθήσει τόσο αποκλίνουσες πορείες, ήρθαν και πάλι κοντά ο ένας με τον άλλον και τα πεπρωμένα τους έσμιξαν ξανά σε μια μεγαλειώδη πράξη που συνένωνε δικαιοσύνη και εξιλέωση. Όταν ο Γκαμπρόζ ΧΧΙ τοποθέτησε προσεκτικά την κεφαλή του Σκολάρ στον κύφωνα, του χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά, και σύμφωνα με τη μαρτυρία του βοηθού του που έφτασε ως εμάς, του ψιθύρισε ενθαρρυντικά στο αυτί, «Μη φοβάσαι, δεν θα πονέσει καθόλου, ούτε που θα το καταλάβεις», και, υπό τα θυελλώδη χειροκροτήματα του συγκεντρωμένου πλήθους που παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα, μ’ ένα μόνο ακαριαίο χτύπημα του σπαθιού τον αποκεφάλισε. Ακριβώς όπως είχε αποκεφαλίσει το πρώτο του κοτόπουλο 26 χρόνια πρωτύτερα…

 

 

ΙΙΙ. Μελλοντολογία

Περί της φυσικής φοράς (και φθοράς) των επίγειων υποθέσεων

 

Όταν ένα σύστημα φτάνει στο ζενίθ και αγγίζει την τελειότητα, μοιραία ακολουθεί μία περίοδος στασιμότητας την οποία γρήγορα διαδέχεται μια φάση παρακμής. Το ίδιο ισχύει και για τους θνητούς, η ζωή τούς φυλάει τα χειρότερα για το τέλος, τέτοιος είναι ο κανόνας της. Οι άνθρωποι, και ειδικά οι πιο ενάρετοι, προσδοκούν απ’ αυτήν μια κάποια ανταμοιβή για όσα προσέφεραν, κάτι που όμως σπανίως συμβαίνει, αντιθέτως στο λυκόφως του βίου τούς καρτερούν τα γηρατειά, οι αρρώστιες, η ανημποριά, προάγγελοι του θανάτου.

Στην περίπτωση του Γκαμπρόζ ΧΧΙ η σωματική φθορά συνέπεσε με την γενικότερη παρακμή του Βασιλείου, σαν καθρέφτης που αντανακλά την γερασμένη όψη του ειδώλου του. Όταν παρουσιάστηκε το πρώτο τρέμουλο στα χέρια, δεν είχε κλείσει καλά-καλά ούτε τα 55 του χρόνια, κι ωστόσο, με την πολυετή πείρα του, αντιλήφθηκε αμέσως ότι οι μέρες της δόξας είχαν παρέλθει και πως σύντομα δεν θα ήταν πια σε θέση να κραδαίνει την τιμωρό ρομφαία πάνω από τα κεφάλια των ενόχων. Ένα τελευταίο καθήκον τού απέμενε να επιτελέσει πριν αποσυρθεί στην ηρεμία και τη γαλήνη του αναχωρητηρίου των παλαίμαχων δημίων: να χρίσει και να εκπαιδεύσει τον διάδοχό του. Διάδοχος όμως δεν υπήρχε, παρόλο που ο Γκαμπρόζ ΧΧΙ είχε σπείρει στον κόσμο 7 παιδιά από 4 διαφορετικές γυναίκες, παράδειγμα προς μίμηση το δίχως άλλο σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς της προϊούσας στειρότητας, εντούτοις δεν ευτύχησε ν’ αποκτήσει τον γιο που θα διαιώνιζε το ένδοξο όνομά του. 7 κόρες! Για ποιες αμαρτίες τον τιμωρούσαν άραγε οι θεοί, αυτόν που με τόση αφοσίωση είχε υπηρετήσει το θέλημά τους; Μη έχοντας άλλη επιλογή, ο ηλικιωμένος δήμιος βάδισε σχεδόν τρεκλίζοντας ως το βασιλικό παλάτι ακολουθώντας τα βήματα του αείμνηστου πατέρα του. Τη στιγμή που γονάτιζε μπροστά στον Μελιγκάπ ΧΧVII για να του εκθέσει το αίτημά του, ακόμα κι η Αυτού Μεγαλειότης, ψηλά από τον θρόνο στον οποίο καθόταν, παρατήρησε το τρέμουλο στα άλλοτε αταλάντευτα χέρια του εκτελεστή να γίνεται ανεξέλεγκτο. Στο άκουσμα της παράκλησης, ο νεαρός Μονάρχης που μόλις είχε διαδεχθεί στο ύπατο αξίωμα τον προσφάτως θανόντα Μελιγκάπ XXVI, κούνησε σκεφτικός το κεφάλι και έσμιξε τα φρύδια. Όχι, δεν θα ήταν μια εύκολη απόφαση…

Πράγματι δεν ήταν, γιατί την ίδια εποχή το Βασίλειο κλυδωνιζόταν από μια βαθιά εσωτερική κρίση. Ξενόφερτες νεωτερικές αντιλήψεις είχαν καλλιεργήσει μεταξύ της νεολαίας και της διανόησης ένα γενικευμένο κλίμα αμφισβήτησης που δεν άφηνε αλώβητο κανέναν κρατικό θεσμό. Η ελέω Θεού κληρονομική μοναρχία, το ιερατείο, η δικαστική εξουσία, τίποτα δεν ξέφευγε από τα βέλη των σκεπτικιστών. Ακόμα και η θανατική ποινή, αυτό το ύψιστο επίτευγμα του νομικού μας πολιτισμού, ο θεμέλιος λίθος της κοινωνικής γαλήνης, παρά τα λαμπρά της αποτελέσματα στην πάταξη της εγκληματικότητας, δεχόταν τώρα τα πυρά της κριτικής, ενώ δεν έλειπαν ούτε οι ακραίες φωνές που ζητούσαν την κατάργηση μιας πρακτικής αιώνων την οποία δεν δίσταζαν πλέον να στηλιτεύσουν ως βάρβαρη και αναχρονιστική.

Αυτή η αχαριστία της νέας γενιάς και η απαξίωση του έργου του προκαλούσαν στον Γκαμπρόζ ΧΧΙ μεγαλύτερη οδύνη από την σωματική κατάπτωση. Μια αίσθηση αδικίας τον καταλάμβανε στην μοναξιά του ασκητηρίου καθώς επανεξέταζε προσεκτικά ένα προς ένα τα πεπραγμένα του βίου του. Τίποτα το μεμπτό δεν έβρισκε, τίποτα που να τον κάνει να μετανιώνει· όσο ακράδαντα πεπεισμένος όμως κι αν ήταν για την ορθότητα των αρχών πάνω στις οποίες είχε στηρίξει όλο το οικοδόμημα της ζωής του, δεν μπορούσε να καταπνίξει έναν αόριστο φόβο ότι εάν το σύστημα που είχε υπηρετήσει κατέρρεε, τότε και το δικό του όνομα θα χανόταν στη λήθη, ή ακόμα χειρότερα, θα βυθιζόταν στην ατίμωση. Καταπτοημένος από δυσοίωνα προαισθήματα για το μέλλον, εναπόθεσε όλες του τις ελπίδες σ’ εκείνη την ύστατη παράκληση· γιατί όμως ο Μεγαλειότατος αργούσε ν’ απαντήσει;

Μα πώς γινόταν να μην καταλαβαίνει ο πιστός του υπηρέτης ότι και ο Μονάρχης βρισκόταν σε εξίσου δύσκολη θέση; Νέος στον θρόνο και άπειρος στις αυλικές ραδιουργίες καθώς ήταν, πελαγοδρομούσε ανάμεσα στις αντιφατικές γνώμες των μυστικοσυμβούλων του. «Ό,τι δεν λυγίζει, σπάει», τον νουθετούσε ο αστρολόγος Βολιμέξ ΧΧVIII· «Από μια ρωγμή ξεκινά η κατάρρευση», αντέτεινε ο αρχιερέας Αντιβόξ ΧΧΙΙΙ, κι εκείνος όφειλε να βρει μια λύση μεσοβέζικη που να κατευνάζει τους μεταρρυθμιστές δίχως να εξαγριώνει τους συντηρητικούς και τούμπαλιν. Δεν μπορούσε πάντως και να κωλυσιεργεί επ’ άπειρον, όσο κι αν το ανέβαλλε, κάποτε θα έπρεπε επιτέλους να ανακοινώσει τις αποφάσεις του. Η ώρα πλησίαζε…

 

ΙV. Επίλογος

 

Είμαι η Γκαμπρόζ ΧΧΙΙ, η μικρότερη κόρη του Γκαμπρόζ ΧΧΙ, η πρώτη γυναίκα δήμιος στα χρονικά του Βασιλείου. Αύριο, όταν ο ήλιος μεσουρανήσει, θα ανέβω στο ικρίωμα για την παρθενική μου εκτέλεση, τον αποκεφαλισμό μίας παιδοκτόνου. Είμαι το τέλος μιας εποχής και η απαρχή μιας νέας. Έχω λίγο τρακ μα θα τα καταφέρω.