ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΤΟΠΩΝ

Ι

«Η μπίρα πίνεται παγωμένη! Και σε παγωμένο ποτήρι! Αυτό το κατουρλιό τι μου το ‘φερες; Πώς να το πιω; Πάρ’ το πίσω και φέρε μου μια άλλη. Άντε μπράβο.» Μπορούσε να γίνει πραγματικά απαίσιος, αγενής και προσβλητικός. Ειδικά με τα γκαρσόνια. Λες και τα είχε άχτι. Ίσως να ήταν ένα απωθημένο των φοιτητικών του χρόνων, τότε που σπούδαζε στη Σορβόννη και παράλληλα εργαζόταν σαν σερβιτόρος για να τα βγάζει πέρα. Ποιος ξέρει τι προσβολές να είχε δεχτεί, πόσες παραξενιές δύστροπων πελατών να χρειάστηκε να ικανοποιήσει και μάλιστα με το χαμόγελο, κάνοντας υποκλίσεις και τεμενάδες για ένα φιλοδώρημα. Δεν ξεχνιούνται αυτά, όσος καιρός κι αν περάσει. Και να που τώρα, έχοντας την οικονομική άνεση, έπαιρνε το αίμα του πίσω διατάζοντας με ύφος χιλίων Καρδιναλίων και το γκαρσόνι, τι να σου κάνει κι αυτό που ο πελάτης έχει πάντα δίκιο; έπαιρνε όλο ευγένεια το ποτήρι και του έφερνε άλλο, κι ας φαινόταν ο εκνευρισμός στα αναψοκοκκινισμένα του μάγουλα.

 

ΙΙ

«Η μπίρα πίνεται παγωμένη!» Κάθε φορά που τον άκουγα να κατσαδιάζει το κακόμοιρο το γκαρσόνι με κείνον τον τόνο της φωνής που δεν σήκωνε αντίρρηση, λες και ξεστόμιζε καμιά υπέρτατη αλήθεια, αναρωτιόμουν μέσα μου, τι διάολο του βρήκα και τον ερωτεύτηκα; Δεν ήταν μόνο η διαφορά ηλικίας, στην πραγματικότητα ελάχιστα κοινά υπήρχαν μεταξύ μας. Εκ των υστέρων συνειδητοποιώ, με κάποια έκπληξη μάλιστα, ότι ίσως αυτό να ήταν που με τραβούσε στον Άρη. Ο αυταρχισμός του, εκείνη η αύρα αυθεντίας και δεσποτισμού που τον περιέβαλλε και τον έκανε να κοιτάζει τους άλλους αφ’ υψηλού και μ’ έναν αέρα διανοητικής υπεροψίας, σαν να ήταν υποχρεωμένοι να τον υπηρετούν και να υπακούν στις εντολές του. Τότε βέβαια που τα ‘χαμε ακόμη, δεν το καταλάβαινα, ή κι αν το καταλάβαινα, ήταν κι αυτό μέρος της γοητείας του, και πώς θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά; πολλές φορές στα μάτια μιας νέας κοπέλας ο εραστής έχει και τέτοια πατρικά χαρακτηριστικά, ιδίως όταν πρόκειται για τον καθηγητή της, καλά δεν λέω; Εκείνος όμως… εκείνος άραγε το καταλάβαινε; Το συνειδητοποιούσε; Δεν ξέρω, μέχρι σήμερα δεν έχω καταφέρει να το ξεδιαλύνω, το μόνο σίγουρο είναι ότι το απολάμβανε και γι’ αυτό το επαναλάμβανε σχεδόν σε κάθε μας έξοδο, δίχως καν να αντιλαμβάνεται πόση αμηχανία μου προκαλούσε η προσβλητική του εμμονή στην παγωμένη μπίρα.

 

III

«Η μπίρα πίνεται παγωμένη!» Τι θυμήθηκα τώρα! Είπα προηγουμένως πως ο Άρης  μπορεί και να ήταν ένα πατρικό υποκατάστατο, όμως, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, ο μακαρίτης ο πατέρας μου την μπίρα του την έπινε χλιαρή. Μάλιστα, χλιαρή! Κι όταν η μάνα μου και οι υπόλοιποι της παρέας τον κορόιδευαν για την ιδιοτροπία του, εκείνος σήκωνε στωικά τους ώμους κι έλεγε μ’ ένα δειλό χαμόγελο σαν να απολογούνταν: «Εμένα έτσι μου αρέσει, ενοχλώ κανέναν;» Κανέναν δεν ενοχλούσε βέβαια, γούστο του και καπέλο του, κι όμως ταυτόχρονα ήταν και λιγάκι ενοχλητικό εδώ που τα λέμε, κάπως σαν μια προσπάθεια να ξεχωρίζει απ’ τους πολλούς, θαρρείς και ο ίδιος να ήταν ο μοναδικός κάτοχος του μυστικού κλειδιού μιας γευστικής απόλαυσης που η πλειοψηφία αγνοούσε. Συνέχιζε λοιπόν, απτόητος απ’ τα πειράγματα, να πίνει την μπίρα του χλιαρή, αν και δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι το απολάμβανε στ’ αλήθεια, γιατί μια φορά που είχε καύσωνα, σηκώθηκα τη νύχτα να πάω στην κουζίνα να πιω λίγο νερό και τον είδα μπροστά απ’ το ψυγείο να ρουφάει την παγωμένη μπίρα απ’ το κουτάκι αφήνοντας άναρθρα επιφωνήματα ικανοποίησης. Δεν του ‘πα τίποτα…

 

IV

«Η μπίρα πίνεται παγωμένη!» Αν το καλοσκεφτεί κανείς βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος της συνομιλίας των ανθρώπων αποτελείται από τέτοιες κοινοτοπίες. Ο Φλωμπέρ δεν ήταν που σε όλη του τη ζωή συνέλεγε παρόμοιες φράσεις-κλισέ αποσκοπώντας να τις συμπεριλάβει σε ένα διαρκώς επεκτεινόμενο λεξικό των κοινών τόπων; Μωρολογίες, θα μου πείτε, small talk που λένε και στο χωριό μου, πράγματα επιφανειακά και χωρίς καμιά ουσία, από την άλλη όμως ολόκληρη η ανθρώπινη επικοινωνία μοιάζει να βασίζεται σε τέτοιες συμβατικότητες, παράξενο δεν είναι; Και όχι μόνο η επικοινωνία αλλά και η ίδια η κοινότητα, η συνοχή της κοινωνίας, λες και έχουμε αποκοπεί από κάθε άλλη υπερβατική ή ιστορική αλήθεια και η μόνη βεβαιότητα που μας απέμεινε και πάνω στην οποία μπορούμε να συναινέσουμε χωρίς τον κίνδυνο έριδας και λογομαχίας να είναι αυτό το ελάχιστο ψήγμα ομοφωνίας που κρύβεται στα στερεότυπα. Δίχως αυτά θα καταφέρναμε άραγε να συνεννοηθούμε και να συνυπάρξουμε;  Αμφιβάλλω… 

 

V

Όπως θα μαντεύετε με τον Άρη δεν είμαστε πια μαζί, χωρίσαμε οριστικά πριν από λίγους μήνες. Μη φανταστείτε τίποτα δραματικό και ακραίο, για μένα τουλάχιστον, εκείνος το πήρε κάπως πιο βαριά, πιστεύω όμως ότι με τον καιρό θα το ξεπεράσει και θα με ξεχάσει. Είμαι μια χαρά τώρα, σαν να βρήκα πάλι την ελευθερία μου και την απολαμβάνω. Βγαίνω, ξενυχτάω, γνωρίζω κόσμο, φλερτάρω, όχι θα κάτσω να σκάσω. Τις προάλλες για παράδειγμα, είχαμε πάει σ’ ένα μπαρ με την κολλητή μου κι ο μπάρμαν μού την έπεσε στα ίσια. Ωραίο παιδί. Αν ήταν ο Άρης, όλο και κάτι θα ‘βρισκε για να τον κάνει ρόμπα, το ποτό, το ποτήρι, τα παγάκια, δεν μπορεί, κάτι θα του ξίνιζε. Εγώ του χαμογέλασα με το πιο γλυκό μου χαμόγελο για να τον ενθαρρύνω. «Τι θα πάρεις;» με ρωτάει. «Μια μπίρα.» του απαντώ. «Άμστελ; Φιξ; Κάιζερ; Χάινεκεν; Βαρέλι;» «Χάινεκεν.» «Με αφρό ή χωρίς;» «Τι σημασία έχει; Αρκεί να είναι παγωμένη. Η μπίρα πίνεται παγωμένη!»