• Ετοιμάσου, έχεις επισκεπτήριο.

Κοίταξε την φύλακα απορημένη. Επισκεπτήριο; Μα ποιος μπορεί να ήταν; Είκοσι χρόνια εδώ, κανείς δεν ήρθε να την επισκεφτεί, ούτε καν οι δικοί της. Μόνο κάτι δημοσιογράφοι στην αρχή, την περίοδο της δίκης, τότε που σ’ όλες τις εφημερίδες ήτανε πρωτοσέλιδο, κι αυτοί όμως σύντομα είδαν κι απόειδαν ότι δεν επρόκειτο να μιλήσει σε κανέναν τους και την παράτησαν στην ησυχία της. Καλύτερα έτσι. Έκτοτε πλήρης απομόνωση, ούτε καν με τις άλλες τρόφιμους δεν ερχόταν σ’ επαφή για λόγους ασφαλείας, ακόμα και στην πτέρυγα των ισοβιτών, όλα τα φονικά δεν λογίζονται ίσα, οι φυλακισμένες δεν δείχνουν έλεος σε μία παιδοκτόνο. Μονάχα με τους γιατρούς, τις  νοσοκόμες και τις φρουρούς αντάλλασσε πότε-πότε καμιά κουβέντα, πέντε λέξεις όλες κι όλες δηλαδή, αφού τη γλώσσα της χώρας ποτέ της δεν την έμαθε απταίστως, και τώρα πια, μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού και σιωπής, κόντευε να ξεχάσει κι αυτά τα λίγα που θυμόταν. Μα να που τώρα κάποιος τήνε σκέφτηκε· σίγουρα για καλό δεν θα ‘ταν. Εντούτοις σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, κούμπωσε βιαστικά τη φόρμα της, έκανε πως χτενίζει τα τσουλούφια με τα δάχτυλα ίσα να μην πετάνε και ακολούθησε πειθήνια την δεσμοφύλακα, από περιέργεια περισσότερο παρά από κάποια προσδοκία. Διέσχισε τον διάδρομο με βήμα κατατονικό· η ψυχή δεν είναι παρά ένα χημικό εργαστήριο και τα ψυχοφάρμακα οι πυροσβεστήρες. Ατελείωτος της φάνηκε κι ας ήταν λίγα μέτρα, όταν έφτασε στο δωμάτιο των επισκεπτών αισθανόταν ήδη κουρασμένη.

Μια ηλεκτρική εκκένωση σαν από ηλεκτροσόκ διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της απ’ αυτό που αντίκρισε. Το είχε ελπίσει κάποτε, το είχε ευχηθεί, τώρα όμως που συνέβαινε στ’ αλήθεια, αδυνατούσε να το πιστέψει, της φάνηκε σαν να ονειρευόταν· περισσότερο κι απ’ το αναπάντεχο ακόμα, τους ανθρώπους θα τους ξαφνιάζει πάντοτε η πραγματοποίηση του αναμενομένου. Πίσω από το άθραυστο διαχωριστικό τζάμι, με ώμους σκυφτούς, καθότανε εκείνος. Τρόμαξε να τον αναγνωρίσει, τόσο γερασμένος της φάνηκε, για μια στιγμή μάλιστα τον κοίταξε αβέβαια, σαν να ‘ταν κάποιος άλλος, που του έμοιαζε, όμως εκείνη η παλιά ουλή πάνω από το δεξιό φρύδι από την κουτουλιά του ταύρου απ’ όταν ήτανε παιδί στο ράντσο του πατέρα, δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας· να λοιπόν που βρίσκονταν και πάλι πρόσωπο με πρόσωπο κι ανάμεσά τους το γυαλί, σύνορο αδιάβατο ανάμεσα στην τρέλα και τη λογική, τη φυλακή και την ελευθερία. Όλα αυτά τα χρόνια προετοιμαζόταν μέσα της γι’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή, έκανε πρόβες με την φαντασία της, σκηνοθετούσε τους διαλόγους, τώρα όμως που βρισκόταν επί σκηνής, αντιλαμβανόταν με αφόρητη διαύγεια πόσο μάταιη κι ανώφελη υπήρξε ετούτη η προετοιμασία. Ένιωσε τότε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν και σωριάστηκε στο κάθισμα με τα χέρια σταυρωτά στο μέρος της κοιλιάς κι απόμεινε εκεί ασάλευτη με βλέμμα απλανές.

Ούτε κι εκείνος όμως έδειχνε σε καλύτερη κατάσταση κι ας ήταν δική του η απόφαση και η πρωτοβουλία. Στεκόταν αμίλητος και την παρατηρούσε ώρα πολλή· άραγε να δυσκολευόταν κι αυτός ν’ αναγνωρίσει στο πρόσωπό της την γυναίκα που είχε κάποτε ερωτευτεί με σαρκική μανία; Τα χέρια του έτρεμαν ανεξέλεγκτα, αυτό ήταν ολοφάνερο, να οφειλόταν μήπως σε κάποια νόσο νευρολογική ή απλώς στην ταραχή του; Και για ποιον λόγο είχε έρθει να την δει, τι είχανε να πούνε; Τότε ο άντρας πήρε μια βαθιά ανάσα και σαν να ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του, έστω και με τρόπο στανικό, όπως ένας ηνίοχος που συγκρατεί το αφηνιασμένο άλογο από το χαλινάρι. Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και άρχισε να της μιλάει· εκείνη όμως δεν σήκωσε το δικό της. Παρακολουθούσε τα χείλη του, τα χείλη αυτά που κάποτε είχε φιλήσει και δαγκώσει και φτύσει με ιερή μανία, να σχηματίζουν λέξεις άηχες στο κενό, φράσεις ακατάληπτες με δίχως παραλήπτη, κι ωστόσο ο άντρας διαισθανόταν ότι τον καταλαβαίνει, ότι τον καταλάβαινε πάντα καλύτερα απ’ ό,τι τον κατάλαβε ποτέ κανείς, καλύτερα ακόμα κι απ’ ό,τι καταλάβαινε ο ίδιος τον εαυτό του. Ενθαρρυμένος από την αυταπάτη του συνέχισε να της μιλάει ακατάπαυστα, σχεδόν μέχρι που να εξαντληθεί ο χρόνος του επισκεπτηρίου, μα απάντηση καμία.

Τότε η φρουρός που στεκόταν πίσω από την κρατούμενη για να επιβλέπει την επίσκεψη, έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου, ήταν πια ώρα να παρέμβει. Δεν ήταν άνθρωπος δίχως κατανόηση η μις Γκλάντις κι ενώ στην αρχή παρακολουθούσε με επαγγελματική αδιαφορία ετούτον τον άηχο μονόλογο που μάταια αγωνιζόταν να εξελιχτεί σε συνομιλία, σταδιακά την καταλάμβανε ολοένα και περισσότερο η αγωνία να μάθει κι εκείνη την απάντηση στα ευδιάκριτα Γιατί; που σχημάτιζαν ξανά και ξανά τα χείλη του επισκέπτη πίσω από το τζάμι. Απάντηση όμως δεν ερχόταν ή ίσως και να μην υπήρχε, η κλεψύδρα άδειαζε, όσο καλή διάθεση κι αν είχε, ο κανονισμός είναι κανονισμός, καιρός να συντομεύουν. Πήρε στα χέρια της το ακουστικό, Άλλα δύο λεπτά κύριε, όχι παραπάνω. Ξυπνητήρι η φωνή της, αφύπνισε τον Τζέισον απ’ τ’ όνειρό του και σαν να τον προσεδάφισε απότομα στην πραγματικότητα· πανικόβλητος κοίταξε το χρυσό του Rolex σαν να γύρευε επιβεβαίωση, κι εκείνου οι δείκτες όμως ίδια μετρούσανε τον χρόνο· στα δύο λεπτά που του απέμεναν, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; Απόγνωση τον κυρίευσε και βάλθηκε να ψηλαφεί σπασμωδικά μία-μία τις τσέπες του καλοραμμένου του σακακιού. Ως συνήθως το ακριβό δερμάτινο πορτοφόλι βρέθηκε μόλις στην τελευταία κι ανάμεσα από πιστωτικές κάρτες και χαρτονομίσματα ανέσυρε μία φωτογραφία. Με τρεμάμενα δάκτυλα την κόλλησε πάνω στο τζάμι, το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση άγριας χαράς. Η Νόρμα σηκώθηκε απ’ το κάθισμα και πλησίασε το μούτρο της στο γυαλί για να διακρίνει καλύτερα, από το γλαύκωμα η όρασή της είχε αδυνατίσει. Άλλο ένα ιερογλυφικό που ζητούσε ερμηνεία. Ο φακός του φωτογράφου είχε αποθανατίσει στο στιγμιότυπο δύο παιδικά χαμόγελα, τα πρόσωπά τους τής ήταν άγνωστα, δεν τα ‘χε ξαναδεί, αλλά κάτι της θυμίζαν, μια φευγαλέα ομοιότητα που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Ήταν στην ηλικία των δικών της των παιδιών μα δεν ήταν τα δικά της. Πίσω τους πόζαρε αυτάρεσκα μία νέα γυναίκα, ξανθιά, γαλανομάτα, τα χέρια της προστατευτικά πλεγμένα γύρω από τους ώμους των αγοριών. Καθόλου δεν της έμοιαζε, κι όμως θα μπορούσε να ήταν η ίδια, ήταν κάποτε η ίδια κι ας είχε μάτια κάρβουνο και το μαλλί αφάνα, μόνο που από την ευτυχισμένη εκείνη εποχή καμιά φωτογραφία δεν είχε διασωθεί, μετά τα φονικά τις είχε κάψει όλες με τα χέρια της στις φλόγες της εστίας.

Την έπιασε τότε υστερία· η ψυχή δεν είναι παρά ένα χημικό εργαστήριο που κάθε τόσο εκρήγνυται. Με τις γροθιές της σφιγμένες κοπάνησε το τζάμι σαν να ‘θελε να το σπάσει, ν’ αρπάξει απ’ τα χέρια του άντρα τη φωτογραφία, να την κάνει χίλια κομμάτια. Το διαχωριστικό όμως αντιστεκόταν αλεξίσφαιρο και όση δύναμη κι αν ασκούσε δεν ήταν απλώς ανώφελη αλλά και οδυνηρή, μπουνιά στο μαχαίρι. Η επιστάτρια παρακολουθούσε το ξέσπασμα αποσβολωμένη, και στα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να ανακτήσει την ψυχραιμία που υπαγόρευε ο επαγγελματισμός της, να ειδοποιήσει με την ασύρματη επικοινωνία και να καταφτάσουν οι φύλακες για να αναλάβουν δράση, η μαινάδα ξαφνικά ηρέμησε το ίδιο αναπάντεχα με τον εκτραχηλισμό της. Κόλλησε τα χείλη στο πλεξιγκλάς, τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από την αντανάκλαση του άντρα στο γυαλί· εκείνος πισωπάτησε έντρομος για ν’ αποφύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό, το κτητικό φιλί της, λες κι ανάμεσά τους να μην υπήρχε πια το διαχωριστικό για να τον προφυλάξει. Τη στιγμή εκείνη δύο γεροδεμένοι μαύροι νοσοκόμοι πήρανε την Νόρμα σηκωτή και την οδήγησαν πίσω στο κελί της· ένας τρίτος της έκανε μια ένεση ηρεμιστική· η ψυχή δεν είναι παρά ένα χημικό εργαστήριο και η επιστήμη η σύγχρονη μαγεία.

Ο επισκέπτης έχωσε τη φωτογραφία πίσω στο πορτοφόλι, χτένισε τα μαλλιά του με την τσατσάρα που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του, ίσιωσε τη γραβάτα του, τακτοποίησε το σακάκι του, κούμπωσε τα κουμπιά του. Το επισκεπτήριο είχε τελειώσει, ώρα ν’ αναχωρήσει. Θα ξαναρχόταν όμως. Θα ξαναρχόταν στο επόμενο επισκεπτήριο σ’ έναν μήνα από τώρα. Και μετά στο μεθεπόμενο κι ύστερα από τρεις μήνες και τέσσερις και πέντε. Θα ερχόταν όσες φορές κι αν χρειαστούν.

Ώσπου να του μιλήσει.