Συνέβη ενώ καθόμουν στον «θρόνο» και κοιταζόμουν στον καθρέφτη. Δεν μ’ αρέσει να κοιτάζομαι στον καθρέφτη, μου προκαλεί αμηχανία. Αλλά δεν γινόταν να τ’ αποφύγω. Στο δικό μου σπίτι δεν έχουμε τέτοιους καθρέφτες ολόσωμους, στο σπίτι της γιαγιάς όμως υπάρχει ένας, τοποθετημένος στον τοίχο ακριβώς απέναντι από την λεκάνη της τουαλέτας. Είναι ένας παλιός καθρέφτης, αντίκα, με την ασημένια του κορνίζα φθαρμένη από τον χρόνο. Το γυαλί του έχει θολώσει από την υγρασία και τα άλατα του μπάνιου, ένα ράγισμα τον διχοτομεί κάθετα απ’ άκρη σ’ άκρη, ράγισμα που προκλήθηκε απ’ τον σεισμό του ’99, απορώ που τόσα χρόνια δεν φρόντισε κανένας να τ’ αλλάξει. Αλλά παρόλο που η αντανάκλαση που σχηματίζεται στην επιφάνειά του είναι κι αυτή θαμπή και διχοτομημένη, εντούτοις δεν μπορείς να της ξεφύγεις, το λουτρό είναι ιδιαίτερα κλειστοφοβικό και όπου και να στρέψεις το βλέμμα την στιγμή της αφόδευσης, αντικρίζεις υποχρεωτικά το πρόσωπό σου παραμορφωμένο, είτε απ’ την ατέλεια του γυαλιού είτε από τους μορφασμούς σου.

Εκεί λοιπόν καθόμουν μόνος μου ενώ οι άλλοι συνέχιζαν να τρώνε στην τραπεζαρία, αφού εκείνο το αναθεματισμένο κόψιμο με είχε σηκώσει άρον-άρον απ’ το πασχαλινό οικογενειακό τραπέζι, και πάλι καλά να λες που ήταν παρόντα τ’ αδέρφια μου για να με βοηθήσουν, αλλιώτικα θα είχα γίνει ρεζίλι. Ενόσω όμως διαρκούσε η κένωση, αντί για την φυσιολογική ανακούφιση των εντέρων, η δυσφορία μου ολοένα και μεγάλωνε και η αιτία της ήταν αυτό το είδωλο στον καθρέφτη που μου έμοιαζε και που έμοιαζε σαν να με περιγελούσε. Δεν ήταν ακριβώς εκείνο το αίσθημα αποστροφής για τον εαυτό κι απέχθειας για το σώμα που ώρες-ώρες καταλαμβάνει ακόμα και τους πιο όμορφους και συμμετρικούς ανθρώπους, ήταν περισσότερο μια σκέψη ορθολογική για την λειτουργικότητά του.

Σκεφτόμουν δηλαδή ότι το σώμα των αναπήρων και των γερόντων είναι σχεδιασμένο λανθασμένα από την φύση. Και το δικό μου σώμα βέβαια, ολοφάνερα λάθος, μα πώς να το διορθώσεις;

Δεν θα ήταν πολύ πιο εξυπηρετικό λόγου χάρη εάν το πέος φύτρωνε ανάμεσα στα δάχτυλα του χεριού ή εάν ο πρωκτός βρισκόταν στην μέση της παλάμης;

Θα μπορούσα τότε να εκτελέσω τις πιο βασικές σωματικές λειτουργίες της αφόδευσης και της ούρησης χωρίς να έχω συνεχώς ανάγκη την ταπεινωτική βοήθεια των άλλων μα και χωρίς να γίνομαι βάρος στην δύστυχη μητέρα μου που παρά την προχωρημένη της ηλικία, εξακολουθεί να με φροντίζει ή στ’ αδέρφια μου που έχουν κι αυτά τις ζωές τους.

Αλλά ενώ έκανα ετούτη τη σκέψη, το σώμα μου άρχισε να μεταλλάσσεται σύμφωνα με το σχέδιο λες και υπάκουε στις εντολές της φαντασίας. Το είδα πρώτα με τα μάτια μου να συμβαίνει στον καθρέφτη και έπειτα το αντιλήφθηκα επάνω στο κορμί μου. Νόμιζα ότι ονειρευόμουν, όμως δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία, πράγματι το πέος είχε μετακομίσει μεταξύ δείκτη και μεσαίου και ο πρωκτός στην παλάμη. Θεέ μου τι ευτυχία!

Μόλις όμως καταλάγιασε κάπως η πρώτη ταραχή και ανέκτησα την ψυχραιμία μου, συνειδητοποίησα αμέσως ότι δεν ήταν η κατάλληλη περίσταση για να το ανακοινώσω. Σκούπισα λοιπόν όπως-όπως την παλάμη μου με το χαρτί υγείας, έκρυψα στην τσέπη το δεξί μου χέρι όσο καλύτερα μπορούσα, προφασίστηκα κάποια ξαφνική αδιαθεσία και φύγαμε βιαστικά πριν από το επιδόρπιο· τα αποκαλυπτήρια θα γίνονταν στο σπίτι. Ήμουν πολύ περίεργος να δω τις αντιδράσεις. Πάνω στην έξαψη της στιγμής μάλιστα, φαντάστηκα ότι και οι οικείοι μου θα συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό μου, όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς όπως τα είχα φανταστεί. Η μητέρα μου βέβαια στην αρχή χάρηκε, σαν να έφυγε από πάνω της ένα μεγάλο βάρος. Στο εξής δεν θα ήταν υποχρεωμένη να με σηκώνει με τα ταλαιπωρημένα γόνατά της από το κρεβάτι ή το αμαξίδιο για να με βάλει στο ειδικό κάθισμα μπάνιου, αρκούσε να έχω δίπλα μου έναν κουβά και τα υπόλοιπα τα κατάφερνα μοναχός μου· ήταν κι αυτό μια κάποια μορφή ανεξαρτησίας…

Τ’ αδέρφια μου πάλι, ήταν πολύ λιγότερο ενθουσιώδη. Και με το δίκιο τους. Γιατί η μετάλλαξη είχε και κάποιες απρόβλεπτες παρενέργειες. Δεν είναι δα και το πιο κόσμιο και ευπρεπές θέαμα στον κόσμο να αντικρίζεις μία κωλοτρυπίδα εν τω μέσω της παλάμης, κι ακόμα πιο άσεμνο ξεπρόβαλλε εκείνο το ζαρωμένο πέος δίπλα στον δεξιό δείκτη. Ειδικά η μεγάλη μου αδερφή που ήταν χαμηλοβλεπούσα και σεμνότυφη, τόσο σοκαρίστηκε από την τερατομορφία που σύντομα διαπίστωσα ότι δεν ήθελε πια ούτε καν να με βλέπει στα μάτια της. Με στεναχώρησε βαθιά η αποξένωσή μας, μικροί ήμασταν πολύ αγαπημένοι, και πάλι όμως, δεν της επιρρίπτω ακέραια την ευθύνη, μάλλον την επηρέασε ο άντρας της που ήτανε παπάς και είχε τις αμφιβολίες του εάν η μεταμόρφωσή μου ήτανε θαύμα Θεού ή έργο του διαβόλου.

Κι αν σ’ απαρνιέται η ίδια σου η αδελφή, το αίμα σου, φανταστείτε τώρα πώς θ’ αντιδρούσαν οι άγνωστοι κι οι ξένοι. Στο εξής θα ήμουν υποχρεωμένος να φοράω δημοσίως γάντια ακόμα και το κατακαλόκαιρο αφού κάθε φορά που κάποιος μου σφίγγει δυνατά το χέρι σε μία χειραψία, ένα δάχτυλο ορθώνεται και κοιτάζει τον ουρανό, κάτι που με κάνει να κοκκινίζω από αιδημοσύνη.

Ακόμα μεγαλύτερη θα ήταν η ντροπή που θα ένιωθα όταν από την παλάμη μου θα ξέφευγε μία δυσάρεστη οσμή και κάποιοι ήχοι που προκαλούν την ευπρέπεια· θα έπρεπε να είμαι προσεκτικός, να την αρωματίζω τακτικά ή να την χώνω αμήχανα στην τσέπη όταν…

Θα μου πείτε, μικρό το κακό μπροστά στα τόσα οφέλη, όμως τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμη. Η σεξουαλική μου ζωή, ήταν που ήταν προβληματική μετά το αυτοκινητιστικό ατύχημα, τώρα καταστράφηκε τελείως. Την αμφισεξουαλικότητά μου κατάφερνα επί χρόνια να την κρύβω επιμελώς, δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο αφού οι περισσότεροι άνθρωποι εμάς τους ανάπηρους μάς βλέπουν σαν όντα άφυλα και με δίχως ερωτικές επιθυμίες, περίπου όπως απεικονίζει δηλαδή η θρησκεία μας τους αγγέλους. Εντούτοις, παρόλη την απουσία σχέσεων, ποτέ πριν δεν είχα στερηθεί κάποιες ευκαιριακές συνευρέσεις, ο αγοραίος έρωτας προσέφερε μία διέξοδο. Από την ημέρα που μεταλλάχτηκα όμως, όσα κι αν πλήρωνα, καμία ιερόδουλη δεν δεχόταν πλέον να συνουσιαστεί με ένα δάχτυλο και κανένας αρσενοκοίτης ζιγκολό να σοδομίσει μία παλάμη, τις μεν ιερόδουλες τις καταλάμβανε η αποστροφή για το φρικιό, τους δε ζιγκολό ο γέλωτας ο οποίος ως γνωστόν αποτελεί τον μεγαλύτερο εχθρό της στύσης. Κι αν τυχόν ανάμεσά τους βρισκόταν κάποια ευαίσθητη ψυχή, την έπιανε η συμπόνια, το δεύτερο πιο αποτελεσματικό αντίδοτο στη διέγερση. Έτσι κι αλλιώς χαμένος, προδιαγεγραμμένη η κατάληξη, πάλι στο τέλος της νυχτιάς θα πλάγιαζα μονάχος.

Και επειδή ενός κακού μύρια έπονται, την ίδια περίπου εποχή, μαζί με την ηδονή έχασα και την δουλειά μου. Θα μπορούσε κανείς να το αποκαλέσει και ειρωνεία της τύχης γιατί ενώ διήγαγα βίο αναγκαστικής αποχής και αγνότητας, εν τούτοις βρέθηκα στα καλά καθούμενα κατηγορούμενος για σεξουαλική παρενόχληση. Μάταια προσπάθησα να εξηγήσω στην σοκαρισμένη φοιτήτρια που με κατήγγειλε ότι ήταν ο δείκτης του χεριού που έδειχνε στον πίνακα και όχι το έκτο μου δάκτυλο που ορθώθηκε ακουσίως στην θέα των γλουτών της. Ούτε και το συμβούλιο των συναδέλφων όμως πείστηκε από τις δικαιολογίες μου· η συμπεριφορά μου κρίθηκε απαράδεκτη για έναν καθηγητή θεολογίας. Στην πραγματικότητα έψαχναν απλώς μία αφορμή για να με ξεφορτωθούνε και έτσι με απέλυσαν από το κολέγιο όπου δίδασκα με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς αποζημίωση.

Το σκάνδαλο έφτασε μέχρι την τηλεόραση και τις εφημερίδες, και το σκάνδαλο δεν ήταν κάτι που έκανα αλλά αυτό που ήμουν, ένα λάθος γενετικό, ένα ατύχημα της φύσης. Η οικογένειά μου βυθίστηκε στην ντροπή και την ατίμωση και δεν τολμούσα πια να κυκλοφορήσω έξω από το σπίτι. Ανάπηρος, άνεργος, ανέραστος και παραμορφωμένος, βυθίστηκα στην πιο βαθιά κατάθλιψη και τότε, μέσα στην απελπισία μου, μού καρφώθηκε στο μυαλό μία έμμονη ιδέα. Να επιστρέψω στον λουτροκαμπινέ της γιαγιάς, εκεί που άρχισαν όλα. Όσο παράλογο κι αν σας φαίνεται, πίστευα ότι αν κοιταζόμουν ξανά στον ραγισμένο καθρέφτη, το σώμα μου θα επανερχόταν στην προηγούμενη μορφή του και η ζωή μου θα έβρισκε πάλι τον συνηθισμένο της ρυθμό σαν να μην είχε συμβεί τίποτα απολύτως, όπως όταν ξυπνάς από έναν εφιάλτη.

Δεν χρειαζόμουν κάποια πρόφαση για να επισκεφτώ τη γιαγιά, στο σπιτικό της ήμουν πάντοτε ευπρόσδεκτος και εκείνη εξακολουθούσε να με λατρεύει όπως και πριν. Ούτε και βοηθό χρειαζόμουν, ένας δρόμος μάς χώριζε, μπορούσα να πάω και μόνος μου με το ηλεκτροκίνητο αμαξίδιο. Με καλοδέχτηκε όπως πάντα, με τράταρε φυσικό χυμό πορτοκαλιού, της ζήτησα επίτηδες και δεύτερο ποτήρι. Όχι ότι διψούσα πραγματικά, ήθελα απλώς να έχω μια δικαιολογία πειστική για να αποσυρθώ στην τουαλέτα. Όπερ και εγένετο, όταν όμως μπήκα  μέσα στο στενάχωρο δωματιάκι, με περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Το ραγισμένο γυαλί του καθρέφτη είχε αντικατασταθεί με ένα άλλο ολοκαίνουργιο· φαίνεται πως η γιαγιά, με το απλοϊκό και δεισιδαίμον μυαλό της είχε κάνει την ίδια σκέψη με μένα, ότι ο καθρέφτης ήταν ο υπαίτιος όλων των δεινών που με βρήκαν και έτσι αποφάσισε επιτέλους να τον επιδιορθώσει.

Γύρισα στο σπίτι μου τρομερά απογοητευμένος. Κάθε επιστροφή στο παρελθόν ήταν πλέον αδύνατη, κομμένα τα γεφύρια πίσω μου κι εγώ βρισκόμουν εγκλωβισμένος στην αντίπερα όχθη, εκεί όπου με είχαν ρίξει ναυαγό οι ίδιες μου οι επιθυμίες· γι’ αυτό κι εσείς να προσέχετε τι εύχεστε γιατί μπορεί και να πραγματοποιηθεί, σας μιλάω εκ πείρας.

Όμως ουδέν κακόν αμιγές καλού, το λέγαν και οι αρχαίοι. Τη στιγμή που όλα έδειχναν χαμένα, μια νέα προοπτική ανοίχτηκε μπροστά μου. Ένα τηλεφώνημα· από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής μία φωνή ευχάριστη στ’ αυτιά μού συστήθηκε με μεγάλη, αν και κάπως προσποιητή, ευγένεια: Δώρος Ωραιόπουλος, ατζέντης θεαμάτων. Sic. Δεν άργησα ν’ αντιληφθώ περί τίνος επρόκειτο. Τα χρόνια τα παλιά -όχι και πολύ παλιά δηλαδή, μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα- φρικιά σαν και του λόγου μου τα εξέθεταν στο τσίρκο περιοδεύοντες θίασοι και μπουλούκια που αλώνιζαν την καθυστερημένη επαρχία και οι χωριάτες πλήρωναν εισιτήριο για να τα δουν· στο μάτι το αποτρόπαιο είναι εξίσου ελκυστικό και μαγνητίζει την όραση όσο και το ωραίο. Αυτό που προκαλούσε αποστροφή στους φυσιολογικούς ανθρώπους, ίσως ν’ αποδεικνυόταν θελκτικό για τους διεστραμμένους· για το κάθε τι στις μέρες μας υπάρχει και το κοινό του κι εκείνος, ο Δώρος Ωραιόπουλος, τριάντα χρόνια ατζέντης θεαμάτων, το γνώριζε καλύτερα απ’ τον καθένα. Φυσικά τα πράγματα έχουν εκσυγχρονιστεί από την μακρινή εκείνη εποχή του Ανθρώπου που γελά, του Ανθρώπου ελέφαντα ή της Μαύρης Αφροδίτης, σήμερα η έκθεση των σωμάτων γίνεται σε πολυτελές και ασφαλές περιβάλλον, με υψηλές απολαβές για τους συμμετέχοντες και σεβασμό για την προσωπικότητά τους, όπως μου εγγυήθηκε προσωπικά ο ίδιος ο Δώρος Ωραιόπουλος, ατζέντης ερωτικών θεαμάτων και ιδιοκτήτης strip club, συμπληρωματική διευκρίνηση η οποία προέκυψε σταδιακά στην συνέχεια της συνομιλίας.

Μην νομίζετε ότι δέχτηκα την πρότασή του αβασάνιστα, δεν θέλω να σχηματίσετε λάθος αντίληψη για το άτομό μου. Δεν είμαι άνθρωπος ανήθικος και αμοραλιστής -ή τουλάχιστον δεν είχα γίνει ακόμη- και την κοινή γνώμη την υπολόγιζα και την  φοβόμουν. Επί μία εβδομάδα είχα χάσει τον ύπνο μου και άλλο τίποτα δεν σκεφτόμουν, ήταν πολλοί οι ενδοιασμοί που έπρεπε να υπερπηδήσω. Από όποια πλευρά κι αν το εξέταζα όμως, διαπίστωνα ότι ήταν μια προσφορά που δεν μπορούσα να αρνηθώ. Όσοι έχουν χάσει τα πάντα δεν δικαιούνται να έχουν ηθική, είναι μια περιττή πολυτέλεια που δυσκολεύει την επιβίωσή τους.

Εδώ και έξι μήνες ζω τη νέα μου ζωή όντας πια ένας άλλος. Κάθε βράδυ πλην Δευτέρας και Τρίτης, με ανεβάζουν επί σκηνής καθισμένο στο αναπηρικό μου αμαξίδιο, ένας ανάπηρος, δύσμορφος νάνος με αλλόκοτες σωματικές αναλογίες, περιτριγυρισμένος από χυμώδεις καλλονές και μυώδεις bodybuilders. Δίνω το show μου, εκτελώ το νούμερό μου, μία κακόγουστη και πορνογραφική παρωδία της Ωραίας και του Τέρατος. Από κάτω οι θαμώνες παραληρούν, ιδίως οι γυναίκες. Συχνά με φωνάζουν στο τραπέζι τους και με κερνούν σαμπάνια, έπειτα με περιεργάζονται σκασμένες στα γέλια, τα χάχανά τους κρύβουν τον ερεθισμό τους. Τραβούν φωτογραφίες με τα κινητά τους ενώ πιπιλούν το δάχτυλό μου, εκείνο το παράταιρο δάχτυλο που ακόμα δεν το βάφτισε η βιολογία – αυτό χρεώνεται έξτρα. Αφήνουν γερό φιλοδώρημα. Βγάζω πολλά λεφτά, πολύ περισσότερο από όσα έβγαζα την εποχή που ήμουν καθηγητής, όμως ακόμη περισσότερα βγάζει το αφεντικό μου, ίσως και δεκαπλάσια. Σαν να μου φαίνεται ότι με έριξε στην συμφωνία, με την πρώτη ευκαιρία θα πρέπει να την επαναδιαπραγματευτώ και να ζητήσω αύξηση αποδοχών – αφού είμαι πλέον η ατραξιόν του καταστήματος, γιατί να μην το εκμεταλλευτώ;

Ζω μόνος μου πλέον. Δηλαδή όχι ακριβώς μόνος, με την προσωπική βοηθό που προσέλαβα για να με φροντίζει. Πάντα ονειρευόμουν να είμαι ανεξάρτητος, να έχω δικό μου διαμέρισμα και να που το έχω καταφέρει, για όλα όμως υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσεις. Με την οικογένειά μου οι σχέσεις μας έχουν διαρραγεί, τ’ αδέρφια μου μού έκοψαν ως και την καλημέρα. Ούτε και η μητέρα μου μού μιλάει εδώ και καιρό, όποτε την παίρνω στο τηλέφωνο, μού κλείνει το ακουστικό χωρίς να πει κουβέντα. Τίποτα δεν με συνδέει μαζί τους τώρα πια, ο μοναδικός συνδετικός κρίκος, η αγαπημένη μου γιαγιά, πέθανε κι αυτή πριν από λίγους μήνες. Τα είχε τα χρονάκια της, νομίζω όμως περισσότερο ότι πήγε απ’ τον καημό της. Στην κηδεία της ήταν η τελευταία φορά που τους είδα όλους μαζεμένους, και τότε όμως κανείς τους δεν με πλησίασε για να με χαιρετήσει. Δεν τους παρεξηγώ που ντρέπονται για μένα και ευτυχώς από μία άποψη που δεν ζει ο πατέρας μου να με δει, ο φουκαράς θα πέθαινε από την ντροπή του.

Στεναχωριέμαι καμιά φορά όταν τους σκέφτομαι μα δεν το μετανιώνω. Δεν είχα άλλη επιλογή. Όταν ο άνθρωπος απαλλαγεί από την ηθική και την αιδώ, τι άλλο του απομένει παρεκτός από το σώμα; Το γυμνό σώμα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες του, κέλυφος που περιέχει τα πάντα, τη βιολογία και τη γενετική και την κληρονομικότητα, που κυοφορεί τα πάντα, τη νέα ζωή μα και την αρρώστια και τον θάνατο, τον πόνο μα και την απόλαυση, την ηδονή μα και την οδύνη. Το σώμα μας είναι η μοίρα μας και ο προορισμός μας, αυτό το αναπόδραστο απ’ το οποίο μια ζωή πασχίζω να ξεφύγω. Γιατί το δικό μου σώμα μόνο μπελάδες έφερνε σε μένα και στους άλλους, ασθένειες, ανημποριά, άγχος και δυσφορία μέχρι την στιγμή που μεταλλάχτηκε κι εγώ μαζί μ’ εκείνο. Καλύτερα έτσι. Δεν ξέρω βέβαια για πόσο θα κρατήσει. Καθώς κάθομαι στο καμαρίνι μου μπροστά από τον καθρέφτη και μακιγιάρομαι για την παράσταση που σε λίγο θα αρχίσει, σκέφτομαι ότι αύριο το πρωί που θα ξυπνήσω μπορεί τα όργανά μου να έχουν μεταφερθεί και πάλι στην θέση τους, στη σωστή τους θέση, δηλαδή στη λάθος, και όλα να ξαναγίνουν όπως πριν.

Αλλά δεν το νομίζω. Υπάρχει ακόμη χρόνος…