Η ΣΟΝΑΤΑ

WALDSTEIN

Η Σονάτα Waldstein είναι το τρίτο μου μυθιστόρημα. Τρίτο και φαρμακερό. Σηματοδοτεί μια στροφή 180° στο συγγραφικό μου έργο: από το ιστορικό μυθιστόρημα και το έπος, στην πορνογραφία και την εξομολόγηση.

Πορνογράφημα όμως, γιατί; Ο όρος είναι αρνητικά σημασιοδοτημένος και χρησιμοποιείται συνήθως απαξιωτικά για να χαρακτηρίσει δημιουργήματα της κατώτερης καλλιτεχνικής υποστάθμης, προορισμένα να διεγείρουν τα σεξουαλικά ένστικτα θεατών και αναγνωστών με τον πιο χυδαίο και απροκάλυπτο τρόπο.

Not my cup of tea. Αποφεύγω την ηθική και αισθητική αξιολόγηση και θεωρώ την πορνογραφία ένα ξεχωριστό και διακριτό είδος πρόζας, ακριβώς όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα ή την επιστημονική φαντασία. Κάτω από την ίδια ετικέτα θα βρει κανείς κάθε καρυδιάς καρύδι, από σκουπίδια μέχρι διαμάντια. Αντί λοιπόν για την εύκολη απόρριψη, προτιμώ την κυριολεξία για να περιγράψω ένα ορισμένο περιεχόμενο: η Σονάτα Waldstein είναι ένα μυθιστόρημα για τον αγοραίο έρωτα και τους ανθρώπους του, τα κορίτσια της χαράς, τους πελάτες τους, προαγωγούς και εραστές. Με άλλα λόγια, γραφή για την πορνεία, δηλαδή πορνογραφία.

Στον πυρήνα της πλοκής βρίσκεται ο πορνικός και διεστραμμένος έρωτας που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν μεσήλικα παραπληγικό συγγραφέα και μία πόρνη πολυτελείας με τα μισά του χρόνια.

Πφ! Σιγά την πρωτοτυπία, θα μου πείτε και δεν θα έχετε και άδικο. Το συγκεκριμένο μοτίβο έχει απασχολήσει τη λογοτεχνία αναρίθμητες φορές και έχει δώσει στο πέρασμα του χρόνου αρκετά κλασικά έργα, από την Κυρία με τις Καμέλιες και την Νανά μέχρι τον Γαλάζιο Άγγελο και τον Έρωτα του Σουάν. Τι το καινούργιο θα είχε λοιπόν να κομίσει ένας σύγχρονος συγγραφέας σε μία χιλιοειπωμένη ιστορία;

Η όποια πρωτοτυπία του μυθιστορήματος έγκειται κατά πρώτο και κύριο λόγο στην προσωπικότητα της πρωταγωνίστριάς του: μία πόρνη πολυτελείας, ναι, αλλά επίσης και μία διάσημη πιανίστρια με σπάνιο μουσικό ταλέντο, διεθνή καριέρα, αναγνώριση και βραβεύσεις…

Και έτσι, ανεπαίσθητα, με μία σταδιακή και αδιόρατη αλλαγή φωτισμού περνάμε από τη λάμψη στο ημίφως και από τον ερωτισμό στο μυστήριο και το νουάρ: ποια να είναι άραγε η αιτία που ένα κορίτσι τόσο όμορφο και προικισμένο καταλήγει να εκπορνεύεται; Τι την ωθεί στο περιθώριο, σε σκοτεινές και ανομολόγητες διαδρομές, σε επικίνδυνες σχέσεις με ακόμη πιο επικίνδυνους ανθρώπους του υποκόσμου; Στην Σονάτα Waldstein δεν θα βρείτε όλες τις απαντήσεις, θα βρείτε όμως όλα τα ερωτήματα…

Και η όπερα; Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το Pretty Woman, πού κολλάει λοιπόν η όπερα ανάμεσα σε νταβατζήδες, Call girls, βίζιτες και διαστροφές;

Σύμφωνα με τις αισθητικές αρχές που ασπάζεται ο συγγραφέας, μεταξύ μορφής και περιεχομένου οφείλει να αναπτύσσεται μία σχέση διαλεκτικής αλληλεπίδρασης που να οδηγεί στην πλήρη συγχώνευσή τους. Εδώ το πρόβλημα τίθεται και πρακτικά: ποια θα ήταν η ιδανική φόρμα για να αφηγηθεί κανείς την ιστορία μιας πόρνης / πιανίστριας;

Η ίδια η μουσική έρχεται να δώσει την απάντηση αφού κι εκείνη παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του δράματος: ο συγγραφέας-αφηγητής θα ερωτευτεί κεραυνοβόλα την πιανίστρια-πόρνη τη στιγμή που θα την ακούσει να ερμηνεύει στο πιάνο τη σύνθεση του Μπετόβεν που δίνει τον τίτλο της στο βιβλίο. Η στιγμή αυτή θα αποδειχθεί σημαδιακή όχι μόνο για τη ζωή και τον έρωτά του αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο θα αποφασίσει να τα αποδώσει λογοτεχνικά όταν πια η σχέση τους θα έχει καταλήξει σε ένα άδοξο τέλος.

Προκύπτει έτσι ένα μυθιστόρημα με σπονδυλωτή μουσική δομή από την αρχή ως το τέλος. Κάθε ένα από τα σαράντα ένα κεφάλαια δανείζεται την επικεφαλίδα του από τον τίτλο ενός μουσικού κομματιού ή μιας όπερας. Καθώς μετά το πέρας των ερωτικών τους συνευρέσεων, η εταίρα ολοκληρώνει τις συναντήσεις τους με ένα μικρό ιδιωτικό ρεσιτάλ πιάνου, καθώς οι δύο εραστές περνούν μαζί μία νύχτα στην όπερα, σιγά-σιγά δημιουργείται ένα soundtrack που συνοδεύει το βιβλίο από την πρώτη μέχρι την τελευταία πρόταση σε μία αδιάκοπη μουσική ροή διανθισμένη με επαναλαμβανόμενα leitmotiv. Πρόκειται με άλλα λόγια για ένα ιδιότυπο υβρίδιο πορνογραφίας και όπερας όπου κείμενο και μέλος συνεπιδρούν στη δημιουργία ενός επίσης στην κυριολεκτική σημασία του όρου μελοδράματος, δηλαδή δράματος μετά μουσικής.

Σε μία ιδανική συνθήκη, ανέφικτη ίσως αλλά επιθυμητή, το μυθιστόρημα αυτό δεν προορίζεται μόνο για να διαβαστεί αλλά και για να ακουστεί. Μονάχα ο συνδυασμός γραπτού λόγου και ήχων θα μπορούσε να αναδημιουργήσει την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της κάθε μίας σκηνής. Φιλοδοξία του συγγραφέα υπήρξε εξαρχής να επιτύχει αυτήν ακριβώς την αντίστιξη μεταξύ λέξης και νότας· στην κρίση και την ευαισθησία του αναγνώστη εναπόκειται η ετυμηγορία κατά πόσο το επέτυχε.