Εγώ αυτά δεν τα πιστεύω. Ούτε και τότε τα πίστευα. Μέντιουμ, αστρολόγοι, χαρτορίχτρες, καφετζούδες, χειρομάντισσες, απατεώνες όλοι τους, κοιτάνε πώς να εκμεταλλευτούν τον πόνο του κοσμάκη για να τα κονομήσουν. Αλλά να που καμιά φορά φτάνεις σε τέτοιο σημείο απόγνωσης, που λες, δεν βαριέσαι; και τι έχω να χάσω; Για μένα ήταν τότε που το ‘σκασε από το σπίτι η Ειρήνη μου. Ποιος ξέρει με τι αλητοπαρέες είχε μπλέξει; 17 χρονώ σκατό, ακόμα δεν βγήκε απ’ τ’ αυγό και μου έκανε κι αυτή την επανάστασή της. Και να πεις πως ήμουν καμιά μάνα καταπιεστική; Μπα, αλλά άμα έχεις πολύ λάσκα το σχοινί, αυτά παθαίνεις. Στην αρχή βέβαια έλεγα πως είναι μία τρέλα νεανική, σήμερα αύριο θα της περάσει και θα γυρίσει πίσω, όμως πέρασαν τρεις εβδομάδες κι ακόμη άφαντο το πουλάκι μου από προσώπου γης. Χωρίς ούτε ένα σημείωμα, ένα τηλεφώνημα, κάτι, να μην ανησυχώ. Κόντεψα να τρελαθώ από την αγωνία. Έφαγα τους δρόμους να την ψάχνω. Και πού δεν πήγα; Στις φίλες της; Στην αστυνομία; Μέχρι και σε ιδιωτικό ντετέκτιβ απευθύνθηκα. Τίποτα. Ίχνος, σαν ν’ άνοιξε η γη και την κατάπιε. Είχα αρχίσει να φαντάζομαι τα χειρότερα σενάρια, ότι την είχαν απαγάγει τίποτα σωματέμποροι και πως θα την έβρισκα πεταμένη σε κάνα χαντάκι με δίχως τα νεφρά της. Πάνω στην απελπισιά μου έρχεται λοιπόν η ξαδέρφη μου η Κούλα και μου λέει, Δεν ρωτάμε κανένα μέντιουμ καλύτερα; Ξέρω μία, πρώτης τάξεως, η Μαντάμ Θηρεσία, εκείνη μου είχε βρει και το χαμένο μου βραχιόλι. Δεν είναι για γέλια, μέχρι και η αστυνομία συνεργάζεται μαζί της για τους εξαφανισμένους. Άκου με που σου λέω! Φαντάσου σε τι ψυχολογική κατάσταση βρισκόμουνα για να την αφήσω να με πείσει. Αν είχες χάσει κι εσύ την κόρη σου, θα μ’ ένιωθες μια στάλα. Φως από πουθενά δεν έβλεπα, είπα ας δοκιμάσω. Μόνη μου βέβαια δεν θα πήγαινα που να με σκότωναν αλλά δύο είναι αλλιώς. Λέω λοιπόν στην ξαδέλφη να με πετάξει ως εκεί με τ’ αμάξι της να μην ψάχνω για ταξί με τις ώρες, τα συμφωνήσαμε να περάσει να με πάρει απ’ το σπίτι μου νωρίς πριν σουρουπώσει.

Η Μαντάμ Θηρεσία δεχόταν στη βίλα της κάπου στην Παλιά Κηφισιά. Είδαμε και πάθαμε μέχρι να τη βρούμε, χαμένη σε κάτι στενά δρομάκια στο τέλος ενός αδιεξόδου. Μια παλιά έπαυλη ήτανε, αρχοντικό άλλοτε, μα τώρα πια έμοιαζε ετοιμόρροπη απ’ την φθορά του χρόνου. Πεσμένα τα κεραμίδια απ’ τη σκεπή, τα παραθυρόφυλλα καρφωμένα για να μη μπαίνει το φως του ήλιου στα δωμάτια, οι σοβάδες στους τοίχους ξεφτισμένοι, σχημάτιζαν λογιών-λογιών μπαλώματα σαν της κουρελούς. Στο κέντρο του κήπου υπήρχε μία λιμνούλα· κάποτε θα ήταν γεμάτη χρυσόψαρα, τώρα πάνω απ’ τα στάσιμα βαλτόνερα βούιζαν τα κουνούπια και από τη βρύση του συντριβανιού έσταζε σταγόνα-σταγόνα ένα μαύρο, σκουριασμένο κατακάθι. Τακ! Τακ! οι στάλες μετρούσαν μονότονα τον χρόνο κι ολόγυρα τα αγριόχορτα είχαν θεριέψει τόσο που έκρυβαν το μεγαλύτερο μέρος του κτιρίου στη σκιά τους. Σκιάχτηκε η ψυχή μου, όπως σ’ εκείνες τις ταινίες τρόμου με τα στοιχειωμένα σπίτια· αν δεν ήταν η ξαδέρφη μου μαζί, θα έκανα μεταβολή να σηκωθώ να φύγω. Με το ζόρι μ’ έσπρωξε στην αυλόπορτα, μπήκα τρέμοντας απ’ τον φόβο. Δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε δύο βήματα, ακούμε ένα σκυλί να γαβγίζει σαν λυσσασμένο και μια φωνή στριγκή από μέσα να προσπαθεί να το ηρεμήσει. Ήσυχα, Μαύρε! Ήσυχα! κι αμέσως το γάβγισμα άλλαξε τόνο, γίνηκε γρύλισμα απειλητικό και δόντια που κροταλίζουν. Να πω την αλήθεια, εγώ σκυλί δεν είδα πουθενά, το άκουσα μόνο, σαν να ‘ταν αόρατο και ν’ αλυχτούσε μέσα από σπηλιά. Κάποια στιγμή το κτήνος λούφαξε, ανεβαίνουμε δυο σκαλιά στο κατώφλι, χτυπάμε το ρόπτρο στην εξώπορτα, ένα πέταλο της Τύχης. Μισανοίγει η θύρα, ξεπροβάλλει από πίσω ένα κεφάλι, Θεούλη μου, άλλη τρομάρα ετούτη! Πώς να το περιγράψω; Μια γριά γυναίκα –κι αν ήταν και γυναίκα δηλαδή, γιατί πιότερο έμοιαζε με τραβεστί, από κείνα τα πλάσματα που θαρρείς δεν έχουνε ούτε ηλικία ούτε φύλο– με μια κρεατοελιά στη μύτη της και τρίχες στο πηγούνι. Φορούσε ένα φακιόλι σωστό κουρέλι ίσα να σκεπάζει το γυμνό κρανίο και δυο μαύρα γυαλιά να καλύπτουνε τα μάτια· να ήταν άραγε τυφλή ή μήπως την ενοχλούσε το φως του ήλιου; Μας ρώτησε ποιες ήμασταν, είπαμε τα ονόματά μας. Μόνο η Δήμητρα θα μπει, με δύο δεν γίνεται η δουλειά. Εσύ, περίμενε στ’ αμάξι· η φωνή έβγαινε απ’ τα στήθια της σφυρίζοντας σαν ρόγχος. Κάνει μεταβολή η Κούλα, για μια στιγμή έμεινα στο κατώφλι ασάλευτη· να φύγω ή να μείνω; Στο μυαλό μου όμως ήρθε άξαφνα η εικόνα της Ειρήνης, ξεκόλλησα το πόδι το δεξί και προχώρησα παραμέσα.

Η γριά μού έδειξε τον δρόμο με το μπαστούνι της και μ’ οδήγησε ίσαμε το σαλόνι. Λίγο ακόμη και θα σκόνταφτα απάνω στον καθρέφτη, είχε τέτοιο σκοτάδι στο δωμάτιο που δεν έβλεπες ούτε τη μύτη σου. Με τρομάζει το σκοτάδι, από μικρό παιδί το φοβόμουν και πάντα άφηνα ένα φωτάκι να φέγγει στον διάδρομο για να με παίρνει ο ύπνος. Δεν ανοίγουμε καμιά κουρτίνα να μπουν οι αχτίδες του ήλιου όσο είναι ακόμα μέρα; τόλμησα να ψελλίσω. Δεν γύρισε καν να μ’ απαντήσει, άναψε μόνο ένα κερί επάνω στο τραπέζι με μια επιδεξιότητα και ακρίβεια στις κινήσεις της που μ’ έκανε να υποπτευθώ πως δεν ήταν στ’ αλήθεια τυφλή. Τα μάτια μου συνήθισαν γρήγορα στο μισοσκόταδο, πριν από την όραση όμως είχε έρθει ήδη στα ρουθούνια μου η μυρωδιά της μούχλας. Τα πάντα γύρω μου μύριζαν πολυκαιρισμένα, το ξύλινο πάτωμα με τα σκεβρωμένα του σανίδια, τα ξεφτισμένα χαλιά, τα ξεχαρβαλωμένα έπιπλα. Πάνω στον μπουφέ η σκόνη απλωνόταν δυο δάχτυλα παχιά όπως η ζάχαρη άχνη στους κουραμπιέδες κι από κάτω της ακουγόταν ο ψίθυρος των σκόρων και των σαρακιών που ροκάνιζαν το ξύλο. Στις γωνίες του ταβανιού η αράχνη έπλεκε τον ιστό της και πίσω από τις ξεφτισμένες ταπετσαρίες με τα ξεβαμμένα σχέδια που δεν διακρίνονταν από την βρομιά, η υγρασία φούσκωνε τους τοίχους. Αυτό το σπίτι θα πρέπει να είχε να αεριστεί και να καθαριστεί εδώ και πολλά-πολλά χρόνια, ένας υγρός τάφος, ένα μαυσωλείο όπου η μάντισσα είχε θαφτεί από μόνη της ζωντανή. Ή μπορεί να ήταν απλώς ένα υποβλητικό ντεκόρ για να ψαρώνουν οι αφελείς και η ίδια να ζούσε την υπόλοιπη μέρα σε κάποιο πολυτελές διαμέρισμα στο Κολωνάκι, ποτέ δεν ξέρεις με δαύτες.

Η γριά ξεκλείδωσε τον μπουφέ με ένα μικρό κλειδί που είχε περασμένο στον λαιμό της κι έβγαλε μια γυάλινη καράφα γεμάτη ίσαμε το χείλος μ’ ένα κατακόκκινο υγρό που φωσφόριζε μέσα στο κρύσταλλο. Γέμισε ένα μόνο ποτήρι κολονάτο, στο φέγγος του κεριού φάνηκε το ράγισμά του. Πιες! μου είπε μ’ έναν τόνο αυταρχικό που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Το πήρα στα χέρια μου, το μύρισα, το ήπια μονορούφι· η γεύση του ήταν γλυκερή κι αηδιαστική· φάρμακο και φαρμάκι. Δεν ξέρω τι διάολο είχε μέσα, δεν μπόρεσα να καταλάβω, με το που κατέβηκε κάτω όμως λύθηκε η γλώσσα μου και πήγαινε ροδάνι. Βαρέθηκε η γριά να μ’ ακούει, Πρέπει να σε υπνωτίσω τώρα, αλλιώς δεν γίνεται αυτό που θες να μάθεις. Με είδε να διστάζω, Κι αν μου συμβεί κάνα κακό; Κι αν τυχόν δεν ξυπνήσω; κι αμέσως με καθησύχασε, Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ, ξέρω πότε να σταματήσω. Να έχεις θάρρος και να μην χάνεις τον χρόνο σου, να ρωτήσεις κατευθείαν αυτό που ήρθες να ρωτήσεις, οι σκιές είναι βιαστικές και χάνονται και δεν ξαναγυρίζουν.

Άρχισε τότε να κουνά μπροστά στα μάτια μου ένα μενταγιόν κι ενόσω η χρυσή αλυσίδα του εκκρεμούς ταλαντευόταν πέρα-δώθε, ένιωσα να βυθίζομαι σ’ έναν λήθαργο που με ταξίδευε πίσω στο πατρικό μου. Βλέπω πρώτα τον πατέρα μου και τον πεθερό μου καθισμένους πλάι στην ξυλόσομπα να παίζουν τάβλι σιωπηλοί, με τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα από την φλόγα και την ένταση του παιχνιδιού. Έπαιζαν μια παρτίδα κάθε σούρουπο μετά το σχόλασμα και πριν το φαγητό, όμως ετούτη τη φορά κάτι δεν μου πήγαινε καλά, κάτι έλειπε από την εικόνα όπως την θυμόμουν. Μπαμπά, πού είναι ο νονός; έσκυψα και τον ρώτησα, γιατί δεν κάθεται μαζί σας; Σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα, Θα είναι κάπου έξω στην αυλή, μου απάντησε και έριξε τα ζάρια, εκείνα στριφογύρισαν και έδειξαν ασσόδυο, ποτέ του δεν στάθηκε τυχερός ο καημένος ο πατέρας. Βγαίνω στο περιβόλι, παγωνιά και χιονόνερο, γυμνά στα δέντρα τα κλαριά, τα φύλλα σάπιζαν στο χώμα. Ο νονός στεκόταν δίπλα στη συκιά και πάλευε να ζεστάνει τις παλάμες με το χνώτο του. Τον πλησιάζω και τον ρωτώ, Καλέ νονέ, τι κάθεσαι μόνος εδώ πέρα; Θα πουντιάσεις τόσην ώρα μες στο κρύο, γιατί δεν μπαίνεις στο σπίτι να ζεστοκοπηθούν τα κοκαλάκια σου, να έχεις και παρέα; Με κοίταξε λυπημένα και σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει. Δεν με θέλουν κοντά τους, είπε, ο πατέρας σου ούτε που μου μιλάει. Ξαφνιάστηκα. Ακόμα θυμωμένος είναι; Μα δεν τα βρήκατε μετά από τόσα χρόνια; Όχι, δεν θέλει πια να με βλέπει στα μάτια του, εμένα που ήμασταν σαν αδέρφια. Το ξέρεις δα τι πεισματάρης είναι. Δεν του λες κι εσύ καμιά κουβέντα μήπως και μαλακώσει; Στεναχωρήθηκα που τ’ άκουσα, μαύρισε η ψυχή μου, αλλά τι να σου κάνω; Δεν είχα χρόνο για χάσιμο, δεν είχα έρθει ως εδώ για να τους συμφιλιώσω, έπρεπε να βιαστώ να μάθω πού είναι η Ειρήνη.

Αρχίζω ν’ ανεβαίνω τη στριφογυριστή σκάλα που βγάζει στην ταράτσα, όσο ανέβαινα τα σκαλοπάτια ο καιρός ξάνοιγε, γινόταν ανοιξιάτικος. Φτάνω στο κεφαλόσκαλο, εκεί με περίμενε καθιστός ο άντρας μου και μου ‘φραζε τον δρόμο. Στα γόνατά του ακουμπούσε ένα περιοδικό και παιδευόταν να λύσει το σταυρόλεξο. Ήταν ατσίδα στα σταυρόλεξα ο Στέλιος μου, τα έλυνε στο πι και φι ακόμα και τα πιο δύσκολα, αυτά για έμπειρους λύτες. Όμως το σταυρόλεξο που κρατούσε στα χέρια του μάταια τυραννιόταν να το λύσει, τα τετραγωνάκια ήταν όλα μαύρα και οι ορισμοί των λέξεων έλειπαν. Σήκωσε τα μάτια από το περιοδικό και με κοίταξε αφηρημένα, έπειτα όμως μ’ αναγνώρισε και το πρόσωπό του έλαμψε. Έσκυψα να τον αγκαλιάσω αλλά τραβήχτηκε μακριά μου, η έκφρασή του σοβάρεψε και μ’ έδειξε με το δάχτυλο. Εγώ έχω φύγει πια, τώρα εσύ ‘σαι μάνα και πατέρας μαζί, είπε και παραμέρισε να περάσω.

Φτάνω επιτέλους στην ταράτσα, ντάλα ο ήλιος να καίει από ψηλά, φύσαγε όμως ένα απαλό αεράκι και δρόσιζε το καμίνι. Πέφτω πάνω στη μάνα μου, καταϊδρωμένη και με ανασηκωμένα τα μανίκια, ξεδιάλεγε τα ρούχα της μπουγάδας. Ήταν φουρκισμένη φαίνεται και γύρευε να ξεσπάσει πάνω μου τα νεύρα της. Ένα εκατομμύριο φορές σου το ‘χω πει! Όχι τα ρούχα όλα μαζί! Σ’ άλλο σκοινί τα λευκά, σ’ άλλο τα χρωματιστά. Αλλιώς ξεβάφουν! Δεν έδωσα σημασία, έκανα πως δεν άκουσα, έπιασα μόνο τη λεκάνη κι άρχισα να τα διπλώνω μπας και την καλοπιάσω. Μάνα, της λέω με τρόπο μόλις την είδα να μερεύει, μήπως πήρε πουθενά το μάτι σου την Ειρήνη; Νευρίασε πάλι, γυρνά και μ’ αγριοκοιτάζει, Την εγγόνα μου; Τι δουλειά έχει εδώ το παιδί; Για σε παρακαλώ! Μη λες τέτοια πράγματα! Αμαρτία! Τα ‘χασα για μια στιγμή, δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Μάνα, αν δεις την Ειρήνη μας, πες της ότι την αγαπάω και να γυρίσει πίσω. Τότε ήταν που θύμωσε για τα καλά και τα ‘βαλε μαζί μου. Να της το πεις εσύ η ίδια με τα λόγια σου, εγώ καμιά δουλειά δεν έχω. Αφού σου το ‘πα καθαρά, δεν είναι εδώ η Ειρήνη, τι δεν καταλαβαίνεις; Έκανα να την αγκαλιάσω μα γίνηκε καπνός και χάθηκε, την πήρε ο αέρας.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν παλαμάκια κι αισθάνθηκα ένα χέρι δυνατό να με τραβάει απ’ τα σκότη. Μισάνοιξα τα μάτια μου, το πρώτο που αντίκρισα ήταν το κερί, η φλόγα του να τρεμοσβήνει. Ήμουν ακόμα ζαβλακωμένη, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, δεν ήξερα πού βρίσκομαι και αν ονειρευόμουν. Βλέπω κατόπι τη γριά, το τυφλό της βλέμμα καρφωμένο πάνω μου πίσω από τους μαύρους φακούς. Χαμογελούσε, μ’ ένα χαμόγελο στραβό, θαρρείς και με το ζόρι. Λοιπόν; Έμαθες εκείνο που ‘θελες; με ρώτησε με ύφος αδιάφορο, σαν να μην την ένοιαζε καθόλου. Όχι! Τίποτα δεν έμαθα! της κάνω αγριεμένη, Πες μου τι σου οφείλω για τον κόπο σου. Δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να σηκωθώ να φύγω. Εάν δεν έμαθες τίποτα, τότε δεν μου χρωστάς και τίποτα. Έτσι πάει. Μου το ‘παιζε υπεράνω χρημάτων η μπαμπόγρια, μου την έδωσε στα νεύρα. Πάω να πάρω το παλτό μου απ’ την κρεμάστρα, τότε άξαφνα φωτίστηκε ο νους μου. Το κορίτσι μου ήταν ζωντανό κι όχι στον κάτω κόσμο, αυτό ήταν το σπουδαιότερο, όλα τ’ άλλα διορθώνονται, μόνο ο θάνατος δεν έχει. Έβγαλα από την τσάντα μου ένα δεκαχίλιαρο, της το ‘δωκα κι αντίο. Δεν μου ‘πε ούτε ευχαριστώ, ενώ μου άνοιγε όμως την εξώπορτα, μου γραπώνει το χέρι με τις νυχάρες της και μου λέει: Μη βγεις απ’ το σπίτι αύριο, να περιμένεις τηλεφώνημα.

Την άλλη μέρα το πρωί τηλεφώνησε η Ειρήνη. Μαμά, είσαι θυμωμένη μαζί μου; Θέλω να γυρίσω σπίτι. Κόπηκε η μιλιά μου. Να γυρίσεις πουλάκι μου, να γυρίσεις. Αλλά δεν της είπα πόσο την αγαπώ, δεν έβρισκα τις λέξεις.