Fade in:

Ένα χέρι ξεφυλλίζει βιαστικά κι αφηρημένα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, που και που ο δείκτης σημαδεύει την ημερομηνία, γραμμένη με χοντρό μαύρο μαρκαδόρο στη λεζάντα.

 

Voice-over:

Τι θυμάμαι απ’ τα ταξίδια μου; Τόπους, αξιοθέατα, μνημεία…; Ναι, σίγουρα… όμως… όχι και τόσο καθαρά πια. Καθώς τα χρόνια περνούν, οι εικόνες των τοπίων χλομιάζουν, τα χρώματα ξεθωριάζουν, τα περιγράμματα θολώνουν, οι διαστάσεις των αντικειμένων και των κτιρίων σαν να συρρικνώνονται. Χρειάζεται να καταφεύγει κανείς ολοένα και περισσότερο στην αντικειμενικότητα φωτογραφικών ντοκουμέντων για ν’ αναστηλώσει την αρχική του εντύπωση. Ή στην βοήθεια της φαντασίας του… Και τότε, στο μεταξύ μνήμης και φαντασίας μεσοδιάστημα, αναδύονται ξάφνου αναμνήσεις απρόβλεπτες, καταχωνιασμένες, που δεν ήξερες καν πως έχουν διατηρηθεί μέσα σου με τόση αφόρητη διαύγεια, αναμνήσεις μικρών, καθημερινών στιγμιότυπων, σαν αυτό που συνέβη μια Παρασκευή του Ιούνη του 2003, τη στιγμή που οι δείκτες των ρολογιών σημάδευαν ήδη το καταμεσήμερο, χρονική συγκυρία που εξηγεί τον αποπνικτικό καύσωνα που επικρατούσε στο κέντρο της πόλης όπου βρισκόμουν και που δεν ήταν η δική μου πόλη, η γενέθλια, η μητριά και μάνα, ήταν μια πόλη ξένη και σαν ξένη την ένιωθα ώσπου να την αγαπήσω, ακολουθώντας την συμβουλή του Τζων Μπάνβιλ που λέει ότι «Για να κάνεις δική σου μια πόλη, πρέπει να ερωτευτείς εκεί». Κι αν τυχόν γνωρίζετε ποιο είναι το μοναδικό βιβλίο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας που έγραψε ποτέ ο Μπάνβιλ, τότε μαντεύετε πως η πόλη την οποία κοίταζα με τ’ αδηφάγα μάτια του τουρίστα, ήταν η Πράγα.

 

Πανοραμικό πλάνο:

Το Χρατσάνυ και το κάστρο της Πράγας. Αργό travelling. Περισσότερο κι από οικοδόμημα, μνημείο ή μουσείο, περισσότερο ακόμη κι από οχυρό ή κάστρο, το Χρατσάνυ είναι μια ιδέα που μαρμάρωσε, ένα σύμβολο σμιλεμένο στην πέτρα, μια υλική πραγμάτωση της Εποπτεύουσας Αρχής, μιας Εξουσίας πάνω, έξω και χωριστά από την κοινωνία, μιας Εξουσίας ταυτόχρονα ορατής από παντού όσο κι απρόσιτης. Ο Πύργος του Κάφκα δεν είναι παρά μια λογοτεχνική συνεκδοχή του κάστρου της Πράγας, ενός κάστρου που η επέλαση του δημοκρατικού ιδεώδους και της μικροαστικής ευημερίας άλωσε και παρέδωσε έρμαιο στα στίφη τουριστών οπλισμένων με φωτογραφικές μηχανές και φορητές βιντεοκάμερες. Όταν όμως οι ορδές των τουριστών εισέβαλαν στο Παλάτι και το κατέλαβαν, βρήκαν την Αίθουσα του Θρόνου κενή· που είχε πάει λοιπόν η Εξουσία; Είχε για πάντα χαθεί; Ή μήπως είχε μετακομίσει και τώρα κρύβονταν σε καθημερινές αναμετρήσεις αβέβαιης έκβασης, τόσο συνηθισμένες ώστε να περνούν απαρατήρητες;

 

Flashback:

Υποκειμενικό πλάνο, κουνημένο: Εκεί βρισκόμαστε, με τον αδερφό μου, χαμένοι κι ανώνυμοι μέσα σ’ ένα ετερόκλητο πλήθος μαθητών σχολείων και τουριστών από κάθε φυλή του πλανήτη. Έχουμε μπει από την πίσω πύλη και πορευόμαστε προς το παλαιό κάστρο. Προορισμός μας η φημισμένη αίθουσα του Βλαντισλάβ, την οποία ο τουριστικός οδηγός που κρατώ ανά χείρας συνιστά ως λαμπρό δείγμα της γοτθικής αρχιτεκτονικής του ύστερου Μεσαίωνα. Αυτό που δεν αναφέρει ο οδηγός, είναι πως η αίθουσα βρίσκεται στον τρίτο όροφο και φυσικά ανελκυστήρες δεν υπάρχουν. Αφού όμως φτάσαμε ως την βρύση, να μην πιούμε νερό; Αργή ανάβαση, με το αναπηρικό αμαξίδιο γυρισμένο ανάποδα κι ελαφρά ανασηκωμένο, σούζα, οι μεγάλες πίσω ρόδες να πατούν στα σκαλοπάτια, οι μικρές μπροστινές να αιωρούνται στο κενό, η πλάτη στραμμένη προς το κεφαλόσκαλο. Οι κλίμακες είναι ευθύγραμμες και όχι ιδιαίτερα απότομες, εντούτοις η σκηνή έχει ένα στοιχείο suspense, το ιδιαίτερο εκείνο είδος εσωτερικά βιωμένης αγωνίας που το αισθάνονται μόνο οι συμμετέχοντες δίχως να γίνεται αντιληπτό απ’ τον θεατή. Διαδοχικά gros plans: οι ρόδες ν’ ανεβαίνουν με ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία, οι χειρολαβές σταδιακά να γλιστρούν απ’ τις ιδρωμένες παλάμες, οι μύες να σφίγγονται για να συγκρατήσουν το βάρος, τα δάχτυλα γαντζωμένα στα μπράτσα του καροτσιού. Η ένταση κλιμακώνεται όσο πλησιάζουμε στην κορυφή, ακόμη τέσσερα σκαλοπάτια, άλλα τρία, άλλα δύο, κοντεύουμε. Tatami shot και contre-plongée: εκείνες μας βλέπουν πρώτες, από τη βάση της σκάλας, κι αμέσως ξεκόβουν απ’ το τσούρμο των συμμαθητών τους και τρέχουν προς το μέρος μας για να βοηθήσουν. Ανεβαίνουν δυο-δυο τα σκαλιά, η παχουλή μπροστά, η αδύνατη φίλη της ν’ ακολουθεί από πίσω. Dutsch angle και plongée: από την άβολη, εκτός ισορροπίας στάση μου, τις παρατηρώ αφ’ υψηλού καθώς προσεγγίζουν. Δυο κορίτσια, 16, το πολύ 17 χρονών, ίσως και νεότερα. Ατημέλητα ντυμένες, σκισμένα και ξεβαμμένα blue jeans παντελόνια, αθλητικά παπούτσια, μακό φανελάκια, μαύρο η λιγνή μελαχρινή, ριγέ η καστανόξανθη χοντρούλα, μαθητικά σακίδια στους ώμους, το ένα πέφτει με τον άτσαλο διασκελισμό μα η καλή Σαμαρείτιδα δεν γυρίζει να το μαζέψει. Το ιππικό καταφτάνει καθυστερημένο, όταν μας προλαβαίνουν, ο αδερφός μου έχει ήδη οδηγήσει το αμαξίδιο στην ασφάλεια του ισιώματος και τώρα ξεφυσά λαχανιασμένος. Η προπορευόμενη σουφρώνει τα χείλη της και μορφάζει με μια αστεία γκριμάτσα απογοήτευσης, τζάμπα λοιπόν όλος αυτός ο κόπος κι η πρεμούρα; Μα όχι! η πρόθεση είναι που μετράει, της χαμογελώ και την ανταμείβω μ’ ένα μακρόσυρτο Thank you anyway! κι εκείνη υποκλίνεται, μισό-θεατρικά, μισό-κοροϊδευτικά, σαν κλόουν, ενώ η φίλη της συμπληρώνει την παντομίμα με μια καρπαζιά όλο τρυφερότητα. Δύο sedmikrasky· λιγότερο όμορφες, εξίσου σκανταλιάρες, περισσότερο συμπονετικές…

 

Wipe.

 

Mastershot:

Λίγο αργότερα. Η ξενάγηση έχει ολοκληρωθεί κι εμείς αποχωρούμε βγαίνοντας από την κεντρική πύλη. Στεκόμαστε για μια στιγμή στη σκιά να ξαποστάσουμε και τότε τις ξαναβλέπουμε. Περνούν από μπροστά μας μα δεν μας προσέχουν, δεν μας δίνουν καμιά απολύτως σημασία, ένα νέο παιχνίδι απορροφά όλο τους το ενδιαφέρον. Από τα σακίδιά τους βγάζουν πλαστικά μπουκάλια με νερό, στη συσκευασία του ενός λίτρου. Δεν το πίνουν, το χύνουν πάνω τους, στα μπράτσα, τα μαλλιά, τα μάγουλα, λούζονται, καταβρέχουν η μια την άλλη. Ο αισθησιασμός της στιγμής είναι διάχυτος, δυο νέα κορίτσια, αναψοκοκκινισμένα, μουσκεμένα, κάθιδρα, κολυμπούν μέσα στις αχτίδες του ήλιου που διαθλώνται στις σταγόνες που πιτσιλάνε τα κορμιά, κι εντούτοις κάτι λείπει, κάτι σαν την πινελιά του καλλιτέχνη που θ’ απογείωνε την εικόνα πέρα από τα όρια του τετριμμένου. Κάτι να συμβεί… Είναι η μελαχρινή αυτή τη φορά που θα κάνει την αρχή, κι η παχουλή φίλη της την μιμείται με κάποιον δισταγμό. Πλησιάζουν τον στρατιώτη με την γαλάζια στολή και το ερυθρόλευκο σιρίτι που στέκει ακίνητος στο ξύλινο φυλάκιο του. Χύνουν νερό στα δάχτυλα και τον ραντίζουν στο πρόσωπο. Πνιχτά γελάκια… Εκείνος δεν αντιδρά, αγαλματάκι ακούνητο, αμίλητο, αγέλαστο, ο στρατιώτης δεν είναι στρατιώτης, είναι ένα κέρινο ομοίωμα του ανθρώπινου εαυτού του, τείνει προς την εξαΰλωση, την μεταμόρφωσή του σε καθαρό σύμβολο μιας Εξουσίας-Φρουρού και Προστάτη, ο στρατιώτης είναι κι αυτός μια ιδέα που εντούτοις παραμένει εσαεί ημιτελής, ανολοκλήρωτη λόγω αστοχίας υλικού, ο άνθρωπος δεν προσφέρεται για αφαιρέσεις, δεν είναι πέτρα να σμιλευτεί, πηλός για να πλαστεί, ο άνθρωπος ραγίζει και σπάει, κι αυτό θ’ αποδείξουν ευθύς αμέσως οι δυο μαθητευόμενες μάγισσες που συνεχίζουν το πείραμά τους για τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Καθώς το μπουγέλωμα εντείνεται, ο φρουρός αρχίζει να δυσανασχετεί φανερά, το πρόσωπό του μπλαβιάζει, τα φρύδια του συνοφρυώνονται, τα μηνίγγια φουσκώνουν, το μήλο του Αδάμ ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά. Με κοροϊδεύουν; Βρωμόπαιδα! Δεν ντρέπεστε λίγο; Δεν πρέπει ν’ αφήσω να με παρασύρουν, πρέπει να μείνω ασάλευτος, δεν πρέπει ν’ αντιδράσω, δεν πρέπει, πρέπει… Ακόμη και μια παραπάνω σταγόνα θ’ αρκούσε για να ξεχειλίσει το ποτήρι, πόσο μάλλον ένας πίδακας, ένα συντριβάνι που ξεπηδά από τα φουσκωμένα μάγουλα της αναιδέστατης έφηβης και του καταβρέχει τα μάτια, αυτά τα γαλανά, ασορτί με την στολή του μάτια που θολώνουν… Ο άντρας βλαστημά ( ; ) κάτι στην ακατάληπτη γλώσσα του και τότε… Τότε ακούγεται ο ξερός ήχος του πυροβολισμού. Όλοι παγώνουν, τα κεφάλια στρέφονται προς τη σκοπιά, το μελαχρινό κορίτσι γουρλώνει τα μάτια και διπλώνεται στα δυο βαστώντας την κοιλιά του… Axial cut.

 

Παράλληλο μοντάζ:

Στην οθόνη της μνήμης η σκηνή προβάλλεται τεμαχισμένη, σ’ έναν αλλόκοτο συνειρμό, εναλλάξ με το φινάλε απ’ τον Κανόνα του Παιχνιδιού, του Ζαν Ρενουάρ. Όπως εδώ, έτσι κι εκεί, στ’ αποκορύφωμα της γιορτής, ακούγεται ένας πυροβολισμός. Πρόκειται για έγκλημα ζηλοτυπίας, κάποιος πέφτει νεκρός, ο λάθος άνθρωπος. Είναι φρικτό, είναι τραγικό, κι όμως ο σκηνοθέτης δεν το αντιμετωπίζει σαν τέτοιο, η σκηνοθεσία του δεν χάνει στιγμή την ελαφράδα της, την ανεμελιά της, ο Θάνατος δεν τερματίζει το Παιχνίδι, απλώς το διακόπτει για λίγο, ο Θάνατος δεν είναι το τέλος του Παιχνιδιού, είναι μέρος του, είναι ο Κανόνας του. Το στυλ υποκαθιστά φιλοσοφία και ηθική καθώς η αυλαία πέφτει κι ο γέρο-αριστοκράτης μουρμουρίζει: «Τουλάχιστον αυτός είχε φινέτσα. Σπάνιο στις μέρες μας».

 

Rewind και Slow motion:

Ένα δευτερόλεπτο μετά. Το ίδιο περιστατικό σε εξαιρετικά αργή κίνηση, ιδωμένο μ’ αναλυτικό, εξερευνητικό βλέμμα, σαν κάποιος ντετέκτιβ να ψάχνει σε διαδοχικά stop carré τα ίχνη ενός εγκλήματος. Μόνο που έγκλημα δεν υπάρχει, ούτε καν πυροβολισμός. Replay. Να, φαίνεται καθαρά: Έμπλεος οργής ο φρουρός ξεστομίζει μια βρισιά και κοπανά με δύναμη το κοντάκι του όπλου του στο ξύλινο δάπεδο. Jump cut: Ξερός, υπόκωφος ήχος, σαν μπαταριά, για μια στιγμή σε ξεγελά και σου παγώνει το αίμα… και μετά… την τρομάρα διαδέχεται η ανακούφιση, όλοι χαχανίζουν, το κορίτσι, λιγωμένο στα γέλια, διπλώνεται στα δύο κρατώντας την κοιλιά του, η φίλη της την αγκαλιάζει και (την) συγχαίρει για το κοινό τους κατόρθωμα. Έχουν κερδίσει το στοίχημα, έχουν θριαμβεύσει, ο στρατιώτης λύγισε, ο στρατιώτης ράγισε, δεν έγινε ιδέα, δεν απόσωσε να γίνει, το μολύβι έλιωσε, ο στρατιώτης ανθρώπεψε. Είναι καιρός  πια ν’ αποχωρήσουν, νικήτριες και τροπαιούχες, κι αυτό κάνουν τώρα, βαδίζοντας περιπαικτικά με βήμα χήνας, ώσπου χάνονται μέσα στο πλήθος. Fade out.

 

Flash forward:

Δέκα χρόνια μετά, σ’ ένα μπαρ των Αθηνών. Ακούει την αφήγηση δίχως να τον διακόπτει, χαμογελαστή κι ευδιάθετη, όμως στο τέλος δεν μπορεί να κρύψει μια κάποια απογοήτευση.

 

Shot to shot:

  • Και τα κορίτσια; Δεν τα ξαναείδες ποτέ;
  • Όχι βέβαια! Τέτοιες συμπτώσεις δεν γίνονται ούτε στα παραμύθια! Αλλά ακόμα κι αν έσπαγε ο διάβολος το ποδάρι του, νομίζεις πως θα μπορούσα ποτέ να τις αναγνωρίσω…; Ούτε με σφαίρες!
  • Άρα λοιπόν; Αυτό ήταν όλο; Έτσι τελειώνει;
  • Ναι, αυτό ήταν. Δηλαδή… δεν ξέρω… μου φαινόταν πάντα σαν η αρχή μιας ιστορίας, όχι το τέλος της. Μόνο που δεν ξέρω την συνέχεια, με καταλαβαίνεις;
  • Θα έπρεπε να προσπαθήσεις να την φανταστείς με το μυαλό σου τότε.
  • Ίσως… Το δοκίμασα… Να φανταστώ μια ερωτική ιστορία με τον στρατιώτη και τα δύο κορίτσια ας πούμε…
  • Όχι! Όχι αυτό! Θα ήταν το πιο προφανές, το πιο αναμενόμενο. Κάτι άλλο!
  • Σκέφτηκες ποτέ να την γράψεις;
  • Ναι, πολλές φορές. Αλλά δεν έχω βρει τον τρόπο… τον κατάλληλο τρόπο. Ο τρόπος είναι το παν, η ιστορία δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο… ένα ασήμαντο περιστατικό ήταν… ο αδερφός μου ούτε που το θυμάται καν…
  • Ασήμαντο, μπορεί, αλλά τότε γιατί έχει τόση αξία για σένα, που να το θυμάσαι και μετά από δέκα χρόνια;
  • Δεν ξέρω… ειλικρινά δεν ξέρω…
  • Άκου. Κάτσε και γράψ’ το. Θα σε βοηθήσει να καταλάβεις.
  • Θα πάρουμε άλλη μια βότκα;
  • Ναι, αμέ! Δυο σκέτες!

 

Voice over:

… κι εκείνα τα κορίτσια, τι να ‘γιναν άραγε…;

 Generique.