Υπάρχουν δύο διαφορετικά είδη πείνας, εκείνη των νηστικών και η άλλη των χορτάτων.
Ανάμεσά τους άβυσσος, όταν όμως καθίσουνε στο ίδιο το τραπέζι, τότε…
⁂
Δεν πεινούσα. Αλλά της πρότεινα να πάμε για φαγητό για να την ξεμοναχιάσω, μήπως πούμε και δυο κουβέντες σαν άνθρωποι, μέσα στο θέατρο αδύνατον να μιλήσεις. Ούτε κι εκείνη είχε πολλή όρεξη και στην αρχή μου έκανε τη δύσκολη, ήτανε λέει σε δίαιτα αυστηρή ενόψει του καλοκαιριού και τα βράδια έτρωγε μόνο γιαούρτι 0% λιπαρά, τα γνωστά τα γυναικεία. Τελικά όμως με τα πολλά δέχτηκε. Καλό σημάδι. Και βέβαια είναι καλό σημάδι βρε μαλάκα! Αφού σου το ‘λεγα, ζήτα της να πάτε για φαγητό και δεν θα μετανιώσεις. Η γκόμενα σε γουστάρει τρελά, στραβός είσαι και δεν το βλέπεις; Κόψε κάτι, καμιά φορά τα φαινόμενα απατούν, ας το πάμε λάου-λάου καλύτερα. Α καλά, εσύ αγόρι μου δεν παίζεσαι! Τζάμπα το φροντιστήριο που σου κάνω τόσα χρόνια. Εντάξει ντε, μη βαράς, σ’ ακούσαμε, πάμε παρακάτω.
⁂
Τον άκουσα και να ‘μαστε λοιπόν παρακάτω στους Διόσκουρους στον πεζόδρομο του Θησείου μεσάνυχτα Σαββάτου. Νύχτα χλιαρή, κόσμος πολύς, τραπεζάκια έξω. Η Κέλλυ να μελετάει αναποφάσιστη το μενού, Τι το κοιτάς τόση ώρα ρε κορίτσι μου, οικόπεδο θ’ αγοράσεις; Αφού το κρέας δεν το τρως, ψαρικά δεν θα παραγγείλεις στο τέλος; Αναποφάσιστος όμως κι εγώ, αν και όχι για το μενού, άλλο το δικό μου δίλημμα, Να της την πέσω ή να μην της την πέσω; Πλάκα μου κάνεις τώρα ρε μεγάλε; Εννοείται ότι θα της την πέσεις. Τέτοια ευκαιρία δεν χάνεται με τίποτα! Ποια ευκαιρία μωρέ, δεν άκουσες τι είπε, ότι μόλις χώρισε και θέλει να μείνει για ένα διάστημα μόνη της να συνέλθει; Και την πίστεψες; Εσύ αδελφέ μου είσαι τελείως μπούφος, έτσι δε λένε όλες τους για να το παίξουν κάπως; Ναι ρε αλλά μήπως είναι πολύ νωρίς από το πρώτο ραντεβού; Δεν είναι καλύτερα να περιμένουμε λίγο να γνωριστούμε; Μη μας περάσει η κοπέλα και για τίποτα λιγούρηδες. Ρε πας καλά; Αν δεν της την πέσεις, δεν θα σε περάσει για λιγούρη, θα σε περάσει για ταξιτζή, από κείνους που πηγαινοφέρνουνε μία γκόμενα και στο τέλος την πηδάνε κάποιοι άλλοι. Άκου με κι εμένα που σου λέω, άσε τις μαλακίες και όρμα!
⁂
Δεν τον άκουσα και να ‘μαστε τρεις ώρες αργότερα στο ίδιο το τραπέζι, με την πιατέλα με τα θαλασσινά σχεδόν άθικτη κι ακόμα να μιλάμε, στο φιλικό δήθεν, περί ανέμων και υδάτων, για σχέσεις και για δουλειές και για την παράσταση που είδαμε, μάπα η παράσταση αλλά της Κέλλυς της άρεσε, Δεν βρίσκεις κι εσύ ότι παριστάνει την κουλτουριάρα; Είμαστε οι τελευταίοι πελάτες, ο ταβερνιάρης ετοιμάζεται να κλείσει, πληρώνω το λογαριασμό, Παιδιά εσείς καθίστε όσο θέλετε, δεν τα μαζεύω τα πιάτα, θα περάσουν το πρωί τα γκαρσόνια να καθαρίσουν. Κατεβάζει τα ρολά, κλειδώνει, τα φώτα σβήνουν, πέφτει σκοτάδι, εμείς εκεί, απτόητοι, να συνεχίζουμε την πάρλα. Ώσπου ξαφνικά…
⁂
Ξεπετάγεται μπροστά τους, μαύρος σαν το σκοτάδι που τον γέννησε. Είναι το φάντασμα ενός σκελετωμένου άντρα αλλά αυτό θα το συνειδητοποιήσουν αργότερα, όταν συνέλθουν κάπως από το σοκ. Στην πραγματικότητα τη στιγμή εκείνη δεν τον είδαν καν, περισσότερο τον αντιλήφθηκαν από την μυρωδιά του, συνισταμένη όλων των δυσοσμιών της γης, απλυσιά, ιδρωτίλα, κατουρλιό, μούχλα και σαπίλα. Φοράει ένα πόντσο τόσο βρώμικο που είναι αδύνατον να μαντέψεις το αρχικό του χρώμα, τα μάτια του κατακόκκινα, το χνώτο του βρωμάει ασιτία. Το κορίτσι αφήνει μια κραυγή, μαζεύει τα πόδια του και κουλουριάζεται στην καρέκλα σαν να αντίκρισε κατσαρίδα. Εκείνος ενστικτωδώς βάζει το σώμα του ανάμεσά τους για να την προστατεύσει· μία δεσποσύνη σε κίνδυνο κι ο ιππότης που τη σώζει. Ή τουλάχιστον έτσι θα ήθελε να θυμάται τη σκηνή στο μέλλον, στο κοινό τους μέλλον, η αλήθεια όμως είναι ότι μένει κι αυτός στο κάθισμά του ακίνητος, καθηλωμένος από τον τρόμο. Όμως δεν κινδυνεύουνε πραγματικά, άλλος είναι ο στόχος του εισβολέα. Με τα κοκκαλιάρικα δάχτυλά του, με τα γαμψά και κατάμαυρα νύχια του αρπάζει από την πιατέλα τα θαλασσινά, γαύρους, μαρίδες, μύδια, γαρίδες, καραβίδες, χταπόδια, καλαμαράκια και δίχως χρονοτριβή τα χώνει στην μαρσιποφόρο τσέπη της κελεμπίας. Έπειτα, μ’ ένα σάλτο ο κλέφτης χάνεται αθέατος μέσα στο καμουφλάζ της νύχτας που του μοιάζει, για να απολαύσει ανενόχλητος την λεία του στο κρησφύγετό του. Εκείνοι ανασαίνουν μ’ ανακούφιση· Ουφ! Τι ήταν αυτό πάλι;
⁂
Δεν της την έπεσα της Κέλλυς εκείνο το βράδυ, μου είχε φύγει κάθε διάθεση. Κι αργότερα όμως, όταν είχαμε γίνει πια ζευγάρι, ποτέ δεν το συζητήσαμε το περιστατικό, μάλλον μας έφερνε σε αμηχανία. Ή ίσως και να μας έκανε να ντρεπόμαστε λιγάκι, ενώ δεν θα ‘πρεπε.
Ή μήπως θα ‘πρεπε;
⁂
Τέτοια ασήμαντα περιστατικά συμβαίνουνε πολλά στην πόλη μας την νύχτα.
Γιατί η πόλη είναι πολιτισμός ενώ η νύχτα ένστικτο και ανάγκη.
Σχoλιάστε