Τελείωσε. Τώρα πια ό,τι έγινε έγινε, τίποτα δεν αλλάζει. Εύκολο ήταν, πιο εύκολο απ’ ό,τι το φανταζόμουν. Λένε ότι δεν υπάρχει πιο φρικτό έγκλημα, ότι ο άνθρωπος μετά τρελαίνεται απ’ τις τύψεις. Μπορεί. Εγώ όμως νιώθω ήρεμος, σαν να ‘φυγε από πάνω μου ένα μεγάλο βάρος. Προς το παρόν, αργότερα θα δούμε. Ως εδώ πάντως μια χαρά τα κατάφερα. Χρόνια ολόκληρα το συλλογιζόμουνα και μου φαινότανε βουνό, να όμως που αποδείχθηκε παιχνιδάκι. Ένα τσίμπημα με τη σύριγγα της ινσουλίνης κι αυτό ήταν όλο. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί της έκανα την ένεση, το ίδιο κι απόψε. Δεν έτρεμαν τα χέρια μου, δεν ένιωθα το στήθος μου να κλωτσάει. Την καληνύχτισα, έσβησα μετά το φως και βγήκα απ’ το δωμάτιο κλείνοντας ξοπίσω μου την πόρτα. Δεν ήθελα να την δω να ξεψυχάει. Ήξερα ότι χρειάζεται λίγη ώρα να δράσει το δηλητήριο, το μόνο που είχα να κάνω ήταν να περιμένω. Αλλά πόση ώρα ακριβώς, αυτό δεν το γνώριζα, εξαρτάται απ’ την δόση και την αντοχή του οργανισμού. Γριά γυναίκα ήταν, πόσο θα βάσταγε; Μ’ έπιασε όμως τότε μια ανυπομονησία και έστησα αυτί να κρυφακούσω. Κοιμόταν; Απόλυτη ησυχία απλωνόταν στο σπίτι, η ανάσα της ακουγόταν ολοένα και πιο αδύναμη ώσπου έσβησε τελείως. Άφησα να περάσουν άλλα δέκα λεπτά και μετά μπήκα ξανά στο δωμάτιο. Πλησίασα στο κρεβάτι και έσκυψα από πάνω της κρατώντας ένα καθρεφτάκι. Κανένα χνώτο δεν νότισε το γυαλί. Ήτανε πια νεκρή, νεκρή για πάντα. Ένας ήσυχος, ήρεμος, ανώδυνος θάνατος, σπλαχνικός σχεδόν. Δεν της άξιζε. Θα έπρεπε κι εκείνη να υποφέρει όσο κι ο πατέρας, αυτό θα ήταν δικαιοσύνη. Θα ‘πρεπε να χάσει τα πάντα, την περιουσία της, την υπόληψή της, την ελευθερία της, ακόμα και τα λογικά της, όπως τα έχασε εκείνος όταν τον κλείσαν στο τρελάδικο. Θα ‘πρεπε να υποφέρει όπως εμείς τα παιδιά της όταν μας παράτησε στο ορφανοτροφείο για να κάνει τη ζωούλα της με τον θείο. Θα ‘πρεπε να πεθάνει με πόνους φρικτούς, φαγωμένη μέσα κι έξω απ’ την αρρώστια όπως ο εραστής της κι όχι να σβήσει έτσι ανώδυνα πάνω σ’ ένα μαλακό στρώμα με καθαρά και σιδερωμένα σεντόνια. Θα ‘πρεπε να πεθάνει στους πέντε δρόμους κι όχι μέσα στο πατρικό μας σπίτι που το μαγάρισε με τ’ ανομήματά της. Θα έπρεπε να μάθει όλος ο κόσμος ότι τιμωρήθηκε για τα κρίματά της και όχι να την θάψουν με τιμές σε αγιασμένο χώμα. Έτσι θα ‘πρεπε, αν υπήρχε Θεός. Αφού όμως Θεός δεν υπάρχει κι οι νόμοι των ανθρώπων αδιαφορούν, κάποιος έπρεπε να πάρει πάνω του την ευθύνη. Ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μου να κάνω, το έκανα. Αλλά μη μου ζητάτε κάτι παραπάνω. Δεν μπορούσα. Δεν είμαι τέρας, δεν είμαι κάνας βάρβαρος, τα αίματα δεν τα βαστώ ούτε στον κινηματογράφο. Αλλά δεν είμαι ούτε και ήρωας αρχαίας τραγωδίας, ο Άμλετ, ο Ορέστης. Είμαι ο Γιάννης Ιωαννίδης, 52 ετών, κάτοικος Άργους Ορεστικού, άγαμος, φαρμακοποιός στο επάγγελμα, άνθρωπος συνηθισμένος. Ζω με τη μητέρα μου τα τελευταία χρόνια. Ζούσα. Και δεν θέλω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου πίσω από τα σίδερα της φυλακής για χάρη της, μήτε και να με τρέχουνε σε αστυνομίες και δικαστήρια και να απολογούμαι. Εξηγήσεις δεν χρωστάω σε κανένανε, άσε που και να προσπαθούσα να εξηγήσω, ποιος θα με καταλάβαινε; Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα, άλλη επιλογή δεν είχα. Καλύτερα λοιπόν που έγινε μ’ αυτόν τον τρόπο, θα πάρω το μυστικό στον τάφο μου και κανείς δεν θα το μάθει. Κυρίως η αδερφή μου, για κείνη νοιάζομαι πιο πολύ. Γιατί αν το μάθαινε… Άσ’ την λοιπόν να νομίζει ότι πήγε από έμφραγμα, ένα ψέμα παραπάνω τι θα βλάψει; Το παίρνω κι αυτό επάνω μου. Κι αν ο μη γένοιτο με πιάσουνε, πάλι το ίδιο θα πω του ανακριτή, ότι εκείνη δεν ήξερε τίποτα, μόνος μου το σχεδίασα, δική μου η ευθύνη. Δεν θα με πιάσουν όμως. Έχω φροντίσει. Θ’ αφήσω πρώτα να περάσουν μερικές ώρες και το πρωί θα καλέσω τον γιατρό. Ότι έσβησε στον ύπνο της, θα πω, την βρήκα πεθαμένη. Θα το πιστέψει, είμαι σίγουρος, μήπως δεν γνώριζε ότι είχε την καρδιά της; Νεκροψία δεν πρόκειται να γίνει, αλλά και να γίνει, τίποτα δεν πρόκειται να βρουν, η ουσία θα έχει διαλυθεί, έτσι αναγράφεται στις ενδείξεις. Θα της κάνω μια κηδεία πρώτης τάξεως, θα παραγγείλω φέρετρο απ’ το πιο ακριβό ξύλο. Θα βάλω να της λαξέψουν μνήμα από μάρμαρο πεντελικό δίπλα στον τάφο του πατέρα· εκείνη ήθελε αποτέφρωση, όμως ετούτη τη φορά δεν θα περάσει το δικό της, θα κείτονται για πάντα θαμμένοι πλάι-πλάι. Θα παριστάνω τον θλιμμένο γιο, θ’ αφήσω τα γένια μου αξύριστα, θα φορέσω το μαύρο μου κουστούμι και πένθος στο μανίκι. Θα κάνω μια δωρεά στη μνήμη της στο συσσίτιο της Επισκοπής και στις σαράντα μέρες το μνημόσυνο. Μια φορά τον μήνα θα τους επισκέπτομαι στο νεκροταφείο. Θα βάζω φρέσκα λουλούδια στην ταφόπλακα, θα πετάω τα μαραμένα, θα τους ανάβω το καντήλι. Κι έπειτα…

Έπειτα, μάνα, θα φτύσω στον τάφο σου.