Το παραμιλητό

 

Ωραία γυναίκα. Και νέα, πολύ νεότερη από κείνον. Και προκομμένη. Και νοικοκυρά. Τι του βρήκε του μπάρμπα μου και τον παντρεύτηκε, είναι ν’ απορείς. Να ‘ταν κάνας πλούσιος, θα το καταλάβαινα. Αλλά δεν ήταν. Έναν μισθουλάκο έπαιρνε ο θείος, ίσα να βγαίνει ο μήνας, είχε κι εκείνο το προσφυγικό στην Καισαριανή, το πατρικό του, κι αυτό ήταν όλο. Οι φαρμακόγλωσσες στο σόι μου λέγανε βέβαια ότι τον πήρε για την άδεια παραμονής και την υπηκοότητα, να μην είναι παράνομη και την απελάσουν. Μπορεί. Εγώ πάντως δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Δηλαδή φαινόταν να τον νοιάζεται τον θείο κι άμα τους έβλεπες μαζί, έδιναν την εντύπωση πως ήταν αγαπημένοι. Έτσι νομίζω. Όχι ότι την ήξερα και τόσο καλά, δεν είχαμε και πολλά-πολλά εδώ που τα λέμε, τα τυπικά μόνο, ήταν κάπως κλειστός χαρακτήρας η Μανάνα και δεν την πλησίαζες εύκολα. Ίσως να μην έφταιγε κι η ίδια βέβαια γιατί κακά τα ψέματα, οι άλλοι της οικογένειας, στην αρχή τουλάχιστον, την έβλεπαν με μισό μάτι. Εμένα αυτό μου την έσπαγε και για να πάω κόντρα στους δικούς μου πιο πολύ, της έπιανα την κουβέντα. Αλλά δεν ανοιγόταν σ’ άνθρωπο. Θυμάμαι μια φορά που πάνω στη συζήτηση, έκανα το λάθος και τη ρώτησα για τον πρώτο της γάμο κι αμέσως το πρόσωπό της σκυθρώπιασε και σαν να μην ήθελε ν’ απαντήσει. Κουταμάρα μου αλλά δεν το ‘κανα από αδιακρισία, ούτε από περιέργεια, καμιά φορά ρωτάμε τον άλλον πράγματα δίχως να το σκεφτούμε, που ίσως είναι ενοχλητικά και θα ‘θελε να τα ξεχάσει. Ακόμα κι αργότερα όμως, όταν γέννησε τον Μιχάλη και η οικογένεια άρχισε πια να την αποδέχεται, ακόμα και τότε παρέμεινε λιγομίλητη όπως και πρώτα. Δεν ξέρω αν είχε γνωστούς απ’ την πατρίδα της που να τους εμπιστεύεται και να λέει τα βάσανά της, νομίζω όχι, σαν να τους απέφευγε κι αυτούς, έκανε παρέα περισσότερο με Έλληνες, σαν να ένιωθε πιο άνετα μαζί τους. Μόνο με τον Λαβρέντι διατηρούσε μια κάποια επαφή. Γέρος ο Λαβρέντι, είχε εκείνο το ψιλικατζίδικο επί της Παύλου Μελά όπου σύχναζαν οι Γεωργιανοί και λέγαν τα δικά τους. Ψώνιζα κι εγώ πότε-πότε από κει, χαρτάκια και καπνό για τα τσιγάρα, ανταλλάσσαμε και δυο λόγια με τον παππού. Ενθουσιάστηκε σαν έμαθε πως ήμουν ανιψιά της, εξ αγχιστείας έστω, μου έκανε χαρές κάθε που περνούσα από το μαγαζάκι. Όσο η Μανάνα ήταν σιωπηλή, τόσο εκεινού η γλώσσα πήγαινε ροδάνι. Και κουτσομπόλης μέγας. Λένε για μας τις γυναίκες καμιά φορά ότι μας αρέσει το κουτσομπολιό, αλλά κουτσομπόληδες σαν και τους άντρες δεν υπάρχουν! Από το στόμα του έμαθα τελικά την ιστορία του γάμου της. Του πρώτου γάμου εννοώ και πώς χώρισε με τον άντρα της. Παράξενη ιστορία. Θέλεις να την ακούσεις; Σ’ τα λέω όπως μου τα ‘πε…

Του γέρου του άρεσε να λέει ιστορίες, το απολάμβανε, το έκανε αργά και ραχατλίδικα όπως μια ιεροτελεστία. Έστριβε τα σταλινικά μουστάκια του, άναβε τσιγάρο, ρουφούσε μια γουλιά από το τσάι του κι έπιανε ν’ αφηγείται με προφορά βαριά και ορεσίβια που τα τριάντα χρόνια διαμονής στην Ελλάδα δεν κατάφεραν να εξαλείψουν. Την γλώσσα είχε στρωτή ελληνική, την προφορά καυκάσια, η φωνή μαρτύραγε τόσο την καταγωγή όσο και την διαδρομή του:

«Τιμούρ… Έτσι τον έλεγαν. Ανίψι μου, παιδί της αδερφής μου. Ο Τιμούρ και η Μανάνα. Έρωτας μεγάλος. Από μικρά παιδιά αχώριστοι, από το δημοτικό σχολείο. Τότε ακόμα δεν πείραζε που ‘ταν ο ένας χριστιανός κι ο άλλος μουσουλμάνος, κανείς δεν έδινε σημασία. Ίσα-ίσα, όσο υπήρχε Σοβιετική Ένωση, μη σου πω ότι οι Αρχές το έβλεπαν με καλό μάτι. Η συναδέλφωση των λαών, η Σοβιετική πατρίδα, το κοινό μας σπίτι, αυτά μας μάθαιναν στο σχολείο, ούτε Γεωργιανός, ούτε Τσερκέζος, ούτε Αμπχάζιος, όλοι Σοβιετικοί πολίτες. Ε, λέγε-λέγε, με το καλό, με το άγριο, σχεδόν το είχαμε πιστέψει. Ούτε και οι μεικτοί γάμοι ήταν τόσο σπάνιο πράγμα, μήπως κι η αδερφή μου Τσερκέζο άντρα δεν πήρε; Στο χωριό πάντως το ήξεραν και το κουβέντιαζαν ότι μια μέρα ετούτοι οι δυο θα παντρευτούνε. Της Μανάνας η οικογένεια βέβαια, τον Τιμούρ δεν τον ήθελε για γαμπρό και μια εποχή την πίεζαν να πάρει κάποιον άλλον. Στο τέλος είδε κι απόειδε, την έκλεψε και παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο, οπότε τι να σου κάνουνε κι εκείνοι; Παρά να χάσουνε την κόρη τους ολότελα, έβαλαν νερό στο κρασί τους και τους δώσαν την ευχή τους. Τον πρώτο καιρό όλα καλά, ο Τιμούρ δούλευε μηχανικός στο εργοστάσιο, η Μανάνα μάθαινε κομμώτρια, τα φέρναν βόλτα. Αλλά δεν βάσταξε πολύ η ευτυχία τους. Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, γίναμε κράτος ανεξάρτητο μετά από αιώνες. Τότε όμως έπιασε η διχόνοια. Όλες οι παλιές διαφορές ξεθάφτηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη. Τώρα είχε ξανά σημασία αν ήσουν ορθόδοξος ή μωαμεθανός, Γεωργιανός ή Τσερκέζος και ο καθένας ήθελε να ‘χει δικιά του πατρίδα ξεχωριστά απ’ τους υπόλοιπους. Οι οικογένειες όμως που είχαν δημιουργηθεί, αυτές πώς να χωρίσουν; Όταν ξέσπασε λοιπόν ο εμφύλιος πόλεμος οι δυο τους βρέθηκαν στη μπούκα του κανονιού, δεν τους ήθελαν πια ούτε απ’ τη μια πλευρά ούτε κι από την άλλη. Να χωρίσουν, ούτε λόγος, αγαπιόντουσταν ακόμα. Μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και ήρθαν στην Ελλάδα. Παράνομα, έτσι; Ούτε χαρτιά, ούτε βίζα, ούτε άδεια παραμονής, τίποτα. Και άφραγκοι από πάνω. Τη γλώσσα δεν την ήξεραν, από αγγλικά πέντε λέξεις, ξένοι σε ξένο τόπο. Τότε ήρθε ο Τιμούρ και με βρήκε μήπως τους βοηθήσω. Εγώ είχα ήδη τρία χρόνια εδώ πέρα και όσο να ‘ναι γνώριζα κάπως τα κατατόπια. Ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μου το έκανα, τους κανόνισα σπίτι να νοικιάσουνε, δουλειά να ‘χουν να τρώνε. Όχι σπουδαία πράγματα, δουλειές του ποδαριού, ο Τιμούρ στην οικοδομή, η Μανάνα να προσέχει κάτι γέρους, άλλο τίποτα καλύτερο δεν γινότανε. Τέλος πάντων, βολεύτηκαν κάπως οι άνθρωποι. Πήγαινα κάπου-κάπου και τους έβλεπα, με καλούσαν για φαγητό τις Κυριακές, ένιωθαν πως μου ‘χαν υποχρέωση. Σιγά-σιγά συνήθιζαν τη ζωή εδώ, έτσι νόμιζα, η Μανάνα πιο πολύ που έπαιρνε και πιο γρήγορα τη γλώσσα, ο Τιμούρ λιγότερο, έδειχνε μελαγχολικός, νοσταλγούσε το χωριό του. Έβαζαν όμως κάποια λεφτουδάκια στην άκρη να κάνουν κάτι δικό τους, έλεγα, θα προκόψουν. Ώσπου ξάφνου ένα πρωί, έρχεται ο Τιμούρ στο μαγαζί, τον βλέπω αναστατωμένο. «Τι τρέχει ανιψιέ; Κάτσε να πιούμε ένα τσάι να τα πούμε.» «Το και το θείε, η Μανάνα μ’ απατάει! Δεν ξέρω τι να κάνω.» «Σ’ απατάει; Η Μανάνα; Είσαι σίγουρος; Την είδες με τα μάτια σου;» «Δεν την είδα, την άκουσα!» «Τι άκουσες δηλαδή;» «Να! Την άκουσα να παραμιλάει! Στον ύπνο της!» «Και τι έλεγε;» «Α! Δεν ξέρω να σου πω ακριβώς, στα ελληνικά παραμιλούσε κι εγώ από ελληνικά ζήτημα είναι αν πιάνω δέκα λέξεις. Αλλά ξεχωρίζω ένα όνομα, Μανώλη και Μανώλη, όλο το ίδιο λέει, κάθε βράδυ, ε, δεν μπορεί, κάποιος άντρας θα ‘ναι, Έλληνας, αλλιώς δεν εξηγείται.» Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα, κάτι δεν μου πήγαινε καλά, δεν μπορούσα να την φανταστώ τη Μανάνα να κάνει τέτοιο πράγμα, αφού όλοι το ξέραμε πόσο τον αγαπούσε. «Άκου να δεις τι πρέπει να γίνει», του είπα στο τέλος, «θα την ηχογραφήσεις με το κινητό σου κρυφά δυο-τρεις νύχτες στη σειρά και μετά θα μου το φέρεις ν’ ακούσουμε μαζί τι λέει και τι δεν λέει και τότε πια θα ξέρουμε στα σίγουρα αν σε απατάει ή όχι.» Με τα πολλά συμφώνησε, μου ‘χε εμπιστοσύνη. Σηκώνεται και φεύγει, σε μια βδομάδα ξανάρχεται. Είχε ρέψει ο μισός από την αγωνία. Μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια του, τα βλέφαρα πρησμένα, εφτά νύχτες στη σειρά δεν κοιμήθηκε για να την παρακολουθήσει. Κλειδώνω αμέσως το μαγαζί, κλείνω παράθυρα και στόρια για να μη μας ενοχλεί κανείς, αυτά τα πράγματα δεν βγαίνουν παραέξω. Εδώ να στον πάγκο καθίσαμε, από τη μέσα πλευρά εγώ, όρθιος ο Τιμούρ από την άλλη, το κινητό στη μέση, πάτησε εκείνος το κουμπί, τέντωσα κι εγώ τα αυτιά να ακούσω. Παράξενη σκηνή, σαν να ‘μασταν δικαστήριο κι εγώ ο δικαστής. Άκουγα, άκουγα και τελειωμό δεν είχε, μου φάνηκε πως κράτησε αιώνες. Ώσπου κάποια στιγμή δεν άντεξα, με πιάσανε τα γέλια και άρχισα να γελάω νευρικά και να μην μπορώ να σταματήσω. Εκείνος νευρίασε, νόμιζε ότι τον κορόιδευα για τα κερατιάτικα, πήγε να μου χιμήξει. Ίσα που τον πρόλαβα. «Ανιψιέ,» του λέω, «σύνελθε κι έλα στα λογικά σου, δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο να παραλογίζεσαι. Ξέρεις βρε χαϊβάνι τι μουρμουρίζει η γυναίκα σου στον ύπνο της; Για τον κατάκοιτο τον γέρο που προσέχει λέει και πόσο την ταλαιπωρεί και την κουράζει. Κι αυτός ο Μανώλης που άκουγες, ξέρεις βρε ζώον ποιος είναι; Γυναίκα είναι βρε, όχι άντρας, η κυρία Μανώλη, η αφεντικίνα της, η κόρη του γέρου που την πληρώνει να τον κοιτάζει. Κατάλαβες τώρα; Άμε πάγαινε από ‘δώ και μη με ζαλίζεις άλλο.» Νόμιζα πως θα τον ημέρευα με τα λόγια μου, να μάθει πώς η γυναίκα του τού ήτανε πιστή και δεν ξενοκοιτούσε. Του κάκου όμως. Αντί να χαρεί, με κοίταζε σαστισμένος και με το στόμα ανοιχτό σαν χάνος. Λες και προτιμούσε να μάθαινε ότι τον απατάει. Ξάφνου βάζει τα κλάματα, κοτζάμ άντρας και να κλαίει με λυγμούς. «Μα δεν καταλαβαίνεις θείε; Δεν έχει σημασία, όλα τελειώσανε… Παραμιλάει στα ελληνικά στον ύπνο της… Είναι ζήτημα χρόνου.» Τον κοίταζα κι εγώ σαν χαζός. Όχι, δεν καταλάβαινα, πώς να καταλάβω την τρέλα που κρύβει στο μυαλό του ο καθένας; Τότε κι εκείνος τα μάζεψε και έφυγε χωρίς να πει κουβέντα. Έκανα μήνες να τον ξαναδώ. Πέρασε ένας χρόνος που δεν είχα νέα τους μα ούτε κι εγώ ενδιαφέρθηκα να μάθω, είχα δικούς μου μπελάδες την εποχή εκείνη με τον γιο μου που έμπλεξε με αλητοπαρέες. Ώσπου ένα πρωί εμφανίζεται στο μαγαζί, «Ήρθα να σε αποχαιρετίσω, θείε, γυρίζω στην πατρίδα.» «Και η Μανάνα;» «Με τη Μανάνα χωρίσαμε.» «Χωρίσατε; Μα γιατί; Πότε;» «Χωρίσαμε. Εκείνη εδώ, εγώ αλλού. Εκείνη ονειρεύεται στα ελληνικά, εγώ στη γλώσσα τη δικιά μας. Με κατάλαβες τώρα;» Ε ναι, κάτι είχα αρχίσει να καταλαβαίνω… 

  • Ωραία ιστορία. Δηλαδή όχι ακριβώς ωραία, ασυνήθιστη. Μπορώ να τη γράψω;
  • Και δεν την γράφεις; Άλλαξε μόνο τα ονόματα, αν και ποιος θα το καταλάβει;
  • Και ο Τιμούρ; Έμαθες απ’ τον γέρο τι απέγινε;
  • Αχα! Είχα κι εγώ την ίδια απορία και τον ρώτησα. Αλλά μην περιμένεις τίποτα τρελά δραματικό. Αν ψάχνεις για μυθιστόρημα, θα σ’ απογοητεύσω. Απ’ ό,τι μου ‘πε ο γέρος, γύρισε πίσω στον τόπο του, άνοιξε ένα συνεργείο αυτοκινήτων, παντρεύτηκε ξανά, Τσερκέζα τούτη τη φορά, απ’ τη φάρα του, έχει και τρία παιδάκια. Συνηθισμένα πράγματα. End of the story.
  • Και η Μανάνα; Σου μίλησε ποτέ γι’ αυτόν; Λες να τον σκέφτεται ακόμη;
  • Μπα! Δεν νομίζω. Κι οι μεγαλύτεροι έρωτες περνάνε και ξεχνιούνται…