Ξημερώνει Κυριακή. Δεν χρειάζεται να σηκωθείς απ’ τα χαράματα, μπορείς να μείνεις για λίγο ακόμα στο κρεβάτι και να χουζουρέψεις. Σκεπάζεσαι με την κουβέρτα, σε παίρνει πάλι ο ύπνος. Όχι για πολύ όμως, σε ξυπνάει ένας παράξενος θόρυβος, σαν από φτερούγισμα μεγάλου πουλιού. Στην αρχή δεν δίνεις σημασία, θα χάλασε το κλιματιστικό, σκέφτεσαι, αλλά ο βόμβος επιμένει, γίνεται ενοχλητικός. Σηκώνεσαι ζαβλακωμένος κι έχεις την απροσδιόριστη αίσθηση ότι κάτι αλλόκοτο συμβαίνει εδώ. Όλα δείχνουν φυσιολογικά, εσύ όμως διαισθάνεσαι μια αόρατη απειλή να πλανιέται τριγύρω, σαν ν’ αντικρίζεις την πραγματικότητα μες από παραμορφωτικό καθρέφτη. Μην πανικοβάλλεσαι, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, είσαι επιστήμονας, μην το ξεχνάς, επιστράτευσε λοιπόν τη λογική σου. Αυτό κάνεις, το αποδίδεις στο τζετ-λαγκ, την κούραση απ’ το ολοήμερο αεροπορικό ταξίδι με τις τρεις ενδιάμεσες ανταποκρίσεις, στα υπνωτικά χάπια που ήπιες το προηγούμενο βράδυ για να μπορέσεις να κοιμηθείς, στην αλλαγή περιβάλλοντος και κλίματος, στο γεγονός ότι ξύπνησες απότομα σ’ ένα άγνωστο δωμάτιο ξενοδοχείου αντί για το δικό σου. Βλέπεις τώρα; το κάθε τι έχει την εξήγησή του. Συνέρχεσαι κάπως, μπαίνεις κάτω απ’ τη ντουζιέρα, το κρύο νερό καθησυχάζει όσο κι ο ορθολογισμός. Καλύτερα, εμφανώς καλύτερα. Ο χώρος έχει επανέλθει στις φυσιολογικές του διαστάσεις. Πάει, πέρασε, αυτό ήταν. Ξυρίζεσαι, βάζεις καθαρά εσώρουχα, βγάζεις απ’ την βαλίτσα το γκρι κοστούμι, το μαύρο άσ’ το για την ομιλία σου στο συνέδριο. Ψάχνεις το ρολόι σου αλλά δεν το βρίσκεις πουθενά. Άλλο παράξενο κι ετούτο, πού να τ’ άφησες άραγε; Τηλεφωνείς στη ρεσεψιόν, η ώρα έχει πάει δώδεκα, παρακοιμήθηκες, δεν προλαβαίνεις το πρωινό. Δεν πειράζει, τουλάχιστον έχεις όλη την υπόλοιπη μέρα στη διάθεσή σου να εξερευνήσεις τ’ αξιοθέατα, το συνέδριο ξεκινάει τη Δευτέρα. Ο καθαρός αέρας θα σου κάνει καλό, θ’ αλλάξεις παραστάσεις. Άντε, κουνήσου! Φοράς το καπέλο σου και τα γυαλιά ηλίου και βγαίνεις έξω να περπατήσεις.

Και τότε το βλέπεις με τα μάτια σου να συμβαίνει…

Για μια στιγμή νομίζεις ότι ονειρεύεσαι, τσιμπιέσαι για να ξυπνήσεις. Κλείνεις τα βλέφαρα, μετράς μέχρι το 10 και μετά τ’ ανοίγεις ξανά. Όμως όχι, δεν υπάρχει αμφιβολία, δεν είσαι εσύ ο ονειρευόμενος, είναι η πραγματικότητα που έχει γίνει ονειρική. Αλλά και πάλι, πώς να πιστέψεις αυτό που αντικρίζεις;

Πετάνε! Παντού γύρω σου άνθρωποι που δεν βαδίζουν, ίπτανται! Αιωρούνται σε ύψος μερικών εκατοστών από το έδαφος, ανάλαφροι σαν αστροναύτες σε κενό αέρος. Οι νόμοι της βαρύτητας έχουν ανασταλεί κι εκείνοι φτερουγίζουν χωρίς όμως να έχουν φτερά, με μια μιμητική κίνηση των ώμων και των χεριών όπως τα παιδιά όταν αναπαριστούν στο παιχνίδι τους το πέταγμα των πουλιών. Μοιάζει τόσο εύκολο που ενστικτωδώς μπαίνεις στον πειρασμό να δοκιμάσεις. Χτυπάς πάνω-κάτω τα χέρια σου μα να πετάξεις δεν μπορείς, η εξαίρεση δεν ισχύει για σένα, η βαρύτητα σε κρατάει δεμένο στη γη. Είσαι ορνιθολόγος και αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά. Εκείνοι είναι πουλιά, εσύ είσαι πουλερικό. Τσίου-τσίου! Κο-κο-κό! Συνεχίζεις ωστόσο την προσπάθεια κι ας το καταλαβαίνεις ότι γίνεσαι περίγελως. Ένας γέρος σε κοιτάζει και με δυσκολία συγκρατεί τα γέλια του, ένα κοριτσάκι σε δείχνει με το δάχτυλο στη μαμά του. Αυτό είναι το πιο παράδοξο. Ότι κανείς δεν παραξενεύεται μ’ εκείνους που πετάνε, παράξενος τούς φαίνεσαι εσύ. Σε κυριεύει ναυτία, νιώθεις τα σπλάχνα σου ν’ αδειάζουν, σαν σαλιγκάρι που ένα μεταλλικό άγκιστρο το τραβάει έξω από το κέλυφος. Το στομάχι σου γυρίζει, δεν έχεις βάλει μπουκιά στο στόμα σου από χθες, πρέπει να φας κάτι επειγόντως να σε στηλώσει.

Με βήμα μεθυσμένου σέρνεσαι ως την πλατεία, στο πρώτο υπαίθριο καφέ που συναντάς, σωριάζεσαι ξέπνοος στο μπροστινό τραπέζι. Μια σερβιτόρα πλησιάζει αμέσως –πετώντας– να πάρει παραγγελία απ’ τους θαμώνες. Είναι με όλους πρόσχαρη κι ευγενική, οι πελάτες τής ανταποδίδουν τα χαμόγελα. Κανείς τους δεν φαίνεται να εκπλήσσεται. Προσποιείσαι κι εσύ τον αδιάφορο, κάνεις πως διαβάζεις το μενού, τα γράμματα χοροπηδούν μπροστά στα μάτια σου. Σε βλέπει αναποφάσιστο και προθυμοποιείται να σε βοηθήσει να διαλέξεις. Τελικά αποφασίζει εκείνη στη θέση σου. Ένας διπλός εσπρέσο, δυο κρουασάν βουτύρου κι ένα ψωμάκι μπριός είναι ό,τι πρέπει για να συνέλθεις. Μπουκώνεσαι με βουλιμία, καταβροχθίζεις το σνακ εν ριπή οφθαλμού αδιαφορώντας για την εικόνα που δείχνεις. Τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το σακάκι, ανάβεις τσιγάρο. Όπως όλοι οι χορτάτοι, προσπαθείς και πάλι να σκεφτείς λογικά, ωστόσο ετούτη τη φορά δεν ωφελεί, ο ορθολογισμός έχει κι αυτός καταργηθεί μαζί με τους φυσικούς νόμους. Φοβάσαι ότι τρελαίνεσαι, πως έχεις παραισθήσεις. Ζαλίζεσαι ξανά, παραπαίεις, γυρεύεις από κάπου να γαντζωθείς για να μην καταρρεύσεις.

Τη στιγμή που είσαι έτοιμος να λιποθυμήσεις, τον βλέπεις να κάθεται στο γωνιακό τραπέζι. Παρόλο που έχεις χρόνια να τον δεις, τον αναγνωρίζεις αμέσως. Η ίδια χαρακτηριστική φυσιογνωμία, η γαμψή σαν ράμφος μύτη, το μυτερό γενάκι, τα σμιχτά φρύδια, η ίδια εκκεντρική αμφίεση, το ριγέ γκρίζο κουστούμι, το παπιγιόν, τα λορνιόν κρεμασμένα γύρω απ’ τον λαιμό, το τσιμπούκι στα χείλη σβησμένο, το τυρολέζικο καπέλο με το φτερό, το μπαστούνι με την ασημένια λαβή με το κεφάλι του κυνηγόσκυλου. Και μολονότι δεν τον συμπαθούσες ιδιαίτερα στα φοιτητικά σου χρόνια, σήμερα χαίρεσαι στ’ αλήθεια με την απροσδόκητη εμφάνισή του. Δεν το φανταζόσουν μάλιστα ότι μια τυχαία συνάντηση θα σου προσέφερε τέτοια ανακούφιση. Ωστόσο αυτό που αισθάνεσαι είναι δικαιολογημένο και το ‘χουν νιώσει κι άλλοι όταν απαντούν έναν παλιό τους γνώριμο σ’ ανοίκειο περιβάλλον.

Ο γέρος πάντως δεν δείχνει να έχει αντιληφθεί την παρουσία σου. Είναι βυθισμένος στο διάβασμα της εφημερίδας, με τα pince-nez γυαλιά του στερεωμένα στην άκρη της μύτης, το υπογένειο ν’ ανεβοκατεβαίνει με κάθε του ανάσα σαν ανεμοδείκτης· μια σοφή όσο και αφηρημένη κουκουβάγια. Σηκώνεσαι και πλησιάζεις με προσμονή ναυαγού που διακρίνει σανίδα σωτηρίας. Τον χαιρετάς με την συγκρατημένη εγκαρδιότητα που συνηθίζεται μεταξύ οικείων αλλά και τον αρμόζοντα σεβασμό με τον οποίο απευθύνεται κανείς στον πρεσβύτερο δάσκαλό του:

  • Κύριε καθηγητά! Καλή σας μέρα! Πώς είστε;

Υψώνει το κεφάλι, για ένα δευτερόλεπτο δείχνει απορημένος που κάποιος τον αναγνώρισε, ίσως και λιγάκι ενοχλημένος που τον διέκοψαν στο πιο συναρπαστικό σημείο της ανάγνωσης. Ωστόσο με μια φευγαλέα ματιά παρατηρείς ότι η εφημερίδα είναι διπλωμένη στη σελίδα με τα νεκρώσιμα και τα εφημερεύοντα φαρμακεία· αυτό ήταν λοιπόν το τόσο ενδιαφέρον άρθρο που απορρόφησε όλη την προσοχή του; Μόλις όμως του συστήνεσαι, αμέσως σε θυμάται κι η διάθεσή του αλλάζει. Γίνεται μονομιάς εγκάρδιος, διαχυτικός, σε καλεί να του κάνεις παρέα, επιμένει να σε κεράσει. Άλλο που δεν ήθελες! Αποδέχεσαι την πρόσκληση, στρογγυλοκάθεσαι στο τραπέζι, ψάχνεις αφορμή να στρέψεις την συζήτηση στο θέμα που σε καίει. Εκείνος όμως αισθάνεται την ανάγκη πρώτα ν’ απολογηθεί για την αφηρημάδα του:

  • Νεκρολογίες, αγαπητέ μου! Όταν φτάνει κανείς στην ηλικία μου, κάθε μέρα που περνά χάνει και κάποιον συγγενή, γνωστό ή φίλο. Σήμερα ευτυχώς όχι. Οπότε, μπορούμε να πάμε παρακάτω. Εφημερεύοντα φαρμακεία! Όλο και κάποιο χάπι θα σου ‘χει τελειώσει χωρίς να το πάρεις είδηση. Μπορεί το πράσινο ή το πορτοκαλί μα πιο συχνά το άσπρο. Πού να τα θυμάσαι όλα;
  • Εσείς όμως κύριε καθηγητά δείχνετε θαλερός. Σαν να μην πέρασε μέρα από πάνω σας! Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω μετά από τόσα χρόνια! Ποιος να το φανταζόταν; Θα μιλήσω την Τρίτη στο συνέδριο, ξέρετε. Οποία τιμή να είστε παρών στην ανακοίνωσή μου!
  • Στο συνέδριο; Ποιο συνέδριο;
  • Μα… Στο 23ο ετήσιο συνέδριο της Παγκόσμιας Ορνιθολογικής Εταιρείας. Γι’ αυτό δεν έχετε έρθει κι εσείς; Για να παρευρεθείτε;
  • Εγώ; Όχι βέβαια! Πώς σου πέρασε απ’ το μυαλό κάτι τέτοιο; Έχω συνταξιοδοτηθεί εδώ και καιρό, δεν ασχολούμαι πια. Αυτά είναι για σας τους νέους.
  • Α, μάλιστα! Τώρα καταλαβαίνω… Είστε εδώ για να μελετήσετε το φαινόμενο, ε;

Του κλείνεις πονηρά το μάτι, μεταξύ σας αναπτύσσεται ένα είδος συνενοχής, ή τουλάχιστον, έτσι θέλεις να ελπίζεις. Ο καθηγητής όμως σε προσγειώνει ανώμαλα:

  • Το φαινόμενο; Ποιο φαινόμενο; Τίποτα δεν μελετώ. Εδώ μένω μόνιμα τα τελευταία χρόνια. Δεν την αντέχουν πια τα κοκαλάκια μου την υγρασία της πατρίδας. Μετακόμισα λοιπόν στο νησί για το καλό του κλίμα, μ’ ανακουφίζει απ’ τ’ αρθριτικά. Άμα φτάσεις κι εσύ στην ηλικία μου, θα καταλάβεις.

Σαστίζεις, διστάζεις να του απαντήσεις. Ίσως να σε δοκιμάζει, αν όμως έχεις παραισθήσεις και σε περάσει για τρελό; Σαν από μηχανής θεός, τη στιγμή εκείνη εμφανίζεται ξανά η ιπτάμενη γκαρσόνα κομίζοντας τον δίσκο με τ’ απεριτίφ που έχετε παραγγείλει. Την αφήνεις να σας σερβίρει κι έπειτα απομακρύνεται μ’ ένα ελαφρύ πετάρισμα των ώμων. Είναι ώρα να ρισκάρεις. Τουλάχιστον θα μάθεις αν έχεις τρελαθεί εσύ ή ο γύρω κόσμος.

  • Την… την είδατε;
  • Ποια; Την Παλόμα;1 Α, ναι! Ωραίο κορίτσι! Πανέμορφο! Εξωτική ομορφιά! Αχ και να ‘χα τα νιάτα σου! Αλλά πάει πια, πέρασε η μπογιά μου. Αυτά είναι για σας τους νέους!
  • Δεν… δεν εννοούσα αυτό. Μήπως… πώς να το πω; Δεν… δεν το προσέξατε ότι… Ότι πετάει;
  • Α, βέβαια. Πετάει. Αλλά και τι μ’ αυτό; Κι άλλοι πετάνε. Δεν είναι η μόνη.
  • Μα… δεν σας φαίνεται παράξενο;
  • Όχι, γιατί να με παραξενέψει; Παράξενο μάς φαίνεται μονάχα ό,τι δεν έχουμε συνηθίσει. Όπως σου είπα όμως, είμαι καιρό εδώ, δεν μου κάνει πλέον καμία εντύπωση.

Οι απαντήσεις του δεν είναι διόλου διαφωτιστικές, σου δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να υπεκφύγει. Τουλάχιστον όμως βεβαιώνεσαι ότι δεν έχεις τρελαθεί κι αυτό σε κάνει να αναθαρρήσεις. Θα επιμείνεις λοιπόν, κάτι παραπάνω γνωρίζει απ’ όσα λέει.

  • Πώς… πώς το εξηγείτε όμως; Δεν μπορεί, κάποια λογική αιτία θα υπάρχει. Κάποια εξήγηση…
  • Σαν τι εξήγηση δηλαδή;
  • Ε, να… δεν ξέρω… μόνο υποθέσεις είμαι σε θέση να κάνω… εικασίες. Πιθανόν να πρόκειται για κάποια μυοσκελετική ανωμαλία. Να είναι τα κόκκαλά τους κούφια όπως των πουλιών.
  • Αποκλείεται. Αν κάνεις μια βόλτα στην πόλη θα δεις αρκετούς υπέρβαρους ανθρώπους να πετάνε. Δεν είναι θέμα βάρους.
  • Ίσως να οφείλεται τότε σε γενετική μετάλλαξη. Μια τυχαία διασταύρωση γενετικού υλικού ανθρώπων και πτηνών.
  • Θ’ αστειεύεσαι μάλλον αγαπητέ μου. Είναι δυνατόν ένας επιστήμων ζωολόγος να μην γνωρίζει ότι διασταυρώσεις μεταξύ διαφορετικών ειδών του ζωικού βασιλείου είναι στείρες;
  • Έχετε δίκιο κύριε καθηγητά… εδώ όμως συμβαίνει κάτι το… το αδιανόητο… κάτι το… το εξωφρενικό. Κι αν… κι αν έχουμε να κάνουμε με κάποιο μυστικό κυβερνητικό πείραμα; Αν… αν χρησιμοποιούν αυτούς τους ανθρώπους σαν πειραματόζωα;
  • Και θα το άφηναν, λες, έτσι εκτεθειμένο σε κοινή θέα; Αχ νεαρέ μου! Με απογοητεύεις τώρα! Παραλογίζεσαι, γίνεσαι επιρρεπής σε θεωρίες συνωμοσίας.
  • Σε κοινή θέα, πράγματι. Κανείς όμως δεν μιλάει γι’ αυτό, γιατί;
  • Και να μιλούσε, ποιος θα τον πίστευε; Θα τον περνούσαν για τρελό. Μη μου πεις ότι πριν από λίγο κι εσύ ο ίδιος δεν αμφέβαλλες αν ήσουν στα λογικά σου. Ή μήπως θαρρείς ότι δεν κατάλαβα πως ήθελες να με ρωτήσεις αλλά φοβόσουν πώς θα σε χαρακτηρίσω; Βλέπεις λοιπόν; Μην ψάχνεις να βρεις κάποια συνωμοσία σιωπής. Απλή, στοιχειώδης ανθρώπινη ψυχολογία.
  • Κάποιος όμως οφείλει να κάνει την αρχή! Επιστήμονες είμεθα, έχουμε υποχρέωση να εξερευνήσουμε ετούτο το μυστήριο.
  • Μυστήριο; Ποιο μυστήριο; Κανένα μυστήριο δεν υπάρχει. Μερικοί άνθρωποι πετούν, οι περισσότεροι βαδίζουν, ορισμένοι δεν μπορούν ούτε το ‘να ούτε τ’ άλλο. Φυσιολογικά πράγματα. Μα γιατί απορείς; Σαν να μην έχεις αφομοιώσει λέξη απ’ τη διδασκαλία μου. Χαμένες πήγανε λοιπόν τόσες παραδόσεις;

Κουνάει αποκαρδιωμένος το κεφάλι, έπειτα μεγαλόψυχα σου δίνει μια δεύτερη ευκαιρία να περάσεις τις εξετάσεις. Επανάληψις μήτηρ μαθήσεως.

  • Τι σας μάθαινα επί χρόνια; Αιτία και ύπαρξη είναι δύο εντελώς ξεχωριστά πράγματα. Άπαξ και κάτι υπάρχει, δεν απαιτείται αιτιολογία για την ύπαρξή του.
  • Όμως… αυτή δεν είναι η αποστολή της επιστήμης; Να εξηγεί τα ανεξήγητα;
  • Ίσως ναι, ίσως όμως και να έχουμε κάνει λάθος. Μπορεί ο ρόλος της επιστήμης να είναι διαφορετικός, όχι να ερμηνεύει αλλά να αποδέχεται. Να αποδέχεται όσα αδυνατεί να κατανοήσει.
  • Μα έτσι ακυρώνετε όλη την επιστημονική πρόοδο! Είναι σαν να διαγράφετε μονομιάς τον μόχθο χιλιάδων επιστημόνων που επί αιώνες, και συχνά κάτω από δύσκολες συνθήκες, πασχίζουν ν’ ανακαλύψουν την αλήθεια, να κατανοήσουν τους νόμους που διέπουν την Φύση και το Σύμπαν.
  • Τίποτα δεν διαγράφω. Αλλά νομίζω πως ακριβώς εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Προσπαθούμε να διατυπώσουμε νόμους και κανόνες, ξεχνάμε όμως τις εξαιρέσεις. Δεν έχουμε προνοήσει στα συστήματά μας θέση για τις εξαιρέσεις. Οι άνθρωποι αυτοί είναι απλώς η εξαίρεση σ’ έναν γενικό κανόνα. Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει η ύπαρξή τους, ίσα-ίσα θα έπρεπε να την θεωρούμε αναμενόμενη.

Έχεις αρχίσει να παθιάζεσαι, η γλώσσα σου προτρέχει, λέξεις κι επιχειρήματα, όσο εύλογα κι αν ακούγονται, ξεφεύγουν απ’ τον έλεγχο της σκέψης, αναπηδούν αντανακλαστικά σχεδόν, όπως το μπαλάκι του πινγκ-πονγκ σ’ ένα παιχνίδι μεταξύ ισοδύναμων αντιπάλων. Ισοπαλία όμως δεν προβλέπεται, κάποιος στο τέλος θα ηττηθεί και κάποιος θα νικήσει.

  • Δεν θα συμφωνήσω μαζί σας. Παραβλέπετε τελείως το τεράστιο όφελος που θα μπορούσε να προκύψει από μια τέτοια επιστημονική ανακάλυψη. Αν ήταν δυνατόν να μάθουμε να πετάμε; Δεν θα ‘ταν ευχής έργο; Το όνειρο της ανθρωπότητας από τ’ αρχαία χρόνια θα γινόταν πράξη για όλους κι όχι μονάχα για μερικούς προικισμένους απ’ την τύχη. Μη μου πείτε πως κι εσείς δεν θα θέλατε να πετάτε.
  • Εγώ; Όχι, προς Θεού! Να θέλω να πετάξω; Γιατί; Το πέταγμα δεν είναι στη φύση του ανθρώπου. Ας μπορώ να περπατώ όσο βαστάνε τα ποδάρια μου, έστω και με τη βοήθεια ετούτου ‘δώ του μπαστουνιού κι αυτό μου φτάνει. Τα φτερουγίσματα είναι για σας τους νέους.
  • Μα δεν μπορεί, ήσασταν κι εσείς νέος κάποτε, δεν γίνεται να μην το έχετε ονειρευτεί.
  • Ναι, ψέματα να μη λέω. Όλοι στον ύπνο μας βλέπουμε ότι πετάμε. Ξυπνάμε όμως κάποια στιγμή, ξυπνάμε και μεγαλώνουμε. Και μαθαίνουμε ότι όπου υπάρχουν πουλιά, εκεί στήνονται και τα ξόβεργα. Να μου λείπει λοιπόν. Προτιμώ να είμαι ορνιθοσκόπος, ούτε κυνηγός, μήτε και θήραμα.

Αίφνης τον καθηγητή τον πιάνει ανυπομονησία. Δείχνει απρόθυμος να συνεχίσει τη συζήτηση ή ίσως να είναι αυτός ο τρόπος του να έχει την τελευταία λέξη. Προφασίζεται μια δικαιολογία, κάπου τον περιμένουν για το γεύμα και έχει ήδη αργήσει. Πληρώνει βιαστικά τον λογαριασμό, ρίχνει μια κλεφτή ματιά στο ρολόι του κι ετοιμάζεται να φύγει. Μα… για στάσου μια στιγμή! Το ρολόι… το ρολόι που φοράει στο χέρι του… Αυτό δεν είναι; Το… το δικό σου;

  • Κύριε καθηγητά! Μα πώς είναι δυνατόν; Εσείς φοράτε το ρολόι μου.
  • Το δικό σου ρολόι; Σε παρακαλώ νεαρέ! Τι υπονοείς; Παρεκτρέπεσαι νομίζω.
  • Κι όμως! Αυτό είναι το ρολόι μου! Θα το αναγνώριζα ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα. Να, δείτε! Στο πίσω μέρος έχει χαραγμένα τ’ αρχικά μου. Δύο Όμικρον ελαφρώς πεπλατυσμένα. Σαν μηδενικά. Όλιβερ Όκαμ2.
  • Σωστά! Ετούτα όμως είναι και τα δικά μου αρχικά. Όσκαρ Όμπερον3. Άρα τίποτα δεν αποδεικνύεται έτσι. Εξάλλου πώς θα μπορούσε το ρολόι σου να βρεθεί στον καρπό μου;
  • Έχετε δίκιο. Ζητώ συγγνώμη… δεν… δεν ήθελα να σας προσβάλω. Είναι όμως όλα τόσο περίεργα… τόσο μπερδεμένα… που…

Ο καθηγητής δεν έχει άλλο χρόνο για χάσιμο. Αν και κάπως μηχανικά, δέχεται τελικά την απολογία σου και σε αποχαιρετά δια χειραψίας. Ανανεώνετε το ραντεβού σας για την επομένη κι έπειτα τον βλέπεις να απομακρύνεται σφυρίζοντας έναν εύθυμο σκοπό στη μητρική του γλώσσα. Der Vogelfänger bin ich ja, Stets lustig, heissa, hopsassa! Ich Vogelfänger bin bekannt, Bei alt und jung im ginseng Land 4Καθώς τον παρατηρείς να χάνεται με το αργό του βήμα ανάμεσα στο πλήθος, έχεις ξαφνικά το δυσοίωνο προαίσθημα ότι δεν πρόκειται να ιδωθείτε ξανά.

Επιστρέφεις στο ξενοδοχείο βαρύθυμος και αποπροσανατολισμένος. Κλείνεσαι στο δωμάτιό σου και δεν κατεβαίνεις στην τραπεζαρία όπου σερβίρεται το γεύμα. Θα περάσεις όλη την υπόλοιπη μέρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι παρατηρώντας τα ιερογλυφικά που σχηματίζουν οι ρωγμές στην γυψοσανίδα της οροφής. Περιμένεις τον κούκο του ρολογιού να σημάνει μεσάνυχτα για να τηλεφωνήσεις στην Μελίσσα, υπολογίζεις ότι με την διαφορά της ώρας θα έχει πια επιστρέψει στο σπίτι απ’ το ιατρείο. Σου απαντάει όμως ο αυτόματος τηλεφωνητής· Μετά τον χαρακτηριστικό ήχο αφήστε το μήνυμά σας. Δεν αφήνεις κανένα μήνυμα, δεν ξέρεις τι να της πεις για όλ’ αυτά που συμβαίνον. Πλαγιάζεις πάλι κι ασυναίσθητα βυθίζεσαι στον ύπνο. Ονειρεύεσαι ότι πετάς, όχι μόνος σου όμως όπως άλλοτε, ανάμεσα σε σμήνος. Δίπλα σου φτερουγίζει τιτιβίζοντας η Παλόμα ενώ ο καθηγητής Όμπερον σας παρατηρεί με τα λορνιόν σκαρφαλωμένος σ’ ένα δέντρο. Δεν προλαβαίνεις ωστόσο να δεις την κατάληξη του ονείρου, σε ξυπνάει το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Είναι η Μελίσσα στην άλλη άκρη της γραμμής, ανησύχησε που δεν της τηλεφώνησες. Την διαβεβαιώνεις πως είσαι μια χαρά, μονάχα λίγο κουρασμένος απ’ το ταξίδι. Δεν πείθεται απ’ τα λόγια σου, ο ήχος της φωνής σου σε προδίδει κι εκείνη σε διαβάζει πια σαν ανοιχτό βιβλίο. Τι σου συμβαίνει Όλιβερ; Πώς να της εξηγήσεις; Της λες ότι την αγαπάς, τη σκέφτεσαι, σου λείπει· γιατί όμως, αφού δεν της λες ψέματα, αισθάνεσαι σαν ψεύτης; Αφηρημένος, την καληνυχτίζεις και της εύχεσαι όνειρα γλυκά ξεχνώντας ότι στο Λονδίνο είναι ακόμα μεσημέρι, έπειτα, τη στιγμή που κλείνεις τ’ ακουστικό αναστενάζεις μ’ ανακούφιση. Δοκιμάζεις ν’ αποκοιμηθείς ξανά ελπίζοντας να δεις στον ύπνο σου την συνέχεια του ονείρου, όταν όμως ξυπνάς το επόμενο πρωί δεν θυμάσαι τίποτε απολύτως.

Σηκώνεσαι νωρίς, το στομάχι σου γουργουρίζει απ’ την πείνα. Το συνέδριο ανοίγει τις πύλες του στις δώδεκα ακριβώς, έχεις αρκετό χρόνο στη διάθεσή σου για ένα χορταστικό πρωινό πριν από τις εργασίες. Η ελπίδα να συναντήσεις εκεί τον καθηγητή οδηγεί τα βήματά σου στο καφέ «Ο φλύαρος παπαγάλος». Το ραντεβού σας είναι προγραμματισμένο για τις δέκα, είσαι όμως βέβαιος ότι θα τον βρεις καθισμένο στο ίδιο τραπέζι να διαβάζει την εφημερίδα του. Διαψεύδεσαι. Αν και το μεταλλικό ταμπελάκι γράφει πάνω réservé, το κάθισμά του είναι άδειο. Η Παλόμα σε υποδέχεται με το χαμόγελο στα χείλη. Σκέφτεσαι ότι είναι πάντα έτσι εύθυμη επειδή μπορεί και πετάει, όταν όμως της το λες, κατσουφιάζει και δείχνει προβληματισμένη. Είναι στον χαρακτήρα μου, σου απαντάει πεισμωμένη, και όχι στα φτερά μου. Γρήγορα πάντως ξαναβρίσκει το κέφι της και σε πληροφορεί ότι ο καθηγητής δεν φάνηκε ακόμη, αν θέλεις όμως μπορείς να τον περιμένεις, όπου να ‘ναι θα εμφανιστεί. Κάθεσαι λοιπόν αναπαυτικά στη θέση του, παραγγέλνεις καφέ και breakfast αγγλικό, λουκάνικο, μπέικον, τηγανητά αυγά, φασόλια, μανιτάρια, ψωμί, ντομάτες. Σ’ τα σερβίρει σε χρόνο ρεκόρ και μαζί, σου φέρνει και την πρωινή εφημερίδα, γίνεται Γανυμήδης και Ερμής, μια πραγματική οινοχόος κι αγγελιοφόρος των θεών. Ενόσω χορταίνεις την πείνα σου με μεγάλες μπουκιές, ξεφυλλίζεις τη φυλλάδα μ’ ακανόνιστη σειρά, πρώτα τ’ αθλητικά, μετά τα πολιτιστικά, τελευταίες οι πολιτικές ειδήσεις. Αγώνες ποδοσφαίρου, οι κινηματογραφικές ταινίες της εβδομάδας, εκλογές, οικονομικά σκάνδαλα, πόλεμοι. Τίποτα το αξιοσημείωτο, τα συνηθισμένα νέα της ημέρας.

Ξαφνικά κάπου πέφτει το βλέμμα σου και ταράζεσαι, η μπουκιά σού κάθεται στον λαιμό, παραλίγο να πνιγείς, τα μάτια σου γουρλώνουν και δακρύζουν. Όμως τα δάκρυα δεν είναι απ’ τον πνιγμό αλλά από κείνο που διαβάζεις: στη σελίδα με τα νεκρώσιμα, μέσα σε μαύρο πένθιμο πλαίσιο, είναι τυπωμένη η αναγγελία του θανάτου του καθηγητή Όμπερον. Ο διαπρεπής πανεπιστημιακός απεβίωσε σε ηλικία 78 ετών από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου νωρίς το απόγευμα της Κυριακής. Η κηδεία θα πραγματοποιηθεί σε στενό οικογενειακό κύκλο στο νεκροταφείο της πόλης την προσεχή Πέμπτη. Την ώρα εκείνη εσύ θα βρίσκεσαι στο αεροπλάνο της επιστροφής και δεν θα την προλάβεις. Αυτό είναι το μόνο που καταφέρνεις να σκεφτείς καθώς απομένεις στήλη άλατος, με το ασπράδι του αυγού και μια λεπτή γραμμή σάλιου να κρέμονται απ’ το στόμα σου που χάσκει. Ότι δεν θα προλάβεις την κηδεία, όπως δεν θα προλάβεις ούτε και να συγκρατήσεις το ξαφνικό κύμα ναυτίας που σε κάνει να αναγουλιάζεις. Προτού προφτάσεις να τρέξεις ως την τουαλέτα, με έναν ανεξέλεγκτο σπασμό, το στομάχι σου ξερνάει ό,τι κατανάλωσε, τα τηγανητά αυγά, το λουκάνικο και το μπέικον, τα μανιτάρια, τα φασόλια και τις ντομάτες, σ’ έναν βρομερό κι αηδιαστικό χυλό. Σε λούζει κρύος ιδρώτας, γίνεσαι άσπρος σαν το πανί και σωριάζεσαι στο πάτωμα λιπόθυμος.

Όταν συνέρχεσαι, η Παλόμα είναι σκυμμένη από πάνω σου και σου καθαρίζει στοργικά το πρόσωπο μ’ ένα βρεγμένο πανί. Παρόλο που σου χαμογελάει ενθαρρυντικά, εσένα σε κυριεύει η ντροπή που σε βλέπει σε τέτοια χάλια, με το καλό σου σακάκι λερωμένο. Σηκώνεσαι βιαστικά και το βάζεις στα πόδια δίχως ούτε ένα ευχαριστώ, έπειτα μετανιώνεις, ξαναγυρνάς, πληρώνεις τον λογαριασμό, ψελλίζεις μερικές δικαιολογίες κι εξαφανίζεσαι. Τροχάδην πίσω στο ξενοδοχείο να προλάβεις ν’ αλλάξεις κουστούμι και μετά γραμμή για το συνεδριακό κέντρο. Φτάνεις ενώ οι εργασίες έχουν ήδη ξεκινήσει, η καθυστερημένη όσο και θορυβώδης είσοδός σου στην αίθουσα ακριβώς τη στιγμή που το σώμα τηρεί ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του καθηγητή Όμπερον, προκαλεί γενική αμηχανία. Έχεις και πάλι την αίσθηση ότι από την ώρα που πάτησες το πόδι σου στο νησί, διαρκώς γελοιοποιείσαι. Δεν πάει άλλο. Σκέφτεσαι να τα παρατήσεις όλα και να κλειδωθείς στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, να μην αντικρίσεις άνθρωπο μέχρι την ημέρα της αναχώρησης. Αντ’ αυτού, μένεις στο αμφιθέατρο και προσπαθείς να συγκεντρώσεις την προσοχή σου στις ανακοινώσεις. Μάταια. Λέξεις βαρύγδουπες, λατινικές ονομασίες και επιστημονικές ορολογίες άνευ νοήματος, ανούσιες φλυαρίες για την σωτηρία του υπό εξαφάνιση φαλακρού αετού των Ηνωμένων Πολιτειών ή για τις γλωσσικές ικανότητες του μπλε παπαγάλου των νησιών Γκαλαπάγκος· μα γιατί κανένας δεν ασχολείται μ’ αυτό που συμβαίνει εδώ; Εξίσου ασήμαντη σού φαίνεται όμως και η δική σου εισήγηση για τη μονογαμία των περιστεριών κι ας αφιέρωσες έναν ολόκληρο χρόνο στη μελέτη του αντικειμένου· όταν επιστρέψεις στο ξενοδοχείο θα την σκίσεις κομματάκια και θα την παραδώσεις στις φλόγες.

Και για τι θα μιλήσεις αύριο όταν έρθει η σειρά σου; Μα για τι άλλο; για τους ανθρώπους-πουλιά! Και σαν τι πρόκειται να πεις δηλαδή; Ετούτο ακόμα δεν το ξέρεις, θα αυτοσχεδιάσεις. Το σημαντικό είναι κάποιος ν’ ανοίξει τη συζήτηση, τα υπόλοιπα έπονται! Τώρα μάλιστα! Να μια απόφαση που σε γεμίζει περηφάνεια! Στον καθρέφτη που ξυρίζεσαι, δεν αντικρίζεις πια κάποιον σχολαστικό αλλά έναν πρωτοπόρο. Φαντάζεσαι κιόλας την διεθνή αναγνώριση που σε περιμένει, ίσως, -γιατί όχι;- και το βραβείο Νόμπελ. Θα χρειαστείς όμως αδιάσειστες αποδείξεις, κι έτσι περνάς όλο το απόγευμα αποθανατίζοντας τους ιπτάμενους διαβάτες με τη Leica ή κινηματογραφώντας τους με την κάμερα χειρός. Δεν τους ζητάς καν την άδεια, κανείς τους όμως δεν φαίνεται να ενοχλείται απ’ την αδιακρισία, μερικοί μάλιστα ποζάρουν αυτάρεσκα και η Παλόμα σού χαρίζει μια εναέρια πιρουέτα που αναδεικνύει τις πτητικές της δεξιότητες.

Την Ανάληψη στους αιθέρες της ματαιοδοξίας διαδέχεται η ανώμαλη προσγείωση στο σκληρό έδαφος της απόρριψης. Την επομένη, η παρουσίασή σου ενώπιον των πιο διακεκριμένων εκπροσώπων του κλάδου, γίνεται δεκτή με φωνασκίες, χαχανητά, ειρωνείες, σφυρίγματα αποδοκιμασίας, γιουχαΐσματα. Κάποιοι σύνεδροι αναρωτιούνται φωναχτά για την πνευματική σου ισορροπία και ο προεδρεύων αναγκάζεται να σου αφαιρέσει τον λόγο. Όταν δοκιμάζεις να διαμαρτυρηθείς για την λογοκρισία, δύο γεροδεμένοι άντρες της ασφάλειας του κτιρίου σε πετούν σηκωτό έξω απ’ την αίθουσα. Γιατί ξαφνιάζεσαι; Δεν θα ‘πρεπε, ο καθηγητής Όμπερον πάντως σε είχε προειδοποιήσει. Στρουθοκαμηλισμός ονομάζεται το φαινόμενο και δεν είναι τυχαίο ότι πήρε την ονομασία του από ένα πτηνό που δεν μπορεί να πετάξει. Όποτε οι άνθρωποι βρεθούν αντιμέτωποι με κάποιον κίνδυνο, θα εθελοτυφλούνε χώνοντας το κεφάλι τους στην άμμο, και τίποτα δεν τους τρομάζει περισσότερο απ’ το παράλογο που εξήγηση δεν έχει. Απορείς μάλιστα με τον εαυτό σου που είσαι ακόμα σε θέση να σκέφτεσαι νηφάλια και φιλοσοφημένα, αν και αυτό δεν σε βοηθάει και πολύ στην κατάσταση που έχεις περιέλθει. Η επαγγελματική σου υπόληψη έχει καταρρακωθεί, το συνάφι σου σ’ έχει εξοβελίσει, η νύχτα σε βρίσκει να περιπλανιέσαι στους δρόμους μιας άγνωστης πολιτείας, αποσυνάγωγος και ξένος.

Μαζί με το σκοτάδι, έρχεται κι ο τρόμος. Οι σκιές μεγαλώνουν στο πλακόστρωτο και τους τοίχους της παλιάς κακόφημης συνοικίας. Έχεις την παρανοϊκή υποψία ότι σε παρακολουθούν και η ζωή σου κινδυνεύει, προσπαθώντας να ξεφύγεις από τους αόρατους, ίσως και φανταστικούς διώκτες σου, χάνεσαι στον λαβύρινθο που σχηματίζουν τα καλντερίμια. Μέσα στον πανικό σου, ακούς θορύβους, γέλια, ομιλίες, φωνές που δυναμώνουνε, τακούνια στα πλακάκια. Επιταχύνεις το βήμα και κατευθύνεσαι προς τα κει, η πολυκοσμία υπόσχεται ασφάλεια, ένα μέρος να κρυφτείς ανάμεσα στο πλήθος. Στην πέτρινη γέφυρα, κάτω απ’ το χλωμό φως του φανοστάτη, ένα σμάρι πεταλουδίτσες της νύχτας περιπολούν προς άγραν πελατείας. Η έκφραση, όσο τυποποιημένη ή μεταφορική κι αν είναι, εν προκειμένω εμπεριέχει μια δόση κυριολεξίας, αφού ανάμεσά τους ξεχωρίζει μία που πραγματικά πετάει. Σε ξαφνιάζει η διαπίστωση ότι ένα πλάσμα προικισμένο με το θείο χάρισμα της πτήσης μπορεί να ξεπέσει τόσο χαμηλά, έπειτα θυμάσαι τον μύθο για τον εκπεπτωκότα άγγελο. Η Αντζέλικα είναι όντως ωραία σαν άγγελος κι ως άγγελος πετάει, πρόσεξε όμως μην το παρακάνεις με τις παρομοιώσεις, μερικές φορές τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται και άλλες πάλι είναι ακριβώς αυτό που δείχνουν. Δεν πετάει μόνο, κελαηδάει κιόλας. Με φωνή μαυλιστική σαν τ’ αηδονιού, σού υπόσχεται ότι θα σε ανεβάσει στον έβδομο ουρανό, με μόλις 100 δολάρια για μια ολόκληρη νύχτα. Εκλαμβάνεις την προσφορά της στην κυριολεκτική της σημασία· θα μπορούσε μήπως την ώρα που κάνετε έρωτα να σε σηκώσει στον αέρα και να πετάξετε μαζί; Σε κόβει με το μάτι υπολογίζοντας το βάρος σου, είσαι άντρας κανονικού αναστήματος κι εκείνη λεπτή και μικροκαμωμένη· με άλλα 100 δολάρια όμως είναι σίγουρη πως θα τα καταφέρει. Την οδηγείς στο ξενοδοχείο, ή μάλλον, πιο σωστά, σε οδηγεί εκείνη, μόνος σου θα έκανες ώρες να το βρεις κι ας απέχει μόλις πέντε λεπτά από τη γέφυρα.

Ένα ποτό για να σπάσει ο πάγος, εσύ θα χρειαστείς και δεύτερο για να κατευνάσεις επιπλέον και τις όποιες τύψεις σου για την απιστία. Ενώ γδύνεται αργά και αισθησιακά, σου γυρνάει την πλάτη και σου ζητάει να τη βοηθήσεις να ξεκουμπώσει την κόπιτσα του σουτιέν. Τώρα στέκει μπροστά σου ολόγυμνη, με την ανδρόγυνη σιλουέτα της να διαγράφεται στο ημίφως απόλυτα εκτεθειμένη στο βλέμμα σου. Αδιαφορείς για κάθε σημείο του σώματος που διεγείρει την ανδρική επιθυμία, το στήθος, τους γλουτούς, το τρίχωμα της ήβης, και η προσοχή σου όλη στρέφεται προς τα όργανα της πτήσης, τους μύες της ωμοπλάτης, τους βραχίονες, τους πήχεις. Τα παρατηρείς, τα ψηλαφείς, τα θωπεύεις. Τότε ο άγγελος ανεβαίνει πάνω σου και σ’ αγκαλιάζει, μηροί και λαγόνια σφίγγονται γύρω απ’ τη μέση σου, τα μπράτσα της τυλίγονται στον λαιμό σου. Τη στιγμή που διεισδύεις μέσα της, με μια απότομη ώθηση απογειώνεται και σε συμπαρασύρει, η άντωση σε ανυψώνει στον αέρα κι έτσι αγκαλιασμένοι αιωρείστε και οι δυο πάνω απ’ το κρεβάτι. Μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης, θα βιώσεις την υπερβατική εμπειρία που ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητά στον έρωτα μετά την απώλεια την πίστης. Μα δεν κρατάει πολύ. Ταλαντεύεστε για λίγο, έπειτα η δύναμη της βαρύτητας υπερισχύει, το βάρος σου αποδεικνύεται δυσβάσταχτο για τα λιγνά της χέρια. Σε αφήνει να γκρεμιστείς από ψηλά πάνω στο μαλακό στρώμα, Ίκαρος με τεχνητά φτερά που έλιωσαν στον ήλιο. Εκείνη ξεκαρδίζεται στα γέλια με την πτώση σου, εσένα σε καταλαμβάνει η πολυθρύλητη θλίψη των ζώων μετά την συνουσία. Θα δοκιμάσουμε ξανά, σου υπόσχεται για να σε παρηγορήσει, εσύ όμως κατάκοπος, της γυρνάς την πλάτη και αποκοιμιέσαι.

Ξυπνώντας το άλλο πρωί, ανακαλύπτεις ότι η Αντζέλικα έχει πετάξει μακριά αλλά μαζί της έχει κάνει φτερά και το δερμάτινο πορτοφόλι σου με όλο του το περιεχόμενο, ήτοι 538 δολάρια και 30 σεντς συν τις πιστωτικές σου κάρτες, και μόνο η φωτογραφία της Μελίσσα απομένει πάνω στο κομοδίνο να σε κοιτάζει μ’ ένα μειδίαμα που μοιάζει χαιρέκακο κι εκδικητικό. Ευτυχώς το χρηματοκιβώτιο όπου φυλάς το διαβατήριο και το βιβλιάριο τραπέζης δεν έχει παραβιαστεί, κάτι είναι κι αυτό. Ζαλίζεσαι, το κεφάλι σου πάει να σπάσει, άραγε να σε νάρκωσε προτού να σε ξαφρίσει; Δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις, ωστόσο δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία, ο άγγελός σου αποδείχτηκε πως ήταν κλέφτρα κίσσα5. Κάπου εδώ όμως το κεφάλαιο με τις παρομοιώσεις τελειώνει, καιρός να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα. Είσαι άνθρωπος της θεωρίας και των βιβλίων, αμάθητος στις καθημερινές συναλλαγές, θα χρειαστεί να επιστρατεύσεις όλη σου την υπομονή και την πρακτικότητα για να τα βγάλεις πέρα. Περνάς το πρωινό στο υποκατάστημα της τράπεζας προσπαθώντας να ακυρώσεις τις κλεμμένες κάρτες και συμπληρώνοντας αιτήσεις και ερωτηματολόγια για ν’ αποκτήσεις καινούργιες. Στο γκισέ η ουρά είναι μεγάλη, η διαδικασία εξελίσσεται αργά και παίρνει πολλές ώρες, στις δημόσιες υπηρεσίες δεν συναντάς ανθρώπους που πετούν, η γραφειοκρατία κόβει τα φτερά τους. Ψυχραιμία, όπου να ‘ναι ξεμπερδεύεις. Σειρά έχει η Αστυνομία. Όταν όμως φτάνεις μπροστά στην πύλη του αστυνομικού τμήματος, το θάρρος σου σ’ εγκαταλείπει. Διστάζεις ν’ ανέβεις τα σκαλιά, δειλιάζεις να καταγγείλεις μια κλοπή που σε κάνει να νιώθεις συνένοχος με τον δράστη. Πηγαινοέρχεσαι πέρα-δώθε αναποφάσιστος, ανάβεις το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, το ξανασκέφτεσαι και τελικά αποχωρείς άπρακτος. Αλλά γιατί βιάζεσαι τώρα; Έχει μεσημεριάσει πια για τα καλά, ίσα που προλαβαίνεις να επιστρέψεις στην τράπεζα που ετοιμάζεται να κλείσει. Σηκώνεις απ’ τον λογαριασμό σου 5.000 δολάρια, ο ταμίας σε κοιτά με γουρλωμένα μάτια. Τι τα χρειάζεσαι τόσα χρήματα για τις λίγες ώρες που απομένουν μέχρι την αναχώρησή σου; Κάποιο σχέδιο έχεις στο μυαλό σου, κάτι ετοιμάζεις… Τι;

[…]

  • Μάθε με να πετάω! Δείξε μου πώς! Θα σε πληρώσω! Όσα θες! Έχω λεφτά! Να, κοίτα!

Απλώνεις τα χαρτονομίσματα μπροστά της στο τραπέζι, φαντάζεσαι πως το κάθε τι έχει την τιμή του και μ’ αυτά μπορείς να την εξαγοράσεις. Η Παλόμα σε κοιτάζει κατάματα, δεν ξέρει αν πρέπει να γελάσει ή να σε οικτίρει. Δεν κάνει τίποτα απ’ τα δύο. Πρώτη φορά τη βλέπεις τόσο σοβαρή.

  • Μα… δεν γίνεται. Το πέταγμα δεν μαθαίνεται, ή το ‘χεις ή δεν το ‘χεις.
  • Κάποιος τρόπος θα υπάρχει. Άμα θέλεις κάτι πολύ…
  • Η θέληση δεν φτάνει. Το νησί είναι γεμάτο επισκέπτες που ταξίδεψαν ως εδώ για να μάθουν να πετάνε. Το θέλουν όπως εσύ κι ακόμα παραπάνω. Έρχονται γεμάτοι ελπίδες αλλά πέφτουν πάνω στους επιτήδειους που τους εξαπατούνε. Τους ζητούν ένα σωρό λεφτά, τους τάζουν πτήσεις στα ουράνια. Κανείς τους δεν έμαθε ποτέ του να πετά. Αλλά αυτό δεν είναι παράξενο. Το παράξενο είναι πως δεν μαθαίνουν απ’ το πάθημά τους. Αναζητούν τον επόμενο απατεώνα που θα τους ξεπουπουλιάσει. Ξανά και ξανά. Ώσπου να μείνουν ταπί. Πολλοί τρελαίνονται στο τέλος. Ανεβαίνουν σε μια ταράτσα ή σε κάποιο ύψωμα κι απλώνουν τα φτερά τους. Γι’ αυτό κι εγώ δεν κάνω τέτοια. Ούτε για όλο το χρυσάφι της γης. Δεν θέλω να το ‘χω βάρος.
  • Είναι έμφυτο δηλαδή;
  • Δεν ξέρω… κανείς δεν ξέρει. Άλλοι πετούν από μικροί, πριν καν μάθουν να σταθούν στα πόδια τους και ν’ αρχίσουν να περπατάνε. Σ’ άλλους πάλι συμβαίνει αργότερα, ακόμη και στα γεράματα μπορεί, ποια αιτία όμως το προκαλεί, άγνωστο.
  • Εσύ πώς έμαθες να πετάς; Σε τι ηλικία ήσουν; Ποιος σου έδειξε;
  • Κανείς! Από μόνη μου! Δεν ήμουνα και τόσο μικρή, είχα κλείσει τα δεκάξι. Κι ούτε και ήταν κάτι που ονειρευόμουνα, έτσι έγινε, τυχαία. Μια μέρα στο σχολείο απάνω στο παιχνίδι. Με κυνηγούσαν κάτι αγόρια απ’ την αντίπαλη ομάδα να με πιάσουνε κι έτρεξα μ’ όλη μου τη δύναμη για να τους ξεφύγω. Ε, και τότε ξαφνικά βζιιιννν! απογειώθηκα! Ούτε που το κατάλαβα πώς βρέθηκα να πετάω πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Είχε πολλή πλάκα όμως! Έπρεπε να ‘σουν από μια μεριά να δεις τα μούτρα τους που μ’ έχασαν έτσι μες απ’ τα χέρια τους. Ήταν τόσο αστείο! Ακόμα κι εσύ θα γέλαγες μίστερ, που ‘σαι πάντα κατσούφης.

Στην ανάμνηση της παρθενικής της πτήσης, η Παλόμα έχει και πάλι ευθυμήσει. Ενώ εσύ βυθίζεσαι στη μελαγχολία, εκείνη ξαναγίνεται η σκανταλιάρα έφηβη που ήταν τότε. Στροβιλίζεται τριγύρω σου χορεύοντας στον ρυθμό μιας χαμπανέρα που παίζει ένα αόρατο οργανέτο, με κάθε δίεση ανυψώνεται, σε κάθε ύφεση χάνει ύψος, απομακρύνεται,  πλησιάζει, σε φιλάει στο στόμα, έπειτα φτερουγίζει προς το μέρος απ’ όπου έρχεται η μουσική και χάνεται στο σκοτάδι ακολουθώντας τους ήχους όπως τα έντομα ελκύονται απ’ το φως. Πάει, πέταξε… Lamour est un oiseau rebelle 6

Πίσω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Προσπαθείς να κοιμηθείς μα ο ύπνος δεν σε παίρνει. Σε βασανίζει η επίγνωση μιας παταγώδους αποτυχίας. Έκρουσες την πύλη μα δεν άνοιξε. Από ‘δώ και πέρα θα υπάρχουν δύο κόσμοι, ο δικός σου, ο περιπατητικός, και ο άλλος, ο ιπτάμενος, όπου κατοικούν οι άνθρωποι-πουλιά, εσένα όμως η πρόσβαση σού έχει απαγορευτεί. Μόνο μια κλεφτή ματιά σού επιτράπηκε να ρίξεις στα ουράνια, όχι όμως και να εισέλθεις. Και τώρα βρίσκεσαι μετέωρος ανάμεσα σε δυο πραγματικότητες, μη ξέροντας πού ανήκεις. Στο εξής θα σε κατατρύχει η νοσταλγία του ανέφικτου, παντού θα νιώθεις ξένος.

Σηκώνεσαι απ’ το κρεβάτι κι ετοιμάζεις τη βαλίτσα σου. Αδειάζοντας φύρδην μίγδην τα πράγματά σου, ανακαλύπτεις στο συρτάρι του κομοδίνου το χαμένο σου ρολόι. Απορείς, δεν θυμάσαι να τ’ άφησες εκεί. Το εξετάζεις προσεκτικά σαν ν’ αμφιβάλλεις αν είναι όντως το δικό σου. Οι δείκτες έχουν σταματήσει, μάλλον θα φταίει η μπαταρία. Στο πίσω μέρος της πλακέτας είναι χαραγμένα τ’ αρχικά σου, δύο κεφαλαία Όμικρον πεπλατυσμένα σαν μηδενικά, ανάμεσά τους όμως παρατηρείς μια κάθετη γρατζουνιά που πρωτύτερα δεν υπήρχε. Η ρωγμή του χρόνου, σκέφτεσαι, το χάσμα μεταξύ του πριν και του μετά…

Η πτήση σου είναι προγραμματισμένη για τις εννέα, εσύ όμως βιάζεσαι να φύγεις. Πριν ακόμα χαράξει το πρώτο φως της μέρας, κάνεις check out στην ρεσεψιόν, πληρώνεις τον λογαριασμό, παραδίδεις το κλειδί του δωματίου και καλείς ταξί για το αεροδρόμιο. Στην διαδρομή ζητάς από τον οδηγό να πάει πιο γρήγορα, λες και δραπετεύεις από κει ενώ σε καταδιώκουν, και μόνο όταν φτάνεις στον προορισμό σου αισθάνεσαι και πάλι ασφαλής. Το αεροδρόμιο είναι μια ουδέτερη ζώνη που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο εδώ και το αλλού, βρίσκεσαι λοιπόν στο πουθενά, μπορείς να χαλαρώσεις. Στο καφέ παραγγέλνεις έναν διπλό εσπρέσο, αγοράζεις απ’ το κιόσκι την πρωινή έκδοση των Times. Έχεις ακόμα δύο ώρες στη διάθεσή σου μέχρι την απογείωση, κάπως πρέπει να τις γεμίσεις. Καταγίνεσαι με τη λύση του σταυρολέξου, κατόπιν κλιμακωτά μ’ εκείνη των sudoku, εύκολα, μέτριας δυσκολίας, δύσκολα, για προχωρημένους. Τα καταφέρνεις στα τρία πρώτα, στο τελευταίο όμως κολλάς, μήπως να δοκίμαζες έναν αριθμό στην τύχη;

Τότε ακούγεται απ’ τα μεγάφωνα η ανακοίνωση: Παρακαλείται ο κύριος Όσκαρ Όμπερον να προσέλθει στο γκισέ 23 για προσωπική του υπόθεση. Λιγότερο θα χλόμιαζες αν είχες αντικρίσει φάντασμα. Πετιέσαι από το κάθισμα και τρέχεις στο γκισέ, περίεργος ποιον πρόκειται ν’ αντικρίσεις. Η υπάλληλος αντιλαμβάνεται την ταραχή σου και σε ρωτά: Εσείς είστε ο κύριος Όμπερον; Το αρνείσαι εμφατικά, της δείχνεις ταυτότητα και διαβατήριο, κάνεις πως απομακρύνεσαι αλλά επιστρέφεις παραμονεύοντας ανάμεσα στις ουρές που σχηματίζουν οι τουρίστες. Η ειδοποίηση επαναλαμβάνεται άλλες δυο φορές αλλά δεν εμφανίζεται κανείς. Η ώρα περνά, τώρα οι ηλεκτρονικοί πίνακες ανακοινώσεων ενημερώνουν πως η πτήση 88 για Σιγκαπούρη-Ιστανμπούλ-Λονδίνο αναχωρεί εντός είκοσι λεπτών, καιρός να τα παρατήσεις και να επιβιβαστείς. Την ώρα που βολεύεσαι στο κάθισμα και δένεις την ζώνη ασφαλείας, παρατηρείς ότι το αεροπλάνο είναι πλήρες και μόνο η διπλανή σου θέση παραμένει κενή, να ήταν άραγε αυτή που προοριζόταν για τον καθηγητή; Το σιδερένιο πουλί απογειώνεται, είσαι στον αέρα.

Πετάς. Έτσι δε λέμε; Μεταφορικά βεβαίως, αφού το αεροσκάφος είναι κείνο που πετάει, εσύ κάθεσαι δεμένος και ακίνητος στην αναπαυτική πολυθρόνα της πρώτης θέσης. Συλλογίζεσαι ότι το πεπρωμένο του Homo Faber7 είναι να κατασκευάζει υποκατάστατα και πως οι μηχανές θα σώσουν τους ανθρώπους από τα όνειρά τους. Μετά, αφαιρείσαι και χαζεύεις απ’ το παράθυρο το μαγικό νησί να συρρικνώνεται σταδιακά στο μέγεθος ενός πέτρινου νούφαρου που επιπλέει στον ωκεανό. Η άκατος ίπταται πάνω απ’ τα σύννεφα και η θέα εξαφανίζεται απ’ τα μάτια σου.

Το ταξίδι προβλέπεται πολύωρο, κάπως πρέπει να σκοτώσεις τις ώρες σου. Βυθίζεσαι στην ανάγνωση των εντύπων που αγόρασες στο αεροδρόμιο. Στο ειδικό ένθετο της εφημερίδας για τις επιστήμες, ανακαλύπτεις ένα άρθρο για το 23ο Συνέδριο της Παγκόσμιας Ορνιθολογικής Εταιρείας. Ο ανταποκριτής ξεκινά με μια εκτενή αναφορά στον αιφνίδιο θάνατο του καθηγητή Όμπερον και εν συνεχεία κάνει μια σύντομη μνεία στην εξωφρενική θεωρία ενός τρελού επιστήμονα που, ούτε λίγο ούτε πολύ, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να πετάξουν. Στις φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο όμως, ο δαίμων του τυπογραφείου έχει μπερδέψει τις λεζάντες, τρελός είναι ο καθηγητής, εσύ είσαι ο νεκρός. Σε πιάνει νευρικό γέλιο. Τώρα ξέρεις.

Ξέρεις ότι μια μέρα θα επιστρέψεις στο νησί.

Ξέρεις ότι θα πεθάνεις εκεί.

Ξέρεις ότι δεν θα μάθεις ποτέ σου να πετάς.

 

Η          Π

Σ           Τ

Η           Ω

Τ            Σ

Π           Η

↑            ↓

 

 

Σημειώσεις

 

  1. Το περιστέρι στα λατινικά. Γυναικείο όνομα λατινικής προέλευσης.
  2. Έμμεση αναφορά στο Ξυράφι του Όκαμ, επιστημονική αρχή η οποία αποδίδεται στον Άγγλο φιλόσοφο, μοναχό και θεολόγο του 14ου αιώνα, Γουλιέλμο του Όκαμ. Στην απλούστερη διατύπωσή του, το Ξυράφι του Όκαμ εκφράζεται ως εξής: «Δεν πρέπει να προβαίνει κανείς σε περισσότερες εικασίες από όσες είναι απαραίτητες».
  3. Ο βασιλιάς των ξωτικών στη θεατρική κωμωδία του Σαίξπηρ, Όνειρο Θερινής Νυκτός.
  4. Άρια του Παπαγκένο από την όπερα του Μότσαρτ, Ο Μαγικός Αυλός. Πλάσμα υβριδικό, μισός άνθρωπος και μισό πουλί, ο Παπαγκένο τραγουδά: Είμαι των πουλιών ο κυνηγός / πάντα χαρούμενος και γελαστός / Ξακουστός σ’ αυτήν εδώ τη γη / με ξέρουν όλοι, γέροι και νιοι…
  5. Αναφορά στην ομώνυμη όπερα του Ροσσίνι. Η κίσσα είναι πουλί που ελκύεται από φανταχτερά αντικείμενα τα οποία και κλέβει.
  6. Ο έρως είναι ατίθασο πουλί. Χαμπανέρα από την όπερα Κάρμεν του Μπιζέ. Η χαμπανέρα είναι χορός λατινοαμερικάνικης προέλευσης.
  7. Άνθρωπος – κατασκευαστής. Συμπυκνωμένη έκφραση της ιδέας ότι ο ορθολογιστής άνθρωπος ελέγχει την ζωή και το περιβάλλον του κατασκευάζοντας και χρησιμοποιώντας εργαλεία.