Ανάμνηση μακρινή, από την προϊστορική εποχή που ακόμα ταξιδεύαμε και συνωστιζόμασταν άφοβα σαν τουρίστεςּ· την θυμήθηκα ξαφνικά πάλι εχθές, ίσως με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα των Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες.

Το καλοκαίρι του 1999 επισκεφθήκαμε μαζί με τον αδερφό μου την Αιώνια Πόλη. Πρωί του Ιούλη, ο ήλιος καίει κι εμείς ξεροσταλιάζουμε σε μία ατελείωτη ουρά μπροστά από τα μουσεία του Βατικανού, περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά μας για να μπούμε μέσα. Σε κάποια στιγμή από τον υπερβολικό καύσωνα και την υγρασία, αρχίζω να μην νιώθω καλά και με πιάνει δύσπνοια. Βρίσκομαι στα πρόθυρα λιποθυμίας και ο αδερφός μου μετακινεί το αναπηρικό αμαξίδιο σε κάποιο σκιερό μέρος, με αφήνει εκεί και σπεύδει να αγοράσει μερικά μπουκάλια νερό για να με συνεφέρει.

Ολόγυρα υπάρχουν πολλοί πλανόδιοι μικροπωλητές με τις καντίνες και τα καροτσάκια τους, πλησιάζει λοιπόν τον πρώτο τυχόντα, έναν δύσμορφο και τριχωτό μεσήλικα που πουλάει εμφιαλωμένα νερά και καφέδες και σάντουιτς μαζί με μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, προφανώς τη μητέρα του. Ο αδερφός μου ζητάει τρία μπουκάλια νερό και ο απατεωνίσκος, εκμεταλλευόμενος την αφόρητη ζέστη, του τα χρεώνει με ένα εξωφρενικό ποσό, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο, ας πούμε στο περίπου 30 σημερινά ευρώ. Βλαστημώντας μέσα απ’ τα δόντια του ο αδερφός μου πληρώνει τα χρήματα, βουτάει τα μπουκάλια και τρέχει άρον-άρον προς το μέρος μου να μου δώσει να πιω. Μου χύνει το ένα μπουκάλι στο πρόσωπο, πίνω το δεύτερο και ξεδιψάω, έρχομαι στα συγκαλά μου.

Εν τω μεταξύ η γριά μας παρακολουθεί και αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί. Αρχίζει τότε τον γιο της σ’ έναν εξάψαλμο δίχως σταματημό. Καθώς γνωρίζω τσάτρα-πάτρα την ιταλική, καταλαβαίνω μέσες-άκρες τι του σούρνει:

«Καλά, δεν ντρέπεσαι καθόλου; Τόσοι τουρίστες, τον ανάπηρο βρήκες να κλέψεις; Και πού; Μπροστά στα μάτια του Θεού; Δεν έχεις ψυχή μέσα σου; Δεν φοβάσαι τον Κύριο; Θα καείς στην Κόλαση!»

Τον ζάλισε με τις κατσάδες της, ώσπου στο τέλος αυτός χαμήλωσε το κεφάλι του ντροπιασμένος και με την ουρά στα σκέλια, σαν βρεγμένη γάτα, μας πλησίασε και μας επέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων ψελλίζοντας:

«Συγγνώμη, έγινε ένα λάθος με τα ρέστα, παρακαλώ συγχωρέστε με».

***

Οι άνθρωποι ανασαίνουμε τις αυταπάτες μας: Ασήμαντο το περιστατικό και όμως εντυπώθηκε με ενάργεια στη μνήμη και το έφερα μαζί μου σαν ένα είδος φυλαχτού ή ένα μαγικό ξόρκι: σκεφτόμουν ότι η αναπηρία μου ήταν το αλεξικέραυνό μου, το αλεξίσφαιρο που θα με προφύλασσε από κάθε απόπειρα εξαπάτησης. Όχι επειδή ήμουν δήθεν εξυπνότερος από τους άλλους, καθόλου, αλλά γιατί, θες από τον φόβο του Θεού, θες από σεβασμό και συμπόνια για την ανθρώπινη οδύνη, θες από ψυχική ευγένεια ή από συμμόρφωση με έναν κώδικα ηθικής, εμένα πάντως κανενός δεν θα του βάσταγε η καρδιά του να με κοροϊδέψει και να με ξεγελάσει. Και πορεύτηκα για χρόνους πολλούς με τούτη την ψευδαίσθηση, προστατευμένος και μακάριος μέσα στη σαπουνόφουσκα της αφέλειας και της ευπιστίας μου.

Ώσπου βρέθηκε κάποτε μία γυναίκα και με διέψευσε. Ας την πούμε Εύα…

Αλλά αυτή είναι μία άλλη ιστορία. Θα έρθει και η σειρά της…