Στον Χριστόφορο Πανταζή

 

Τα ρέστα μου, είπε κι έσπρωξε προς το κέντρο του τραπεζιού την τελευταία ντάνα από μάρκες που του είχαν απομείνει· εκείνες γκρεμίστηκαν πάνω στην πράσινη τσόχα όπως τα τούβλα ενός σπιτιού υπό κατεδάφιση. Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο το είχε κιόλας μετανιώσει· ποιος σοβαρός χαρτοπαίχτης θα πόνταρε τα ρέστα του σ’ ένα 3 σπαθί κι ένα 5 μπαστούνι, έστω και αν τα ρέστα αυτά δεν ήταν παραπάνω από 132 δολάρια και 60 cents; Ίσως όμως να μην ήταν και τόσο παράλογο να ποντάρει κανείς τα ρέστα του σ’ ένα 3 σπαθί κι ένα 5 μπαστούνι εάν λίγες ώρες πιο πριν είχε χάσει 1.000 δολάρια έχοντας δύο ρηγάδες από χέρι, αν το πρωί είχε θάψει στην αυλή το γέρικο σκυλί του, αν τον είχαν απολύσει από το εργοστάσιο, αν είχε πιάσει τη γυναίκα του με τον καλύτερό του φίλο, κι αν χρωστούσε του κόσμου τα λεφτά κι η προθεσμία έληγε την επόμενη μέρα· όπως όλα τα ψυχικά φαινόμενα, έτσι και η απόγνωση έχει κι αυτή τις νομοτέλειές της. Και πάλι όμως, δεν ήθελε να τον περάσουν οι συμπαίκτες του για άσχετο ή για απελπισμένο, κι ας του ήταν εντελώς άγνωστοι, αντίπαλοι της μιας νυχτιάς που δεν επρόκειτο να ξαναδεί ποτέ του. Γιατί λοιπόν να νοιάζεται τι θα σκεφτούν οι άλλοι; Στο κάτω-κάτω της γραφής ό,τι έγινε έγινε, να πάρει το ποντάρισμα πίσω δεν μπορεί, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και άναψε τσιγάρο.

Να όμως κάτι που δεν είχε υπολογίσει: ένας-ένας οι τζογαδόροι πήγαιναν πάσο· στα θολωμένα απ’ το ξενύχτι, το αλκοόλ και την αιθάλη μάτια τους, η αδιαφορία της παραίτησης παρερμηνεύτηκε ως αποφασιστικότητα για μια σίγουρη νίκη – ή ίσως να τους έτυχε κι εκείνων φύλλο άσχημο και γιατί να το ρισκάρουν; 132 δολάρια και 60 cents δεν ήταν δα κι αμελητέο ποσό για να το χαρίζουν βλακωδώς στον πρώτο εξυπνάκια. Οι πιο πετυχημένες μπλόφες προκύπτουν κατά λάθος, σκέφτηκε ο Τσανς θυμόσοφα και για μια στιγμή αναθάρρησε ότι η τύχη ίσως να του χάριζε μιαν ακόμη ευκαιρία να ρεφάρει.

Αμήχανη σιωπή απλώθηκε τότε στο δωμάτιο· όλοι περίμεναν τον τελευταίο παίκτη ν’ αποφασίσει, οι υπόλοιποι αδιάφορα, εκείνος με νευρικότητα που πλέον δυσκολευότανε να κρύψει. Απέναντί του δίγνωμος ο χοντρός Γιάνκης, ξεφύσαγε τον καπνό από το πούρο του και έτριβε τον ταυρίσιο σβέρκο του με τις ιδρωμένες του παλάμες. Τα βλέπω, αποφάνθηκε εν τέλει με έναν βρυχηθμό που στ’ αυτιά του Τσανς ακούστηκε σαν δυσοίωνο προάγγελμα θανάτου· όπως συμβαίνει συνήθως με τους νικητές, η ρέντα μιας ολόκληρης βραδιάς τον είχε κάνει άπληστο· 132 δολάρια και 60 cents ήταν αυτά, γιατί να του τα χαρίσει; Με προσοχή ξεδιάλεξε μερικές μάρκες από τον σωρό που είχε μπροστά του, η στήλη που σχηματίστηκε έμοιαζε με μικρό κομμάτι πάγου που αποκολλάται από ένα τεράστιο παγόβουνο. Την έσπρωξε με προσοχή στο κέντρο του τραπεζιού· τα πολλά ενάντια στα λίγα· ο κανόνας του παιχνιδιού, όλων των παιχνιδιών, του πολέμου και του έρωτα, του τζόγου και της οικονομίας, το μεγάλο ψάρι να τρώει το μικρό, προδιέγραφε την έκβαση κι αυτής εδώ της κόντρας.

Και τώρα η μονομαχία. Εφόσον είχαν μείνει μόνο οι δυο τους σ’ αυτόν τον γύρο και τα πονταρίσματα είχαν ολοκληρωθεί, δεν υπήρχε λόγος να κρατήσουν κρυφά τα φύλλα τους. Με μια αλαζονική κίνηση σιγουριάς ο χοντρός άνοιξε πρώτος τα δικά του και ο Τσανς είδε στην απέναντι άκρη του τραπεζιού μια ντάμα μπαστούνι να του γνέφει ειρωνικά αγκαλιά με τον βαλέ της. Χαμένος από χέρι, συλλογίστηκε, και σκέπασε τις κάρτες του με την παλάμη· ας μην του δώσω από τώρα του χοντρού τη χαρά της νίκης. Η μάνα άνοιξε το πρώτο φύλλο. 8 καρό, ούτε κρύο ούτε ζέστη. Το δεύτερο φύλλο όμως ήταν ένα πεντάρι κούπα, μωρέ λες; Η τύχη είναι ελεήμων με τους μελλοθάνατους και τους προσφέρει πάντοτε ένα τελευταίο τσιγάρο. Το τρίτο φύλλο ήταν άσσος καρό, καλά πάει το πράγμα, σκέφτηκε ο Τσανς και άρχισε κι αυτός να το πιστεύει, με το τέταρτο φύλλο όμως η τάξις αποκαταστάθηκε, μια δίδυμη ντάμα πίκα πλάγιασε στο τραπέζι και στο καπάκι δίπλα της ξάπλωσε κι ο βαλές της· τι ταιριαστό ζευγάρι! Game over· απόψε η ντάμα τύχη τον έσφαζε με το σπαθί, αύριο οι βαλέδες της θα τον λιάνιζαν με τα μπαστούνια. Δυο τριχωτές, ιδρωμένες χερούκλες απλώθηκαν σαν δαγκάνες και μάζεψαν το ποντάρισμα· Ωραία μπλόφα Τσανς, γρύλλισε ο χοντρός, παραλίγο να πιάσει.

Λοιπόν μάγκες, αυτό ήταν γι’ απόψε, τα λέμε, είπε περισσότερο σαν να μονολογούσε. Σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, τανύστηκε δήθεν να ξεμουδιάσει, φόρεσε το μπουφάν και βγήκε απ’ το δωμάτιο μέσα σε γενική αδιαφορία· οι άλλοι είχαν ξεκινήσει κιόλας τον επόμενο γύρο· για κάποιους η ζωή συνεχίζεται, για άλλους τελειώνει. Κατέβηκε τη σκάλα χωρίς ν’ ανάψει το φως, στα σκοτεινά αισθανόταν προστατευμένος. Άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε έξω στον δρόμο· ευτυχώς η βροχή είχε σταματήσει, το κρύο όμως ήταν τσουχτερό κι η υγρασία σου περόνιαζε τα κόκαλα. Κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του, συνειδητοποίησε όμως ότι είχε ξεχάσει πού το πάρκαρε και για κάποια λεπτά γύριζε γύρω-γύρω τα στενά σαν υπνοβάτης χαμένος στον λαβύρινθο της πόλης.

Στη γωνιά του δρόμου μια πόρνη εφημέρευε, τον πέρασε για πελάτη. Καθώς πλησίαζε προς το μέρος του λικνίζοντας τους γοφούς της, οι μπότες της ηχούσαν στο πλακόστρωτο σαν μετρονόμος που μαρκάριζε τον χρόνο· όταν έφτασε σε απόσταση ενός μέτρου, με μία κίνηση επιδειξία άνοιξε τη γούνα της, δεν φορούσε τίποτα από μέσα. Έδειχνε πολύ νέα, ίσως και ανήλικη, τα στήθη της ακόμη άγουρα, οι ρώγες ανατρίχιαζαν από την παγωνιά, γύρω από τον αφαλό ένα φίδι έτρωγε την ουρά του. Άλλο ένα λευκό σκουπίδι που πουλιέται για την δόση του, σκέφτηκε με κακία ο άντρας, κι η σκέψη αυτή τον ερέθισε περισσότερο κι απ’ το θέαμα της γύμνιας της· μπροστά σε κάποια που βρισκόταν σε θέση πιο δεινή απ’ την δική του, απολάμβανε μια φευγαλέα αίσθηση ανωτερότητας. Για μια στιγμή δοκίμασε τον πειρασμό να την πηδήξει κι ας μην είχε να πληρώσει. Θα την έπαιρνε στο αμάξι του, θα την οδηγούσε κάπου απόμερα για ένα γρήγορο γαμήσι στο πίσω κάθισμα κι έπειτα θα την παρατούσε στην μέση του δρόμου και όπου φύγει-φύγει· ποιος θα τον εμπόδιζε; Γιατί όμως να φορτώσει στην ψυχή του άλλη μια αμαρτία; Της χαμογέλασε και με μία θεατρική κίνηση κλόουν, τράβηξε τις φόδρες από τις τσέπες του παντελονιού του και τις έδειξε στο κορίτσι. Εκείνη του ύψωσε το μεσαίο δάχτυλο και βρίζοντας του γύρισε την πλάτη· καθώς απομακρυνόταν, ο ήχος απ’ τα τακούνια της ολοένα κι εξασθενούσε και χανόταν στην σιωπή της νύχτας.

Βρήκε τ’ αυτοκίνητο να τον περιμένει ένα στενό πιο κάτω· πώς δεν το ‘χε δει προηγουμένως; Μέχρι τη γέφυρα ήταν δεν ήταν δύο μίλια απόσταση, όσο κουρασμένος κι αν ένιωθε θα τα κατάφερνε να φτάσει ως εκεί. Θα τα κατάφερνε μόνος του αυτή τη φορά έστω και χωρίς την εύνοια της τύχης. Έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκίνησε να φύγει.