Στην πηγάδα

 

Τι εφιάλτης! Ονειρεύτηκε, λέει, έναν ξυλοκόπο με μαύρη κουκούλα στο κεφάλι του να πελεκάει με το τσεκούρι του ένα δέντρο, και με κάθε τσεκουριά, το δέντρο βογκούσε από τον πόνο, ώσπου στο τέλος άρχισε να γέρνει και να πέφτει. Έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε το δέντρο και κατρακυλούσε στην πλαγιά του βουνού ίσαμε την άβυσσο που ανοιγόταν στα ριζά του. Κι εκεί, στα βάθη της αβύσσου έπεφτε το δέντρο πάνω του και τον καταπλάκωνε και δεν τον άφηνε ν’ ανασάνει. Θεούλη μου! Τι τρομάρα ήταν τούτη!;

Όταν όμως άνοιξε τα μάτια του κάθιδρος, ξύπνησε μέσα στον ίδιο εφιάλτη. Δεν ήταν όνειρο λοιπόν; Ξαπλωμένος ανάσκελα, το κούτσουρο στο στέρνο του να του πνίγει την ανάσα και μια σουβλιά από το μάγουλο ίσαμε τον αυχένα, να τον σκίζει στα δύο απ’ τον πόνο. Απλωμένα σαν χέρια που ζητούν βοήθεια του δέντρου τα κλαδιά, από ένα άνοιγμα στη φυλλωσιά τους μπορούσε να διακρίνει έναν μαύρο, κυκλικό ουρανό να τον κοιτάζει από ψηλά αδιάφορα με το κυκλώπειο μάτι του, μια ματωμένη σελήνη που παραφυλούσε στο σκοτάδι. Ξανάκλεισε τα βλέφαρα, δεν άντεχε να βλέπει να τον βλέπουν. Μια μυρουδιά τον χτύπησε στη μύτη σαν από χασάπικο, ένιωσε να βυθίζεται σε μια παχύρρευστη λάσπη, τον έπιασε πανικός, ναυτία, αναγούλα. Από κάτω του όμως κάτι τον συγκρατούσε από την πτώση, ίσως ένα στρώμα από άλλα κούτσουρα, πεταμένα όπως-όπως. Με όση δύναμη του είχε απομείνει παραμέρισε τον κορμό απ’ το στήθος του, πήρε βαθιά ανάσα. Το στόμα του γεμάτο αίματα· αίμα δικό του; αλλωνών; το έφτυσε μ’ αηδία. Καλύτερα τώρα. Κάπως καλύτερα. Πολύ καλύτερα. Το μυαλό του πήρε στροφές, θυμήθηκε τον ξυλοκόπο, την κουκούλα, το τσεκούρι. Μέχρι εκεί όμως, μετά υπήρχε μόνο νύχτα, μια μαύρη τρύπα που έχασκε σαν ανοιγμένο στόμα να καταπιεί τους ίσκιους των φαντασμάτων. Λευτέρωσε τα χέρια του, ψαχούλεψε ένα γύρω, πέτρα υγρή σαν το κελί της φυλακής. Παγιδευμένος! Στον νου του ήρθε η εικόνα μιας σφήκας που είχε τρυπώσει σ’ ένα γυάλινο μπουκάλι μα δεν μπορούσε να βρει το στόμιο για να βγει από κει μέσα και τώρα κοπανούσε τα φτερά της στα τοιχώματα με πανικόβλητη τυφλότητα. Μα δεν είν’ έντομο αόμματο ο άνθρωπος κι ας έχει το κεντρί του, κι εκείνος έβλεπε ξεκάθαρα την έξοδο απ’ τον τάφο, ένα σκοινί μόνο χρειαζότανε για να σκαρφαλώσει. Σκοινί όμως δεν υπήρχε πουθενά, ούτε και ανεμόσκαλα, έπρεπε να την σιάξει με τα χέρια του. Έπιασε να στοιβάζει τους κορμούς τον ένα πάνω στον άλλον κι άρχισε να ανεβαίνει προς το φως σκαλοπάτι-σκαλοπάτι. Σε κάθε βήμα άκουγε κάτω από το βάρος του κλαδιά να τρίζουν και να σπάνε, με κάθε βήμα έβλεπε το τσιμπλιάρικο μάτι της Σελήνης να του γνέφει. Έφτασε κάποτε στο χείλος του πηγαδιού, έδωσε μια και βρέθηκε στον Επάνω Κόσμο. Ξαναγεννημένος, σαν μωρό που βγαίνει από την μήτρα.

 

 

“Ο Ευάγγελος Μαγγανάς γεννήθηκε το 1916 στα Κρεμμύδια Μεσσηνίας. Καραγωγέας το επάγγελμα, εντάχθηκε το 1944 στο νεοσύστατο Τάγμα Ασφαλείας Καλαμάτας με τον βαθμό του υπολοχαγού. Τον Σεπτέμβριο του 1944, μετά την μάχη του Μελιγαλά συνελήφθη αιχμάλωτος από μαυροσκούφηδες του ΕΛΑΣ, πυροβολήθηκε πισώπλατα ή κατά άλλες πηγές χτυπήθηκε με τσεκούρι και ρίχτηκε ετοιμοθάνατος στην πηγάδα απ’ όπου κατάφερε να δραπετεύσει πατώντας επί πτωμάτων.

Αργότερα, το 1946, επικεφαλής αποσπάσματος 1.000 ενόπλων εισέβαλε στην Καλαμάτα, απελευθέρωσε τους κρατούμενους ταγματασφαλίτες από τις φυλακές, συνέλαβε 80 ομήρους και εκτέλεσε 14 κομμουνιστές σε αντίποινα.

Για την πράξη του αυτή δικάστηκε δις. Αρχικά καταδικάστηκε ερήμην εις θάνατον, σε δεύτερη δίκη όμως απαλλάχτηκε και αφέθηκε ελεύθερος.

Σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα το 1966, όταν ανατράπηκε η μοτοσυκλέτα του στις στροφές της Καζάρμα.”

 

Από το βιβλίο Ο εμφύλιος στην Μεσσηνία, του ιστορικού Νικηφόρου Δεσύλλα.