Η συλλογή διηγημάτων που φέρει τον γενικό τίτλο Μνήμες – Μνήματα – Μνημεία, είναι το τέταρτο βιβλίο που γράφω αλλά το τρίτο που εκδίδεται εν Ελλάδι. Εάν το προηγούμενο έργο μου, η Σονάτα Waldstein, αποτέλεσε μια στροφή 180° στη συγγραφική μου πορεία, από το ιστορικό μυθιστόρημα προς την ερωτική πορνογραφία, η συλλογή ετούτη συνιστά μια αναστροφή. Όμως δύο διαδοχικές στροφές 180° σχηματίζουν έναν κύκλο 360° και έτσι βρισκόμαστε ξανά στην αφετηρία, επιστρέφοντας στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε.
Το πρώτο διήγημα της συλλογής, Του νεκρού αδελφού, ήταν το πρωτόλειό μου και γράφτηκε πριν από 16 έτη, το μακρινό 2007. Μία δεκαπενταετία το χωρίζει από τα υπόλοιπα πέντε διηγήματα που απαρτίζουν τον τόμο. Να λοιπόν που και πάλι το πρώτο βήμα συναντιέται με το πιο πρόσφατο στο μέσο μιας διαδρομής. Ξαναδιαβάζοντάς το μετά από τόσα χρόνια μπορώ να διαπιστώσω τι άλλαξε, τι έμεινε το ίδιο. Τα βασικά μοτίβα ενός προσωπικού στυλ βρίσκονται εκεί στα σπάργανα: η επιδίωξη της μουσικότητας, της προφορικότητας και της πολυφωνίας, ο εγκιβωτισμός, ο κατακερματισμός της αφήγησης σε πολλές, ενίοτε και αντιφατικές μαρτυρίες, η υποκειμενικότητα της αλήθειας, το σταθερό ενδιαφέρον για την μνήμη και την ιστορία, όλα ανιχνεύονται ήδη από τότε. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για συνέπεια – η άλλη λέξη για να το περιγράψει, θα ήταν η εμμονή.
Αν και αυτοτελή, τα έξι διηγήματα που απαρτίζουν την συλλογή συνιστούν μία ενότητα, σαν να ήταν έξι επιμέρους κεφάλαια της ίδιας ιστορίας και η εντύπωση της μυθιστορηματικής συνέχειας επιτείνεται από τον μάλλον ανορθόδοξο τρόπο με τον οποίο είναι γραμμένα: Μεγάλα σε έκταση τα περισσότερα, στα όρια της νουβέλας, πολυπρόσωπα και πολυφωνικά, εκτείνονται σε βάθος χρόνου, μοιάζοντας να ασφυκτιούν μέσα στα στενά πλαίσια της μικρής φόρμας και να αμφισβητούν τους συμβατικούς κανόνες του είδους.
Πέρα από την μορφολογική συνάφεια, υπάρχουν δύο ακόμη κοινοί παρονομαστές που προορίζονται να αποτελέσουν την σπονδυλική στήλη του έργου. Σε ένα πρώτο επίπεδο αυτό που συνδέει τα επεισόδια είναι ο εμφύλιος πόλεμος, κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά, σε λίγο πιο διευρυμένη έννοια: γιατί μέσα στον «μεγάλο» Εμφύλιο του 1946-1949 συμπεριλαμβάνονται και ορισμένοι «μικρότεροι» εμφύλιοι, όπως σε εκείνες τις ξύλινες ρώσικες κούκλες, τις ματριόσκες, που κρύβουν μέσα τους άλλες κούκλες σε φθίνουσα αναλογία μεγέθους: ο Εθνικός Διχασμός, οι προπολεμικές διώξεις με το Ιδιώνυμο, οι εσωκομματικές έριδες στον χώρο της Αριστεράς, η αντίστοιχη σύγκρουση Κράτους και παρακρατικών της άκρας Δεξιάς, η Δικτατορία των συνταγματαρχών, ακόμα και οι διαμάχες μεταξύ αδελφών και μελών της ίδιας οικογενείας. Ο Εμφύλιος Πόλεμος παρουσιάζεται έτσι σαν μία μήτρα που γεννάει νέες αντιθέσεις, το αυγό του φιδιού όπου εκκολάπτονται τα φιδάκια του.
Επιμύθιο: όλοι οι πόλεμοι είναι εμφύλιοι γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια. Κι ίσως κάθε εμφύλιος πόλεμος να ξεκινάει μέσα από το σπίτι, στην ίδια την οικογένεια να βρίσκονται οι ρίζες κι οι αιτίες του, στη διεκδίκηση της αποκλειστικότητας μιας αγάπης που πρέπει όμως να διανεμηθεί ακριβοδίκαια, σ’ ένα χάδι που δεν μοιράστηκε στα ίσια, σ’ ένα χωράφι που δεν μοιράστηκε στα ίσια, σε μια τιμωρία που κάποιος την επωμίζεται κι ένας άλλος τη γλιτώνει… Ναι, απ’ το σπίτι ξεκινάνε οι εμφύλιοι, απ’ τον Κάιν και τον Άβελ, σαν στέκονται κι οι δυο μπροστά στον καθρέφτη κι αντικρίζουν του Άλλου το είδωλο, του εχθρού μας που μας μοιάζει.
Γιατί όμως ένα ακόμη βιβλίο για τον Εμφύλιο; Το χρειαζόμαστε άραγε στ’ αλήθεια; Αρκετά δεν είχαμε ως τώρα; Τι καινούργιο θα είχε να προσθέσει; Εύλογα τα ερωτήματα για έναν σημερινό αναγνώστη. Τους τελευταίους μήνες μάλιστα, με αφορμή την αναζήτηση των αιτιών για τις οποίες η νεοελληνική λογοτεχνία δεν έχει πρόσβαση στο διεθνές ακροατήριο, έχει αναπτυχθεί μία ολόκληρη φιλολογία που παροτρύνει τους νέους συγγραφείς να πάψουν να ασχολούνται με το ιστορικό παρελθόν και να στρέψουν το βλέμμα τους σε θέματα της επικαιρότητας. Πιστεύοντας ότι δεν είναι ο συγγραφέας που επιλέγει το θέμα του αλλά το θέμα εκείνο που επιλέγει συγγραφέα, θα ήμουν ο τελευταίος που θα υποδείκνυε σε κάποιον λογοτέχνη τι να γράψει και τι όχι.
Όμως, ακόμα κι αν το θέλαμε, δεν θα ήταν δυνατόν να σταματήσουμε να μιλάμε για τον Εμφύλιο· γιατί στην ιστορία του κάθε έθνους ένας εμφύλιος πόλεμος αποτελεί ορόσημο, πράξη καταστατική και γενέθλια, οι συνέπειές του δεν περιορίζονται στον χρόνο της διεξαγωγής του αλλά επεκτείνονται καθορίζοντας μία ολόκληρη ιστορική εποχή διαμορφώνοντας κοινωνικές δομές και πολιτικές ιδεολογίες. Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος μάλιστα, αν και παραγνωρισμένος από την ευρωπαϊκή βιβλιογραφία, παρουσιάζει εντούτοις μία αξιοσημείωτη πρωτιά: ήταν ο πρώτος με τον οποίο ξεκίνησε η εποχή του Ψυχρού Πολέμου που χαρακτηρίστηκε από μια σειρά εμφυλίων συγκρούσεων που προκλήθηκαν εν μέρει από τον ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων, διεξήχθησαν όμως σε χώρες της περιφέρειας, σαν ένα είδος υποκατάστατου μιας απευθείας αναμέτρησης των δύο πυρηνικών κρατών. Υπάρχει λοιπόν κατά τη γνώμη μου ένα είδος αλυσίδας που συνδέει την Ελλάδα με την Κορέα και το Βιετνάμ και την Ινδία και την Λατινική Αμερική και τις χώρες της Αφρικής που έβγαιναν από την αποικιοκρατία, φτάνοντας μέχρι την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Τα ονόματα και οι χρονολογίες κάθε φορά αλλάζουν, κάτι όμως παραμένει αναλλοίωτο και επαναλαμβανόμενο, η φρίκη του αλληλοσπαραγμού και η ανθρώπινη οδύνη.
Η Ιστορία επαναλαμβάνεται σαν ανέβασμα θεατρικού έργου, η Ιστορία ομοιοκαταληκτεί σαν των ποιητών τους στίχους· η τραγωδία μετατρέπεται σε φάρσα, το δράμα σε παρωδία, οι φίλοι γίνονται εχθροί και οι σύμμαχοι δυνάστες· το παρελθόν σκαρώνει ρίμες με το παρόν ή το μέλλον, το χθες με το τώρα και το αύριο συνηχούν, ο δακτυλικός εξάμετρος μεταρρυθμίζεται σε ίαμβο κι ο ανάπαιστος σε αλκαϊκό μέτρο, οι δημοκράτες δείχνονται τύραννοι και οι επαναστάτες κατεστημένο· όλα συγχέονται αξεδιάλυτα μες στου μυαλού τη δίνη, και μόνον ο πόνος από το σπασμένο πόδι παραμένει ίδιος και απαράλλακτος στους αιώνας των αιώνων…
Ο ανθρώπινος πόνος.
Έτσι, μέσω της λογοτεχνίας, το μερικό και ειδικό μεταμορφώνεται σε οικουμενικό και διαχρονικό· μία δυσοίωνη προειδοποίηση ότι το μόνο που μας διδάσκει η Ιστορία είναι ότι δεν διδασκόμαστε τίποτα από ‘κείνη.
Τις ήρξατο χειρών αδίκων; Απ’ τον καιρό του Ηρόδοτου αυτό είναι το ερώτημα. Όποιος έκανε την αρχή, εκείνος είναι ο φταίχτης. Το έγκλημα του εχθρού που προηγήθηκε, δικαιολογεί και το δικό μας. Κάνει ακόμα και το φονικό να μοιάζει δίκαιη ανταπόδοση, ίσως δικαιοσύνη. Μας ρίξανε, τους ρίξαμε, επάνω τους η ευθύνη. Να είναι όμως έτσι; […] Εγώ εντούτοις διαφωνώ κι ας με λεν πνεύμα αντιλογίας. Ίσως τυχαία να είναι μόνο η σειρά των γεγονότων, το τι συνέβη πρώτο και τι δεύτερο, αν την πειράξεις όμως λίγο, αν την αναδιατάξεις μες στον χρόνο τότε θα ιδείς μιαν άλλην αλήθεια ν’ αναδύεται, όχι η ιστορική αλήθεια αλλά μια δυσοίωνη αποκάλυψη για την ψυχή του ανθρώπου και για κείνη την εγγενή θαρρείς κακότητα που φωλιάζει μέσα της ακοίμητη και κάνει θύτες και θύματα, δήμιους κι εκτελεσμένους να εναλλάσσονται διαδοχικά στους ρόλους τους ωσάν ηθοποιοί που αλλάζουν το κουστούμι του ήρωα μ’ εκείνο του κακούργου. Και σε πιάνει τότε φρίκη κι απογοήτευση γιατί καταλαβαίνεις ότι όλα όσα νόμιζες παλιά και περασμένα και λησμονημένα, θα έρθει κάποτε η ώρα κι η στιγμή για να ξανασυμβούνε. Ίσως κάπου αλλού, ίσως λίγο αλλιώτικα ή με διαφορετικό όνομα και αιτιολογία, μπορεί, όμως το μόνο σίγουρο είναι πως θα γεννούν και πάλι…
Στα διηγήματα αυτά εντοπίζεται και ένα ακόμη κοινό στοιχείο: μία κίνηση στον χρόνο. Στα πέντε από τα έξι, (εξαίρεση αποτελεί Ο Πέτρος και ο Χάρης), παρατηρούμε ένα μοτίβο που επανέρχεται. Υπάρχει κάποιος πρωταγωνιστής ο οποίος από το παρόν κοιτάει προς τα πίσω γυρεύοντας να ανακαλύψει κάτι. Αυτό το «κάτι» παίζει τον ρόλο ενός Μακ Γκάφιν που πυροδοτεί το ξετύλιγμα της πλοκής. Σε δύο διηγήματα, Του νεκρού αδελφού και Του Μπεζεντάκου, το ζητούμενο είναι η αλήθεια, λέξη που ετυμολογικά σημαίνει το αντίθετο της λήθης. Σε δύο άλλα, Του Μαγγανά και Τα χιόνια του Απρίλη, δεν είναι τόσο η αλήθεια όσο η καλλιτεχνική έμπνευση· εκεί ο αφηγητής-ερευνητής αποτελεί ένα είδος alter ego του συγγραφέα. Αν το δούμε λίγο πιο αναλυτικά, στο πρώτο διήγημα, του Νεκρού Αδελφού, είναι οι δύο αδελφές που αναζητούν την σορό του εξαφανισμένου αδελφού και πληροφορίες για τις συνθήκες του θανάτου του. Στο δεύτερο διήγημα, Του Μαγγανά, είναι ένας συγγραφέας σε κρίση έμπνευσης ο οποίος επιστρέφει στην γενέτειρά του απ’ όπου έφυγε κακήν κακώς ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του, για να βρει το θέμα του επόμενου βιβλίου του στην βιογραφία ενός διαβόητου παρακρατικού που όπως αποδεικνύεται ευθύνεται για την εκτέλεση του παππού του. Στο τρίτο διήγημα, Του Μπεζεντάκου, είναι ένας αριβίστας δημοσιογράφος που ξεκινάει μία δημοσιογραφική έρευνα για να ξεδιαλύνει το μυστήριο γύρω από τον διπλό θάνατο ενός θρυλικού στελέχους της Αριστεράς που η απόδρασή του από τις φυλακές έγινε τραγούδι. Στο πέμπτο διήγημα, Προμνησία, αυτή η κίνηση μέσα στον χρόνο είναι ακόμα πιο έντονη και σπασμωδική καθώς στο μυαλό ενός τραυματία που βρέθηκε δύο φορές στο ίδιο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, το παρόν και το παρελθόν συγχέονται αξεδιάλυτα σε ένα παρατεταμένο και ιατρικά ανεξήγητο déjà vu. Στο τελευταίο διήγημα, Τα χιόνια του Απρίλη, ένας αποτυχημένος γλύπτης φιλοδοξεί να αναλάβει την ανέγερση ενός μνημείου συμφιλίωσης για τα θύματα της Νιάλα, όπου αντάρτες και στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού συμφιλιώθηκαν για ένα μόνο βράδυ προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού μία φονική χιονοθύελλα, για να στραφούν και πάλι ο ένας εναντίον του άλλου το επόμενο πρωί.
Αυτό το παρόν από το οποίο εκκινεί η αφήγηση δεν ταυτίζεται με το σήμερα, το 2023, αναφέρεται στο αφηγηματικό παρόν της γραφής, που μπορεί να είναι το 1973 και η εποχή της Χούντας ή τα μέσα της δεκαετίας του ’80, μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, είναι πάντως σε όλες τις περιπτώσεις μία χρονική αφετηρία αρκετά απομακρυσμένη από τη λήξη του Εμφυλίου. Με αυτόν τον τρόπο το έργο μιλάει περισσότερο για τις μετασεισμικές δονήσεις παρά για τον ίδιο τον μεγάλο σεισμό, επιχειρώντας να υποβάλει στον αναγνώστη την ιδέα ότι οι συνέπειες ενός Εμφυλίου Πολέμου επεκτείνονται χρονικά πολύ πέρα από την κατάληξή του. Έτσι, ετούτο το βλέμμα προς τα πίσω αντιστοιχεί στην ανάγκη του ανθρώπου να ανιχνεύσει τις ρίζες του σε αναζήτηση μιας ταυτότητας η οποία εν πολλοίς καθορίζεται από τα ιστορικά γεγονότα αλλά και από την θέση που παίρνει ο καθένας απέναντί τους. Αυτός ο προβληματισμός είναι πιο έκδηλος στο κάπως παράταιρο διήγημα της συλλογής, Πέτρος και Χάρης, το μοναδικό συγγραφικό μου πόνημα που είναι ολότελα φανταστικό και δεν βασίστηκε σε υπαρκτά πρόσωπα ή γεγονότα: εδώ οι δίδυμοι δεν ανταλλάσσουν απλώς ταυτότητες και ρόλους σε μία συγκυρία, πολύ πέρα από τις αρχικές τους προβλέψεις μεταμορφώνονται, «κλέβοντας» ο ένας τη ζωή, τον χαρακτήρα και τις ιδέες του άλλου, καταλήγοντας σε μία πλήρη υποκατάσταση του ειδώλου που υποδύονται.
Ο άνθρωπος είναι παιδί της εποχής του. Όσο κι αν προσπαθεί να την αποφύγει, η Ιστορία είναι εκείνη που τον διαμορφώνει. Σε τούτη την διαδικασία εξέλιξης η ατομική μνήμη δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας συνέχειας δίχως τομές και χάσματα, πρόκειται όμως για μία εκ των υστέρων ανακατασκευή. Μήπως αυτό δεν είναι που αποκαλούμε ιστορική μνήμη; Όχι το ίδιο το ιστορικό παρελθόν αλλά ο τρόπος με τον οποίο το ανασκευάζουμε, το βιώνουμε και το ερμηνεύουμε;
Δύο ειλικρινή και καθ’ όλα αξιοσέβαστα πρόσωπα περιγράφουν το ίδιο περιστατικό. Τότε μοιραία προκύπτουν δύο παραλλαγές πάνω σ’ ένα θέμα, δύο διαφορετικές αφηγήσεις. […] Γιατί κάθε φορά που αφηγούμαστε ένα γεγονός, τότε αναγκαστικά το επινοούμε εξ’ αρχής. Κι αφού το διηγηθούμε, μετά παύουμε να θυμόμαστε το ίδιο το γεγονός και αυτό που θυμόμαστε πλέον είναι η αφήγησή του…
[…]
Δύο ειλικρινή και καθ’ όλα αξιοσέβαστα πρόσωπα ανασκαλεύουν το παρελθόν. Νομίζουν πως ξεθάβουν κάτι σκληρό, ατόφιο κι αναλλοίωτο, θαμμένο κάτω απ’ τις επιχωματώσεις της λήθης, όμως όσο σκάβουν, ανακαλύπτουν ένα υλικό μαλακό κι εύπλαστο σαν τον πηλό ή τη ζύμη. Μ’ εργαλείο τους τις λέξεις, το πλάθουν, το διαμορφώνουν, του δίνουν σχήμα και νόημα κι εκείνο υπακούει αγόγγυστα, ιδανικό θύμα, ανήμπορο να υπερασπίσει τον εαυτό του, ευάλωτο σε κάθε παραχάραξη, αποσιώπηση, διαστρέβλωση ή εξωραϊσμό, σαν ναρκωμένο κορίτσι στα χέρια βιαστή. Τι μαυλιστική εξουσία! Τι πειρασμός! Σ’ αυτούς που απέτυχαν διπλά και τριπλά, π’ απέτυχαν ν’ αλλάξουν τον εαυτό τους, τη ζωή τους, το μέλλον και τον κόσμο, ποια άλλη παρηγόρια μένει από το ν’ αλλάξουν το παρελθόν; Το χθες τροποποιείται ευκολότερα και πιο ανώδυνα από το σήμερα.
Ούτως ή άλλως, όλα είναι χρόνος. Η μνήμη είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον παρελθόντα χρόνο. Και είναι πάντοτε απατηλός, αυτό δεν πρέπει στιγμή να το ξεχνάμε. Η μνήμη δεν ανακαλεί το ιστορικό παρελθόν αλλά το δημιουργεί εκ νέου, είναι μία κατασκευή που δανείζεται τα υλικά της από το συμβάν, όμως η κολλητική ουσία με την οποία τα συναρμολογεί βασίζεται εν πολλοίς στη μυθοπλασία. Οι ερευνητές στα διηγήματα της συλλογής θα το διαπιστώσουν πολύ σύντομα, και ίσως και με οδυνηρό τρόπο, όταν, αντί για τη μία και μοναδική και αδιαμφισβήτητη αλήθεια, θα βρεθούν μπροστά σε ένα πλήθος μαρτυριών που άλλοτε αλληλοσυμπληρώνονται και άλλοτε αλληλοαναιρούνται. Σε έναν κατακερματισμένο κόσμο και η αλήθεια εμφανίζεται κατακερματισμένη, σαν τα κομμάτια ενός παζλ που πρέπει να μπουν στη θέση τους για να σχηματιστεί η συνολική εικόνα, σαν τα θραύσματα των αγγείων και των αγαλμάτων που φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
Όμως αντί για την βεβαιότητα μιας οριστικής απάντησης που πρόσμενα ν’ ανακαλύψω και να προσφέρω ετοιμοπαράδοτη στον μέσο τηλεθεατή που απεχθάνεται τα αινίγματα και αποζητά την καταπραϋντική παραμυθία των καταφάσεων, εμένα μου έμεινε μόνο η ανησυχαστική αμφιβολία του μυστηρίου. Πού πέθανε στ’ αλήθεια ο Μπεζεντάκος; Στην Ισπανία ή στην Σιβηρία; Και πώς τον βρήκε ο θάνατος; από τη σφαίρα κάποιου άσπονδου εχθρού ή από βόλι φίλου; Κι αν ήταν η αρρώστια που τον λύγισε; Ο τύφος, η αβιταμίνωση, η δυσεντερία; Σε ποιον να πιστέψω και σε ποιον να δυσπιστήσω; Στ’ αδέλφια του ή στους συναγωνιστές του; στη φωτογραφία του με το κράνος και τ’ αμπέχονο που είδα με τα μάτια μου ή στις μαρτυρίες που άκουσα και που την διαψεύδουν; Παιδί της εποχής μου ήμουνα, υποψιασμένο και καχύποπτο απέναντι στις δημαγωγικές κατασκευές της εξουσίας μα και στα καλοπροαίρετα τα ψεύδη των ανθρώπων. Οι μάρτυρες ψεύδονται, τα επίσημα έγγραφα χαλκεύονται ή πλαστογραφούνται, οι φωτογραφίες ρετουσάρονται ή στήνονται, το μάθαμε το μάθημα του εικοστού αιώνα.
Αν όμως κανείς από τους επιζώντες αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια, αλλά μόνο ένα μικρό κομμάτι της, τότε το έργο του λογοτέχνη και του ιστορικού είναι να την ανασυνθέσει απ’ τα σπαράγματα. Και παρόλο που επιτελούν διαφορετικό έργο ο καθένας, στη σκέψη μου τα όρια συγχέονται. «Το μυθιστόρημα είναι η ιδιωτική ιστορία των εθνών», έγραφε κάποτε ο Μπαλζάκ, μία άποψη που με έχει βαθιά επηρεάσει και που την επικαλούμαι συχνά σαν καθοδηγητικό μοντέλο. Στο μεγάλο δάσος που είναι η Ιστορία, το άτομο εμφανίζεται σαν το μικρό δεντράκι, όμως οι μοίρες τους είναι αλληλένδετες όταν ξεσπά η πυρκαγιά. Ετούτη η συλλογή θέλησε να μιλήσει για τούτο το μικρό δέντρο μέσα στο μεγάλο δάσος, για την ανθρώπινη συνθήκη σε ταραγμένους καιρούς, για συνηθισμένους ανθρώπους αντιμέτωπους με ασυνήθιστες καταστάσεις που τους υπερβαίνουν. Δίνοντας βήμα σε όλες τις φωνές και συνθέτοντας τα αντίθετα.
Αν κάθε αφήγηση έχει, όπως υποψιάζομαι, ένα αρσενικό αρχέτυπο, βίαιο, οργισμένο, επικό και ματζόρε κι ένα θηλυκό αντίστοιχο, συμπονετικό, παρηγορητικό, ελεγειακό και μινόρε, μήπως τότε -λέω μήπως- η αλήθεια βρίσκεται στο ζευγάρωμά τους;
Δια της γραφής η άυλη μνήμη, η προφορική παράδοση, αποκρυσταλλώνονται, αποκτούν συνοχή και υλικότητα. Η μνήμη τότε μετασχηματίζεται, γίνεται συνάμα μνήμα και μνημείο. Σηματοδοτεί έτσι έναν τάφο, κάτι που είναι από χρόνια νεκρό αλλά που εντούτοις αξίζει να μνημονεύουμε και να τιμούμε. Ίσως σ’ αυτήν την διαλεκτική της μνήμης και της λήθης να βρίσκεται η αλήθεια που ψάχνουμε στο παρελθόν κι εμείς και τα πρόσωπα του βιβλίου.
Σχoλιάστε