Ora e per sempre addio sante memorie,1

addio, sublimi incanti del pensier!

Addio schiere fulgenti, addio vittorie,

                                                        dardi volanti e volanti corsier!

Addio, addio vessillo trionfale e pio,

e diane squillanti in sul mattin!

Clamori e canti di battaglia, addio!

Della gloria d’ Otello è questo il fin.

 

Δεν τραγουδούσε, γκάριζε. Οι φωνητικές χορδές φούσκωναν σαν έτοιμες να σκάσουν, το λαρύγγι τεντωνόταν, τα μάγουλα μπλάβιζαν, τα μάτια πετάγονταν απ’ τις κόγχες. Δεν υποδυόταν, παρωδούσε. Συνόδευε αυτό το τραγούδι-γκάρισμα με τις πιο επιδεικτικές πόζες και χειρονομίες, το διάνθιζε με τους πιο κακόγουστους ήχους λυγμών και αναστεναγμών· μα πού είχαν πάει εκείνα τα αιθέρια pianissimi, το τέλεια ελεγχόμενο βιμπράτο, οι απέριττες και μετρημένες κινήσεις των χεριών και του σώματος που άλλοτε του χάριζαν τη φήμη; Στην αρχή οι θεατές αιφνιδιάστηκαν, έπειτα ακούστηκαν τα πρώτα ειρωνικά γέλια, σύντομα τα διαδέχθηκαν οι αποδοκιμασίες. Έτσι είναι όμως το μουσικόφιλο κοινό της Βιέννης, δύσκολο, απαιτητικό, ούτε το παραμικρό φάλτσο δεν συγχωρεί· μήπως δεν το ‘ξερε κι ο ίδιος; Το αχάριστο κοινό της Βιέννης δε λες καλύτερα;… που τώρα χαρίζει την εύνοιά του σε κάποιον άλλον, σ’ εκείνον τον ατάλαντο Λατίνο λιμοκοντόρο, τον τενόρο της κακιάς ώρας που όση φωνή τού λείπει, τόση εμφάνιση τού χάρισε ο Θεός για να ξεμυαλίζει μ’ αυτήν τ’ ακροατήριο, ιδίως το γυναικείο. Τον άνθρωπο που του άρπαξε μες απ’ τα χέρια την πρεμιέρα στην Σκάλα του Μιλάνου, το αποκλειστικό συμβόλαιο με την Deutsche Grammophon για την ηχογράφηση του έργου, το βραβείο Grammy, ως και την καρδιά της άπιστης Δυσδαιμόνας. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, τώρα του κλέβει κι εκείνο που χρόνια λαχταρούσε, τον τιμητικό τίτλο του Kammersänger, ετούτη την ύψιστη αναγνώριση για κάθε λυρικό τραγουδιστή. Εδώ και μια εικοσαετία υπηρετούσε με την τέχνη του την Κρατική Όπερα ελπίζοντας πως κάποτε θα ‘ρχόταν η στιγμή που θα μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια τον πατέρα του σαν ίσος προς ίσο, κι όμως την δόξα την κέρδιζε ένας περαστικός, ένας διάττοντας αστέρας· τέτοια αγνωμοσύνη! Ας είναι λοιπόν! Αφού δεν ήταν ικανοί να εκτιμήσουν την αξία του, τον λυρισμό του τραγουδιού του, την άψογη τεχνική του, την εσωστρεφή του ερμηνεία, θα τους έδινε κι εκείνος ό,τι τους αρμόζει: Μια φθηνή και χυδαία φάρσα που να ικανοποιεί το χαμηλό αισθητικό κριτήριο αυτού του συρφετού από ξεπεσμένους αριστοκράτες και νεόπλουτους αρχοντοχωριάτες.

Ποιον όμως γελοιοποιούσε στ’ αλήθεια; Το απαίδευτο κοινό, τον αντίζηλο ή μήπως τον εαυτό του;

Ιντερμέτζο: Στο διάλειμμα μεταξύ 2ης και 3ης πράξης ο μαέστρος, ανήσυχος, τον ρώτησε μήπως δεν αισθάνεται καλά κι αν θα επιθυμούσε να τον αντικαταστήσουν. Του έριξε ένα βλέμμα δολοφονικό, μα δεν το έβλεπε ότι απόψε βρισκόταν σε μεγάλη φόρμα και θα έδινε την πιο λαμπρή ερμηνεία της καριέρας του; Στο εξής δεν θ’ ανεχόταν άλλη τέτοια προσβολή από ένα παιδαρέλι. Χλόμιασε τότε εκείνος και υποχώρησε ψελλίζοντας μερικές τυπικές απολογίες, ήταν ακόμα πολύ νέος στο μουσικό στερέωμα για να τα βάζει με τις βεντέτες, εξάλλου όλοι το γνώριζαν πως οι τενόροι είναι πιο κακομαθημένοι κι από τις πριμαντόνες.

Όταν σηκώθηκε η αυλαία της 3ης πράξης, το μισό θέατρο είχε αδειάσει, κι όσοι παρέμεναν ακόμα στις θέσεις τους το έκαναν με την προσμονή της σπάνιας απόλαυσης να δουν με τα μάτια τους το γκρέμισμα ενός ειδώλου από το βάθρο πάνω στο οποίο το είχαν τοποθετήσει οι ίδιοι. Δεν θα τους στερούσε αυτήν την ικανοποίηση, θα προσέφερε σ’ ετούτους τους εκλεπτυσμένους ανθρωποφάγους την θυσία που επιθυμούσαν. Ωστόσο, κατά παράδοξο τρόπο, η κραυγαλέα υποκριτική του φάνηκε να ταιριάζει με την σκηνή της διαπόμπευσης και της κρίσης επιληψίας, κάποιοι αναθάρρησαν, ίσως να πρόκειται για σκηνοθετική άποψη, σκέφτηκαν, ας περιμένουμε το φινάλε για να βεβαιωθούμε. Τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως τα είχε σχεδιάσει, ευτυχώς που το κατάλαβε εγκαίρως, κι έτσι, σαν έφτασε η στιγμή του στραγγαλισμού, έσφιξε τα χέρια του τόσο δυνατά γύρω απ’ τον λαιμό της Δυσδαιμόνας που παραλίγο να την πνίξει στ’ αλήθεια· έντρομη η σοπράνο πετάχτηκε από το νεκρικό κρεβάτι κι έτρεξε στα καμαρίνια να σωθεί. Βροντερά γέλια ακούστηκαν από την γαλαρία σε αντίστιξη με τους καγχασμούς που προέρχονταν από τα θεωρεία, και μόνο ορισμένες φεμινίστριες διείδαν στον νατουραλισμό της ερμηνείας μια καταγγελία των γυναικοκτονιών και της έμφυλης βίας και του χάρισαν ένα χλιαρό χειροκρότημα.

Στάθηκε τότε στο μέσον της σκηνής για μια άκαιρη όσο και κωμική υπόκλιση κλόουν, ξέβαψε με την παλάμη του το μακιγιάζ που τον έκανε να μοιάζει μ’ Αφρικανό, μονάχα όμως απ’ την δεξιά πλευρά του προσώπου, κι απέμεινε έτσι, μισός λευκός, μισός μαύρος, ένας Ιανός. Κάρφωσε το βλέμμα του, βλέμμα παραλογισμένου ανθρώπου, κατευθείαν πάνω στο ακροατήριο κι έβγαλε απ’ τη θήκη το στιλέτο, αλλά πριν το στρέψει στον εαυτό του, το άφησε να πέσει στο σανίδι και μετά τράβηξε απ’ το ζωνάρι ένα περίστροφο· άλλος ένας αναχρονισμός της σκηνοθεσίας; Το όπλισε και σημάδεψε προς την πρώτη σειρά των καθισμάτων, εκεί όπου καθόταν ο έγκριτος μουσικοκριτικός Βόλφγκανγκ Βολφ της Wiener Zeitung, ο άσπονδος εχθρός του, που με τις εμπαθείς και μεροληπτικές κριτικές του είχε προλειάνει το έδαφος για την πτώση του και την άνοδο του ανταγωνιστή του. Για μια στιγμή, καθώς η κάννη του όπλου στρεφόταν προς το μέρος του, φάνηκε να τρομάζει. Τον κοίταξε τότε κατάματα κι άρχισε πάλι να τραγουδά με φωνή φάλτσα την τελική άρια του Μαυριτανού λες κι απευθυνόταν αποκλειστικά σ’ εκείνον:

Niun mi tema2

s’ anco armato mi vede.

Ecco la fine del mio camin.

O! Gloria! Otello fu.

 

Ο κριτικός ξαναβρήκε την ψυχραιμία του και του χαμογέλασε ειρωνικά. Τη στιγμή εκείνη παρενέβη σαν από μηχανής θεός ο Ιάγος και τον τράβηξε προς τα παρασκήνια ενώ οι τεχνικοί του θεάτρου κατέβαζαν εσπευσμένα την αυλαία εν μέσω έντονων διαμαρτυριών και γιουχαϊσμάτων. Μέσα στη γενική οχλαγωγία, ο πυροβολισμός ίσα που ακούστηκε πίσω από την κουίντα· η τελευταία, ευτυχώς, σκηνοθετική αυθαιρεσία.

Κανείς από τους παριστάμενους δεν κατάλαβε ότι ο τενόρος Φέλιξ Μέλχιορ είχε αυτοκτονήσει. Το έμαθαν την επόμενη μέρα απ’ τα δελτία ειδήσεων και τις εφημερίδες και τότε ένιωσαν ένα απροσδιόριστο αίσθημα ενοχής να τους βαραίνει. Ίσως να τον είχαν εξωθήσει κι εκείνοι με την στάση τους στο απονενοημένο διάβημα, ίσως να του είχαν φερθεί με υπερβολική σκληρότητα ή ίσως ακόμα και να τον είχαν αδικήσει…

Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στο Κεντρικό Κοιμητήριο της Βιέννης. Πλήθος κόσμου παρευρέθηκε στην ταφή του. Επικήδειους εκφώνησαν ο μουσικολόγος Βόλφγκανγκ Βολφ και ο βραβευμένος με Grammy Ιταλός τενόρος Φάουστο Φράνκι εκ μέρους των συναδέλφων του. Εξήραν το ήθος του εκλιπόντα, εγκωμίασαν τα μουσικά του χαρίσματα, τόνισαν πως οι ερμηνείες του δεν πρόκειται ποτέ να ξεχαστούν. Στο μέλλον όμως θα τον θυμούνται περισσότερο για την αυτοκτονία του.

Ο τίτλος του Kammersänger τού απονεμήθηκε μετά θάνατον.

 

 

Σημειώσεις

 

1. Άρια από την 2η πράξη της όπερας Οθέλλος του Βέρντι. Μια πρόχειρη απόδοση των στίχων:

Τώρα και για πάντα αντίο ιερές αναμνήσεις / αντίο θαυμαστές της σκέψης ηδονές / αντίο αστραφτερά συντάγματα, αντίο νίκες / ιπτάμενα βέλη και φτερωτά άτια / Αντίο λάβαρο θριαμβικό και αγνό / αντίο σάλπιγγα του πρωινού εγερτηρίου / αντίο κλέος και τραγούδια της μάχης / ετούτο είναι το τέλος της δόξας του Οθέλλου.

2. Άρια της 4ης πράξης του ίδιου έργου. Μια πρόχειρη απόδοση των στίχων:

Μη με φοβάστε / κι ας με βλέπετε αρματωμένο / εδώ είναι του δρόμου μου το τέλος / Ω δόξα! Ο Οθέλλος ήταν.