Τα οφέλη της ανάγνωσης και άλλα παραμύθια

 

Κεφάλαιο πρώτο: Λογοτεχνία και πολιτική ορθότητα

 

Συνήθως είναι άσχημα μαλωμένες μεταξύ τους. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού η μια κουνάει επικριτικά το δάχτυλο σε ότι πράττει η άλλη; Καλύτερα θα ήταν να χωρίσουν τα τσανάκια τους, έλα όμως που μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε; Μα και πώς να συμβιώσουν που δεν ταιριάζουνε τα χνώτα τους και είναι και οι δυο αγύριστα κεφάλια; Η πολιτική ορθότητα νομίζει ότι είναι παντογνώστρια, ξέρει ανά πάσα στιγμή ποιο είναι το καλό και το κακό, το σωστό ή το λάθος και χαράζει μία διαχωριστική γραμμή, από ‘δώ επιτρέπεται, από κει απαγορεύεται. Η λογοτεχνία είναι τυχοδιώκτρια, δεν σέβεται κανόνες και επιμένει να εξερευνά εκείνη την γκρίζα ζώνη ακροβατώντας σαν σκοινοβάτης πάνω στο αβέβαιο σύνορο. Πλήρης ασυμφωνία χαρακτήρων: Ούτε καν να συνεννοηθούνε δεν τα καταφέρνουν· αναμενόμενο κι αυτό από τη στιγμή που μιλάνε δύο διαφορετικές γλώσσες: η πολιτική ορθότητα, σαν στρυφνή δασκάλα που ηθικολογεί, αναφέρεται στο δέον· η λογοτεχνία πάλι… Αλήθεια, ποιο είναι το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται; Η πραγματικότητα και η αναπαράστασή της; Το φαντασιακό και οι κόσμοι που δημιουργεί η ουτοπία; Ή η έκφραση του κάθε καλλιτέχνη; Μάλλον και τα τρία μαζί σε κάποια διαρκώς μεταβαλλόμενη δοσολογία, πάντως στο μείγμα δεν συμπεριλαμβάνεται το ηθικόν δίδαγμα που μας μάθαιναν να αναζητούμε από μικροί σε κάθε κείμενο στο σχολείο στο μάθημα των Νέων Ελληνικών – κι αν τυχόν παρεισφρήσει από αβλεψία, τότε χαλάει η συνταγή.

Όποτε οι άσπονδες εχθροί συμφιλιώνονται, χαμένη βγαίνει η λογοτεχνία, η πολιτική ορθότητα είναι εκείνη που υπαγορεύει τους όρους της ειρήνευσης. Οι δέκα μικροί νέγροι  βαφτίζονται Ινδιάνοι, οι spooks γίνονται αιτία κι αφορμή να χάσει το πόστο του στο Πανεπιστήμιο ο καθηγητής Κόλμαν Σιλκ – κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.

Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν είναι πάντοτε η πολιτική ορθότητα η κακιά της ιστορίας, συχνά έχει όλα τα δίκια με το μέρος της. Ναι, ο Μαρκήσιος ήταν μισογύνης, ο Σελίν και ο Χάμσουν ναζιστές, ο Έζρα Πάουντ φασίστας κι ο Ρίτσος έγραφε ποιήματα για τα τανκς που χορεύαν στην Οστράβα. Και λοιπόν; Η αντίφαση ανάμεσα στον δημιουργό και το έργο του αποτελεί μιας πρώτης τάξεως αφετηρία για να ξετυλίξει κανείς τον προβληματισμό του για την φύση και την αποστολή της ποίησης και της μυθοπλασίας.

 

Κεφάλαιο δεύτερο: Τα οφέλη της ανάγνωσης.

 

Μετά από την εφιαλτική εμπειρία της βαρβαρότητας του 20ου αιώνα, ούτε κι ο πλέον αφελής δεν δικαιούται να τρέφει αυταπάτες: Η λογοτεχνία, η τέχνη εν γένει, δεν μας κάνει καλύτερους ανθρώπους· εάν αυτός ήταν ο σκοπός τους, τότε θα έπρεπε να παραδεχτούμε φωναχτά πως έχουν συλλογικά αποτύχει. Ίσως να ήταν πιο ρεαλιστικό το κατέβασμα του πήχη των προσδοκιών, η διασκέδαση, η ψυχαγωγία, η αγνή απόλαυση της ανάγνωσης που δεν αποσκοπεί πουθενά ή σε κάτι, μού φαίνονται επαρκείς λόγοι για να διαβάσεις ένα βιβλίο και κάθε περαιτέρω απόπειρα αιτιολόγησης με αναφορά σε υψιπετείς ηθικές αρχές και αξίες, υποκρύπτει μάλλον μία λανθάνουσα ενοχικότητα για το «ανώφελο ξόδεμα» του ελεύθερου χρόνου. Στον ηδονιστικό μικρόκοσμο στον οποίο μια ζωή πασχίζω να αποκτήσω πρόσβαση, η ηδονή συνιστά αυταξία και η αισθητική απόλαυση των τεχνών κατέχει περίοπτη θέση.

Στην καλύτερη των περιπτώσεων, στο ιδανικό σενάριο, η λογοτεχνία στήνει μπροστά στα μούτρα μας έναν καθρέφτη. Προσοχή όμως! Εάν το είδωλο που σχηματίζεται στα μάτια μας είναι κολακευτικό για εκείνον που ποζάρει, τότε σίγουρα πρόκειται για κακή λογοτεχνία, είναι αυτό ένα αλάνθαστο κριτήριο. Η άλλη λογοτεχνία, η λεγόμενη κάπως υπεροπτικά υψηλή, λειτουργεί περισσότερο σαν το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι: δείχνει το αληθινό πρόσωπο της ανθρωπότητας στιγματισμένο από τα κρίματά της, τα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής.

 

Κεφάλαιο τρίτο: Πώς έγινα χειρότερος άνθρωπος – γράφοντας και διαβάζοντας.

 

Περισσότερο απ’ όλα, τα βιβλία που με έκαναν χειρότερο άνθρωπο αγάπησα. Λογοτεχνικά και φιλοσοφικά, εν προκειμένω η διάκριση στερείται πάσης σημασίας. Τα μυθιστορήματα του Μαρκησίου που με μύησαν στον κόσμο της σεξουαλικής διαστροφής. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο που εδραίωσε το ταξικό μίσος που ένιωθα και του έδωσε ιδεολογική διάσταση και χροιά. Τα δοκίμια του Φρόυντ μέσα από τα οποία συνειδητοποίησα τα δαιδαλώδη σύνδρομα της ψυχής μου αλλά και την αδυναμία μου να τα υπερβώ. Την λογοτεχνία-μαρτυρία των στρατοπέδων συγκέντρωσης που μου αποκάλυψε για τι είναι ικανός ο άνθρωπος. Τις δυστοπίες του Όργουελ και του Χάξλεϋ που επέτειναν την  απαισιοδοξία μου προφητεύοντας ένα δυσοίωνο μέλλον για την ανθρωπότητα και την κοινωνία. Την δαρβινική Καταγωγή των Ειδών που αποκαθήλωσε τον άνθρωπο από τον υπερβατικό του θρόνο αποδεικνύοντας το ζωώδες γενεαλογικό του δέντρο που επιβιώνει μέσα μας. Τα βιβλία του Νίτσε που κλόνισαν την εμπιστοσύνη μου στην ηθική φανερώνοντας τον σχετικισμό όλων των αξιών. Τα φιλοσοφικά έργα των υλιστών που μου στέρησαν αποφασιστικά την πίστη στην αθανασία της ψυχής και στην μετά θάνατον ζωή και μαζί κάθε αυταπάτη και ελπίδα, χωρίς να μου προσφέρουν κάποιο εξίσου παρηγορητικό υποκατάστατο.

Τέτοια αναγνώσματα με διαμόρφωσαν και είμαι αυτός που είμαι.

Ακόμα περισσότερο αγαπώ τα δικά μου βιβλία κι ας υπολείπονται σε ποιότητα κι αξία. Υπάρχουν αρετές που περιφρονώ κι αμαρτήματα θανάσιμα που όμως τα λατρεύω: στην πρώτη κατηγορία ανήκει η μετριοφροσύνη, στην δεύτερη η οργή και η λαγνεία. Τα βιβλία μου είναι ο συνδυαστικός καρπός, το υβρίδιο που προέκυψε από την έλλειψη της πρώτης αρετής και την περίσσεια των δύο ελαττωμάτων. Είναι προϊόντα φιλοδοξίας που δεν εκπληρώθηκε, οργής που δεν εκτονώθηκε και λαγνείας που δεν ικανοποιήθηκε, άνθη του κακού που φύτρωσαν και άνθισαν κάτω από τον ήλιο του θανάτου και του καθημερινού τρόμου που γεννά η επίγνωση της θνητότητας και της σωματικής αναπηρίας. Είναι επίσης τέκνα μιας ανήμπορης μνησικακίας εναντίον του Θεού, στην ύπαρξη του οποίου πάντως δεν πιστεύω, και μία κραυγή διαμαρτυρίας εναντίον της Τύχης, στην οποία όμως πιστεύω. Κι αν τα αγαπώ δεν είναι επειδή είναι όμορφα αλλά γιατί μου μοιάζουν, όπως η κουκουβάγια τα μικρά της.

Σε μία παλαιότερη συνέντευξή του ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας William H. Gass έδινε στους νεότερους ομότεχνούς του την ακόλουθη συμβουλή: Αξιοποιήστε όλες τις κακές σας σκέψεις. Διαβάζοντας το πριν από μερικές ημέρες χαμογέλασα χαιρέκακα σκεπτόμενος ότι αυτή πράγματι είναι μία χρήσιμη νουθεσία, την οποία ενστικτωδώς ακολουθώ επί χρόνια προσπαθώντας έτσι όχι μόνο να καταστήσω την κακία μου αβλαβή για τους γύρω μου, αλλά επιπλέον να της δώσω έναν προορισμό ώστε να χρησιμεύσει σε κάτι όμορφο, όπως ακριβώς η κοπριά αποτελεί το ιδανικό λίπασμα για τα λουλούδια.

Σε μία αποστροφή αυτογνωσίας όσο και ειλικρίνειας, ο σεμνός και γι’ αυτό μέτριος Γρηγόρης Ξενόπουλος, μιλώντας για την διαλεκτική ανάμεσα στο κακό και τη λογοτεχνία, παραδεχόταν για τον εαυτό του:

Σαν άνθρωπος έχω πολλά ελαττώματα αλλά είμαι μάλλον καλός· σαν συγγραφέας έχω πολλά προτερήματα αλλά είμαι μάλλον κακός.

Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα ευχόταν να ίσχυε το αντίστροφο· το αυτό επιθυμώ και δι’ ημάς.