ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ
(Λιοπύρι. Ένας μεσόκοπος άντρας γκρεμίζει με την αξίνα του τους χοντρούς, πλινθόκτιστους τοίχους ενός ερειπωμένου σπιτιού χωρίς σκεπή. Είναι γυμνός από τη μέση και πάνω, φοράει μόνο ένα φθαρμένο τζιν παντελόνι και στο κεφάλι του ένα αυτοσχέδιο καπέλο από εφημερίδα για να τον προστατεύει απ’ τον ήλιο. Δείχνει κατάκοπος και καταϊδρωμένος αλλά συνεχίζει το γκρέμισμα με πείσμα. Μέσα από τα δόντια του σιγομουρμουρίζει ακατάληπτα και πότε-πότε πετάει και καμιά βρισιά πιο μεγαλόφωνα.)
- Την Παναγία μου! Γιατί τους έχτιζαν τόσο χοντρούς τους τοίχους οι παλιοί, μου λες; Ανάθεμά το! Μου κόπηκε η μέση!
(Ξαφνικά, η μύτη της αξίνας προσκρούει σε ένα σημείο του τοίχου που μοιάζει κούφιο. Ακούγεται ένας υπόκωφος θόρυβος. Ο άντρας σταματάει απότομα, έπειτα χτυπάει στο ίδιο σημείο πιο απαλά. Ξανά ο ίδιος ήχος. Πετάει κάτω την αξίνα, γονατίζει, κολλάει το αυτί του πάνω στο ντουβάρι, χτυπάει ξανά με τους κόμπους των δαχτύλων, αφουγκράζεται. Δείχνει ανήσυχος και ταραγμένος. Αρχίζει να σκάβει τον τοίχο με τα νύχια του, προσπαθεί να ξεκολλήσει τη λάσπη που κρατάει τους πλίνθους ενωμένους, γδέρνεται, μορφάζει απ’ τον πόνο, βλαστημά, αλλά συνεχίζει με διαρκώς αυξανόμενη ένταση. Ο αρμός τελικά υποχωρεί κι εκείνος με τρεμάμενα χέρια μετατοπίζει την πέτρα που σκεπάζει και κρύβει το κούφωμα. Μέσα από το σκοτάδι ανασύρει ένα σκουριασμένο μεταλλικό κουτί. Το φέρνει κοντά στο αυτί του και το ανακινεί· γκλινκ! γκλινκ! Ακούγεται ένας μεταλλικός θόρυβος να κουδουνίζει. Το ζυγίζει με την παλάμη του· φαίνεται ελαφρύ. Το απιθώνει στο έδαφος και το περιεργάζεται απ’ όλες τις πλευρές ψάχνοντας να βρει από πού ανοίγει· το κουτί όμως δεν έχει κλειδαριά. Το παρατάει χάμω και αρχίζει να χορεύει γύρω του, έναν άγριο και σπασμωδικό χορό αφήνοντας άναρθρα ξεφωνητά και αλαλάζοντας σαν τους Ινδιάνους. Στο τέλος ηρεμεί, κάθεται σ’ ένα πεζούλι να ξαποστάσει, σκουπίζει τον ιδρώτα του κι αμέσως πετάγεται πάνω κι αρχίζει να ξεφωνίζει με έξαψη.)
- Γυναίκα! Ε, γυναίκα! Τα βρήκα! Τρέχα σου λέω! Τα βρήκα!
(Εμφανίζεται η σύζυγος, μια κοντή αλλά γεροδεμένη γυναίκα γύρω στα πενήντα. Είναι μαυροντυμένη με τα φτωχικά ρούχα μιας αγρότισσας. Στο χέρι κρατάει ένα κοφίνι γεμάτο σταφύλια· κατά τα φαινόμενα μόλις έχει επιστρέψει από το αμπέλι.)
- Τι ξεφωνίζεις χριστιανέ μου; Μας πήρες τ’ αυτιά! Τι έγινε και σήκωσες τον κόσμο στο ποδάρι;
- Τα βρήκα σου λέω! Δεν καταλαβαίνεις;
- Τα βρήκες; Ποια βρήκες; Τα… Αλήθεια λες; Πού ‘ν’ τα; Πού ‘ν’ τα να τα δω κι εγώ; Αχ, Χριστέ μου!
- Ε ναι βρε γυναίκα! Τα χαρτιά… Τον χάρτη… Ξέρω κι εγώ; Κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Πού να ξέρω τι έχει μέσα το κουτί; Πρέπει να τ’ ανοίξω. Του παππού σου μια φορά…
- Όχι του παππού μου, του προπάππου μου. Του καπετάν-Γιάννη.
- Αυτουνού τέλος πάντων. Πάππους, προ-πάππους, τι σημασία έχει; Το θέμα είναι ότι τα βρήκα! Τα βρήκαμε! Το φαντάζεσαι; Τόσα χρόνια κρυμμένα και τώρα…
- Αχα! Είδες που δεν με πίστευες; Που τα ‘βγαζες όλα ψέματα και παραμύθια της Χαλιμάς; Βλέπεις τώρα που είχα δίκιο; Γιατί μου το ‘χε πει η μακαρίτισσα η μανούλα μου κι εμένα η μανούλα μου ψέματα δεν έλεγε ποτές, δεν πά’ να κοροϊδεύατε οι άπιστοι Θωμάδες. Γι’ αυτό άλλη φορά ν’ ακούς το τι σου λέω!
- Εντάξει, εντάξει! Μη μου πρήζεις κι εσύ τα συκώτια, είμαι που ‘μαι ξεθεωμένος! Είχες δίκιο, παραδέχομαι. Αλλά μήπως μονάχα ‘γώ ήμουνα που δεν πίστευα; Σάμπως όλοι στο χωριό τα ίδια δε λέγανε; Ότι η γριά τα ‘χε χαμένα κι αμολούσε ό,τι της κατέβαινε στο κεφάλι; Κι εδώ που τα λέμε, τέτοια ιστορία, και ποιος που θα ‘χε λίγο νιονιό στο κεφάλι του θα την πίστευε; Πως ο γέρος κούρσεψε τους πειρατές και τους έκλεψε το πιθάρι με τις λίρες και έπειτα τις έκρυψε στου διαόλου τη μάνα να μην τις έβρει κανείς; Ούτε στο σινεμά βρε γυναίκα δεν γίνονται αυτά!
- Ε να λοιπόν που γίνονται! Κι αν θες να ξέρεις, γιατί ελόγου σου είσαι και λίγο αγαθιάρης βρε άντρα μου, ακόμα κι εκείνοι που στα φανερά κοροϊδεύανε και το παίζανε υπεράνω χρημάτων, στα μουλωχτά, μη νομίζεις, είχανε φάει τον κόσμο για να ‘βρουνε τις λίρες. Αμέ! Και πού δεν ψάξανε! Στ’ αμπέλια; Στους αχερώνες; Στον μύλο; Στο λιοτρίβι; Επήγαινα κάθε πρωί να ποτίσω κι έβλεπα τρύπες παντού, το χώμα σκαμμένο. Για θαρρείς πως τις τρύπες τις άνοιγαν τίποτα τυφλοπόντικες;
- Έψαχναν, ε; Ρε δεν πά’ να ‘ψαχναν; Ποιος τα βρήκε μου λες; Ε; Ποιος; Εγώ τα βρήκα! Εγώ! ΕΓΩ! Γι’ αυτό παράτα τη γκρίνια και πες κι ένα μπράβο στον αντρούλη σου τώρα που θα γίνουμε πλούσιοι!
- Σσσσσσ! Μίλα πιο σιγά χριστιανέ μου! Θα μας πάρουν χαμπάρι! Ώρα είναι να πλακώσουν τα ξαδέλφια να ζητάνε κι εκείνα μερδικό!
- Μερδικό; Τι μερδικό; Ξέρεις τι θα πάρουνε τα ξαδέρφια σου; Τα τρία μου θα πάρουνε! Λες και υπάρχει καμιά διαθήκη! Τίποτα δεν υπάρχει! Όποιος τον βρει τον θησαυρό, δικός του είναι, πάει και τελείωσε!
- Βρε μη ξεφωνίζεις σου λέω! Θέλεις να γίνουμε βούκινο; Εδώ στο χωριό κι οι τοίχοι έχουν αυτιά! Να, τώρα δα που ερχόμουν απ’ τ’ αμπέλι, σαν να πήρε το μάτι μου την ξαδέρφη τη Σοφία. Κι εσύ γκαρίζεις σαν τον τελάλη μέρα μεσημέρι; Λες και δεν ξέρεις τι κουτσομπόλα είναι η Σοφία που έτσι και χώσει τη μύτη της εκεί που δεν την σπέρνουν, μετά δεν μας ξεπλένει ούτε ο Ιορδάνης ποταμός! Γι’ αυτό σου λέω, κρύβε λόγια!
- Μωρέ, λόγια να κρύβω, σιγά το δύσκολο, τα πλούτη όμως πώς κρύβονται, μου λες;
- Τα πλούτη; Ποια πλούτη; Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τόνε βγάλαμε;
- Γιάννη βέβαια, το όνομα του παππού σου. Του προπάππου σου μάλλον, χαχαχα! Τα δικά του πλούτη γυναίκα, τα δικά του που τώρα γίνηκαν δικά μας! Το πιθάρι με τις λίρες! Το φαντάζεσαι, γυναίκα; Πόσα πράγματα αγοράζει κανείς μ’ ένα πιθάρι χρυσές λίρες; Και πρώτα-πρώτα θ’ αλλάξουμε αυτοκίνητο. Θα την πετάξω αυτή τη σακαράκα τ’ αγροτικό να πάρω ένα καινούργιο. Όχι πάλι κανένα Datsun της πλάκας μεταχειρισμένο, από Cayenne και πάνω, να το βλέπουν οι χωριανοί να σκάνε από τη ζήλεια. Και σκάφος βέβαια, όχι καμιά ψαρόβαρκα, ταχύπλοο κανονικό, με τη μηχανή του και τα όλα του. Και το σπίτι, πάλιωσε πια, ένα σενιάρισμα το χρειάζεται. Οι μπαλκονόπορτες, τα κουφώματα, τα παντζούρια που τα ‘χει φάει η αρμύρα, όλα άλλαγμα! Τα πιο ακριβά θα παραγγείλω απ’ την Αθήνα!
- Και καλοριφέρ! Να βάλουμε καλοριφέρ άντρα μου, να την πετάξουμε τη ρημάδα την ξυλόσομπα που έχει σκεβρώσει η πλάτη μου να κουβαλάω τα ξύλα σαν γομάρι.
- Και καλοριφέρ θα βάλουμε! Αμέ! Ότι θέλει η κυρά μου! Το τζάκι όμως θα το αφήσουμε, είναι αρχοντιά το τζάκι. Για τη μόστρα περισσότερο γιατί από ζεστασιά δε λέει και πολλά πράγματα, αλλά μόλις βάλουμε και τη μόνωση θα είναι τα δωμάτια φούρνος το χειμώνα και θα κρατάει και την υγρασία.
- Για κάνε λίγο κράτει βρε άντρα μου. Θα μας φτάσουν τα λεφτά για όλα ετούτα;
- Αν θα μας φτάσουν λέει; Για τίποτα πενταροδεκάρες μιλάμε τόση ώρα; Ένα πιθάρι λίρες είναι αυτές! Φτάνουν και περισσεύουν! Και θα προικίσουμε και το κορίτσι μας! Με τόση περιουσία ουρές θα κάνουν οι γαμπροί, δεν πά’ να ‘ναι κι ασχημούλα! (Μετά, μονολογεί με ψιθυριστή φωνή που ίσα ακούγεται) Τι ασχημούλα δηλαδή, κακάσχημη, σαν το χρέος… Της μάνας του πήρε το καημένο.
- Κι αν είναι άσχημο, τι μ’ αυτό; Από μένα μια φορά δεν πήρε! Εμείς είμαστε ομορφόσογο!
(Ο άντρας τραβιέται σε μια γωνιά, σιγομουρμουρίζει και πάλι, κι έπειτα πιο δυνατά)
- Εμένα μου λες; Τυφλός ήμουν και σε πήρα! Αλλά θα μου πεις, με τέτοια φτώχεια, ποια θα σε κοίταζε έτσι που βρομούσαν τα χνώτα σου απ’ την πείνα; Καμιά πριγκίπισσα; Όχι βέβαια! Μωρέ ας είχα ‘γώ τα φράγκα τότε που ήμουν νέος και θα σου ‘λεγα αν το Λενιώ θα μου έκανε την ψηλομύτα που πήγε και παντρεύτηκε τον γέρο τοκογλύφο. Το Μαράκι μας όμως… με τόσα πλούτια δεν πρόκειται να μείνει στο ράφι. Θα καλοπαντρευτεί το πουλάκι μας, από γιατρό κι απάνω!
- Έλα όμως που πλούτη ακούω και πλούτη δεν βλέπω! Σαν αλαφρύ το πιάνω το κουτί. Λίρες αποκλείεται, σαν τι λες να κρύβει μέσα;
- Μα τι λες να κρύβει βρε γυναίκα; Τίποτα ραβασάκια του πάππου σου κι οικογενειακές φωτογραφίες;
- Γιατί; Αποκλείεται;
- Μα δεν σου κόβει βρε γυναίκα; Αν ήταν τέτοιο πράγμα θα το ‘χε έτσι κρυμμένο ανάμεσα στα ντουβάρια; Να θέλει μια μέρα σκάψιμο για να το ξεθάψεις;
- Καλά λες. Κάτι άλλο θα ‘ναι. Τι όμως;
- Μα δεν τ’ ακούς που κουδουνίζει; Κάτι τις πολύτιμο σίγουρα! Κάνα διαμάντι; Κάνα ζαφείρι; Πού να ξέρω; Κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ή μπορεί να ‘ναι ο χάρτης του κρυμμένου θησαυρού, έτσι δα δεν κάνανε οι πειρατές εκείνα τα χρόνια; Θάβανε κάπου τον θησαυρό κι αφήνανε μονάχα ένα χάρτη κι αυτόν γραμμένο συνθηματικά, να μην τον καταλαβαίνει ο πάσα ένας.
- Τι περιμένεις τότε; Άνοιξέ το ντε το αναθεματισμένο να ιδούμε το μυστικό και με τρώει η αγωνία!
- Εύκολο το ‘χεις; Μια ώρα προσπάθαγα πριν έρθεις. Δεν βλέπεις που το κουτί είναι με δίχως κλειδαριά; Είναι ειδικά κουτιά αυτά, για να χώνεις μέσα έγγραφα απόρρητα, έχω δει κι άλλα τέτοια με τα μάτια μου εκεί στην Καζαμπλάνκα, τότες που ήμουν ναυτικός, γεμάτα τα παλιατζίδικα από τέτοια μαραφέτια. Έχουνε λέει μυστικούς μηχανισμούς κι ελατήρια, θέλει κόλπο για να τ’ ανοίξεις. Να, όπως εκείνο το παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά, με κείνον τον κύβο με τα χρωματιστά τετραγωνάκια που τόνε γυρίζεις από δω κι από κει μέχρι να ‘ρθουν όλα στο ίδιο χρώμα.
- Για δώσ’ το μου εμένα, να κάνω μια προσπάθεια, που πιάνουν τα χέρια μου.
- Εδώ δεν τα κατάφερα εγώ, εσύ θα τα καταφέρεις καλύτερα;
- Βρε δώσ’ μου που σου λέω!
- Ώχου! Να, πάρε, να ιδούμε τα χαΐρια σου!
(Η γυναίκα αρπάζει το κουτί από τα χέρια του κι αρχίζει να το στριφογυρίζει και να πιέζει με τα δάχτυλα στις γωνίες. Κανένα αποτέλεσμα. Ο άντρας, νευριασμένος, της το παίρνει και συνεχίζει να το σκαλίζει με λύσσα. Στο τέλος, εκτός εαυτού, δίνει μια και το πετάει πάνω στον τοίχο. Ακούγεται το μεταλλικό τρίξιμο των ελασμάτων και το κουτί ανοίγει. Πέφτουν κι οι δύο από πάνω του ποιος θα το πρωτοπιάσει, σηκώνουν μ’ ανυπομονησία το καπάκι. Το κουτί περιέχει μια παλιά περγαμηνή και ένα μικρό σιδερένιο κλειδί, καθώς όμως το χαρτί έρχεται σ’ επαφή με τον ατμοσφαιρικό αέρα μετά από την μακρόχρονη παραμονή του στο κενό, θρυμματίζεται σε πολλά μικροσκοπικά κομμάτια σαν στάχτη. Το αντρόγυνο κοιτάζεται απορημένο κι έπειτα ξεσπά με απελπισία.)
- Πάει! Όλα χάθηκαν!
- Μέσα στα χέρια μας ήταν και τώρα γινήκανε καπνός!
- Πάνε τα πλούτη, πάνε κι οι λίρες, τα πήρε ο αέρας και τα σήκωσε…
- Μα πώς; Τι έγινε; Έτσι στα καλά καθούμενα; Δεν το καταλαβαίνω…
- Ο αέρας γυναίκα, ο αέρας και τ’ οξυγόνο. Άμα το παλιό χαρτί βγαίνει απότομα στο φως του ήλιου αυτό παθαίνει, το τρώει ο αέρας, στάχτη γίνεται. Έπρεπε να το ‘χα σκεφτεί πρωτύτερα…
- Και βέβαια έπρεπε να το ‘χες σκεφτεί. Εγώ πού να το ξέρω, γυναίκα αγράμματη; Εσύ όμως που κάνεις τον καμπόσο πώς δεν το σκέφτηκες; Αλλά πού μυαλό εσύ βρε ονειροπαρμένε; Το μυαλό σου πάνω από το κεφάλι σου φουκαρά μου, να κοιμάσαι όρθιος και να ονειρεύεσαι πλούτη και μεγαλεία. Και τι έμεινε τελικά από τις φαντασίες σου; Τίποτα δεν έμεινε, μονάχα στάχτες και αποκαΐδια.
- Ε όχι και τίποτα! Έμεινε τούτο το κλειδί!
- Ναι να σε χαρώ! Ένα κλειδί με δίχως κλειδαριά, ένα κλειδί που δεν ξεκλειδώνει τίποτα! Σπουδαία ανακάλυψη μα την πίστη μου! Μπράβο σου αντρούλη μου!
- Ε δεν μπορεί, κάπου θα θηλυκώνει κι αυτό, κάποια πόρτα θ’ ανοίγει, μπορεί και το μπαούλο του θησαυρού, Ναι αμέ, γιατί όχι; Φτάνει να το βρω μονάχα…
- Βρε παράτα τα φτερουγίσματα και κοίτα να γκρεμίσεις τον τοίχο μην πέσει και μας πλακώσει. Να τελειώνουμε επιτέλους με τα γεμίσματα να πιάσει ο μάστορας το χτίσιμο. Άντε που σου λέω, νυχτώσαμε κακομοίρη μου!
- Α για να σου πω γυναίκα, κόψε την γκρίνια και τα κουμάντα και μη μου σπας τα νεύρα, μη σου αστράψω καμιάν ανάποδη και δεις τον ουρανό σφοντύλι!
(Η γυναίκα παίρνει βιαστικά το κοφίνι με τα σταφύλια και απομακρύνεται. Ο άντρας μένει μόνος του. Χώνει το κλειδί στην τσέπη, πιάνει πάλι την αξίνα και συνεχίζει το γκρέμισμα του τοίχου με διπλάσια μανία).
Σχoλιάστε