«Το Στοίχημα του Πασκάλ είναι το όνομα που δόθηκε σε ένα θεολογικό επιχείρημα που διατύπωσε ο Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός Μπλεζ Πασκάλ στο περίφημο έργο του Στοχασμοί, το οποίο εκδόθηκε στα 1669, επτά χρόνια μετά τον θάνατό του. Το σκεπτικό του βασιζόταν στην πραγματιστική αντίληψη ότι είναι προς το συμφέρον μας να πιστεύουμε στον Θεό. Η κεντρική ιδέα του Στοιχήματος είναι, σύμφωνα με τον Πασκάλ, πως, αφού δεν μπορεί κάποιος να έρθει σε γνώση της ύπαρξης του Θεού διαμέσου της λογικής και μόνο, το πιο συνετό πράγμα που οφείλει να κάνει είναι να ζήσει την ζωή του ενάρετα, ως εάν ο Θεός πραγματικά υπάρχει, διότι με μια τέτοια ζωή έχει να κερδίσει τα πάντα και τίποτα να χάσει. Αν ζούμε ωσάν να υπάρχει Θεός, και πραγματικά υπάρχει, τότε έχουμε κερδίσει τον Ουρανό. Αν δεν υπάρχει, δεν έχουμε χάσει τίποτα. Αν, από την άλλη πλευρά, ζούμε ωσάν να μην υπάρχει Θεός ενώ πραγματικά υπάρχει, τότε μας περιμένει η Κόλαση ως αιώνια τιμωρία, ενώ έχουμε χάσει τον Παράδεισο και την μακαριότητα. Αν κάποιος αξιολογήσει τις πιθανότητες, η λογική απόφαση να ζήσουμε ως εάν υπάρχει Θεός, εμφανίζεται ξεκάθαρα ως η καλύτερη από τις δυνατές επιλογές».
Πάντοτε σε αυτό το σημείο του μαθήματος το άχρωμο πρόσωπο του καθηγητή Αρμάν ζωήρευε, μια θέρμη χρωμάτιζε τα χλωμά του μάγουλα και η χαμηλών τόνων, ένρινη φωνή του δυνάμωνε και παλλόταν από ένα ασυνήθιστο βιμπράτο. Εκείνες τις στιγμές γινόταν αναπάντεχα χαρισματικός έτσι όπως ρητόρευε με πειθώ και πάθος απαριθμώντας όλα τα επιχειρήματα που οι μεταγενέστεροι επικριτές του Στοιχήματος προέβαλαν για να το καταρρίψουν πριν τα αντικρούσει ένα προς ένα με την πιο αυστηρή μεθοδολογία. Δεν επρόκειτο πια για το Στοίχημα του Πασκάλ αλλά για το δικό του προσωπικό στοίχημα και επιστράτευε όλες του τις ικανότητες κι όλες του τις γνώσεις για να το κερδίσει λες κι από την έκβασή του θα κρίνονταν όχι μόνο η ίδια του η ζωή αλλά και το μέλλον των εφηβικών ψυχών με την πνευματική διάπλαση των οποίων ήταν επιφορτισμένος.
Έπειτα, καθώς ο χρόνος της παράδοσης πλησίαζε στο τέλος του, η εσωτερική του ένταση σταδιακά καταλάγιαζε και ο καθηγητής έπαιρνε στα χέρια του την κιμωλία για να σχεδιάσει στον μαυροπίνακα το διάγραμμα που συνόψιζε με τρόπο εύληπτο την διδασκαλία του.
Ο Θεός Υπάρχει | Ο Θεός δεν Υπάρχει | |
Πίστη στον Θεό | Μέγιστο Κέρδος | Μικρή Ζημιά |
Μη πίστη στον Θεό | Μέγιστη Ζημιά | Μικρό Κέρδος |
Στρεφόταν τότε προς το αμφιθέατρο και με μία περιστροφική κίνηση της σεβάσμιας κεφαλής άφηνε το βλέμμα του να πλανηθεί πανοραμικά στο ακροατήριο ψάχνοντας στα μάτια των φοιτητών του μία ένδειξη που να υποδηλώνει εάν ο σπόρος είχε πέσει σε γόνιμο έδαφος και έμελλε να καρπίσει. Στοίχημα μακράς διαρκείας ετούτο και μάλλον ο ίδιος δεν θα ζούσε αρκετά για να δει την κατάληξη, παρόλ’ αυτά σφυγμομετρούσε τις αντιδράσεις προσπαθώντας από τότε κιόλας να προβλέψει ποιοι θα ήταν οι μελλοντικοί νικητές και ποιοι οι χαμένοι.
Οι μαθητές του όμως, τι να σκέφτονταν άραγε για το κήρυγμά του; Τι επιλογές θα έκαναν, ποιον δρόμο θ’ ακολουθούσαν;
Ο θάνατος είναι κι αυτός ένα στοίχημα μακράς διαρκείας. Ποντάρεις ενόσω βρίσκεσαι ακόμα εν ζωή κι έπειτα περιμένεις να έρθει η ύστατη στιγμή για να μάθεις αν κέρδισες ή όχι. Εγώ ποντάρισα τα ρέστα μου στο Μηδέν, μού φαινόταν πάντα ως η πιο λογική επιλογή, εκείνη που θα μου έδινε το μεγαλύτερο κέρδος. Από νέος είχα δείξει δείγματα της κλίσης μου στην ασωτία και μάταια κοπίαζαν οι γονείς και οι δάσκαλοί μου να με νουθετήσουν και να με επαναφέρουν στην οδό της Αρετής. Αφού ο Θεός δεν υπήρχε, τότε όλα επιτρέπονταν, η απάτη, η προδοσία, το έγκλημα, τα πάντα, αρκεί ν’ αντλείς απ’ αυτά κάποιο όφελος, ή έστω την απόλαυση που χαρίζει στον άνθρωπο η τέλεση του Κακού όταν έχει εξασφαλισμένη την ατιμωρησία. Δεν είχα τίποτα και κανέναν να φοβηθώ, άτομα της τάξης μου ίστανται υπεράνω του Νόμου κι όσο για την Θεία Δίκη, δεν είναι παρά ένας μπαμπούλας που επικαλούνται οι ιερείς για να τρομάξουν τις απλοϊκές και δεισιδαίμονες ψυχές. Για την Ηθική, ομοίως αδιαφορούσα, η πίστη στην πατρίδα, στην οικογένεια, τον έρωτα, την φιλία, ήτανε φληναφήματα και πομφόλυγες χωρίς καμιά ουσία. Ναι, έζησα ακόλαστα, μα τι ωραία λέξη! Να ζεις, να πράττεις, να σκέφτεσαι κατά βούληση, δίχως την ελπίδα μιας μεταθανάτιας ανταμοιβής αλλά και χωρίς τον φόβο της αιώνιας τιμωρίας. Κατά βάθος υπήρξα ένας ιδεαλιστής, με βάση τις αρχές αυτές πορεύτηκα στη ζωή μου με μια συνέπεια που θα ζήλευε κάθε ηθικολόγος. Και έκλεψα και πρόδωσα και διέφθειρα και συκοφάντησα κι ατίμασα και βίασα, ως και στον φόνο έφτασα δίχως να διστάσω όταν το επέβαλε το συμφέρον μου και δεν ήταν λίγες οι απολαβές που μου απέφεραν το έγκλημα και η κακουργία. Τύψεις; Ενοχές; Μεταμέλεια; Θα ήταν ψέμα αν έλεγα ότι δεν ένιωσα ποτέ, η καρδιά μου δεν ήταν από πέτρα, χρειάστηκε μόχθος πολύς ώσπου να την απολιθώσω· όπως κι η Αρετή, έτσι και το Κακό, είναι μία Ασκητική, μια διαρκής μαθητεία. Αλλά δεν θέλω να πιστέψει κανείς πως η αυτοκτονία μου οφείλεται σε κάποια συνειδησιακή κρίση, όσο κι αν θα με κολάκευε κάτι τέτοιο, δεν θ’ ανταποκρινόταν στην αλήθεια, θα ήταν άλλη μια τερατώδης παρεξήγηση. Όχι, η αυτοχειρία μου ήταν απόφαση ορθολογική, όπως και όλες οι επιλογές που έκανα στη ζωή μου. Όταν ο χειρούργος μού ανακοίνωσε ότι δεν μου έμεναν παραπάνω από έξι μήνες, ήξερα τι έπρεπε να πράξω: Είχα φτάσει ως τα εξήντα μου διάγοντας βίο τρυφηλό και συβαριτικό, γεμάτο ηδονές και απολαύσεις, τις συμπληγάδες της αρρώστιας και των γηρατειών τις είχα αποφύγει, άλγη του σώματος και της ψυχής δεν μ’ είχανε αγγίξει. Ποιος ο λόγος λοιπόν να γευτώ το πικρό ποτήρι τώρα στο λυκόφως; Κι έπειτα, η ιδέα με γοήτευε απ’ τα νεανικά μου κιόλας χρόνια: μη δεν είναι η αυτοκτονία το έσχατο αμάρτημα, το μόνο που δεν συγχωρείται; Αφού όλα τ’ άλλα τα δοκίμασα, γιατί όχι κι ετούτο; Αν κάτι με απέτρεπε απ’ το διάβημα, δεν ήτανε ο φόβος μου μα ο ηδονισμός μου, τώρα όμως που οι ηδονές έφταναν στο τέλος τους κι άρχιζε η οδύνη, κάθε ενδοιασμός εξέλειπε. Φρόντισα εγκαίρως η έξοδός μου απ’ τα εγκόσμια να γίνει ακριβώς όπως την είχα σκηνοθετήσει, σαν ένα ασυνείδητο κι ανώδυνο πέρασμα από τον ύπνο στον θάνατο. Ένα γερό φιλοδώρημα στον γιατρό κι ένα κοκτέιλ χλωράλης ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας το έργο που το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με ωθούσε ν’ αναβάλλω. Το σχέδιο έμοιαζε τέλειο, θα πέθαινα κοιμώμενος και όλα θα ξεχνιούνταν, κι ακόμα καλύτερα, θα τα ξεχνούσα κι ο ίδιος. Αλλά εδώ ήταν που έκανα το μοιραίο λάθος: αντί για την λησμονιά, μετά τον θάνατο σε περιμένει η μνήμη, μια μνήμη τόσο ανελέητη που δεν παραλείπει ούτε την παραμικρή λεπτομέρεια απ’ όσα θα ήθελες να ξεχάσεις. Ελπίζεις ότι ο θάνατος θα είναι ένας ύπνος ανονείρευτος που ξυπνημό δεν έχει, βρίσκεσαι όμως να αιωρείσαι ασώματος σ’ ένα κενό σκοτάδι, έχοντας διατηρήσει ακέραιες τις διανοητικές σου λειτουργίες· χειρότερη κατάρα δεν υπάρχει. Γιατί ο άνθρωπος την ηδονή την αισθάνεται μέσω του σώματος και των αισθήσεων, δίχως αυτά ο στοχασμός και η συνείδηση γίνονται πηγή δυστυχίας. Τι κρίμα που το μαθαίνεις κατόπιν εορτής, όταν πια είναι αδύνατον ν’ αλλάξεις τ’ οτιδήποτε! Κι απομένεις μόνος, ολομόναχος με τις αναμνήσεις σου αλλά απ’ όποια ανάμνηση κι αν προσπαθείς να αρπαχτείς γίνεται μαχαίρι δίκοπο που σφάζει και ματώνει μιας και τίποτα δεν είναι πιο θλιβερό από την ενθύμηση των ευτυχισμένων στιγμών που παρήλθαν. Της ευτυχίας η ανάμνηση μόνο ευτυχής δεν είναι, ξυπνάει τη νοσταλγία για όσα είχες κάποτε μα τώρα τα ‘χεις χάσει. Έτσι, όταν οι πράξεις αποσυνδέονται από τα οφέλη τους, προβάλλουν στη συνείδηση παράλογες, χωρίς αιτιολογία. Θυμάσαι σκέτη την κλοπή που διέπραξες χωρίς τον πλούτο που σου απέφερε, θυμάσαι ωμό τον βιασμό δίχως όμως την ηδονή που ένιωθες τη στιγμή που το θύμα λύγιζε κάτω από την επιβολή σου. Μάτια δεν έχεις πια για να δεις, αυτιά για να ακούσεις, μήτε και στόμα να γευτείς, μύτη για να μυρίσεις, τυφλός, κουφός, ευνούχος που μόνο να στοχάζεται μπορεί, ν’ αναπολεί και να θυμάται. Ετούτη είναι η Κόλαση. Η εμμονή της μνήμης.
Η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου. Με αυτόν τον αφορισμό του Πλάτωνα από την Πολιτεία ξεκινούσε την διάλεξή του ο καθηγητής Αρμάν, πριν περάσει στο αγαπημένο του θέμα, τον Πασκάλ και το Στοίχημά του. Νέος ήμουν ακόμη, πνεύμα αδιαμόρφωτο που έψαχνε τους ταγούς του· σε μία εποχή χαοτική όπου ο άνεμος της αμφισβήτησης σάρωνε όλες τις παλιές αξίες, αναζητούσα την σοφία των πρεσβύτερων να μου δείξει της Αρετής τον δρόμο. Την ημέρα που τον άκουσα στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής, ο νους μου φωτίστηκε, ό,τι μέχρι τότε έμοιαζε σκοτεινό κι ακατανόητο, απέκτησε μεμιάς νόημα και μορφή σαν να το έλουσε ο ήλιος της Λογικής. Κι όταν πια σχεδίασε με την κιμωλία στον πίνακα το σκαρίφημα, αισθάνθηκα ότι είχα βρει την Αλήθεια που ζητούσα. Η ζωή δεν είναι παρά μια προετοιμασία για τη στιγμή που η αθάνατη ψυχή εγκαταλείπει το φθαρτό σώμα για να ενωθεί με τον Δημιουργό της. Να θυσιάσω το εφήμερο για το αιώνιο ήταν η επιλογή μου και σύμφωνα μ’ αυτήν πορεύτηκα προσδοκώντας ότι ο Θεός θα με αντάμειβε μετά θάνατον ανοίγοντας τις πύλες του Παραδείσου. Οι συμφοιτητές μου, νέοι κι άμυαλοι, όπως ήμουν κι εγώ πριν την επιφοίτηση, με κορόιδευαν, με χλεύαζαν, προσπαθούσαν να με κάνουν ν’ αμφιβάλλω. Ειδικά ο Γκαστόν, που την εποχή εκείνη ήταν ο πιο στενός μου φίλος, μια μεφιστοφελική επιρροή από την οποία φρόντισα εγκαίρως να ξεκόψω. Όλες του οι σοφιστείες έπεσαν στο κενό, τίποτα και κανέναν δεν θ’ άφηνα να μπει εμπόδιο στον δρόμο μου προς την Σωτηρία. Όταν οι παλιές παρέες μου μεθοκοπούσαν και χαρτόπαιζαν, εγώ αφοσιωνόμουν στην προσευχή και την μελέτη· όταν γλένταγαν εγώ νήστευα, κι όταν επιδίδονταν σε ερωτοτροπίες, όργια, ακολασίες, εγώ παρέμενα πιστός στη νόμιμη σύζυγό μου. Στον δαίμονα της λαγνείας όμως εύκολα αντιστέκεσαι, ο πραγματικός πειρασμός έχει το πρόσωπο της αγάπης. Όταν η Κλοτίλντ μού εξομολογήθηκε τον έρωτά της, για μια στιγμή ένιωσα να λυγίζω. Μαζί της ήμουν βέβαιος πως θα γνώριζα την πιο πλήρη ευτυχία· δεν θα ‘ταν όμως αμαρτία εάν την θεμελίωνα επάνω στα ερείπια δύο οικογενειών; Το «πρέπει» ακολούθησα, απαρνήθηκα το «θέλω». Έπραξα το σωστό κι ας πλήρωσα τίμημα βαρύ· γιατί η οδός της Αρετής μοιάζει ευθεία όταν τα πράγματα βαίνουν κατ’ ευχήν, γίνεται όμως ανηφορική όποτε δυσκολεύουν. Τότε ο πειρασμός να κάνεις το Κακό επανέρχεται για να σε δελεάσει και πρέπει να έχεις υπομονή ιώβεια ώστε να μην ενδώσεις. Όταν οι συμφορές άρχισαν να πέφτουν πάνω μου η μια μετά την άλλη, σκέφτηκα ότι ήταν θέλημα Θεού για να με δοκιμάσει. Είχε έρθει η ώρα να αποδείξω την πίστη μου. Οι εχθροί μου με συκοφάντησαν, έχασα την θέση, την τιμή και την περιουσία μου, βυθίστηκα στην ανέχεια, απέφυγα όμως κάθε ανέντιμη συναλλαγή που θα με βοηθούσε ν’ ανακάμψω. Αναγκάστηκα να κάνω ένα σωρό επαγγέλματα ανάξια για τη μόρφωση και την καταγωγή μου, η οικογένειά μου γνώρισε δύσκολες και στερημένες μέρες. Όταν οι άθεοι κατέλαβαν την εξουσία, αρνήθηκα να υπηρετήσω το νέο Καθεστώς αν και ήξερα ότι αυτό δεν θα μου το συγχωρούσαν. Από δίκη σε φυλακή κι από φυλακή σε εξορία, τα χτυπήματα της μοίρας με οδήγησαν ως το ικρίωμα κι ήταν ο παλιός μου φίλος εκείνος που με παρέδωσε στα χέρια των δημίων. Τη στιγμή ωστόσο που η λεπίδα της καρμανιόλας άγγιζε τον σβέρκο μου, ένιωθα μια απόκοσμη γαλήνη. Επί χρόνια έσπερνα τον αγρό και τώρα επιτέλους είχε φτάσει ο καιρός της συγκομιδής· με εμπιστοσύνη στον Θεό σφάλισα τα βλέφαρα και παρέδωσα την ψυχή μου. Και τι κέρδισα; Την Αθανασία; Την Αιωνιότητα; Την Μακαριότητα; Ναι, βέβαια, όλα ετούτα, ο καθηγητής Αρμάν δεν μ’ είχε ξεγελάσει. Μόνο που η αιωνιότητα είναι ένα αδειανό λιβάδι όπου τίποτα δεν συμβαίνει και η μακαριότητα συνώνυμο της ανίας, μία αέναη αναμονή, μια περιπλάνηση δίχως προορισμό όπου όσο κι αν πορεύεσαι, βρίσκεσαι διαρκώς στο ίδιο το σημείο, θαρρείς και είσαι ακίνητος, εγκλωβισμένος σ’ αυτό το απέραντο κενό διάστημα όπου ο χρόνος έχει σταματήσει. Κι ο Θεός; Πού βρίσκεται ο Θεός; Τον συνάντησα; Τον είδα; Είναι του Θεού μήπως εκείνο το πελώριο μάτι που σε κοιτάζει από ψηλά, ένα μάτι που ποτέ δεν συσπάται, δεν κλείνει, δεν δακρύζει, μονάχα επιτηρεί μ’ αντικειμενικότητα αλλά χωρίς συμπόνια; Και με πιάνει λύσσα να σκέφτομαι ότι για να κερδίσω τον Ουρανό χαράμισα τη Γη, με κάνει να νιώθω εξαπατημένος, σαν τους ιθαγενείς του Νέου Κόσμου που αντάλλασσαν χρυσό με χρωματιστό γυαλί. Στερήθηκα πλούτη και διασκεδάσεις, χαρές του έρωτα δεν γνώρισα, όμως η χήρα μου με ξέχασε αναζητώντας αλλού παρηγοριά στο πένθος της και την μοναδική γυναίκα π’ αγάπησα την χάρηκε ο εχθρός μου. Αντί για ψαλμωδίες αγγέλων και ύμνους Χερουβείμ, εντός μου ακόμα αντηχεί το χαιρέκακο γέλιο του όταν, τύφλα στο μεθύσι, προφήτευε κι απειλούσε: «Απ’ την πολλή αγνότητα φυλάξου Αυγουστίνε. Μην ξεχνάς ότι καμιά καλή πράξη δεν μένει ατιμώρητη». Και να που είχε δίκιο τελικά, η τιμωρία απ’ την ανταμοιβή διόλου δεν ξεχωρίζουν, ο θάνατος ίδια κι όμοια φέρεται σ’ αμαρτωλούς κι αγίους.
Ο θάνατος είναι στοίχημα που δεν κέρδισε κανείς. |
||
Μονάχα η γκανιότα. |
||
Ίσως και ο Πασκάλ. |
Σχoλιάστε