ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΜΩΒ ΣΚΙΟΥΡΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 2023
Μνήμες-Μνήματα-Μνημεία,
Στρατής Γαλανός, εκδ. Μωβ Σκίουρος, Αθήνα, 2023
Δύο ειλικρινή και καθ’ όλα αξιοσέβαστα πρόσωπα περιγράφουν το ίδιο περιστατικό. Τότε μοιραία προκύπτουν δύο παραλλαγές πάνω σ’ ένα θέμα, δύο διαφορετικές αφηγήσεις. Αυτό συμβαίνει με μαθηματική ακρίβεια, σχεδόν νομοτελειακά και διόλου δεν σχετίζεται με την αλήθεια ή το ψέμα όπως επιπόλαια νομίζουν οι περισσότεροι κι ούτε εξαρτάται από τις καλόπιστες ή απατηλές προθέσεις του ομιλητή. Γιατί κάθε φορά που αφηγούμαστε ένα γεγονός, τότε αναγκαστικά το επινοούμε εξ’ αρχής. Κι αφού το διηγηθούμε, μετά παύουμε να θυμόμαστε το ίδιο το γεγονός και αυτό που θυμόμαστε πλέον είναι η αφήγησή του, δηλαδή οι λέξεις που χρησιμοποιήσαμε. Η επινόηση του μύθου είναι αλληλένδετη με την επιλογή των λέξεων που ειπώθηκαν. Νομίζετε πως είναι το ίδιο αν πούμε πως ο Ζαφείρης σκοτώθηκε, εκτελέστηκε, «έπεσε» ή «ξεκουράστηκε»; Διαλέξτε μιαν οποιαδήποτε λέξη κι αμέσως φτιάξατε μια νέα ιστορία. Αντικαταστήστε την και μια καινούργια συναισθηματική απόχρωση έχει δημιουργηθεί.
Δύο ειλικρινή και καθ’ όλα αξιοσέβαστα πρόσωπα ανασκαλεύουν το παρελθόν. Νομίζουν πως ξεθάβουν κάτι σκληρό, ατόφιο κι αναλλοίωτο, θαμμένο κάτω απ’ τις επιχωματώσεις της λήθης, όμως όσο σκάβουν, ανακαλύπτουν ένα υλικό μαλακό κι εύπλαστο σαν τον πηλό ή τη ζύμη. Μ’ εργαλείο τους τις λέξεις, το πλάθουν, το διαμορφώνουν, του δίνουν σχήμα και νόημα κι εκείνο υπακούει αγόγγυστα, ιδανικό θύμα, ανήμπορο να υπερασπίσει τον εαυτό του, ευάλωτο σε κάθε παραχάραξη, αποσιώπηση, διαστρέβλωση ή εξωραϊσμό, σαν ναρκωμένο κορίτσι στα χέρια βιαστή. Τι μαυλιστική εξουσία! Τι πειρασμός! Σ’ αυτούς που απέτυχαν διπλά και τριπλά, π’ απέτυχαν ν’ αλλάξουν τον εαυτό τους, τη ζωή τους, το μέλλον και τον κόσμο, ποια άλλη παρηγόρια μένει από το ν’ αλλάξουν το παρελθόν; Το χθες τροποποιείται ευκολότερα και πιο ανώδυνα από το σήμερα.(σελ.38,39)
Μνήμες-Μνήματα-Μνημεία είναι ο παιγνιωδώς ευρηματικός τίτλος του βιβλίου του Στρατή Γαλανού, -όχι όμως γελαστικά παιχνιδιάρικος, τουναντίον, οι συγκεκριμένες μνήμες, τα μνήματα και τα μνημεία πάνω στα οποία στηρίζεται και από τα οποία ο συγγραφέας αντλεί υλικό για το συμπαγές κειμενικό του οικοδόμημα είναι αιτία για σοβαρή περίσκεψη και πιθανόν να φέρει και θλίψη στον σκεπτόμενο αναγνώστη. Όταν άρχισα την ανάγνωση ήξερα ότι κρατούσα στα χέρια ένα πόνημα αξιόλογο αφού γνωρίζοντάς τον έστω και ελάχιστα από συζητήσεις σε διαδικτυακή λέσχη ανάγνωσης δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από μια έντιμη λογοτεχνία απαιτήσεων, μα ο προσδιορισμός αξιόλογο δεν αρκεί για το κομψοτέχνημα αυτό από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος.
Σε αυτό ή με αυτό ως όπλο ο Γαλανός παλεύει με τα σκαιά φαντάσματα ενός παρελθόντος που ποτέ δεν έφυγε από το σεισμογενές εθνικό μας πολιτικό προσκήνιο για να αφήσει χώρο,επιτέλους,σε μια δημιουργική συνέχεια,μια συζήτηση, έστω, για το πώς θα πάμε μπροστά και βέβαια όχι με τις εκ του πονηρού γενόμενες αναμοχλεύσεις του αλλά με μια ορθώς -και προφανώς δεν εννοώ με τους τρόπους της πολιτικής ορθότητας του συρμού ,όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι ακριβώς που αναμοχλεύουν την περίοδο για να αποκομίσουν μικροπολιτικά οφέλη-, μια ορθώς λοιπόν εννοούμενη εθνική σύμπνοια. Ο Γαλανός αποδεικνύει, ανάμεσα στα άλλα, τα αμιγώς λογοτεχνικά, την καθοριστική σχέση της Λογοτεχνίας με την Ιστορία ή και το αντίστροφο, με έναν ατόφιο, ευθύβολο, συγκινητικό και εν τέλει πολύ ξεκάθαρο τρόπο.
Αρχικά βέβαια αναρωτήθηκα, για να πω τη μαύρη αλήθεια, ωχ, άλλο ένα βιβλίο για τον Εμφύλιο; Και όχι μόνο γι΄ αυτόν αλλά και για την Κατοχή, για τον Μεσοπόλεμο, για τα ντροπιαστικά για κάθε νοήμονα πολίτη ξερονήσια/στρατόπεδα εκτοπισμού στα οποία έστελναν τους αντιπάλους τους, για τις φυλακές και τα υπόλοιπα τα οπωσδήποτε φρικιαστικά;
Φράσεις ανάκατες, μισοειπωμένες, τεμαχισμένες από τραυλίσματα, κομπιάσματα, βαθιές ανάσες κι αμήχανες σιωπές, λέξεις ξεφτίδια, απομεινάρια μιας άλλοτε παντοδύναμης φρίκης που δυνάστευε τα πρόσωπα και τις ψυχές μα που σταδιακά εξέπεσε από τον αιμάτινο θρόνο της και περιπλανιέται εξόριστη στην επικράτεια της λήθης, φρίκη που διδάσκεται σε σχολικά εγχειρίδια, που τυπώνεται, μελετάται κι αναλύεται από τους νεωτέρους και τους ιστορικούς, φρίκη που αναλυόμενη παύει να τους (μας) τρομάζει, φρίκη ανενεργή κι αχρείαστη σα σκιάχτρο σε στέρφο χωράφι, φρίκη για τον λόγο αυτό ακατανόητη, ακατάληπτη, σαν παιδικό παραμύθι με μάγισσες και δράκους για τον ενήλικα, φρίκη ανεξιχνίαστη για όσους (τυχερούς) δεν την αντίκρισαν, μόνο οι παλιοί γνωρίζουν, οι γέροι, που τότε παιδιά ήταν, παιδιά ή νέοι, αυτοί θυμούνται, με κόπο βέβαια, άθελά τους σχεδόν, πως η φρίκη κάποτε σύχναζε στα μέρη τους, πως είχε μάλιστα και πρόσωπο ανθρωπινό και μερικές φορές την είχαν δει να τους χαμογελά, στερεωμένη σ’ ένα ψηλό κοντάρι, μ’ ένα χαμόγελο απαίσιο σα μορφασμό…
(σελ.20,21)
Πόσο και πώς, ως πότε και γιατί να μας απασχολεί τόσο δαιμονοποιημένο και συνεχώς το μεγαλύτερο και τραγικότερο, κατά κοινή ομολογία, συλλογικό τραύμα της νεότερης Ιστορίας μας; Ποια ακριβώς είναι αυτή η πικρή Ιστορία; Είναι εκείνη των νικητών ή αυτή η ακόμα πιο πικρή των ηττημένων; Είναι ένας εξωραϊσμένος ή ένας κραυγαλέος ένθεν και ένθεν συγκερασμός τον οποίο καθένας παρουσιάζει κατά το συγκυριακό του δοκούν και συμφέρον; Είναι εκείνη που αποφεύγει να καταμαρτυρήσει ο ταλαιπωρημένος από τα λάθη και πάθη του (και συχνά συναίτιος ως μονίμως πάσχων από το σύνδρομο του ήθελές τα και παθές τα) λαϊκός κόσμος ή το, σε δυστυχώς μεγάλο βαθμό, μη επιστημονικό και συχνά λειψό αφήγημα πειραγμένων/διορθωμένων ιστορήσεων, συρραφών και αποκρύψεων φερμένων στα μέτρα του νικητή στα προχειρογραμμένα σχολικά βιβλία;
Τις απαντήσεις, κάποιες τουλάχιστον, αποπειράται να δώσει ο ίδιος ο συγγραφέας δια στόματος των alter ego του που αναλαμβάνουν ρόλο αφηγητή που είναι είτε δυναμικά ενδοδιηγητικός είτε εντός μεν της αφήγησης και πρωτοπρόσωπα, ελαφρώς όμως αποστασιοποιημένος, όπως ο αστυνόμος στο διήγημα Πέτρος και Χάρης, συντοπίτης τους και παλιός συμμαθητής και ο νεαρός δημοσιογράφος της μεταπολίτευσης που με το μαγνητόφωνό του υπό μάλης κυνηγάει γέρους στα καφενεία και γερόντισσες στα έρημα κονάκια τους για να μάθει, για να καταλάβει -και να πει στη συνέχεια και στους άλλους της δικής του γενιάς- τι έγινε στο ένα και το άλλο χωριό της Πελοποννήσου εν προκειμένω και τι απέγινε ο Τάδε που συντάχθηκε με τους Ελασίτες και τι έγινε ο Δείνα που ήταν με τους Χίτες, πώς κάποιος πέθανε εξόριστος στην Ικαρία και ένας άλλος σακατεύτηκε στα Δεκεμβριανά όμως βρέθηκε και στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και πώς και πότε και γιατί και αν και όλα τα βαριά σακιά-τα μνήματα, οι μνήμες, τα μνημεία- που κουβαλάνε οι λιγότερο ή περισσότερο εμπλεκόμενοι στις αγκάθινες ιστορίες φιλτραρισμένες πια από τον χρόνο που πέρασε από πάνω τους αδυσώπητος και μαζί πανδαμάτωρ.
Προκήρυξις
- Του Νεκρού Αδερφού
- Του Μαγγανά
- Οι δύο Θάνατοι του Μιχάλη Μπεζεντάκου ή Μπεζαντάκου
- Πέτρος και Χάρης
- Προμνησία
- Τα Χιόνια τ’ Απρίλη
Ο Στρατής Γαλανός μέσα από έξι πυκνά διηγήματα δομημένα θαυμάσια από τεχνικής πλευράς και βαλμένα στη συλλογή με το περίπου ΑΩ σχήμα παράθεσής τους -ευφυώς πρώτη σελίδα η Προκήρυξις αν και δεν είναι διήγημα και προτελευταία ιστορία η Προμνησία- σε μια διάταξη δηλαδή που μας επιτρέπει να την εκλάβουμε και ως ιδιόμορφο σπονδυλωτό μυθιστόρημα, έξι ιστορίες παρμένες από την Ιστορία των τελευταίων πάνω κάτω 100 χρόνων, ειπωμένες και έτσι και αλλιώς από υπαρκτούς και επινοημένους ομιλητές για υπαρκτά και επινοημένα γεγονότα χάριν της μυθοπλασίας (που πάντως έχουν αλήθεια στον πυρήνα τους), συγκρουόμενες ή συγκλίνουσες, καταγεγραμμένες διαφορετικά στη μνήμη καθενός που τις αφηγείται τριάντα και βάλε χρόνια μετά (η δημοσιογραφική καταγραφή γίνεται κάπου στα 1980), επανεισάγει, εκτιμώ, σύνεση και ήθος στην τεχνηέντως εμφυλιοπολεμική συγκυρία που ζούμε και εμείς εδώ και τώρα. Με συγκινεί δε η στοχαστικότητα και η απουσία μίσους, κυρίως αυτό, από μεριάς του, το ότι βλέπει με μύχιο σπαραγμό ομόγλωσσους ανθρώπους σε αδελφοκτόνο (και ξενοκίνητο θα πω εγώ, συνδαυλισμένο από συγκεκριμένα εγχώρια και μη συμφέροντα) πόλεμο κι όχι τάχα αορίστως καλούς και κακούς (που δίχως λόγο και αιτίες δημιουργούν μονάχοι αφορμές για αδικία και θάνατο) και γι΄ αυτό ζητά, δίχως αριστερές ή δεξιές αγκυλώσεις, μια αληθινή συμφιλίωση, αυτή που πράγματι θα μας ανεβάσει έστω λίγο ψηλότερα ως ομόγλωσσο -και θα επιμένω σε αυτό- λαό.
Δύο ειλικρινή και καθ’ όλα αξιοσέβαστα πρόσωπα περιγράφουν το ίδιο περιστατικό. Ένας τρίτος άνθρωπος, αποστασιοποιημένος και συναισθηματικά αμέτοχος, παίρνει τις αφηγήσεις τους και τις ξαπλώνει στην κλίνη του Προκρούστη. Ψυχρά, μεθοδικά κι ανενδοίαστα χειρουργεί το παρελθόν, τις ιστορίες που του εμπιστεύθηκαν ή υφάρπαξε. Αυθαίρετα, σαν νέος Φράνκενστάιν κόβει το κεφάλι της μιας και το κολλά στο σώμα της άλλης, ανακατεύει τα διάσπαρτα μέλη τους, μεταμοσχεύει όργανα, προσθέτει εμφυτεύματα, αφαιρεί κακοήθεις όγκους. Προσπαθεί να εμφυσήσει ζωή στην από χρόνια νεκρή ύλη. Φτηνό υλικό για μεγάλο οικοδόμημα. Μα μήπως κι ο θεός από λάσπη δεν έπλασε τον άνθρωπο, την κορωνίδα της δημιουργίας; Θα επαναληφθεί άραγε το θαύμα; Κι αν ναι, τι θα προκύψει από αυτή την ανόσια γένεση; Ένα τέρας ή μια νεράιδα;
Ποιος λέει ψέματα λοιπόν; Ο αντάρτης, η γερόντισσα ή μήπως ο αφηγητής; Ποιος λέει την αλήθεια; Και έχει εντέλει τόση σημασία; Μήπως από μια παρακαμπτήριο πεποιημένων επινοήσεων μπορούμε να φτάσουμε ταχύτερα στο κέντρο της πραγματικότητας;
Κανέναν μην εμπιστεύεσαι φίλε αναγνώστη! Μείνε δύσπιστος σε όποιον ισχυρίζεται πως κατέχει την αλήθεια. Προπαντός φυλάξου από τις παγίδες που σου ‘στησα. Η αλήθεια δεν είναι κάτι που ανακαλύπτεις, την αλήθεια την δημιουργείς μοναχός σου.(σελ.39)
Ο Γαλανός με το έργο Μνήμες-Μνήματα-Μνημεία πετυχαίνει να αναδείξει ένα μείζον ρεαλιστικό/ιστορικό/πολιτικό θέμα ταλαιπωρημένο όσο λίγα από καιροσκόπους γραφιάδες και το επιχειρεί παίρνοντας μεγάλο ρίσκο με τον συνδυασμό των μοντερνιστικών τεχνικών που εφαρμόζει που αν και είναι αρκετές και πολύ ελκυστικές δεν αποσπούν την προσοχή του αναγνώστη από το ιστορικό βάρος του περιεχομένου επειδή ο λόγος παραμένει εστιασμένος στη αρχική συγγραφική πρόθεση που εκδηλώνεται ευθαρσώς στην εμπασιά του βιβλίου, αυτή τη μία μόλις σελίδα που φέρει τον δηλωτικό τίτλο Προκήρυξις:
Η δύσκολη μνήμη… Είναι κάποιες αναμνήσεις βαθιά χωμένες, που αρνούνται να βγουν στην επιφάνεια, να αναδυθούν στον προβολέα της λογικής από το ημίφως του υποσυνείδητου και δεν αρκεί μια μυρωδιά ή η βουτυρένια γεύση μιας μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι για να τις ανασύρει. Τις αναμνήσεις αυτές πρέπει να τις ξεριζώσεις από τα ίδια σου τα σπλάχνα, να τις τραβήξεις με δύναμη κι επιμονή σαν να τις εκμαιεύεις σε μια γέννα οδυνηρή κι επίπονη με εμβρυουλκία. Και πάλι όμως αντιστέκονται, πισωδρομούν, πεισμώνουν, εσύ τραβάς προς τα εμπρός κι εκείνες προς τα πίσω, ποιος θα ‘ναι ο νικητής σ’ ετούτη τη διελκυστίνδα; Γίνε χειρούργος μαιευτήρ και με τομή καισαρική απ’ ατσάλινο νυστέρι στο φως αποκάλυψέ τις. Αλλά ακόμα κι όταν καταφέρνεις τελικά να τις ξεγεννήσεις με τοκετού ωδίνες και θλίψη επιλόχειο, εκείνες, στο φως της ημέρας μοιάζουν φρικτές κι απαίσιες, γεμάτες αίματα κι αμνιακό υγρό που φέρνει αηδία· ως κι η ίδια η μάνα τους θα σιχαινότανε να τις σφίξει στο στέρνο της και να τις αγκαλιάσει, χίλιες φορές καλύτερα να έμεναν κρυμμένες για πάντα στο σκοτάδι. Κι όμως! οι μνήμες αυτές οι αιμάσουσες, οι δύσκολα ανακτημένες, είναι και οι πιο πολύτιμες, οι πιο γόνιμες, εκείνες που μας στιγμάτισαν και μας έκαναν ότι είμαστε, που μέσα μας μεγάλωσαν αθέατα και μυστικά σαν έμβρυα στην μήτρα και τώρα που γεννήθηκαν με πόνο και ιδρώτα, είναι σαν να τους μέλλεται να μεγαλώσουν κι άλλο, να ζήσουν τη δική τους τη ζωή, να διαμορφώσουν χαρακτήρα, σαν βρέφος που ενηλικιώνεται και γίνεται άνθρωπος ενήλικος με ανεξαρτησία. Από σένανε γεννήθηκαν μα πλέον δεν σου ανήκουν, ξεφύγαν, αποδεσμεύτηκαν, απογαλακτίστηκαν, πώς να τις κηδεμονεύσεις που νιώθεις ότι εκείνες πια σε ορίζουνε και σε γηροκομούνε; Φέρε μολύβι και χαρτί και κάτσε να τις γράψεις, μονάχα έτσι σώζονται απ’ τον στραβό τον δρόμο που οδηγεί στη λησμονιά, στον θάνατο, στη λήθη…
Για να διευκολύνει και να οργανώσει καλύτερα την ανάγνωσή του κάποιος προτείνω να τη σπάσει, να της δώσει δύο κύρια νοητά σημεία αναφοράς, στο ένα ας βάλει μόνο του το θέμα και στο άλλο την δέσμη των μοντερνιστικών αφηγηματικών τεχνικών που χρησιμοποιεί ο Γαλανός για να το καταστήσει έργο τέχνης με εικαστικές τρόπον τινά διαστάσεις φανερές ακόμα και στα μη ασκημένα αναγνωστικά μάτια[1]. Το θέμα θα το συσχετίσει τότε με την Ηθική της σκέψης και της γραφής και την τεχνοτροπία με την Αισθητική κι έτσι θα δει μπροστά του ακόμα πιο καθαρά πώς αυτές, στην εξέλιξη της μυθοπλασίας και ειδικά στο σμίξιμο της Ιστορίας με τη Λογοτεχνία, γίνονται ένα άρτιο καλλιτεχνικό σύνολο που ανταποκρίνεται στην δίπολη αναγνωστική προσδοκία: εκλεκτή και αναγνώσιμη κεντρική ιδέα/θέμα – εκλεκτικά/ποιοτικά οργανωμένη/ελκυστική εξιστόρηση. Το θέμα (και εδώ) είναι κατά κύριο λόγο ο πόνος του ανθρώπινου υποκειμένου, πέρα και πάνω από το φύλο μα και την αφορμή (η Αντιγόνη και η Άτοσσα), πόνος πανάρχαιος, διηπειρωτικός, διαχρονικός, ομηρικός, μακαρθικός, ας τον πει/δει/διαβάσει όπως θέλει καθένας, το ηθικό εκείνο φορτίο που η συγγραφική/καλλιτεχνική τεχνική [2] ως όχημα και με κινητήρια, και εδώ, δύναμή της, με καύσιμό της τη γλώσσα θα το φέρει εκεί που στοχεύει εξ αρχής ο άνθρωπος-δημιουργός, στον αποδέκτη του και κ ύ ρ ι ο κριτή του, τον άνθρωπο-αναγνώστη.
Κλείνοντας θα τολμήσω να πω και κάτι ακόμα: ο Γαλανός συνομιλεί θεματικά με δύο τεράστια έργα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, τον Λοιμό του Αντρέα Φραγκιά και το Αντιποίησις Αρχής του Αλέξανδρου Κοτζιά, έργα μοντερνιστικά, γραμμένα με δεινότητα και απίστευτη τόλμη σε χαλεπούς καιρούς, για ιστορικά γεγονότα που η λήθη δεν θα καταπιεί χάρη σε αυτά και που επηρέασαν βαθιά και με έναν αιρετικό θα έλεγα τρόπο την μεταγενέστερή τους λογοτεχνία, καθώς εκτός των άλλων και τα δύο κονιορτοποίησαν τα καλούπια του είδους που τυπικά έμοιαζε πως ανήκαν. Δεν θα πω περισσότερα, έχω γράψει και για τα δύο και εξηγήσει και πει πολλές φορές, όποτε μου δόθηκε η ευκαιρία, καθαρά και επίμονα για ποιους λόγους τα θεωρώ κορυφαία. Όσο για τα δύο άλλα θαυμάσια βιβλία του κολλάζ στην εισαγωγική εικόνα της ανάρτησης, τα Δεκεμβριανά του Μενέλαου Χαραλαμπίδη και το Ζούσε τη Ζωή του σαν να τη Θυμόταν του Δημήτρη Παπαχρήστου, δεν θα πω παρά μονάχα πως αξίζουν και με το παραπάνω να τους δώσετε λίγο από τον πολύτιμο, το ξέρω, αναγνωστικό σας χρόνο.
[1] Ιδού τι εννοώ:
[2]Τι θέλετε να εντάξουμε σ΄ αυτό; Σήμερα που έχουν σπάσει οι κανόνες συγγραφής -καλώς ή κακώς είναι μια άλλη συζήτηση-,και σε πολλούς από μας οι μανιέρες φέρνουν αλλεργία, τέτοια δοκιμασμένα συγγραφικά ευρήματα σαν τα παρακάτω, παρατιθέμενα ενδεικτικά, και άλλα που θα τα εντοπίζαμε και ονομάζαμε εμείς (γιατί η παραγωγή θεωρίας δεν έχει σταματήσει και ούτε είναι αποκλειστικά έργο των φιλολόγων),θα πέσουν στην αντίληψή μας:
- εναλλαγή αφηγητών
- διάλογοι αρμονικά ενσωματωμένοι στο κειμενικό σώμα
- διαχρονικότητα
- διακειμενικότητα
- διακαλλιτεχνικότητα
- εικαστικότητα (κείμενο που παρατίθεται μέσα σε χρωματισμένο πίνακα και σε στήλες παράλληλα βαλμένες στην ίδια σελίδα)
- στοχασμοί δοκιμιακής διάθεσης ως σφήνες προθέσεων ή και, αμιγώς, απόψεων του αφηγητή στα δρώμενα
- εσωτερικοί μονόλογοι
- εγκιβωτίσεις
- προοικονομία
- κυριολεκτική οικονομία αφηγηματικού χρόνου με τις απομαγνητοφωνήσεις, για παράδειγμα, που εδώ αντικαθιστούν επιστολές, σελίδες ημερολογίου κτλ
- επανάληψη
- υποσημειώσεις στο τέλος κάθε διηγήματος τύπου πανεπιστημιακής εργασίας/έρευνας/εγχειριδίου που εκτός της πληροφορίας καθαυτής κι αυτές εξοικονομούν έξυπνα αφηγηματικό χρόνο (το τέχνασμα το είχα δει και στον Έλληνα Γιατρό της Καρολίνας Μέρμηγκα)
- παλιλλογίες
υγ. μεγάλη μου τιμή (το εννοώ) που βρέθηκα με τον Στρατή και εξαιρετικούς ανθρώπους στην παρουσίαση του βιβλίου του στον Μωβ Σκίουρο.