Υποτροπή

Otto Dix, Verwundeter (Wounded Soldier), 1924

 

Πήγαινα καλύτερα, πολύ καλύτερα, αυτό το λέγαν όλοι. Οι νοσοκόμες, ο ορθοπεδικός, ο ΩΡιΛά, ο νευρολόγος, ο ψυχολόγος, ο ψυχίατρος. Κοιμόμουν καλύτερα τα βράδια, ίσαμε και πέντε ώρες συνεχόμενες. Με χάπια βέβαια, πώς αλλιώς; Χωρίς εφιάλτες όμως, χωρίς ουρλιαχτά. Έτρωγα με όρεξη, όλο το φαγητό μου. Άκουγα καλύτερα, το τύμπανο εντάξει. Περπατούσα, κάθε μέρα και περισσότερο. Χωρίς να κουτσαίνω, λίγο μόνο. Είχα σχεδόν αναρρώσει. Τόσο που οι γιατροί θέλανε να μου δώσουν εξιτήριο. Εγώ δεν ήθελα. Δεν αισθανόμουν έτοιμος για τον έξω κόσμο. Αλλά δεν γινόταν να με κρατήσουν παραπάνω. Η νοσηλεία κόστιζε ακριβά και η ασφάλεια δεν με κάλυπτε άλλο. Και υπήρχε και ουρά από στρατιώτες που περίμεναν ν’ αδειάσει κάνα κρεβάτι. Ο πόλεμος συνεχιζόταν και κάθε τόσο φέρνανε καινούργιους. Σε χειρότερη κατάσταση από μένα. Εγώ περίσσευα.

Με τα πολλά, πήρα το εξιτήριο. Πλήρως αποθεραπευθείς· έτσι έγραφε το χαρτί. Αλλά τι να το κάνω; Μπορούσα να βρω δουλειά στην κατάσταση που ήμουν; Ποιος θα μ’ έπαιρνε; Καλύτερα να είχαν γράψει επάνω «εφ’ όρου ζωής αναπηρία» ή «μετατραυματικό σοκ», θα έπαιρνα τουλάχιστον το επίδομα. Θα τα βόλευα κάπως. Ενώ τώρα… ούτε φράγκο. Ήταν πολλοί οι βετεράνοι και το δημόσιο ταμείο δεν άντεχε να τους ταΐζει όλους. Καλά που είχα την αδερφή μου. Τουλάχιστον στο σπίτι της θα έβρισκα μια γωνιά να κοιμηθώ κι ένα πιάτο φαΐ να μην πεθάνω της πείνας. Αλλιώτικα θα κατέληγα ζητιάνος στον σταθμό του τρένου, όπως τόσοι και τόσοι ήρωες πολέμου.

Πήρα το λεωφορείο και κατέβηκα στην πόλη. Με τα χίλια ζόρια, αλλά τα κατάφερα κι έφτασα ως το σπίτι. Δεν φάνηκε να χαίρεται ιδιαίτερα που με είδε η Λίζα· ο άντρας της ακόμα χειρότερα, σαν να στραβομουτσούνιασε κιόλας. Το καταλάβαινα, δύσκολα τα φέρνανε βόλτα με τρία παιδιά, ένα στόμα παραπάνω θα τους ήτανε βάρος. Πάντως δεν με πέταξαν έξω, κάτι είναι κι αυτό. Μου βρήκαν χώρο στην αποθηκούλα, μου έστρωσαν ένα ράντζο εκστρατείας, βολεύτηκα.

Προσαρμοζόμουν σιγά-σιγά. Έδινα ένα χεράκι στις δουλειές του σπιτιού, στο πλύσιμο των πιάτων, την μπουγάδα, το σιδέρωμα. Στα ψώνια όχι. Τρώγαμε όλοι μαζί το βράδυ όταν σχολούσαν απ’ την δουλειά, την υπόλοιπη μέρα όμως την περνούσα μόνος μου στην αποθήκη. Καλύτερα μόνος. Δεν την αντέχω την πολυκοσμία, ούτε τη φασαρία. Ειδικά τη φασαρία. Τους ήχους. Τους γαμημένους τους ήχους. Αν δεν υπήρχαν οι ήχοι, μπορεί και να τα κατάφερνα. Ή εάν είχα κουφαθεί τελείως τότε με την έκρηξη, να μην τους ακούω. Αλλά τώρα πώς να τους αποφύγεις που ο κόσμος είναι γεμάτος θόρυβο; Έσπαγε μια τζαμαρία; Υποτροπή! Πετούσε χαμηλά ένα αεροπλάνο; Υποτροπή! Περνούσε τη νύχτα ένα ασθενοφόρο ή ένα περιπολικό της αστυνομίας με τη σειρήνα αναμμένη; Υποτροπή! Έσκαγαν κροτίδες για την Ανάσταση; Υποτροπή! Έριχναν βεγγαλικά και πυροτεχνήματα στην εθνική γιορτή; Υποτροπή! Πεταγόταν το πώμα από το μπουκάλι της σαμπάνιας μ’ έναν κρότο ξερό σαν πυροβολισμό; Υποτροπή! Τρακάρισμα στον δρόμο; Μάλωνε ο γείτονας με την γυναίκα του; Έδερνε τα παιδιά του; Υποτροπή, υποτροπή, υποτροπή! Μ’ έπιανε πάλι το τρέμουλο, το κεφάλι μου γύριζε, τα μάτια μου θόλωναν, τ’ αυτιά μου βούιζαν. Μετά ήθελα ώρα πολλή για να συνέλθω. Για λίγο. Μέχρι τον επόμενο θόρυβο, την επόμενη υποτροπή, την επόμενη τρεμούλα, το επόμενο βουητό. Σκατά κι απόσκατα.

Η κατάσταση ολοένα και χειροτέρευε. Του ήρθε όμως του ανιψιού μου μια ιδέα, ίσως να βοηθούσε. Θείε, γιατί δεν φοράς γουόκμαν; Να το ‘χεις συνεχώς στ’ αυτιά σου ν’ ακούς μουσική; Ή τραγούδια, ό,τι σου κάνει κέφι. Δεν σε πειράζει η μουσική, έτσι δεν είναι; Όχι, δεν με πείραζε η μουσική, πριν απ’ τον πόλεμο έπαιζα κιόλας, ήμουν μπασίστας στο συγκρότημα του σχολείου. Είπα να δοκιμάσω. Μου έδωσε ο μικρός το δικό του, το φορούσα μέρα-νύχτα. Ούτε στον ύπνο μου δεν το ‘βγαζα, διάλεγα ένα κομμάτι απαλό και τ’ άφηνα να παίζει ξανά και ξανά για να με νανουρίζει. Δούλεψε το κόλπο. Η μουσική σε απομονώνει από τον κόσμο, χτίζει γύρω σου ένα τείχος προστασίας. Όπως οι παρωπίδες.

Οι άνθρωποι όμως… οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν να σ’ αφήσουν στην ησυχία σου. Σε βλέπουν με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά και πάλι, εκείνοι θέλουν να σου μιλήσουν. Όχι μόνο επιμένουν να σου μιλήσουν, περιμένουν να τους απαντήσεις κιόλας. Λες κι είχες καμία όρεξη να πιάσεις κουβέντα μαζί τους. Κι έτσι και δεν τους απαντήσεις, παρεξηγούνται, θυμώνουνε, σου ζητάνε τον λόγο, γίνονται επιθετικοί, το ζωνάρι τους λυμένο για καβγά. Πρέπει κάτι να βρεις να πεις έστω και με το ζόρι, αλλιώς δεν τη γλιτώνεις. Τέλος πάντων, προκειμένου να μην τους ακούω τις φωνές τους, έμαθα κι εγώ να διαβάζω τα χείλη. Τι άλλο να ‘κανα; Εδώ δεν αντέχω την δική μου φωνή, πώς ν’ αντέξω των αλλωνών;

***

Πέρασαν έτσι έξι μήνες. Έλεγα μέσα μου ότι τα χειρότερα τα έχω αφήσει πίσω, αλίμονο όμως, όσα δεν φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει η στιγμή. Να πώς έγινε: Τον Αύγουστο ο Τζόνι σκοτώθηκε στη μάχη. Πάτησε μια νάρκη και καπούτ, τον μαζέψανε κομμάτια. Τον έφεραν πίσω σε σφραγισμένο φέρετρο· Να μην ανοιχτεί, έγραφε το ταμπελάκι. Ξαδέρφια ήμασταν, δεύτερα; τρίτα; κάτι τέτοιο, κι ας μην είχαμε πολλά πάρε-δώσε πριν από τον πόλεμο. Αλλά καταταγήκαμε μαζί και μετά την εκπαίδευση, μας έστειλαν και τους δυο στην ίδια μονάδα. 54ο σύνταγμα πεζικού. Δεν θα πω ψέματα ότι ήταν ο θάνατός του που με τάραξε, από θανάτους άλλο τίποτα αυτά τα έξι χρόνια. Ούτε και τον συμπαθούσα ιδιαίτερα τον Τζόνι. Ήταν άνθρωπος βίαιος κι απότομος, ο πόλεμος του άρεσε, η περιπέτεια, το αίμα. Εμένα πάλι όχι. Μετά, με τις σφαγές και τα ναρκωτικά, εκείνος ξέφυγε τελείως, το μυαλό του έγινε πουρές, φερόταν σαν αγρίμι. Δεν του πολυμιλούσα, τον απέφευγα, δεν κάναμε παρέα. Περασμένα ξεχασμένα όμως. Τώρα ήτανε νεκρός και έπρεπε να πάω στην κηδεία. Για τους άλλους πιο πολύ παρά για κείνον, να μην έχουνε να λένε. Φόρεσα λοιπόν τα μαύρα, ένα κοστούμι δανεικό του γαμπρού μου που μου ‘πεφτε στενό και μ’ έκοβε στους ώμους και γραμμή για την εκκλησία. Με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά, εννοείται. Με βλέπει ο παπάς, Αμαρτία τέκνο μου, μέσα στον ναό του Κυρίου; Γιατί αμαρτία πάτερ μου; Μήπως κι ο Θεός ακουστικά δεν φοράει να μην ακούει τις κραυγές των πληγωμένων; Μην βλαστημάς τέκνο μου, γονάτισε και προσευχήσου, ο Ύψιστος έχει αυτιά κι ακούει. Πήγα κάτι να πω για να του απαντήσω, με πρόλαβε η Λίζα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου έλεγε, στεκόταν από πίσω μου και δεν έβλεπα τα χείλη, την ένιωσα όμως να μου τσιμπάει το μπράτσο. Κι από κοντά κι ο γαμπρός μου, αυτουνού τη μούρη την έβλεπα, αναψοκοκκινισμένη απ’ τον θυμό, τα μάγουλα να φουσκώνουν, το στόμα ν’ ανοίγει πελώριο, σάλια να πετάγονται δεξιά κι αριστερά, κάποια με βρήκαν καταπρόσωπο. Οι άλλοι είχαν γυρίσει και μας κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια, λίγο ακόμα και θα γινόμασταν ρεζίλι. Είπα να μην χειροτερέψω τα πράγματα, να πάω με τα νερά τους. Έβγαλα τ’ ακουστικά και τα ‘χωσα στην τσέπη. Αν τα φορούσα, τίποτα δεν θα ‘χε γίνει. Δεν θα τον άκουγα τον παπά, δεν θα ‘ξερα τι λέει, θα έστρεφα αλλού τα μάτια, θα κοιτούσα μια γωνιά στο ταβάνι ή τις εικόνες των Αγίων μέχρι να σχολάσει η λειτουργία. Ακόμα κι αν είχα διαβάσει τα χείλη του, και πάλι, δεν είναι το ίδιο πράγμα, γιατί δεν ήταν μόνο τα λόγια του, ήτανε και η φωνή του, μία φωνή στριγκή και τραχιά σαν γάβγισμα που ώρες-ώρες μου θύμιζε τον λοχαγό μου. Αλλά δεν τα φορούσα τα κώλο-ακουστικά, τα είχα στην τσέπη μου, δικό τους λάθος ήτανε που μ’ ανάγκασαν ν’ ακούω. Ζάρωσα σε μιαν άκρη, αρχίζει το ψαλτήρι, δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να σηκωθώ να φύγω. Ο παπάς το βιολί του, έτσι κάνουν όλοι, δώσ’ τους ακροατήριο και πάρ’ τους την ψυχή. Ώσπου κάποια στιγμή τελειώνει η λειτουργία, έλα όμως που εκείνος σκοπό δεν το ‘χε να κατέβει απ’ τον άμβωνα, είδε μπροστά του μικρόφωνο και του ‘δωσε να καταλάβει. Ήταν η σειρά του επικήδειου. Μόνο αυτό μας έλειπε, το κήρυγμα. Και δώσ’ του ο παπάς να λέει τα δικά του, για την πατρίδα και τη θρησκεία του Θεού την αληθινή και τον πόλεμο εναντίον των αλλόθρησκων και των απίστων και σταματημό δεν είχε. Κι αφού ξεμπέρδεψε μ’ αυτά, έπιασε άλλο τροπάριο, για τον νεκρό, πόσο γενναίος ήταν και πόσο ένδοξος ο θάνατος στο πεδίο της τιμής και πως δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την θυσία του για την ελευθερία. Μια ώρα έτρεχε η γλώσσα του ροδάνι, τι άλλο πια θα ‘βρισκε να πει; Λίγο ακόμα να κρατιόμουνα και θα σχόλαγε, όμως ο θόρυβος στο κεφάλι μου δυνάμωνε σαν κομπρεσέρ και μου τρύπαγε τα μηνίγγια. Και τότε, πάνω που πήγε κάτι να προσθέσει για τον Παράδεισο όπου σίγουρα θα βρισκόταν τώρα ο μακαρίτης, ε, δεν άντεξα άλλο, άρχισα να ουρλιάζω και να χτυπιέμαι κάτω, Ψέματα! Ψέματα! Σας λέει ψέματα! Μην τον πιστεύετε! Γυρεύει να σας ξεγελάσει! Να σας στείλει κι εσάς στον πόλεμο να σκοτωθείτε όλοι! Πέσανε οι άλλοι από πάνω μου να μου βουλώσουνε το στόμα, πού να με κάνουν ζάφτι; Μέχρι που στο τέλος λιποθύμησα κι από κει και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα…

***

Αργότερα που συνήρθα, το είχα κιόλας μετανιώσει αλλά ήταν πλέον αργά. Ντρεπόμουν για το ξέσπασμα και που τους έφερα όλους σε δύσκολη θέση. Εκατό φορές συγγνώμη ζήτησα μπας και με λυπηθούνε. Υποσχέθηκα πως δεν πρόκειται να ξανασυμβεί, τους έδωσα και όρκο. Ο γαμπρός μου όμως ήταν αμετάπειστος, να τα μαζεύω και να παίρνω δρόμο, δεν ήθελε να με ξαναδεί στα μάτια του. Η αδελφή μου δεν τόλμησε να πει λέξη για να του αλλάξει γνώμη. Καθόταν σε μια γωνιά και έκλαιγε αμίλητη, νομίζω τον φοβότανε κι εκείνη. Όσο για τα ανίψια μου, στον κόσμο τους, ο σκύλος τους ο Πλούτο να είχε ψοφήσει, περισσότερη θα ήταν η στεναχώρια τους. Τουλάχιστον ο μεγαλύτερος με άφησε να πάρω φεύγοντας μαζί μου το γουόκμαν…

Εδώ και λίγες μέρες τριγυρίζω από ‘δώ κι από κει, ζητιανεύω, τις νύχτες κοιμάμαι κάτω από μια γέφυρα μαζί με άλλους άστεγους, ανάμεσά τους βρίσκονται και κάποιοι παλιοί στρατιώτες. Ευτυχώς είναι ακόμα Αύγουστος και δεν κάνει κρύο, όταν χειμωνιάσει όμως; Θα πρέπει να το σκεφτώ από τώρα τι θα κάνω σαν μπει ο χειμώνας. Επιλογές πάντως υπάρχουν. Μπορώ λόγου χάρη ν’ ανέβω στη γέφυρα, να σκαρφαλώσω στο κιγκλίδωμα και να ρίξω ένα σάλτο στο κενό· έτσι θα τελειώσουν όλα. Ή μπορεί να πάω να στηθώ στην ουρά έξω από το γραφείο στρατολογίας. Τώρα πια τους παίρνουν όλους, κουτσούς, στραβούς, με σαλεμένη βίδα, δεν ρωτάνε, δεν κάνουνε διακρίσεις, ο πόλεμος κρατάει πολύ και υπάρχει έλλειψη από άντρες. Αρκεί να ξέρεις να σκοτώνεις. Που σιγά το δύσκολο δηλαδή, αυτό το μπορεί ο καθένας.

Επιλογές πάντα υπάρχουν. Πρέπει ν’ αποφασίσω όμως. Ένα από τα δύο.