Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού… →
Καρλ Μαρξ: Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου

… αλλά κι ο στεναγμός του καταπιεσμένου, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει.

Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού… →
… αλλά κι ο στεναγμός του καταπιεσμένου, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει.

Καρλ Μαρξ: Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου

  • Δακρύζει σου λέω!
  • Αποκλείεται, οι άνθρωποι δακρύζουν, όχι οι εικόνες.
  • Μα πώς; Αφού το είδα με τα μάτια μου! Πας να με βγάλεις ψεύτη;
  • Δεν είπα τέτοιο πράγμα. Ίσως κάτι να είδες, όντως. Ή μπορεί και να σου φάνηκε.
  • Να μου φάνηκε; Εννοείς ότι το φαντάστηκα; Ε, αυτό πάει πολύ! Πρώτα με λες ψεύτη, μετά με λες τρελό!; Και καλά εγώ, πες ότι έχω παραισθήσεις, όλοι οι άλλοι που έτρεξαν να το δουν, κι αυτοί παραισθήσεις έχουν; Χιλιάδες κόσμος, δεν είναι δυνατόν.
  • Γιατί; Καθόλου δεν αποκλείεται. Αυθυποβολή και ομαδική ψύχωση, δεν είναι άγνωστα φαινόμενα, τα έχει μελετήσει επαρκώς η ψυχολογία. Μήπως κι η θρησκεία μια συλλογική νεύρωση δεν είναι; Έτσι δεν έγραφε ο Φρόιντ;
  • Γίνεσαι ασεβής τώρα, προσβλητικός. Και δεν είναι μόνο ότι χλευάζεις την πίστη τόσων ανθρώπων, είναι κι ότι δείχνεις να περιφρονείς ακόμα κι εμένα που ’μαστε φίλοι από παιδιά. Εγώ σου μιλάω για κάτι που έζησα κι εσύ μου απαντάς με τσιτάτα από βιβλία.
  • Κακώς το παίρνεις έτσι προσωπικά, καμία πρόθεση δεν είχα να σε θίξω. Ούτε κι αμφισβητώ τα λόγια σου. Αλλά ίσως να μην είναι αυτό που νόμιζες, να πρόκειται για κάτι άλλο.
  • Σαν τι άλλο δηλαδή; Δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια της, τι άλλο μπορεί να ’ταν;
  • Πού να ξέρω; Πιθανόν να ξέβαψε η μπογιά και να στάζει. Ή το βερνίκι ίσως. Αλλά μπορεί και να ’ναι από την υγρασία. Τόσα χρόνια θαμμένη στο χώμα δεν ήταν η εικόνα πριν την βρούνε; Ε, η υγρασία θα πότισε το ξύλο. Λογικές εξηγήσεις, για να μην πάει ο νους μου στο πονηρό, ότι κάποιο κόλπο θα σκάρωσε πάλι το παπαδαριό για να τα κονομήσει.
  • Να τα μας! Σ’ έπιασε πάλι ο αντικληρικαλισμός σου! Λες πως είσαι επιστήμονας, μυαλό ανοιχτό, δίχως προκαταλήψεις κι όμως, ό,τι δεν κατανοείς, αμέσως το αφορίζεις, κι ούτε καν το αντιλαμβάνεσαι ότι έτσι γίνεσαι πιο δογματικός κι απ’ αυτούς που κατακρίνεις. Όταν η πραγματικότητα διαψεύδει τις θεωρίες σου, τότε απλώς την αγνοείς, σκάβεις μια τρύπα και χώνεις μέσα το κεφάλι, οτιδήποτε αρκεί να μη χρειαστεί ν’ αναθεωρήσεις τις βεβαιότητές σου. Εθελοτυφλείς Θωμά, αυτό κάνεις, κι αλήθεια απορώ μαζί σου, δεν σε τρώει έστω η περιέργεια να δεις με τα μάτια σου εκείνο για το οποίο συζητά εδώ και μέρες όλη η χώρα;
  • Περιέργεια, έχω, ναι, το παραδέχομαι. Αλλά τι συμπέρασμα θα ’βγαινε αν στεκόμουν κι εγώ μαζί με χιλιάδες άλλους στην ουρά μπροστά στην εικόνα; Έστω κι αν την έβλεπα να δακρύζει, όπως λες, και πάλι πώς θα μπορούσα να γνωρίζω την αιτία; Αφού το ξέρουμε καλά κι οι δυο μας πως οι αισθήσεις μάς παραπλανούν, δεν είναι να τις εμπιστευόμαστε. Αν μπορούσαμε να φτάσουμε στην αλήθεια μέσω των αισθήσεων, ποια θα ήταν η αντίληψη που θα σχηματίζαμε για τον κόσμο; Θα πιστεύαμε ακόμη ότι η Γη στέκει ακίνητη στο κέντρο του πλανητικού συστήματος και πως ο Ήλιος περιστρέφεται γύρω της. Δεν δουλεύει έτσι η επιστήμη! Χρειάζεται το πείραμα, την ανατομία, την υπόθεση, την αμφισβήτηση, την διάψευση ή την επαλήθευση, όλα εκείνα δηλαδή που δεν είναι επιτρεπτά σε μία εκκλησία.
  • Ναι αλλά μέσω των αισθήσεων ερχόμαστε αρχικά σ’ επαφή με τα φαινόμενα, η ερμηνεία έπεται. Αυτό δεν ισχυριζόσουν κάποτε; Ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας; Δες λοιπόν πρώτα κι ύστερα κρίνεις. Εξάλλου τι έχεις να φοβηθείς; Δεν πρόκειται να σ’ αλλάξουμε μυαλά με το ζόρι!

Πες-πες μ’ έπεισε να τον ακολουθήσω. Όχι τίποτ’ άλλο, να μην έχει να λέει μετά ότι δήθεν υπεκφεύγω. Είκοσι χιλιόμετρα απόσταση ήταν από κει που μέναμε, πήραμε τ’ αυτοκίνητο, εκείνος οδηγούσε. Μισής ώρας δρόμος το πολύ, κι όμως με το που πλησιάσαμε τη διασταύρωση του Σχιστού, το μποτιλιάρισμα ήταν τέτοιο που καταλάβαμε ότι δεν θα φτάναμε στον προορισμό μας ούτε την επομένη. Πλήθος κόσμου συνέρρεε πεζή για να προσκυνήσει την εικόνα, άντρες, γυναίκες και παιδιά κάθε ηλικίας και τάξης. Λυπηρό θέαμα, να βλέπεις όλους αυτούς τους κακομοίρηδες να βαυκαλίζονται από μάταιες ελπίδες, να πιστεύουν σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες, να πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από τους επιτήδειους. Κατά μήκος της λεωφόρου πλανόδιοι πωλητές είχαν απλώσει την πραμάτεια τους, σταυρουδάκια, τάματα, φυλαχτά, αλυσιδίτσες, κομποσκοίνια, χαϊμαλιά· άνθιζε μπρος στα μάτια μας το παραεμπόριο της πίστης. Σφίχτηκε η καρδιά μου… Λες και ζούμε ακόμα στον Μεσαίωνα κι όχι στον 21ο αιώνα…

Λέγε-λέγε τον έπεισα να με ακολουθήσει. Έστω και με βαριά καρδιά το δέχτηκε, περισσότερο για να μην φανεί προκατειλημμένος παρά από δίψα να μάθει την αλήθεια. Πριν ακόμα ξεκινήσουμε, με φλόμωσε στη γκρίνια. Του πρότεινα να πάμε με τα πόδια, σαν σε προσκύνημα, δεν ήθελε ούτε που να τ’ ακούσει. Εντέλει προσφέρθηκα να οδηγήσω εγώ, μη χάσει τη βολή του. Στο σταυροδρόμι όμως ακινητοποιηθήκαμε, τ’ αμάξι δεν πήγαινε ούτε μπρος ούτε πίσω, μήτε και να στρίψουμε σε κάναν παράδρομο γινόταν. Παρκάραμε όπου βρήκαμε και χωθήκαμε ανάμεσα στο πλήθος. Ενόσω βαδίζαμε με βήμα σημειωτόν, η πομπή ολοένα και πλήθαινε, μιλιούνια οι προσκυνητές πορεύονταν προς το θαύμα γεμάτοι δέος και κατάνυξη. Ήταν ένα θέαμα ν’ αναγαλλιάζει η ψυχή σου, να βλέπεις όλους αυτούς τους ανθρώπους που διψούσαν για μιαν αλήθεια διαφορετική απ’ της επιστήμης, να ’χουν ξαναβρεί μιαν ελπίδα χαμένη από χρόνια που μάταια αναζητούσε η ανθρωπότητα για να καλύψει το πνευματικό κενό της υλιστικής εποχής μας.

  • Λοιπόν; Τώρα τι έχεις να πεις; Πιστεύεις ακόμα ότι πρόκειται για ομαδική παράκρουση;
  • Παράκρουση, όχι. Ούτε και παραίσθηση. Σίγουρα κάτι υπάρχει. Αλλά τι ακριβώς, οι λέξεις διαφέρουν. Εσύ το λες «δάκρυα», εγώ το λέω «κηλίδες». Αυτό είδα. Κάποιες κηλίδες στην επιφάνεια της εικόνας. Ή μουτζούρες· μπορούμε να το πούμε κι έτσι.
  • Αλλά κάτω απ’ τα μάτια, ε; Όπως όταν κλαίει κάποιος. Παράξενη σύμπτωση, δεν νομίζεις;
  • Ναι, παράξενη. Σύμπτωση όμως, τίποτα παραπάνω. Η μεταφυσική γεννιέται από συμπτώσεις.
  • Κάνεις λάθος! Οι συμπτώσεις είναι το αγαπημένο παιχνίδι των Θεών, δεν γίνονται τυχαία. Μα δεν καταλαβαίνεις επιτέλους πόσο τυχεροί είμαστε που αξιωθήκαμε να γίνουμε αυτόπτες μάρτυρες σ’ ένα θαύμα;
  • Έλα τώρα βρε Πέτρο! Αν πρόκειται όντως για θαύμα, τότε είναι ένα θαύμα αχρείαστο. Κανέναν δεν ωφελεί, τίποτα δεν διορθώνει, τίποτα δεν αλλάζει. Μοιάζει απλώς μ’ επίδειξη ταχυδακτυλουργού για να εντυπωσιάσει το κοινό του.
  • Ώρες-ώρες δεν σ’ αναγνωρίζω, ο φανατισμός σου σε τυφλώνει. Πώς είναι δυνατόν να μην διακρίνεις το μήνυμα πίσω απ’ το σύμβολο;
  • Και ποιο είναι το μήνυμα παρακαλώ; Για μετέφρασέ το και σ’ εμάς τους αδαείς!
  • Ο Θεός δακρύζει Θωμά. Είναι σαν μια προειδοποίηση για την πορεία που έχει πάρει η ανθρωπότητα. Κλαίει για την καταστροφή που φέρνουμε στον πλανήτη, για το Κακό που προξενεί ο ένας άνθρωπος στον άλλον.
  • Ε, άμα στεναχωριέται τόσο πολύ ο Θεός για τα βάσανα των ανθρώπων, ας κάνει κάτι για να τ’ ανακουφίσει. Παντοδύναμος δεν είναι;
  • Μα… αυτό ακριβώς κάνει. Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για να μας αφυπνίσει, να ποια είναι η βοήθεια που μας δίνει. Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
  • Αν περιμέναμε από τον Θεό να μας βοηθήσει, ζήτω που καήκαμε! Καλύτερα να φροντίσουμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας, αλλά ν’ απλώνουμε κι ένα χέρι βοηθείας σ’ όποιον έχει την ανάγκη μας. Συν Αθηνά και χείρα κίνει.
  • Εδώ δεν αντιλέγω. Βεβαίως, αυτό είναι το αληθινό πνεύμα της θρησκείας, η αλληλεγγύη προς τον πλησίον. Τόσος κόσμος την χρειάζεται κι εμείς προσπερνάμε μ’ αδιαφορία.
  • Έτσι. Αρκεί να μην μένουμε μόνο στα λόγια. Να, βλέπεις αυτόν εκεί τον φουκαρά με τα κομμένα πόδια; Προσκυνητές, σου λέει, κι όμως κανείς δεν φιλοτιμήθηκε να του δώσει ένα χεράκι. Πάμε εμείς;
  • Πάμε!

Σχεδόν ταυτόχρονα τον είδαμε. Είχε λαχανιάσει, ο ήλιος τον χτύπαγε κατακούτελα κι εκείνος, κάθιδρος, πάσχιζε να σπρώξει το καροτσάκι του στην ανηφόρα. Δεν τα κατάφερνε όμως, είχε βρέξει ολονυχτίς, το οδόστρωμα ήταν γλιστερό και λασπωμένο και τ’ αμαξίδιο κυλούσε προς τα πίσω. Κοντοστεκόταν για μια στιγμή, έπαιρνε βαθιά ανάσα κι έπειτα πάλι το τσούλαγε ίσια μπρος με όση δύναμη του είχε απομείνει· κι ωστόσο, όσο κι αν αγκομαχούσε, βρισκόταν καρφωμένος στο ίδιο το σημείο. Αμέσως τρέξαμε προς το μέρος του, πιάσαμε τις χειρολαβές, ο ένας αριστερά, ο άλλος δεξιά, αρχίσαμε το σπρώξιμο, οι ρόδες ξεκόλλησαν απ’ το τέλμα. Γύρισε τότε και μας κοίταξε με μάτια θλιμμένα και υγρά. «Σας ευχαριστώ», μας είπε, «αλλά όχι, πρέπει να τα καταφέρω να φτάσω ως εκεί μόνος μου. Αλλιώς δεν θα συμβεί το θαύμα»…

Συγκινήθηκα, έτσι μου ’ρθε να βάλω τα κλάματα. Ήθελα να τον αγκαλιάσω, να του πω πόσο γενναίος είναι και τι δύναμη ψυχής κρύβει μέσα σ’ αυτό το σώμα. Αν όλοι εμείς οι υγιείς, είχαμε τη μισή του πίστη, τότε κι ο κόσμος μας θα ήτανε καλύτερος.

Θύμωσα, ήθελα να τον αρπάξω απ’ τους ώμους, να τον ταρακουνήσω, να του φωνάξω ότι τα πόδια του δεν πρόκειται να ξαναφυτρώσουν. Αλλά δεν το ’κανα, γιατί να στερήσεις απ’ τον άνθρωπο την ελπίδα αν δεν έχεις κάτι καλύτερο να του προσφέρεις;