Κάθε πρωί πήγαινε με τα πόδια στο γραφείο του και τ’ απόγευμα πάλι με τα πόδια επέστρεφε. Καθημερινά, επί δύο χρόνια, με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού: 07:30 πμ – 16:00 μμ, πλην Κυριακής που ήταν ημέρα εκκλησιασμού. Δεν ήταν μεγάλη απόσταση, η βίλλα που του είχε παραχωρηθεί απείχε μόλις 10 λεπτά από το Ινστιτούτο Έρευνας Στρατιωτικής Ιστορίας της Δρέσδης όπου εργαζόταν ως πολιτικός προϊστάμενος. Η σύντομη διαδρομή τον αναζωογονούσε, ειδικά τον χειμώνα, όταν ανάσαινε τον ψυχρό αέρα που έφερνε το ποτάμι. Ώσπου μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, επικαλούμενος προβλήματα υγείας, τα αρθριτικά του, πόνους στους μύες, δυσχέρεια στο βάδην, αιτήθηκε στις Αρχές την παραχώρηση αυτοκινήτου και οδηγού. Το αίτημά του εξετάστηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες και έγινε δεκτό. Δεν ψευδόταν, εξάλλου δύο χρόνια αργότερα η αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση θα τον έστελνε στον τάφο, αυτό όμως δεν το γνώριζε ακόμη τότε, κάτι άλλο ήθελε ν’ αποφύγει. Τι;
Μια τυχαία συνάντηση
Οι δρόμοι των δύο ανδρών διασταυρώθηκαν τυχαία έξω από το Ινστιτούτο ένα παγερό σούρουπο του Γενάρη, 13 χρόνια μετά την τελευταία τους συνάντηση. «Τυχαία» ίσως και να μην είναι η σωστή λέξη, le mot juste, εκτός κι αν η τυχαιότητα δεν είναι παρά μία μεταμφίεση του πεπρωμένου. Δεν αναγνώρισαν αμέσως ο ένας τον άλλον κι ας είχαν πολεμήσει πλάι-πλάι για μήνες ολόκληρους στην παγωμένη στέπα· τόσο πολύ μεταμορφώνει άραγε η στολή τον άνθρωπο ή μήπως είναι ο χρόνος; Μα κι αυτός δεν φέρεται όμοια σε όλους· αν και τους χώριζαν μονάχα πέντε έτη, ο νεότερος έδειχνε πολύ πιο γερασμένος· δώδεκα χρόνια δεν είναι το ίδιο διάστημα σε σιβηριανό στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας και σε ντάτσα. Πάντως ο πρώην Στρατάρχης1 και ο Υπασπιστής του2 δεν ήταν τώρα πια παρά δυο καταβεβλημένοι από κακουχίες και απογοητεύσεις πολίτες, απογυμνωμένοι από τη λάμψη και το κύρος που προσδίδουν τα γαλόνια και τα διακριτικά του βαθμού, κοινότυποι μέσα στην ομοιομορφία των γκρίζων κουστουμιών τους. Στάθηκαν για μια στιγμή πρόσωπο με πρόσωπο, κοιτάχτηκαν με έκφραση απορίας, στην ίριδα των ματιών έλαμψε αστραπιαία η σπίθα της αναγνώρισης, έπειτα άστραψε το αμοιβαίο μίσος. Η σχέση τους ήταν ανέκαθεν περίπλοκη, άλλος είχε το αξίωμα κι άλλος την εξουσία, κι η ένταση που υπόβοσκε ήδη ανάμεσά τους πήρε τη μορφή απροκάλυπτης εχθρότητας όταν επέλεξαν να βαδίσουν σε διαφορετικά μονοπάτια, ωστόσο σήμερα τι είχαν να χωρίσουν; Το παρελθόν τούς στοίχειωνε και υποδαύλιζε την αντιπαλότητά τους, μολονότι όμως πολλά θα είχαν να πουν κι άλλες τόσες κατηγορίες να διατυπώσουν, εκείνοι απέμειναν σιωπηλοί κι ασάλευτοι όπως τα κουφάρια των νεκρών στρατιωτών που πάγωναν στα χιόνια. Λέξη δεν ακούστηκε απ’ τα χείλη τους, όμως οι βουβές μομφές που εξαπολύονταν εκατέρωθεν βάραιναν την ατμόσφαιρα σαν προμηνύματα θυέλλης. Ο ιεραρχικά κατώτερος ήταν που ξέσπασε πρώτος· με άφατη περιφρόνηση έφτυσε καταγής μπροστά στα καλογυαλισμένα παπούτσια του διευθυντή του Ινστιτούτου κι αμέσως απομακρύνθηκε γυρνώντας του την πλάτη. Ο προσβληθείς φάνηκε να κλονίζεται, άπλωσε το χέρι του κι αρπάχτηκε απ’ το κιγκλίδωμα για να μην καταρρεύσει. Ο πράκτορας που ήταν επιφορτισμένος με την παρακολούθησή του σημείωσε την ακριβή ώρα που έλαβε χώρα το περιστατικό στο μπλοκάκι του· το συμβάν έχριζε περαιτέρω έρευνας απ’ την Υπηρεσία.
⁂
Επέστρεψε στο ξενοδοχείο του ταραγμένος. Είχε βρεθεί στη Δρέσδη με ειδική άδεια, μόνο για λίγες μέρες, ίσα-ίσα για να παρευρεθεί στην κηδεία της αδερφής του μα να που η μοίρα τον οδήγησε μπροστά στον αλλοτινό του μέντορα. Το ίδιο βράδυ σημείωσε στο ημερολόγιό του με ασταθή γραφικό χαρακτήρα:
«Ο δειλός! Ούτε στην προσβολή δεν αντέδρασε. Ποιος άντρας στη θέση του θα το δεχόταν; Αλλά ανέκαθεν έτσι ήταν, αδύναμος χαρακτήρας, παθητικός, ακόμα κι όταν διοικούσε μια στρατιά 300.000 ανδρών. Θεωρητικά τουλάχιστον γιατί στην πράξη, από ένα σημείο και μετά, οι διαταγές υπαγορεύονταν από μένα. Από την πρώτη στιγμή που συνειδητοποιήσαμε πως ήμασταν περικυκλωμένοι, τα νεύρα του κλονίστηκαν, δεν άντεξε το βάρος της ευθύνης, τα φόρτωσε όλα πάνω μου. Ο ίδιος έμενε άπραγος προσμένοντας σωτηρία απ’ τους άλλους, πότε από την Στρατιά του Νότου που θα έσπαγε τον κλοιό, πότε απ’ την Luftwaffe που θα μας ανεφοδίαζε από αέρος και πότε απ’ τον Φύρερ που θα ενέκρινε τα σχέδια απεγκλωβισμού που είχαμε καταρτίσει. Ούτε και ν’ αντιταχθεί στις διαταγές τολμούσε όμως. Όταν έφτασε η εντολή του Γενικού Επιτελείου να παραμείνουμε στις θέσεις μας πολεμώντας μέχρις εσχάτων, υπάκουσε κι ας αντιλαμβανόταν πως επρόκειτο για μάταιη θυσία. Μοιραίο λάθος! Από στρατηγούς σαν κι αυτόν χάσαμε τον πόλεμο! Αν ήμουν εγώ στη θέση του… Αλλά έπρεπε να οργανώσω την άμυνα απέναντι σ’ έναν υπέρτερο εχθρό και παράλληλα είχα να φροντίζω και για κείνον, να μείνει στο πόστο του πιστός ως το τέλος, όποιο κι αν ήταν. Αυτό είναι το χρέος του αξιωματικού· δεν εγκαταλείπεις τους στρατιώτες σου στη μέση της μάχης για να σώσεις το τομάρι σου. Μοιράζεσαι τα πάντα μαζί τους, τη ζωή και τον θάνατο. Κι εκείνος; Εξέδωσε μια διαταγή να λαμβάνουν ίση μερίδα συσσιτίου αξιωματικοί και οπλίτες, κι αυτό ήταν όλο, νόμισε ότι είχε επιτελέσει το καθήκον του. Έξω στα χαρακώματα και τα ερείπια όμως οι άντρες λιμοκτονούσαν, έτρωγαν ωμούς αρουραίους και κουφάρια αλόγων. Έτσι πολεμούσαμε, έχοντας για διοικητή μας κάποιον που τον είχε καταλάβει η ηττοπάθεια και μόνο την συνθηκολόγηση σκεφτόταν. Κανονικά θα έπρεπε να τον είχαν αντικαταστήσει όσο ήταν ακόμα καιρός, αλλά ο Φύρερ τον προήγαγε σε Στρατάρχη, εγώ ήμουν που του μετέφερα την είδηση μαζί με τα συγχαρητήριά μου. Δεν φάνηκε να χαίρεται με την ύψιστη τιμή που του απένειμε το έθνος. “Αυτή είναι μια ξεκάθαρη προτροπή να αυτοκτονήσω”, είπε, “αλλά δεν πρόκειται να κάνω το χατίρι του δεκανέα”. Κανείς Στρατάρχης του Γερμανικού Στρατού δεν είχε συλληφθεί αιχμάλωτος ως τότε, θα γινόταν ο πρώτος που θ’ ατίμαζε την τιμή του στρατεύματος. Πριν περάσουν λίγα λεπτά της ώρας παραδόθηκε στους Ρώσους. Η ένδοξη 6η Στρατιά είχε πάψει να υπάρχει. Όσοι επιζήσαμε απ’ τις οδομαχίες και τη λιμοκτονία, πήραμε τον δρόμο της αιχμαλωσίας για τα κάτεργα της Σιβηρίας. Ούτε οι μισοί δεν φτάσαμε στον προορισμό μας. Άρρωστοι, τραυματίες, χωρίς τροφή και ρούχα, όποιος δεν άντεχε να περπατήσει άλλο, τον άφηναν στην άκρη του δρόμου να πεθάνει. Πιο τυχεροί από κείνους που χάθηκαν δουλεύοντας σαν σκλάβοι στα ορυχεία μέσα στο πολικό ψύχος την ώρα που ο στρατηγός τους απολάμβανε δίπλα στη φωτιά βότκα και χαβιάρι. Δεκατρία χρόνια ζωντανοί νεκροί, απ’ όλους ξεχασμένοι, χωρίς μια είδηση από τους δικούς μας στην πατρίδα, στο τέλος απ’ τη μεγάλη στρατιά μόνο 6.000 επιστρέψαμε στην Γερμανία. Ήμουν από τους τελευταίους. Μου δόθηκε η επιλογή να συνεργαστώ με τον εχθρό, μου πρόσφεραν κι εμένα βότκα και χαβιάρι. Αρνήθηκα και πλήρωσα το τίμημα, όμως δεν μετανιώνω που έκανα το χρέος μου ως στρατιώτης. Θα μπορούσε άραγε να ισχυριστεί το ίδιο και εκείνος; Ότι έμεινε πιστός σε όρκους και ιδέες; Δεν χρειάστηκε να τον ζορίσουν και πολύ, κατέρρευσε αμέσως και έγινε πρόθυμα το φερέφωνό τους. Στη Δίκη της Νυρεμβέργης κατέθεσε εναντίον των παλιών συντρόφων, αργότερα, στις ερωτήσεις των ξένων ανταποκριτών για την τύχη των αιχμαλώτων πολέμου, απάντησε ότι έχαιραν άκρας υγείας και πως σύντομα επέκειτο η απελευθέρωσή τους. Ναι, οι Σοβιετικοί τον αντάμειψαν για την προδοσία του. Μια βίλλα στα περίχωρα, η αργομισθία στο Ινστιτούτο… τα τριάκοντα αργύρια του Ιούδα. O tempora, o mores! Οι λιποτάκτες να τιμώνται από το Κράτος κι οι πατριώτες να οδηγούνται στις φυλακές και τα ικριώματα. Η Ιστορία όμως είναι που θα πει την τελευταία λέξη…
⁂
Παραπατώντας σε κάθε του βήμα, έφτασε ως την βίλλα. Η Γκούντουλα, η οικονόμος του, τρόμαξε που τον είδε. Έμοιαζε σαν κάποιος που μόλις έχει αντικρίσει φάντασμα, τόση ήταν η χλωμάδα του προσώπου του. Δεν θέλησε να δειπνήσει, κλείστηκε κατευθείαν στο γραφείο του κλειδώνοντας την πόρτα. Περισσότερο από υποχρέωση να αναφέρει στην Υπηρεσία οτιδήποτε υπέπιπτε στην αντίληψή της παρά από περιέργεια ή ανθρώπινο ενδιαφέρον, η κυρία Σβάρτσκοπφ έστησε αυτί στην κλειδαρότρυπα ν’ αφουγκραστεί. Στην αρχή απόλυτη σιγή, έπειτα τον άκουσε να μονολογεί σαν να υπαγόρευε τη διαθήκη του σ’ έναν αόρατο συμβολαιογράφο:
«Αυτός! Αυτός! Η Νέμεσίς μου! Νόμιζα πως είχα απαλλαγεί από την παρουσία του. Πως δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ μου! Μα να που εμφανίζεται μπροστά μου ολοζώντανος, σαν φάντασμα που βγήκε από τον τάφο. Πώς είναι δυνατόν να επέζησε εκεί που τόσοι άλλοι χαθήκαν; Και τι γυρεύει τώρα από μένα; Γιατί μου ζητά τον λόγο; Με έφτυσε! Όχι στο πρόσωπο όμως, δεν τόλμησε! Φύγε, φύγε μακριά, γύρνα στην Κόλαση απ’ όπου ήρθες! Η ψυχή μου δεν σου ανήκει πια, ελευθερώθηκε απ’ τα δεσμά της. Με κοίταξε με περιφρόνηση χειρότερη από μίσος. Όπως τότε. Μαζί με το τηλεγράφημα της προαγωγής ακούμπησε στο τραπέζι το περίστροφο. Ν’ αυτοκτονήσω, περίμενε ο δαίμονας κι αμέσως η αθάνατη ψυχή μου θα γινότανε δικιά του. Αμάρτημα μέγα η αυτοκτονία, το μόνο που δεν συγχωρείται κι όμως, το απαιτούσε από έναν πιστό Καθολικό στο όνομα της πατρίδας. Δεν μπορούσα να το κάνω. Τόσα χρόνια υπηρετούσαμε έναν άνομο σκοπό κι έναν παράφρονα ηγέτη, ώσπου σιγά-σιγά και δίχως να το αντιλαμβανόμαστε, καταλήξαμε άνθρωποι δίχως συνείδηση, άβουλα όντα που εκτελούσαμε τυφλά εντολές όσο θανάσιμες κι αν ήταν. Εκείνη τη στιγμή όμως, παγιδευμένος στην κόλαση του Kessel3, πρόβαλε ξαφνικά μπροστά στα μάτια μου η άλλη Κόλαση, η Αιώνια, που με περίμενε αν τραβούσα τη σκανδάλη. Όχι! Όλα είχαν χαθεί, η μάχη, ο πόλεμος, η δόξα, η τιμή, έπρεπε να σώσω τις ζωές μας, τη δική μου και των στρατιωτών που με ακολουθούσαν. Γιατί να θυσιαστούν άδικα για μια χαμένη υπόθεση; Αυτό θα ήταν έγκλημα, να τους πάρω στον λαιμό μου. Λένε πως τους ξεπούλησα για να σώσω το τομάρι μου. Δεν είναι αλήθεια! Κι αν δεν τήρησαν οι Σοβιετικοί τις υποσχέσεις τους, βαραίνει άραγε εμένα η ευθύνη; Τι διαφορετικό θα μπορούσα να είχα κάνει; Έρχονται μάλιστα στιγμές που αναρωτιέμαι αν είχα όντως να διαλέξω ή αν το πεπρωμένο του καθενός τον κατευθύνει στους δρόμους που έχει χαράξει. Λιποτάκτης όμως δεν είμαι, ούτε κι απέφυγα τις συνέπειες. Μήπως κι η δική μου οικογένεια δεν πλήρωσε τίμημα βαρύ για τις επιλογές μου; Την γυναίκα και την κόρη μου τις έθεσαν σε κατ’ οίκον περιορισμό ως το τέλος του πολέμου, η σύζυγός μου πέθανε πριν προλάβω να την ξαναδώ. Είναι θαμμένη απ’ την άλλη πλευρά των συνόρων. Αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία. Όταν πεθάνω να με ενταφιάσουν στο πλάι της. Με περιμένει. Φοράει ακόμα στο δάχτυλο τη βέρα μου. Με το τελευταίο αεροπλάνο απ’ το Στάλινγκραντ της την έστειλα…
⁂
Οι δύο άντρες δεν έμελλε να συναντηθούν ξανά. Ο τελευταίος Στρατάρχης του Ράιχ απεβίωσε δύο χρόνια αργότερα και σύμφωνα με την επιθυμία που εξέφρασε στη διαθήκη του, η σορός του μεταφέρθηκε στο Μπάντεν Μπάντεν και ενταφιάστηκε στο Hauptfriedhof δίπλα στον τάφο της συζύγου του. Ο παλαιός του Υπασπιστής δεν παρέστη στην κηδεία. Παρέμεινε αμετανόητος εθνικοσοσιαλιστής και μέχρι το τέλος της ζωής του, τρεις δεκαετίες αργότερα, έτρεφε απόλυτη περιφρόνηση για όσους αξιωματικούς της Βέρμαχτ συνεργάστηκαν με τους Συμμάχους.
Σημειώσεις:
- Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Ερνστ Πάουλους ήταν Γερμανός Στρατάρχης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός για την παράδοση της 6ης Γερμανικής Στρατιάς κατά τη Μάχη του Στάλινγκραντ.
- Ο Άρθουρ Σμιτ ήταν αξιωματικός του γερμανικού στρατού. Έφτασε στον βαθμό του Υπολοχαγού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και είναι περισσότερο γνωστός για τον ρόλο του ως αρχηγός του επιτελείου της Έκτης Στρατιάς στη Μάχη του Στάλινγκραντ, κατά τα τελικά στάδια της οποίας έγινε de facto διοικητής της, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην εκτέλεση της εντολής του Χίτλερ να παραμείνει σταθερή παρά την περικύκλωση από τον Κόκκινο Στρατό. Ήταν αιχμάλωτος πολέμου στη Σοβιετική Ένωση για δώδεκα χρόνια και απελευθερώθηκε μετά την επίσκεψη του καγκελάριου της Δυτικής Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ στη Μόσχα το 1955.
- Kessel (βραστήρας, τσαγιέρα) είναι ο γερμανικός όρος για μια περικυκλωμένη στρατιωτική περιοχή.
Σχoλιάστε