«εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα. καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ».

Γένεσις, 18: 20-21

 

Δεν ήταν εύκολο να είσαι ομοφυλόφιλος στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, δεν ήταν ούτε και ασφαλές. Με την παραμικρή ανώνυμη καταγγελία κινδύνευες ανά πάσα στιγμή να καταδικαστείς με την περί σοδομίας παράγραφο 175 του Ποινικού Κώδικα και να βρεθείς φυλακισμένος σε κάποιο απ’ τα δεκάδες στρατόπεδα συγκέντρωσης ή καταναγκαστικής εργασίας που ξεφύτρωναν σε κάθε γωνιά της επικράτειας του Ράιχ, με το στίγμα του ροζ τριγώνου να σ’  αποκόπτει ως μίασμα απ’ την υγιή κοινότητα της Άριας αρρενωπότητας. Ακόμα χειρότερη ήταν η τύχη που σε περίμενε εκεί εάν έδειχνες σημάδια θηλυπρέπειας και παθητικότητας· τότε η εκτόπιση συνοδευόταν από εξευτελισμούς, ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια και βιασμούς, που συχνά κατέληγαν στον θάνατο ή την αυτοκτονία, ενώ η ενεργητική στάση σε προόριζε για το χειρουργικό τραπέζι του ευνουχισμού. Είναι μάλιστα απορίας άξιον πως, παρά τις διώξεις, ορισμένοι αμετανόητοι σοδομίτες εξακολουθούσαν να ρισκάρουν την υπόληψη, την ελευθερία ή και την ίδια τη ζωή τους για μερικές σύντομες και φευγαλέες στιγμές αγχωμένης ηδονής…

 

«καἐγγίσας Ἁβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετἀσεβοῦς καἔσται ὁ δίκαιος ὡς ἀσεβής; ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν ὦσιν ἐν αὐτῇ; μηδαμῶς σὺ ποιήσεις ὡς τὸ ρῆμα τοῦτο, τοἀποκτεῖναι δίκαιον μετἀσεβοῦς, καἔσται ὁ δίκαιος ὡς ἀσεβής. μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν; εἶπε δὲ Κύριος· ἐὰν ὦσιν ἐν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀφήσω ὅλην τὴν πόλιν καὶ πάντα τὸν τόπον δι᾿ αὐτούς». 

Γένεσις, 18: 23-26

 

Ο Έριχ Μαρία Γκότλιμπ ωστόσο, στην ομοφυλοφιλία χρωστούσε την επιβίωσή του, ή τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν ο ίδιος χρόνια αργότερα, όταν, ξαπλωμένος στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, ανέτρεχε με τη μνήμη στα γεγονότα εκείνης της μοιραίας νύχτας που σημάδεψαν το πεπρωμένο του. Στα 1993, ο χερ Γκότλιμπ είναι πια ένας βαρύς, καταβεβλημένος άντρας με σακουλιασμένα μάτια και αραιά, βαμμένα μαλλιά στο χρώμα του αχύρου, όταν όμως κλείνει τα βλέφαρα, αντικρίζει τον δεκαεξάχρονο λυγερό ξανθομάλλη έφηβο με την αγγελική μορφή που ήταν κάποτε, πριν από μισόν αιώνα. Το αγόρι που θυμάται είναι διαρκώς φοβισμένο, το τρομάζουν οι σειρήνες της αεράμυνας, ο βόμβος των κινητήρων των βομβαρδιστικών, το κροτάλισμα των αντιαεροπορικών πυρών, ο συριγμός της βόμβας που πέφτει από ψηλά, ο κρότος των εκρήξεων, το σπάσιμο των γυαλιών, το θρυμμάτισμα των κρυστάλλων, το τσιτσίρισμα της φωτιάς που κατατρώει τους τοίχους· το τρομοκρατεί ο γδούπος της μπότας στο πλακόστρωτο όταν περνά η αστυνομική περίπολος, το επίμονο ρυθμικό ρολάρισμα των ταμπούρλων, τα στρατιωτικά εμβατήρια, τα ανακοινωθέντα από το Ανατολικό Μέτωπο όπου υπηρετούν τ’ αδέλφια του· πιότερο όμως το φοβίζουν τ’ αγγίγματα των ανδρών που του προκαλούν ανατριχίλα, οι κλεφτές ματιές τους, τα πειράγματα και οι χοντροκοπιές των αγοριών της χιτλερικής νεολαίας, τα περίεργα βλέμματα της κουτσομπόλας γειτόνισσας, το άγρυπνο μάτι του Θεού καρφωμένο πάνω του, το κυριακάτικο κήρυγμα του λουθηρανού πάστορα, οι ψίθυροι που ακούγονται πίσω απ’ την πλάτη του, οι ονειρώξεις του που γίνονται εφιάλτες. Ονειρεύεται ότι το κυνηγούν οι αριθμοί, το 175, το 18, το 19. Δεν είναι μόνο ο Ποινικός Κώδικας αλλά και το ιερό βιβλίο, αποσπάσματα του οποίου διαβάζει φωναχτά ο πατέρας του πριν από το γεύμα και το δείπνο, επισείοντας πάνω από τα κεφάλια των αμαρτωλών την Θεία τιμωρία, «ὅτι ἡμεῖς ἀπόλλυμεν τὸν τόπον τοῦτον, ὅτι ὑψώθη ἡ κραυγὴ αὐτῶν ἔναντι Κυρίου, καἀπέστειλεν ἡμᾶς Κύριος ἐκτρίψαι αὐτήν». Ο πατριάρχης δεν σηκώνει τα μάτια απ’ την Αγία Γραφή για ν’ αντικρίσει τον υιό του, εκείνος όμως, γνωρίζοντας σε ποιον απευθύνεται η προειδοποίηση, χαμηλώνει ντροπιασμένος το βλέμμα: λίγες μέρες πρωτύτερα, σε μια ιδιαίτερα άβολη στιγμή και για τους δύο, ο υπηρέτης του Θεού συνέλαβε εξαπίνης το ανάξιο τέκνο να προβάρει μπροστά στον καθρέφτη την επίσημη στολή της αδελφής του, μακριά μπλε φούστα, λευκό πουκάμισο και σοσόνια, σκουρόχρωμη γραβάτα χαλαρά περασμένη γύρω απ’ τον λαιμό πριν σφίξει η αγχόνη.

Το στιγμιότυπο έχει κάτι το αδιανόητο που παραλύει τη βούληση και ο ιερωμένος, που στο παρελθόν είχε επικροτήσει από άμβωνος την εκστρατεία ηθικής εξυγίανσης των Κρατικών Αρχών, μάταια προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ για την συμφορά που χτύπησε την οικογένεια· να είναι άραγε σταλμένη απ’ τον Θεό για να τον δοκιμάσει; Για το απολωλός αντίθετα, η αποκάλυψη που έτρεμε εδώ και καιρό, επιφέρει μια απροσδόκητη λύτρωση από τον φόβο· πραγματοποιούμενοι οι εφιάλτες, μοιάζουν λιγότερο τρομακτικοί απ’ ό,τι κατά φαντασίαν. Ανάμεσά τους, η υποδειγματική, πολύτεκνη Γερμανίδα μητέρα που τρέφει ιδιαίτερη αδυναμία στον Βενιαμίν της· η παρέμβασή της υπέρ του παραβάτη, φαίνεται προσώρας να λειτουργεί πυροσβεστικά. Λίγες μέρες αργότερα όμως, η αρχική πατρική αμηχανία θα μετατραπεί αίφνης σε ιερή οργή όταν ο άσωτος υιός, επιστρέφοντας στην οικογενειακή εστία αργά τη νύχτα, θα απαντήσει με περισσή θρασύτητα στις ερωτήσεις για το πού γυρνούσε και με ποιόν και γιατί το έσκασε από το σχολείο, και τότε μαινόμενος ο αυστηρός επίγειος κριτής θα τον πετάξει έξω απ’ το σπίτι εξορίζοντάς τον δια παντός από τον Παράδεισο. Καθώς η πόρτα κλείνει με βρόντο πίσω του, ακούει την μεν μητέρα να κλαίει και να προσεύχεται, τον δε πατέρα να προσεύχεται και να καταριέται. Δεν θα τους ξαναδεί ποτέ.

 

«οἄνδρες τῆς πόλεως οἱ Σοδομῖται περικύκλωσαν τὴν οἰκίαν ἀπὸ νεανίσκου ἕως πρεσβυτέρου, ἅπας ὁ λαὸς ἅμα. καἐξεκαλοῦντο τὸν Λὼτ καἔλεγον πρὸς αὐτόν· ποῦ εἰσιν οἄνδρες οἱ εἰσελθόντες πρὸς σὲ τὴν νύκτα; ἐξάγαγε αὐτοὺς πρὸς ἡμᾶς, ἵνα συγγενώμεθα αὐτοῖς. ἐξῆλθε δὲ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῦ. εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· μηδαμῶς ἀδελφοί, μὴ πονηρεύσησθε. εἰσὶ δέ μοι δύο θυγατέρες, αἳ οὐκ ἔγνωσαν ἄνδρα· ἐξάξω αὐτὰς πρὸς ὑμᾶς, καὶ χρᾶσθε αὐταῖς, καθἂν ἀρέσκὑμῖν·»

Γένεσις, 19: 4-8

 

Ανέστιος και πένης ο εκπεσών άγγελος περιπλανιέται στους δρόμους του Αμβούργου, τριγυρίζει στις κακόφημες συνοικίες του λιμανιού, ψωνίζεται σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, πάρκα και δημόσιες τουαλέτες, βρίσκει καταφύγιο τις νύχτες σε δωμάτια αγνώστων των οποίων τα ονόματα ξεχνά υποχρεωτικά ως το άλλο πρωί που θα τον βρει και πάλι να περιφέρεται αναζητώντας στέγη. Ευτυχώς είναι ακόμα Ιούλιος και ο καιρός καλός, ένα ασυνήθιστα θερμό και ξερό καλοκαίρι το φετινό, τον χειμώνα όμως; Αποφεύγει να το σκέφτεται, ξέρει ότι η περίοδος της ακολασίας δεν θα κρατήσει για πολύ· από ώρα σε ώρα κι από στιγμή σε στιγμή περιμένει να τον συλλάβουν. Όπως τον Μάριο, τον Ρούντολφ, τον Ματίας ή τον Λούντβιχ, ίσως μάλιστα ένας απ’ αυτούς τους παλιούς συντρόφους στην αμαρτία να είναι εκείνος που θα τον καταδώσει στις Αρχές για να ελαφρύνει τη θέση του ή για να γλιτώσει το ξυλοκόπημα. Φυλάγεται, μόλις δει αστυνομικό να πλησιάζει, απομακρύνεται βιαστικά, όταν όμως βλέπει στρατιώτη, τον πλησιάζει εκείνος και του πιάνει την κουβέντα· φετίχ και φόβητρο η στολή, έμβλημα εξουσίας.

Ο ξανθός άγγελος συναντά τον κοκκινομάλλη δαίμονα ένα απόγευμα του Ιουλίου στον Παλιό Βοτανικό Κήπο του Σανκτ Πάουλι. Η πόλη μετράει τις πληγές της από τους πρόσφατους αεροπορικούς βομβαρδισμούς αλλά η ζωή συνεχίζεται δίπλα από τα ερείπια και οι κάτοικοι αισιοδοξούν ότι τα χειρότερα πέρασαν. Όχι όμως και ο Αλόις Σβάινστάιγκερ που έχει μόλις επιστρέψει από τον Καύκασο με τιμητική αποστρατεία, η αιτία της οποίας είναι ολοφάνερη στη μαύρη καλύπτρα που σκεπάζει την κόχη του αριστερού ματιού και στην αγκύλωση του δεξιού ποδιού που τον κάνει να βαδίζει με βήμα αλύγιστο σαν της χήνας, εκείνος έρχεται απ’ την Κόλαση και γνωρίζει ότι και η Κόλαση πορεύεται καταπάνω τους. Ένας βετεράνος! ένας ήρωας πολέμου! ή μήπως ένας κουρσάρος; Ο Έριχ Μαρία πάντως τον κοιτάζει υπνωτισμένος, η νεκροκεφαλή στο πηλήκιο, τα παράσημα και οι επωμίδες ασκούν πάνω του τη δύναμη της υποβολής, μα ακόμα περισσότερο τον μαγνητίζει η ουλή που κατηφορίζει από το μάτι μέχρι το μάγουλο σαν αυλακιά που χάραξαν τα δάκρυα του πολεμιστή. Ούτε κι ο Αλόις όμως μένει αδιάφορος μπροστά στην θέα της αιθέριας μορφής. Το φύλο δεν τον απασχολεί, εξάλλου οι άγγελοι είναι άφυλοι, η συμμετρική τελειότητα του έφηβου είναι που σαγηνεύει. Αν με τον αριστερό του οφθαλμό έχει αντικρίσει όλο το σκοτάδι και τη φρίκη του πολέμου, ο δεξιός επιμένει να αναζητά την ομορφιά που θα έσωζε τον κόσμο. Ωστόσο το βλέμμα του είναι ήδη μολυσμένο, πολεμοχαρές, κατακτητικό, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των ταγών του, η υιοθετημένη οπτική του δεν διακρίνει στο κάλλος παρά μόνο ένα λάφυρο, η απόκτηση του τροπαίου προϋποθέτει την κατίσχυση και την βεβήλωση κάθε ωραιότητας. Ούτως ή άλλως η αθωότητα έχει χαθεί προ καιρού και για τους δύο κι έτσι η συνομιλία τους εκφυλίζεται σ’ ένα ανατολίτικο παζάρεμα, τα 50 μάρκα εκπίπτουν στα 45 κι έπειτα στα 40, στα 30, στα 20. Στα 10 συνομολογείται τελικά η συμφωνία.

 

«ἐὰν δἐλαττονωθῶσιν οἱ πεντήκοντα δίκαιοι εἰς τεσσαρακονταπέντε, ἀπολεῖς ἕνεκεν τῶν πέντε πᾶσαν τὴν πόλιν; καὶ εἶπεν· οὐ μἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ τεσσσαρακονταπέντε. καὶ προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπεν· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τεσσαράκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τεσσαράκοντα. καὶ εἶπε· μή τι κύριε, ἐὰν λαλήσω; ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τριάκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τριάκοντα. καὶ εἶπεν· ἐπειδἔχω λαλῆσαι πρὸς τὸν κύριον· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ εἴκοσι; καὶ εἶπεν· οὐ μἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ εἴκοσι. καὶ εἶπε· μήτι κύριε, ἐὰν λαλήσω ἔτι ἅπαξ· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν· οὐ μἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα».

Γένεσις, 18: 28-32

 

Το ραντεβού κλείνεται για την ίδια νύχτα στον λόφο του Χάσσελμπρακ· ο υπεράνω πάσης υποψίας υπολοχαγός των SS είναι οικογενειάρχης και δεν διαθέτει ιδιαίτερο κατάλυμα για τέτοιου είδους διανυκτερεύσεις. Στην ύπαιθρο λοιπόν, η φύσις αναλαμβάνει να σκηνογραφήσει το βουκολικό τοπίο που θα αποτελέσει το φόντο στις ερωτοτροπίες τους μ’ έναν ρομαντισμό αταίριαστο με όσα θα επακολουθήσουν. Όνειρο νυκτός θερινής αλλά και Βαλπουργίας, καθαρός, έναστρος ουρανός, πυκνή βλάστηση, η αύρα που έρχεται από τον Έλβα δροσίζει τον καύσωνα της μέρας. Η θέα από τον λόφο εκτείνεται πανοραμική, στους πρόποδές του η σκοτεινή πόλη κοιμάται τον ανήσυχο ύπνο της που ταράζουν οι εφιάλτες, φίδι κουλουριασμένο το μεγάλο ποτάμι την ζώνει από παντού, πάνω στα νερά του λιμανιού αντανακλώνται το φως των άστρων και οι φωσφορισμοί του βυθού.

Οι εραστές προσέρχονται στο σημείο συνάντησης με μύριες προφυλάξεις, όταν όμως βρεθούν αντικρυστά, ρίχνονται ο ένας στην αγκαλιά του άλλου ξεχνώντας κάθε προφύλαξη. Ο στρατιώτης σαν στρατιώτης φέρεται και κατά την συνουσία, γίνεται ευθύς βιαστικός, επιθετικός, βίαιος· ο ερωμένος του υποκύπτει αμαχητί στην εισβολή, υποτάσσεται, ενδίδει· τόσο περιορισμένο το αντρικό λεξιλόγιο, που πανομοιότυπες εκφράσεις χρησιμοποιεί στον έρωτα όπως και στον πόλεμο. Τώρα κυλιούνται στο χώμα μεταλλαγμένοι στο προϊστορικό ζώο με τις δύο πλάτες, παλεύουν, συμπλέκονται, δαγκώνουν και δαγκώνονται, νυχιάζουν και γδέρνονται, το έναρθρο χάρισμα υποχωρεί και χάνεται, το αντικαθιστούν αναστεναγμοί, αγκομαχητά, πνιχτές κραυγές μες στο σκοτάδι, η πιο πρωτόγονη μορφή συνομιλίας. Σοδομισμός και παρά φύσιν ασέλγεια, αμαρτία και έγκλημα, Γένεσις και παράγραφος 175, μακριά από τον Θεϊκό και τον ανθρώπινο Νόμο όμως, η φύση τούς περιβάλλει προστατευτικά με την ηθική της αδιαφορία, πυγολαμπίδες φωταγωγούν την γιορτή της σάρκας, κουνούπια τούς τσιμπούν και τους πίνουν το αίμα, μερμήγκια γαργαλούν τις φτέρνες τους, ενώ εκείνοι, αποκομμένοι από ό,τι συμβαίνει γύρω τους, συνεχίζουν τις περιπτύξεις. Τη στιγμή της διείσδυσης, όταν η διέγερση οδεύει προς την κορύφωσή της, λίγο πριν ο μικρός θάνατος θολώσει τις κόρες των τριών ματιών τους, η Κόλαση ανοίγει τις πύλες της…

 

«καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς».

Γένεσις, 19: 24-25

 

Αντί σάλπιγγας, την Αποκάλυψη προαναγγέλλουν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας και ο βόμβος απ’ τα μοτέρ των βομβαρδιστικών που ολοένα και δυναμώνει. Πλησιάζουν, έφτασαν, να τα! Δίχως να σταματήσουν στιγμή τους εναγκαλισμούς τους, οι εραστές υψώνουν το βλέμμα προς τον ουρανό, σαν σε θέατρο, υπό τις φωτεινές δέσμες των προβολέων, ένα σμήνος μαύρα μεταλλικά όρνεα εφορμούν προς την κοιμώμενη πολιτεία. Είναι τόσα πολλά! περισσότερα κι απ’ τ’ άστρα της νυχτιάς! αδύνατον να τα μετρήσεις, ανώφελο να τους αντισταθείς. Το ολοκαύτωμα ξεκινά γιορτινά, με σερπαντίνες, όπως στις παρελάσεις του καρναβαλιού, τα εχθρικά αεροπλάνα πετούν εκατοντάδες, χιλιάδες κομμένες λωρίδες αλουμινόχαρτου. Από το παρατηρητήριό τους το θέαμα είναι εντυπωσιακό κι εξωπραγματικό συνάμα, μια χιονόπτωση στα τέλη του Ιούλη! τα ραντάρ όμως τυφλώνονται, τα τροχιοδεικτικά σημαδεύουν το δόλωμα αντί για τους στόχους, τα πυρά αστοχούν και το μεγάλο λιμάνι του Βορρά απομένει ανυπεράσπιστο και ευάλωτο. Το μεταλλικό βουητό πλησιάζει και δυναμώνει, γιγαντιαία αιμοβόρα κουνούπια ετοιμάζουν το κεντρί τους για το θανάσιμο δήγμα, τα πουλιά του θανάτου κουτσουλάνε το φορτίο τους επί δικαίων και αδίκων.

Και τότε η νύχτα γίνεται μέρα. Αλλά πριν την αστραπή, η βροντή, πριν τη λάμψη, ο κρότος, ο ορυμαγδός των εκρήξεων τη στιγμή που οι βόμβες φτάνουν στο έδαφος και ο συριγμός μετατρέπεται σε εκκωφαντική ομοβροντία. Στήλες καπνού ανεβαίνουν από τις συνοικίες που χτυπήθηκαν και σκοτεινιάζουν το στερέωμα· όταν διαλυθούν από τις ριπές του αέρα, από τον λόφο θα γίνουν ορατές οι φλόγες που έχουν αρχίσει να κατατρώνε τα βομβαρδισμένα κτίρια. Ένα πύρινο ποτάμι κυλάει στους δρόμους, κατευθύνεται προς τον Έλβα, φωτιά και νερό συναντώνται στις αποβάθρες, όμως η πυρκαγιά δεν σβήνει, είναι τα ύδατα που φλέγονται, τα καύσιμα των διυλιστηρίων χύνονται στο λιμάνι και συντηρούν την καύση.

 

«καἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς τὀπίσω καἐγένετο στήλη ἁλός».

Γένεσις, 19: 26

 

Μπροστά σ’ αυτήν την νωπογραφία της Συντέλειας των Αιώνων που μόνο το πινέλο ενός Μπος ή ενός Μπρέχελ θα μπορούσε ν’ απεικονίσει, οι σοδομίτες απομένουν στήλη άλατος. Το έρεβος έχει μια ζοφερή μεγαλοπρέπεια που παραλύει, η καταστροφή, ιδωμένη σαν θέαμα, αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις γεννώντας το δέος του θνητού μπροστά στην παντοδυναμία του θανάτου. Ξαπλωμένος πάνω στον κίναιδο, ο αρσενοκοίτης τον πιέζει με το βάρος του σώματός του και τον κρατά καθηλωμένο στο έδαφος. Μοιάζει μαρμαρωμένος, η στύση του έχει πετρώσει επίσης, η ακαμψία του ενός παραλύει και τον άλλον, τα τρία μάτια τους ανοιγμένα διάπλατα δακρύζουν, τα στόματα χάσκουν γεμάτα χώμα και σάλιο που ανακατεύονται και γίνονται λάσπη, άλαλα σαλεύουν τα χείλη των ασεβών κι ωστόσο, σαν μια κίνηση αντανακλαστική που δεν ελέγχεται από το συνειδητό μέρος του εγκεφάλου, η συνουσία συνεχίζεται, το ίδιο ρυθμικό σφυροκόπημα γλουτών και υπογαστρίων, ένας μηχανισμός που άπαξ και τεθεί σε λειτουργία, μόνο ο οργασμός ή ο θάνατος μπορούν να σταματήσουν.

Ξάφνου μια απόκοσμη θερμότητα ανεβαίνει από τα έγκατα της γης και ο αέρας γύρω τους πυρώνει. Ιδρώνουν, λαχανιάζουν, ασφυκτιούν, στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά τους αντανακλώνται πορφυρές ανταύγειες, δεν είναι όμως απ’ την ερωτική παραφορά, η έξαψη που αισθάνονται έχει μια πιο μακάβρια αιτία. Καθώς η πόλη φλέγεται απ’ άκρη σ’ άκρη και 2.300 τόνοι εμπρηστικών βομβών εκλύουν την καταστρεπτική ισχύ τους, μια θύελλα πυρός ξεσπάει σε δρόμους και συνοικίες. Πύρινες γλώσσες υψώνονται ως τα ουράνια, η θερμοκρασία φτάνει τους 600°, τους 700°, τους 800°, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα μετατρέπονται σε κάμινο όπου μέταλλο, ξύλο και ανθρώπινη σάρκα πυρακτώνονται και καρβουνιάζουν. Η άσφαλτος λιώνει, στα παχύρρευστα ρυάκια από πίσσα και θειάφι παγιδεύονται πολίτες που προσπαθούν να ξεφύγουν και πυροσβέστες που μ’ αυταπάρνηση σπεύδουν να τους συνδράμουν, μ’ ένα ουρλιαχτό γίνονται παρανάλωμα του πυρός και εξαϋλώνονται μέσα στις φλόγες. Η πυρκαγιά απορροφά το οξυγόνο απ’ την ατμόσφαιρα και η καύση ανατροφοδοτείται, θυελλώδεις άνεμοι ξεσπούν και τη μεταφέρουν από γειτονιά σε γειτονιά, στο διάβα τους κορμιά  στροβιλίζονται ψηλά σαν ξερά φθινοπωριάτικα φύλλα. Τα καταφύγια γεμίζουν ασφυκτικά  αλλά όσοι γλιτώνουν απ’ τη φωτιά, χάνονται από ασφυξία καθώς ο αέρας δηλητηριάζεται απ’ τις αναθυμιάσεις. Μια οσμή τσίκνας και φλεγόμενων χημικών μολύνει τα ρουθούνια, ζαλίζει τη λογική, παραλύει τη σκέψη. Ενστικτωδώς τα χέρια σκεπάζουν τις μύτες με ό,τι ύφασμα βρίσκεται διαθέσιμο, πώς όμως να προφυλάξουν συνάμα και τ’ αυτιά απ’ τους φριχτούς θορύβους; Γιατί η Κόλαση έχει κι αυτή τη μουσική της υπόκρουση, μια Συμφωνία του Τρόμου, τη συνθέτουν ήχοι απόκοσμοι, μια κιμωλία που γρατζουνάει τον μαυροπίνακα μεγεθυμένη θαρρείς από εκατοντάδες μεγάφωνα, ένα ξεκούρδιστο εκκλησιαστικό όργανο που κάποιος παρανοϊκός οργανίστας χτυπάει ταυτόχρονα όλα του τα πλήκτρα, μια σπαρακτική ανθρώπινη κραυγή που επαναλαμβάνεται σαν αντίλαλος.

Η Κόλαση… Η Κόλαση… μουρμουρίζει ο πειρατής κι απ’ το τυφλό του μάτι περνούν εικόνες μιας άλλης καταστροφής, τότε που δεν ήτανε το θύμα αλλά ο θύτης, σιτοβολώνες να φλέγονται, πυρπολημένες ίσμπες, τάφροι ξέχειλοι απ’ τα πτώματα των εκτελεσμένων, κουφάρια ζώων και γυναικόπαιδων να σαπίζουν στο χώμα ενώ πάνω τους ίπτανται σύννεφα από μύγες. Ήταν εκεί τότε κι είναι εδώ τώρα, η Κόλαση είναι η καταγωγή και ο προορισμός του. Με μια απότομη κίνηση αρπάζει το αγόρι απ’ τα μαλλιά και το υποχρεώνει να κοιτάξει κατάματα την άβυσσο. Κοίτα μικρέ! Κοίτα! Δες τι μας περιμένει! Στα λόγια του, στο μισότρελο γέλιο του κρύβεται η μοχθηρία μιας μύησης, ο στανικά μυούμενος όμως αποστρέφει το βλέμμα σφαλίζοντας τα βλέφαρα, η απρόσμενη αντίσταση ερεθίζει τον παιδαγωγό του που τον σφίγγει απ’ τον λαιμό, μάταια ο νέος προσπαθεί να ξεφύγει απ’ τον εναγκαλισμό, η βία είναι αυτή που θα έχει ξανά τον τελευταίο λόγο. Θ’ ανοίξει τα μάτια του, θα δει και θα μάθει.

 

«καἐπέβλεψεν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόρρας καἐπὶ πρόσωπον τῆς περιχώρου καὶ εἶδε, καἰδοἀνέβαινε φλὸξ ἐκ τῆς γῆς, ὡσεἀτμὶς καμίνου». 

Γένεσις, 19: 28

 

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα η επιδρομή ολοκληρώνεται, η πυρκαγιά όμως εξακολουθεί να καίει ως το πρωί ενώ εκείνοι, απ’ την απόσταση ασφαλείας της υπερυψωμένης κρυψώνας τους, παρακολουθούν αποκαρωμένοι την γενέτειρά τους να φλέγεται, όπως ο Νέρωνας τον εμπρησμό της Ρώμης. Ξημερώνει, με το πρώτο φως της μέρας αποκαλύπτεται το μέγεθος της καταστροφής, μια λέξη μόνο έρχεται στον νου για να την περιγράψει: Βιβλική! Ο ήλιος ανατέλλει πάνω από καπνούς και ερείπια, φωτίζει κρατήρες ηφαιστείων εκεί που άλλοτε απλωνόταν το πλακόστρωτο, μονοκατοικίες με καψαλισμένα παράθυρα που χάσκουν στο κενό σαν τυφλωμένα μάτια κλόουν, πολυώροφα κτήρια ξεκοιλιασμένα και αποκεφαλισμένα να κείτονται καταγής με γκρεμισμένους τοίχους σαν τα πλευρικά οστά ενός προϊστορικού μαμούθ σε αποσύνθεση, κι ανάμεσα στ’ αποκαΐδια, μυρμηγκιές αστέγων να ψάχνουν για πολύτιμα αντικείμενα ή για τ’ απανθρακωμένο σώμα κάποιου αγαπημένου τους προσώπου. Οικοδομήματα που χρειάστηκαν χρόνια και δεκαετίες για να ανεγερθούν, ισοπεδώθηκαν μέσα σε μια στιγμή συμπαρασύροντας στον χαμό τους ενοίκους τους· πόσο μα πόσο ευρηματική η ανθρώπινη διάνοια όταν απεργάζεται τον όλεθρο!

43 λεπτά της ώρας κράτησε ο βομβαρδισμός, όσα και η συνουσία τους. Σ’ αυτά τα 43 λεπτά, σχεδόν 43.000 άμαχοι έχασαν την ζωή τους ή τραυματίστηκαν, περίπου 1.000 κατά μέσο όρο ανά λεπτό, για τους λάτρεις της στατιστικής. Αυτό όμως δεν το γνωρίζουν ακόμα, θα το καταγράψουν οι ιστορικοί του μέλλοντος όταν αθροίσουν τις απώλειες από την Επιχείρηση Γόμορρα. Στο μεγάλο κιτάπι της Ιστορίας ωστόσο, οι 43.000 δεν είναι παρά ένα νούμερο που αποστηθίζουν οι μελετητές των αρχείων κι οι φοιτητές των πανεπιστημίων, κανείς τους όμως δεν συγκινείται, δεν πενθεί, δεν θρηνεί, ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά για λίγους μόνο νοιάζεται, για κείνους που αγαπάει ή που μισεί. Εάν η λαγνεία αρχικά και ο τρόμος κατόπιν, τους είχαν κρατήσει μακριά από την κοιλάδα του θανάτου, τώρα που ο πόθος ικανοποιήθηκε και ο κίνδυνος εξέλιπε, η φωνή της συνείδησης παίρνει τα ηνία από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και τους προστάζει να αναζητήσουν τους οικείους τους· να είναι άραγε ζωντανοί ή να χάθηκαν στις φλόγες;

Καθώς κατηφορίζουν προς την ρημαγμένη πολιτεία, οι δρόμοι τους χωρίζουν, ο χωλός δαίμονας κατευθύνεται προς το μεσοαστικό Μπέγκεντορφ ενώ ο άπτερος άγγελος τραβάει για την εργατική συνοικία του Χάμμερμπρουκ, στο σταυροδρόμι όπου αποχωρίζονται φαίνεται πως και οι τύχες τους ακολουθούν αποκλίνουσες διαδρομές. Τα εύπορα αστικά προάστια έχουν πληγεί λιγότερο απ’ τη λαίλαπα και ο υπολοχαγός θα βρει τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά σώους και αβλαβείς να τον περιμένουν μ’ αγωνία· η αγία οικογένεια ξανασμίγει μ’ αγκαλιάσματα και αναστεναγμούς ανακούφισης. Αντιθέτως, στις γειτονιές των προλεταρίων η καταστροφή είναι ολοκληρωτική· στόχος της επιδρομής δεν ήταν μόνο οι πολεμικές βιομηχανίες αλλά και τα χέρια που τις κινούσαν. Στρίβοντας στη γωνία, ο άσωτος διαπιστώνει ότι η γειτονιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε δεν υπάρχει πια, στη θέση της έχει ξεφυτρώσει ένας λόφος από μπάζα και συντρίμμια που καπνίζουν. Από το πατρικό του σπίτι, ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο μιας γκρεμισμένης πολυκατοικίας, διακρίνει μόνο την εξώπορτα, την ίδια εκείνη πόρτα που πριν από έναν μήνα έκλεισε πίσω του και τον εξόρισε για πάντα. Η προσοχή των πυροσβεστών ωστόσο είναι στραμμένη προς το κελάρι, με υπεράνθρωπες προσπάθειες ανασύρουν απ’ το υπόγειο ένα-ένα τα πτώματα των εγκλωβισμένων. Τ’ ανεβάζουν στην επιφάνεια, τα απιθώνουν προσεκτικά στο χώμα και τα σκεπάζουν πρόχειρα με κομμάτια από λινάτσα· συγγενείς πλησιάζουν διστακτικά, τ’ ανασηκώνουν γυρεύοντας τους δικούς τους. Πάνω απ’ τους νεκρούς ξεσπά ο θρήνος, τ’ αγόρι όμως δεν τον ακούει και περιφέρεται ανάμεσα στους πενθούντες σαν θεατής στα επίκαιρα του βωβού κινηματογράφου. Λίγα μέτρα πιο πέρα, λίγες στιγμές αργότερα, θ’ αναγνωρίσει τα σώματα των δικών του· είναι αραδιασμένα πλάι-πλάι με γερμανική τάξη, πρώτος ο πατέρας, δίπλα η μητέρα, αριστερά η αδελφή του. Τους κοιτάζει αμίλητος, με δίχως δάκρυα για κανέναν· κάτι έχει σπάσει μέσα του, ένα ελατήριο, ένα γρανάζι, και ο ψυχικός μηχανισμός δεν λειτουργεί όπως ήταν προγραμματισμένος, ο άνθρωπος που αντίκρισε την άβυσσο, την κουβαλά μαζί του. Με μια ξαφνική επιφοίτηση συνειδητοποιεί ότι εάν δεν τον είχε διώξει ο πατέρας, εάν δεν είχε περάσει τη νύχτα μ’ έναν άγνωστο, τώρα θα ήταν κι εκείνος νεκρός, απανθρακωμένος, δηλητηριασμένος, και τότε ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης τον κατακλύζει και ο Έριχ Μαρία, ο κίναιδος, ο πούστης, το πουστράκι, ο πισωγλέντης, ο κουνιστός, η λουμπίνα, η λούγκρα, η αδερφή, η συκιά, πέφτει στα γόνατα και προσεύχεται κι ευχαριστεί τον Προστάτη και Σωτήρα του αν και δεν γνωρίζει ούτε κι ο ίδιος σε ποιον ακριβώς απευθύνεται.

 

«δέομαι κύριε, πειδ ερεν πας σου λεος ναντίον σου κα μεγάλυνας τν δικαιοσύνην σου, ποιες π᾿ μ το ζν τν ψυχήν μου, γ δ ο δυνήσομαι διασωθναι ες τ ρος, μήποτε καταλάβ με τ κακ κα ποθάνω. δο πόλις ατη γγς το καταφυγεν με κε, στι μικρά, κα κε διασωθήσομαι· ο μικρά στι; κα ζήσεται ψυχή μου νεκέν σου. κα επεν ατ· ἰδοἐθαύμασά σου τὸ πρόσωπον καἐπὶ τῥήματι τούτῳ τοῦ μὴ καταστρέψαι τὴν πόλιν, περἧς ἐλάλησας· σπεῦσον οὖν τοῦ σωθῆναι ἐκεῖ·».

Γένεσις, 19: 18-22

 

Νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας, οι νεκροί θάβονται βιαστικά σε έναν σταυρικού σχήματος ομαδικό τάφο στο κοιμητήριο του Όλσντορφ· ο φόβος νέων αεροπορικών επιδρομών αλλά και της εκδήλωσης επιδημιών δεν επιτρέπει την τήρηση του τελετουργικού της Λουθηρανικής εκκλησίας κι έτσι ο λειτουργός του Κυρίου και η οικογένειά του κηδεύονται δίχως ένα Ρέκβιεμ ή την νεκρώσιμη ακολουθία. Το αγόρι βοηθά στο σκάψιμο του τεράστιου λάκκου, τα λεπτεπίλεπτα χέρια του γεμίζουν κάλους, οι παλάμες του ματώνουν. Ενόσω σκάβει το χώμα, συλλογίζεται πόσο πολύ μισούσε άλλοτε αυτόν τον αυστηρό και ηθικολόγο πατέρα, πόσο περιφρονούσε την άβουλη κι υποταγμένη μάνα, πόσο μα πόσο ζήλευε την αυτάρεσκη αδελφή του, τώρα όμως που έχουν πια πεθάνει, τίποτα δεν αισθάνεται, ούτε οργή μα ούτε και θλίψη ή μεταμέλεια. Η απάθειά του τον ξαφνιάζει και τον προβληματίζει, κάτι δεν πάει καλά, κάτι μέσα του τον τρώει μα και πώς να του ξεφύγει; Οι στοχασμοί του διακόπτονται απότομα από τον ήχο των σειρήνων, ένα σμήνος αεροπλάνων πλησιάζει, η Επιχείρηση Γόμορρα συνεχίζεται, αν και βέβαια δεν απομένουν πολλά για να καταστραφούν ακόμα. Το συγκεντρωμένο πλήθος διαλύεται άτακτα αναζητώντας καταφύγιο απ’ την εκδικητική μανία των ουρανών, εκείνος όμως παραμένει στη θέση του ασάλευτος, λες και οι βόμβες δεν μπορούνε να τον βλάψουν.

Την επόμενη μέρα, χωρίς δεσμούς αγάπης και μίσους να τον συνδέουν με τη γη των προγόνων, θ’ ακολουθήσει τα καραβάνια των προσφύγων που εγκαταλείπουν το μεγάλο λιμάνι του Βορρά αναζητώντας καταφύγιο σε πιο ασφαλή μέρη και θα πορευθεί μαζί τους, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Δεν θα επιστρέψει στη γενέτειρά του ούτε μετά τη λήξη του πολέμου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του μετοικώντας από πόλη σε πόλη.

«Και ο… πώς τον είπαμε; ο… ο εραστής σου τελοσπάντων, τι απέγινε; Δεν τον ξανάδες από τότε;» ο ψυχαναλυτής ενδιαφέρεται να μάθει. «Όχι», απαντά εκείνος, «ποτέ δεν τον ξανάδα». Λέει ψέματα όμως, η αλήθεια είναι ότι τον συνάντησε άλλες δύο φορές. Η πρώτη ήταν στο δικαστήριο όπου δικαζόταν για εγκλήματα πολέμου, η δεύτερη στο επισκεπτήριο της φυλακής λίγες μέρες πριν την αυτοκτονία του, αυτό όμως ντρέπεται να το ομολογήσει, στην μεταπολεμική Γερμανία κανείς δεν παραδέχεται πως συναναστρεφόταν Ναζιστές και μέλη των SS, ακόμα κι οι αθώοι, μια συλλογική ενοχή βαραίνει τη γενιά του. Να αισθανόταν άραγε κάτι βαθύτερο για τον δαιμονικό εκείνον επισκέπτη της μιας νυχτιάς, κάποιο ενδόμυχο χρέος ευγνωμοσύνης για την συνάντησή τους που αποδείχθηκε σωτήρια για τη ζωή του; Θέτει στον εαυτό του το ερώτημα ξανά και ξανά και κάθε φορά το αρνείται, ή μάλλον προτιμά να αποδίδει την διάσωσή του στην τύχη: τίποτα δεν του χρωστά, αν δεν ήταν ο Αλόις Σβάινστάιγκερ, θα βρισκόταν κάποιος άλλος. Αλλά τότε γιατί παρευρέθηκε στη δίκη; γιατί τον επισκέφθηκε στο κελί του; Απάντηση δεν βρίσκει, καλύτερα λοιπόν να μην το σκέφτεται, τελεία και παύλα! η ομοφυλοφιλία ήταν που τον έσωσε απ’ τις βόμβες, αν και δεν στάθηκε ικανή να τον προφυλάξει κι απ’ τον Νόμο. Την φυλάκιση που απέφυγε τότε, την υπέστη χρόνια αργότερα μα για την ίδια πάντα αιτία. Η δημοκρατική Γερμανία κατήργησε όλη τη ναζιστική νομοθεσία, όχι όμως και την παράγραφο 175. Ούτε και γι’ αυτό το περιστατικό θα μιλήσει ωστόσο στον ψυχαναλυτή του, δεν το θεωρεί άξιο λόγου, έξι μήνες κάθειρξη σε ομοσπονδιακή φυλακή δεν συγκρίνονται με μια δεκαετή ποινή καταναγκαστικών έργων σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Πάντως, ακόμα κι αν ήθελε κάτι να εξομολογηθεί, δεν θα προλάβαινε απόψε, η ώρα της συνεδρίας πέρασε, στον προθάλαμο περιμένει ο επόμενος αναλυόμενος, ένας υποχόνδριος τραπεζίτης με κρίσεις εργασιακού άγχους. Πληρώνει το αντίτιμο των 100 μάρκων και ανανεώνει το ραντεβού του για την επόμενη εβδομάδα, την ίδια μέρα και ώρα· ίσως τότε να βρει το θάρρος να πει περισσότερα.

 

«καἔτεκεν ἡ πρεσβυτέρα υἱὸν καἐκάλεσε τὄνομα αὐτοῦ Μωὰβ λέγουσα· ἐκ τοῦ πατρός μου· οὗτος πατὴρ Μωαβιτῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας. ἔτεκε δὲ καἡ νεωτέρα υἱὸν καἐκάλεσε τὄνομα αὐτοἈμμάν, λέγουσα· υἱὸς γένους μου· οὗτος πατὴρ Ἀμμανιτῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας».

Γένεσις, 19: 37-38

 

Στους δρόμους του Μονάχου σκοτεινιάζει, ο ουρανός μουντός, το κρύο τσουχτερό, για να μην ξεπαγιάσει τυλίγεται στο γούνινο, φανταχτερό παλτό του. Καθώς πορεύεται πεζή προς τον σιδηροδρομικό σταθμό, μια παρέα σκίνχεντς με δερμάτινα μαύρα μπουφάν και στρατιωτικές αρβύλες, του ρίχνουν λοξές ματιές, έπειτα οι πιο θερμόαιμοι σηκώνουν τα μανίκια επιδεικνύοντας απειλητικά τα τατουάζ τους, ρουνικά σύμβολα, νεκροκεφαλές, σβάστικες. Εν χορώ αρχίζουν να κράζουν αυτήν την ξεφωνημένη γριά αδερφάρα που σουλατσάρει νυχτιάτικα σεινάμενη κουνάμενη σαν κοκότα του πεζοδρομίου. Περνά από μπροστά τους αγέρωχος και τους κοιτά προκλητικά στα μάτια.

Δεν τους φοβάται, όσο Εκείνος τον προστατεύει, αισθάνεται άτρωτος.