- Θέλει τίποτε άλλο η κυρία;
- Όχι, μπορείς να πηγαίνεις.
Η αποκλειστική νοσοκόμα τακτοποιεί τα μαξιλάρια στην πλάτη του κρεβατιού, τεντώνει την κουβέρτα πάνω απ’ τα ανάπηρα πόδια· η κυρία απεχθάνεται τις ζάρες. Έπειτα, σπρώχνει το αναπηρικό αμαξίδιο προς την έξοδο και ετοιμάζεται να βγει απ’ το δωμάτιο κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
- Πού πας; Το τηλεκοντρόλ! Το ξέχασες!
- Συγγνώμη, κυρία. Ορίστε! Κάτι άλλο;
Ευχαριστώ δεν λέει, ούτε και καληνύχτα, μ’ ένα νεύμα του χεριού τής δείχνει ότι δεν θα χρειαστεί άλλο τις υπηρεσίες της. Επιτέλους! η βάρδια της τελείωσε, αναλαμβάνει τώρα η καινούρια νυχτερινή που μόλις πριν από λίγες μέρες προσέλαβε η κυρία. Ανακουφισμένη, αποχωρεί αφήνοντας την δύστροπη εργοδότρια ν’ αναπαυθεί· δεν την αντέχει ώρες-ώρες, θα την είχε εγκαταλείψει προ καιρού αν δεν πλήρωνε τόσο γενναιόδωρα.
Η γηραιά κόμισσα απομένει μόνη σ’ αυτό το τεραστίων διαστάσεων υπνοδωμάτιο όπου θα μπορούσε να στεγαστεί με άνεση μια πολυμελής οικογένεια· η ευρυχωρία μοιάζει να υπογραμμίζει την μοναχικότητά της, η πολυτέλεια έρχεται σε έντονη αντίθεση με την οικτρή σωματική της φθορά, σχηματίζοντας έτσι ένα tableau vivant με αλληγορικές προεκτάσεις: ένας σάρκινος όγκος γεμάτος πληγές από τις κατακλίσεις, ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι Louis XΙV με ουρανό και κουρτίνες μπροκάρ βαριές σαν αυλαίες θεάτρου, ασάλευτος όπως το κουφάρι μιας φάλαινας που ξεβράστηκε σ’ ερημική παραλία, μάταια η ευωδιά των ρόδων που μαραίνονται μέσα σε πορσελάνινα βάζα της δυναστείας Μινγκ με την επίσημη σφραγίδα του αυτοκρατορικού εργαστηρίου της Jingdezhen προσπαθεί να καλύψει την νοσοκομειακή αποφορά φορμόλης και αντισηπτικού που αναδίδει το πληγιασμένο δέρμα. Το παράλυτο σώμα κείτεται περιτριγυρισμένο από χειροποίητα περσικά χαλιά του Ισπαχάν πάνω στα λακαρισμένα δρύινα πατώματα, ταπισερί Γκομπλέν που απεικονίζουν ειδυλλιακές βουκολικές παραστάσεις ή σκηνές κυνηγιού στους τοίχους, κρυστάλλινους πολυελαίους που κρέμονται από το ζωγραφισμένο ταβάνι όπου ίπτανται αγγελάκια και ερωτιδείς.
Ανάλογης αισθητικής είναι και τα έπιπλα που συμπληρώνουν τον διάκοσμο, υποπόδια και σκαμπό με χρυσοκέντητες μαξιλάρες παραφουσκωμένες μ’ αιγυπτιακό βαμβάκι, καρέκλες και πολυθρόνες της ίδιας εποχής και τεχνοτροπίας, επενδυμένες με ακριβό βελούδο, με σκαλιστά μπράτσα και πόδια, συμμετρικά παρατεταγμένες γύρω από ένα τραπέζι επικαλυμμένο με κέλυφος χελώνας και επίχρυσες βάσεις από μπρούντζο, όπου, σε άλλους, πιο ευτυχισμένους καιρούς, θα σερβιριζόταν το τσάι της οικοδέσποινας και των εξ απορρήτων της μέσα σε φλιτζάνια από φίνα πορσελάνη Λιμόζ, ενώ σήμερα σηκώνει το άχρηστο βάρος ενός ρολογιού από ελεφαντόδοντο με σταματημένους δείκτες. Από το μπουντουάρ δεν λείπει ούτε ο απαραίτητος καθρέφτης, έστω κι αν η κόμισσα αποφεύγει ν’ αντικρίσει το είδωλό της εδώ και δεκαετίες, από τότε που το πάχος άρχισε να παραμορφώνει τα λεπτεπίλεπτα έως τότε χαρακτηριστικά του προσώπου της· επάνω στην μαρμάρινη εταζέρα, τα κοσμήματα, τα καλλυντικά και τ’ αρώματα της φιλάρεσκης νεότητας έχουν αντικατασταθεί από μπουκαλάκια με χάπια και το ποτήρι με την βυθισμένη μασέλα των γηρατειών.
Η επιφάνεια του γυαλιού αντανακλά τον πίνακα που βρίσκεται κρεμασμένος στον απέναντι τοίχο πάνω απ’ το τζάκι, στον πλαισιωμένο με χρυσοποίκιλτη κορνίζα καμβά, το πινέλο του ακαδημαϊκού ζωγράφου έχει φιλοτεχνήσει στο στυλ του προηγούμενου αιώνα το πορτρέτο ενός αταίριαστου ζευγαριού. Ο άντρας δείχνει ήδη μεσήλικας, τα αραιά του μαλλιά έχουν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους, ένα κερωμένο στριφτό μουστάκι παρεμβάλλεται μεταξύ της γαμψής μύτης και των λεπτών, χολερικών του χειλιών. Στέκεται ευθυτενής, επίσημα ενδεδυμένος με φράκο, ο καρφιτσωμένος στο πέτο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής και μια τρίχρωμη ταινία με τα χρώματα της γαλλικής σημαίας που ζώνει διαγώνια το στέρνο του, υπογραμμίζουν την ευγενή καταγωγή και το υψηλό του αξίωμα. Καθισμένη δίπλα του και υπό την σκιά του, με το γαντοφορεμένο χέρι του να ακουμπά κτητικά στον γυμνό της ώμο, μια ντελικάτη μελαχρινή καλλονή με τα μισά του χρόνια ποζάρει αυτάρεσκα φορώντας παραδοσιακό κοστούμι Ανδαλουσιάνας. Φέρει τη δεξιά παλάμη στο μέρος της καρδιάς, με τον δείκτη προτεταμένο προς τα πάνω, σαν να θέλει να επιστήσει την προσοχή του θεατή στο αδαμάντινο περιδέραιο που κοσμεί το ακάλυπτο μπούστο της. Η σκηνοθεσία της πόζας υποκρύπτει κάποια σκοπιμότητα αφού κάνει τον μάλλον βραχύσωμο άντρα να δείχνει υψηλότερος από τη συμβία του ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, το ανδρόγυνο πάντως ατενίζει το κοινό του μέλλον με βλέμμα γεμάτο αυτοπεποίθηση· εκείνος έχει επίγνωση του πλούτου και της δύναμης, εκείνη της ομορφιάς της, αξίες ανταλλάξιμες στο χρηματιστήριο του έρωτα, ανάμεσά τους όμως παρεισφρέει μια σκιά αδιόρατη σαν το μελάνωμα που μετά βίας διακρίνεται να ξεπροβάλλει πίσω απ’ τους φραμπαλάδες στο μανίκι της Σπανιόλας. Το φίδι στον Παράδεισο…
Et in Arcadia ego: σ’ αυτόν τον Κήπο των Επίγειων Απολαύσεων, το μήλο έχει φαγωθεί εκ των έσω από ένα αόρατο σκουλήκι. Παρά τη χλιδή του το σκηνικό αποπνέει παρακμή και θάνατο, όσο πολυτελές και μεγαλόπρεπο κι αν είναι ένα μαυσωλείο, ο άνθρωπος, ο ζωντανός άνθρωπος δεν είναι πλασμένος για να το κατοικεί. Είναι όμως ζωντανή η κόμισσα ή ένα φάντασμα από το παρελθόν;
Μοναδική σύγχρονη των καιρών μας παραφωνία ανάμεσα στα μουσειακά απολιθώματα μιας άλλης εποχής, μια τηλεοπτική οθόνη έξυπνα εγκιβωτισμένη στο σεκρετέρ ώστε να μην χτυπά στο μάτι, κρατά συντροφιά στην κόμισσα τις νύχτες που την βασανίζει η αϋπνία. Και τι προγράμματα αρέσκεται να παρακολουθεί η γηραιά κυρία όταν ο Μορφέας αργεί να την επισκεφτεί; Τηλεπαιχνίδια; Δελτία ειδήσεων; Ντοκιμαντέρ για την άγρια φύση; Ή μήπως ταινίες του παλιού Χόλυγουντ, κομεντί, ρομαντικά δράματα και μιούζικαλ;
Τίποτα απ’ αυτά, η κόμισσα αντιπαθεί τον κινηματογράφο κι ακόμη περισσότερο την τηλεόραση, αργόσχολες ενασχολήσεις ηδονοβλεψιών που προτιμούν να κρυφοκοιτάζουν εκ του ασφαλούς τις ζωές των άλλων αντί να ζουν ριψοκίνδυνα τη δική τους. Αλλά τότε τι την κάνει να ξαγρυπνά επαναλαμβάνοντας κάθε νύχτα την ίδια αλλόκοτη τελετουργία; Στη σκοτεινιά της κρεβατοκάμαρας που φωτίζεται αμυδρά απ’ την ηλεκτρική άλω της συσκευής, μέσα απ’ τον θόρυβο της μικρής οθόνης, κορμιά αναδύονται όπως οι Πρωτόπλαστοι απ’ την αρχέγονη λάσπη, σάρκες που σαλεύουν, συμπλέκονται, παλεύουν, γίνονται ένα, αποχωρίζονται, ξανασμίγουν.
Αυτό είναι λοιπόν το μυστικό της. Η γηραιά κυρία βλέπει και ξαναβλέπει μια πορνοταινία, την ίδια πάντα. Η παραγωγή είναι φτηνή, ερασιτεχνική σχεδόν, εξ ολοκλήρου γυρισμένη στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου ημιδιαμονής. Πρωταγωνιστεί ένα ιψενικό τρίγωνο, το σχηματίζουν οι δύο εραστές κι ανάμεσά τους το μάτι της κάμερας, πανοπτικό και ακίνητο όπως του Θεού, να καταγράφει την σκηνή στην αιωνιότητα. Ο εν αδαμιαία περιβολή δασύτριχος, γενειοφόρος άντρας θυμίζει απεικόνιση σάτυρου της αρχαιοελληνικής αγγειοπλαστικής, έτσι καθώς επιδεικνύει ξεδιάντροπα στον φακό την πριαπική του στύση. Αντιθέτως η κόρη που πρόθυμα ενδίδει στις λάγνες ορέξεις του, έχει το πρόσωπό της καλυμμένο με δερμάτινη μάσκα, το αξεσουάρ, αρκετά συνηθισμένο στην σαδομαζοχιστική πορνογραφία, την αποπροσωποποιεί, σχεδόν την καθιστά ανώνυμη σαν μανεκέν σε βιτρίνα καταστήματος ρούχων. Αν εκείνος δείχνει ζωόμορφος, εκείνη μοιάζει με ανθρωποειδές, το μοναδικό σημάδι ταυτοποίησης είναι η δερματοστιξία στον αριστερό της ώμο. Αναπαριστά τον Ουροβόρο όφι, σύμβολο αρχαίο και αλχημιστικό, του απείρου, του θανάτου και της αναγέννησης, ή ίσως απλώς του χρόνου που περικλείει όλες τις παραπάνω ιδιότητες.
Η κόμισσα παρακολουθεί τις βίαιες περιπτύξεις τους από την διπλή απόσταση ασφαλείας που της προσφέρουν ο χώρος και ο χρόνος: είναι εκεί αλλά είναι και αλλού, στο τότε και στο τώρα, όμως το ταξίδι αυτό που κάνουν εφικτό τα οπτικοακουστικά επιτεύγματα της τεχνολογίας, όσο ανώδυνο κι αν φαίνεται, δεν παύει να εγκυμονεί ορισμένους, συναισθηματικής φύσεως κινδύνους. Γιατί να το αποτολμήσει κάποιος; Και το δικό της κίνητρο ποιο είναι; Να ερεθίζεται άραγε σεξουαλικά μια καθώς πρέπει κυρία της ηλικίας της με τέτοιες αισχρότητες; Να έχουν απομείνει χυμοί της libido στο πυορροούν της σώμα, ανεκπλήρωτες ερωτικές φαντασιώσεις στον κορεσμένο, αρτηριοσκληρωτικό της νου; Εκεί να οφείλονται μήπως η ερυθρίαση των παρειών, η ταχυπαλμία και ταχυκαρδία, η έξαψη που ταράζουν το παράλυτο κορμί; Η κόμισσα ιδρώνει, λαχανιάζει, ασφυκτιά, με μια σπασμωδική κίνηση ξεκουμπώνει τον γιακά του νυχτικού, ξεγυμνώνει λαιμό και ώμους για ν’ ανασάνει. Και τότε, απ’ το μανίκι του δεξιού χεριού ξεπροβάλλει το φίδι που τρώει την ουρά του. Είναι το ίδιο φίδι αλλά είναι και αλλαγμένο, το μελάνι του έχει ξεθωριάσει απ’ την πολυκαιρία, το δέρμα του έχει κι αυτό ξεχειλώσει απ’ το πάχος όπως του μπράτσου που το τρέφει με το λίπος του. Το φίδι κανιβαλίζει τον εαυτό του, η σάρκα τρέφεται με σάρκα κι ο Χρόνος-Κρόνος τρώει τα παιδιά του.
Γερνώντας, το ξέρουμε, ο άνθρωπος γίνεται συναισθηματικός και ευσυγκίνητος, για ν’ αποφύγει ν’ αντικρίσει τα τωρινά και τα μελλούμενα, στρέφει το βλέμμα του προς τα περασμένα. Το ίδιο κάνει κι η κόμισσα; Γίνεται ηδονοβλεψίας του παρελθόντος της; Να είναι λοιπόν αυτή η αιτία των ακόλαστων ιδιωτικών προβολών; Να υποκύπτει στην γλυκερή πορνογραφία της νοσταλγίας και των αναμνήσεων; Ν’ ανακαλεί στη μνήμη της τις νεανικές της παρεκτροπές, του έρωτα τα πάθη; Πιο πιθανό, ν’ αναπολεί την εποχή της νιότης, τότε που η σάρκα ήταν ακόμα κρουστή και ροδαλή και ξύπναγε τους αντρικούς τους πόθους. Ας μη βιαστούμε όμως να συμπεράνουμε· αίφνης η σκηνή, ήδη νοσηρή και μακάβρια, παίρνει μια αναπάντεχη τροπή. Με φωνή βραχνιασμένη, που βγαίνει απ’ το λαρύγγι της μ’ έναν απαίσιο συριγμό σαν φθαρμένος δίσκος γραμμοφώνου, απευθύνεται στον κόμη· κι αφού εκείνος είναι από χρόνια πια νεκρός κι ανήμπορος ν’ ακούσει, κατ’ ανάγκη στο πορτρέτο του που τον αναπληρώνει.
- Βλέπεις; Τον βλέπεις; Βλέπεις πώς με πηδάει; Πώς με κάνει δική του; Όπως δεν με πήδηξες ποτέ σου εσύ! Όπως δεν μ’ έκανες ποτέ δική σου!
Το ξέσπασμα κορυφώνεται μ’ ένα γέλιο μισότρελο και μοχθηρό, μέσα στη σιωπή της νύχτας, η χαιρεκακία του αντηχεί σαν υλακή ύαινας πάνω από κουφάρι. Η αποκλειστική νοσοκόμα που λαγοκοιμάται στο διπλανό δωμάτιο, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να προσφέρει τις πρώτες βοήθειες σε μια έκτακτη ανάγκη, ανασηκώνεται απ’ το κρεβάτι της και στήνει αυτί στον τοίχο για να κρυφακούσει. Το γέλιο της κόμισσας έχει γίνει βήχας ξερός που της τραντάζει το στήθος, φτάνει ως εκείνη ανάκατος με τα αισχρόλογα και τα βογκητά που συνοδεύουν τον οργασμό και την εκσπερμάτιση· Και τώρα τι κάνουμε; σκέφτεται, να παρέμβει ή να περιμένει να την καλέσει η κυρία;
Περιμένει. Όμως το κουδούνι δεν χτυπά, το αγκομαχητό καταλαγιάζει, ο βήχας εξασθενεί. Αφουγκράζεται για λίγο ακόμα για να σιγουρευτεί κι έπειτα γυρίζει στο κρεβάτι της και κουκουλώνεται με το πάπλωμα. Ύπνος ωστόσο δεν την παίρνει, φαίνεται πως η κόμισσα έχει πατήσει το replay κι απ’ το διπλανό υπνοδωμάτιο ακούγεται ξανά η θορυβώδης παρτιτούρα της μαγνητοσκοπημένης συνουσίας. Η νυχτερινή νοσοκόμα προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει το νόημα των όσων άκουσε, μα είναι νέα κι άπειρη και δεν τα καταφέρνει. Δεν έχει αρκετό καιρό στο πόστο της, ούτε και γνωρίζει τις φήμες που κυκλοφορούν γύρω από την κόμισσα ώστε να καταλάβει. Κι έτσι, αντί απαντήσεων, της μένει η απορία.
Δεν ήταν λοιπόν ανάμνηση νοσταλγική αλλά μνησικακία; Μα για ποιο λόγο η κόμισσα να μισεί τόσο βαθιά τον από χρόνια πεθαμένο σύζυγό της ώστε να υποβάλλει το φάντασμά του σ’ έναν τέτοιο μεταθανάτιο εξευτελισμό; Τι το κακό τής έκανε; Δεν θα ‘πρεπε να αισθάνεται μια στάλα ευγνωμοσύνης για το`ν άντρα αυτόν που την πήρε από τα χαμηλά και την έσωσε απ’ τον βούρκο; Που της χάρισε το εραλδικό του όνομα, τίτλο, τιμές και πλούτη; Που την ανέβασε στα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα κι εξασφάλισε το αβέβαιο μέλλον της; Που φρόντισε να σβήσει ένα προς ένα όλα τα ίχνη απ’ το αμαρτωλό της παρελθόν; Προς τι η τόση αχαριστία;
Είπαμε, είναι αμάθητη ακόμα η νεαρή νοσηλεύτρια απ’ τις αμφιθυμίες του έρωτα. Αλλά όταν περάσουν λίγα χρόνια στην υπηρεσία της κόμισσας και πάρει κι εκείνη τα σκληρά μαθήματα που η ζωή επιφυλάσσει στον καθένα, τότε ίσως να συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει πιο περιοριστικό συναίσθημα απ’ την ευγνωμοσύνη. Η ευγνωμοσύνη σε φυλακίζει σε χρυσό κλουβί, κάνει τον ευεργετούμενο σκλάβο του ευεργέτη. Εν τω μεταξύ, σ’ αυτό το διάστημα, σίγουρα θα φτάσουν ως τ’ αυτιά της κι οι φήμες απ’ τα κουτσομπολιά που οι υπηρέτριες ακούραστα θα παπαγαλίζουν γύρω από το πρόσωπο της εργοδότριάς τους, διαδόσεις που έρχονται από πολύ μακριά, απ’ το απώτερο παρελθόν, δεκαετίες πριν· η φωτιά μπορεί να έσβησε αλλά καπνίζει ακόμα.
Και τότε, στην θέση των ερωτηματικών που απαντήθηκαν, θα γεννηθούν καινούργιες απορίες. Μα πώς είναι δυνατόν η κόμισσα να παραμένει πεισματικά κι αμετανόητα προσκολλημένη στην ανάμνηση του διαφθορέα και εκμεταλλευτή της, κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από κείνο το μυστηριώδες και ανεξιχνίαστο τροχαίο ατύχημα που τον έστειλε πρόωρα στον τάφο; Πώς γίνεται μια γυναίκα του καλού κόσμου, συνηθισμένη εδώ και μισό αιώνα να κοιμάται σε κρεβάτια Louis XIV και σουίτες πεντάστερων ξενοδοχείων, να επιστρέφει νοερά κάθε βράδυ σε μια άθλια τρώγλη με τσαλακωμένα, ρυπαρά σεντόνια όπου ένας πρόστυχος, διεστραμμένος άντρας την μεταχειρίζεται σαν σκεύος ηδονής; Της είναι λοιπόν τόσο αγαπητά τα όσα της θυμίζει ετούτη η παλιά βιντεοταινία, η μοναδική που ο κόμης δεν κατάφερε ν’ ανακαλύψει και να καταστρέψει;
Παρά την εμπειρία που έχει στο μεταξύ αποκομίσει απ’ τα βιώματά της, η νυχτερινή νοσοκόμα που δεν είναι πια και τόσο νέα, και πάλι δεν βρίσκει τις απαντήσεις κι έτσι, όπως όλοι όσοι βρίσκονται σ’ αμηχανία, καταφεύγει κι αυτή σε μια κοινοτοπία. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, αναλογίζεται και γυρίζει πλευρό στο κρεβάτι για να βυθιστεί στον ύπνο. Ρόγχοι κι αγκομαχητά από το διπλανό δωμάτιο δεν την ενοχλούνε πλέον, τα έχει συνηθίσει.
Αυτά όμως θα συμβούν αργότερα, πολύ αργότερα, μετά από μήνες στην υπηρεσία της κόμισσας, όχι εκείνο το πρώτο βράδυ. Προς το παρόν, την σιγαλιά της νύχτας ταράζουν μόνο οι δύο φωνές που συνηχούν, η μία λάγνα και νεανική, η άλλη γεροντική και βραχνιασμένη.
Πάρε με! φωνάζει η κόρη στον εραστή.
Πάρε με! φωνάζει κι η γριά στον Θάνατο.
Ο εραστής αργεί να τελειώσει, ο Θάνατος αργεί να έρθει.
Υπάρχει χρόνος.
Σχoλιάστε