Αγορεύσεις – Υπαγορεύσεις – Απαγορεύσεις
Ι. Ερινύες
Μητροκτονία! Το ειδεχθέστερο των εγκλημάτων! Εξ ου και η σπανιότης του. Ποίος δεν θα ορρωδούσε να υψώσει χείρα φονική στρεφομένη εναντίον εκείνης που µε ωδίνες τον έφερε εις τον κόσμον και τον εθήλαξε με το γάλα της; Ποίος θα ήτο τόσο αχρείος ώστε να αφαιρέσει την ζωήν εκείνης που του εχάρισε το ύψιστον δώρον της ζωής; Μόνον οι πλέον πορωμένοι κακούργοι, οι μη έχοντες ίχνος συνειδήσεως. Ακόμη κι αυτοί όμως λυγίζουν μετά την τέλεση της αποτρόπαιης πράξεώς των. Οι τύψεις τούς καταδιώκουν, εφιάλτες ταράζουν τον ανήσυχο ύπνο των. Μη βρίσκοντας πουθενά εξιλέωση, σταδιακώς οδηγούνται στην παράνοια και την αλλοφροσύνη. Ώσπου, μην αντέχοντας άλλο το ψυχικό μαρτύριο, τιμωρούν οι ίδιοι τον εαυτό τους δίνοντας τέλος στην άθλια ύπαρξή των· αργά ή γρήγορα οι δεσμοφύλακες τούς ανευρίσκουν απαγχονισμένους εντός του κελίου.
Όχι όμως ο κατηγορούμενος. Δείχνει τόσο ψύχραιμος, τόσο απαθής. Καμία ένδειξη μεταμέλειας, καμία έκφραση συγγνώμης. Δεν ζητά επιείκεια, δεν επικαλείται ελαφρυντικά, δεν προσπαθεί καν να υπερασπιστεί τον εαυτό του, να προβάλει μία δικαιολογία για τον φόνο. Σαν να μην τον ενδιαφέρει το αποτέλεσμα της δίκης. Λες κι η υπόθεση αφορά κάποιον άλλον. Να είναι τρελός άραγε;
Όχι, όχι! Καλύτερα σβήσ’ το! Ας μην αναφέρουμε καθόλου τα περί τρέλας. Θα ήταν σαν να δίναμε από μόνοι μας επιχείρημα στην υπεράσπιση. Να επικαλεστεί το ακαταλόγιστο του δράστη ώστε να επιτύχει την απαλλαγή του, ή έστω, την ελάφρυνση της ποινής. Ο κατηγορούμενος, πέραν πάσης αμφιβολίας, έχει σώας τας φρένας. Αυτό θα ισχυριστούμε ενώπιον των ενόρκων. Εις κατάστασιν νηφαλιότητος ευρίσκετο όταν επροσχεδίασε το έγκλημα, εν ψυχρώ το ετέλεσε έχοντας πλήρη επίγνωση των συνεπειών. Διό και αιτούμεθα από το σεβαστό δικαστήριο να επιβάλει την εσχάτη των ποινών. Η μητροκτονία, ούσα το πλέον ειδεχθές των εγκλημάτων, ως ελέχθη ήδη, δεν συνιστά μόνον πλήγμα κατά της ζωής, αλλά ταυτοχρόνως προσβολή της ιδίας της μητρότητος ως υπερτάτου φυσικού νόμου και θεμελίας λίθου της οικογενείας. Η Πολιτεία και ο Νόμος έχουν συνεπώς χρέος να τιμωρήσουν παραδειγματικά τον παραβάτη ώστε να αποκατασταθεί η διασαλευθείσα τάξις και να επανέλθει η ισορροπία. Η τιμωρία του μητροκτόνου, αυτή η ύψιστη πράξη δικαιοσύνης, επαφίεται στην κρίση σας, αξιότιμοι ένορκοι. Είμαι βέβαιος ότι θα πράξετε το καθήκον σας.
ΙΙ. Ευμενίδες
Κανείς συνάδελφος δεν δεχόταν να τον υπερασπιστεί. Αναγκάστηκε το δικαστήριο να διορίσει συνήγορο αυτεπαγγέλτως και ο κλήρος έλαχε σ’ εμένα. Απρόθυμα ανέλαβα την υπόθεση· ποιος θα ενθουσιαζόταν με την ιδέα να εκπροσωπήσει έναν δολοφόνο που έσφαξε τη μάνα του με τσεκούρι; Στο δικαιικό μας σύστημα όμως ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας και ο κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα στην υπεράσπιση. Θέλοντας και μη λοιπόν, στρώθηκα να μελετώ τον φάκελο της υπόθεσης ώστε να προετοιμαστώ για την δίκη όσο καλύτερα γινόταν. Εκατοντάδες σελίδες το κατηγορητήριο, οι αποδείξεις και τα τεκμήρια, το ανακριτικό υλικό και οι αναφορές της αστυνομίας. Αλλά καθώς διάβαζα, η εικόνα που είχα σχηματίσει για τον δράστη άρχισε να μεταβάλλεται. Δεν έβλεπα πια το αιμοβόρο τέρας που παρουσίαζε ο Τύπος, μα έναν άνθρωπο με ανεπτυγμένη ηθική υπόσταση που βασανιζόταν από έντονα συνειδησιακά διλήμματα. Ναι, είχε σκοτώσει την ίδια του τη μάνα, αυτό δεν το αρνιόταν, από την πρώτη στιγμή είχε ομολογήσει. Γιατί το έκανε όμως; Στις ερωτήσεις των αστυνομικών και του ανακριτή δεν έδωσε απαντήσεις, η σιωπή του εξελήφθη ως άρνηση να συνεργαστεί και προσμετρήθηκε εις βάρος του. Ωστόσο, θα έπρεπε ενώπιον του ακροατηρίου να ακουστεί και η δική του ιστορία. Πώς οδηγήθηκε στο έγκλημα, ποια ήταν η αιτία. Όσα δεν βγήκαν απ’ το στόμα του, βρίσκονται εδώ, σ’ ετούτα τα ντοκουμέντα.
Αξιότιμοι ένορκοι! Ο πελάτης μου δεν είναι ο πορωμένος εγκληματίας που περιέγραψε ο δημόσιος κατήγορος. Στην πραγματικότητα είναι το θύμα της υπόθεσης. Ένα από τα θύματα, για την ακρίβεια. Μετά από έναν πατέρα του οποίου η δολοφονία παραμένει ανεξιχνίαστη, πλην όμως κατά τα φαινόμενα, σχεδιάστηκε και τελέστηκε από την ίδια του τη σύζυγο συνεργία του εραστή της προκειμένου να καρπωθούν από κοινού τα χρήματα της ασφάλειας. Μετά από μία αδελφή η οποία μη αντέχοντας το πένθος για την απώλεια του πατέρα, παραφρόνησε, νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική όπου και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Κι απέμεινε εκείνος ορφανός, έφηβος ακόμα, στην πιο τρυφερή και ευαίσθητη ηλικία, υποχρεωμένος να συνοικεί με την συζυγοκτόνο, υπό την κηδεμονία του πατριού του ο οποίος αντικατέστησε τον δολοφονηθέντα στη νυφική κλίνη προ της παρόδου τριμηνίας. Η πράξη του, αξιότιμοι ένορκοι, δεν υπαγορεύθηκε ούτε από μίσος, ούτε από ψυχική διαστροφή αλλά από βαθύτατο αίσθημα δικαιοσύνης μπροστά σε ένα κακούργημα που διαφορετικά θα έμενε ατιμώρητο. Πήρε τον νόμο στα χέρια του, ναι, κι αυτό ο Νόμος το απαγορεύει, όμως προσπαθήστε να μπείτε στη θέση ενός ανθρώπου που βλέπει το άδικο να ευδοκιμεί και ν’ ανταμείβεται μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Και τότε είμαι βέβαιος πως θα τον κρίνετε με επιείκεια και θα του δώσετε μια δεύτερη ευκαιρία να ξαναχτίσει τη ζωή του.
ΙΙΙ. Η Ετυμηγορία
«Κυρίες και κύριοι ένορκοι, έχετε καταλήξει σε ετυμηγορία;»
«Μάλιστα, κύριε Πρόεδρε».
«Βρίσκετε τον κατηγορούμενο αθώο ή ένοχο;»
[…]
Σχoλιάστε