Μια όχι και τόσο ασυνήθιστη ιστορία: Ένα νιόπαντρο ζευγάρι περιμένει τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού· αναρωτιούνται αν θα είναι αγόρι ή κορίτσι και σε ποιον θα μοιάζει. Στον τοκετό όμως παρουσιάζονται επιπλοκές και ο μαιευτήρας αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο της εμβρυουλκίας που εγκυμονεί κινδύνους για το βρέφος. Δύο χρόνια αργότερα, οι όχι πια ευτυχισμένοι γονείς συνειδητοποιούν ότι το τέκνο τους αδυνατεί να σταθεί όρθιο και να βαδίσει. Οι γνώμες των ιατρών διίστανται, κάποιοι αποδίδουν την αναπηρία σε τραυματισμό της σπονδυλικής στήλης κατά τη διάρκεια της γέννας κι άλλοι σε μια σπάνια μορφή μυοπάθειας. Η ακαδημαϊκή αυθεντία ενός καθηγητή πανεπιστημίου γέρνει την πλάστιγγα προς τη δεύτερη εκδοχή καταδικάζοντας το αγοράκι σε πρόωρο θάνατο πριν κλείσει τα δέκα του χρόνια. Απελπισμένοι οι γονείς αναζητούν μια θεραπεία, προσεύχονται για ένα θαύμα. Ακολουθεί ένας μαραθώνιος επισκέψεων εναλλάξ σε νοσοκομεία κι εκκλησίες· εξετάσεις, παρακλήσεις, βιοψίες, λειτουργίες, ηλεκτρομυογραφήματα, ολονυχτίες. Ποιανού είναι άραγε το λάθος; του Θεού; της φύσης; ή της επιστήμης; Και ποιος από τους τρεις θα μπορούσε να το επανορθώσει;

Το ατυχές συμβάν επηρεάζει τις ζωές των μελών της οικογενείας, αν και με διαφορετικό τρόπο τον καθένα. Το πλήγμα αποδεικνύεται ισχυρότερο για τον πατέρα, άνθρωπο θρήσκο και ευσεβή που από μικρός έχει μυηθεί απ’ τη μητέρα του στην ορθόδοξη παράδοση. Παπαδοπαίδι αρχικά, στο κατηχητικό και στις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις αργότερα σαν έφηβος, ενοριακός επίτροπος στην ενήλικη ζωή του, εκκλησιάζεται συχνά, νηστεύει, κοινωνεί, εξομολογείται. Τώρα όμως η πίστη του κλονίζεται, Nellora del dolore perchè, perchè Signore, perchè me ne rimuneri così?1 Γιατί ο Κύριος του στέλνει μια τέτοια δοκιμασία; Όσο εγωιστική κι αν είναι η απορία δεν παύει να επανέρχεται κι έτσι για δεύτερη φορά τον φέρνει αντιμέτωπο με το ερώτημα της Θεοδικίας· η πρώτη ήταν στην Κατοχή όταν η δίδυμη αδερφή του πέθανε στον μεγάλο λιμό. Σ’ έναν κόσμο πλασμένο απ’ τον Πανάγαθο Θεό, πόθεν εκπορεύεται το Κακό επί της γης; Τότε η απάντηση του φαινόταν σαφής, οι φταίχτες είχαν πρόσωπο και ανθρώπινα χαρακτηριστικά, σήμερα όμως; Η εκ γενετής αναπηρία, ακόμα κι αν αποδοθεί σε κακοτυχία, προσομοιάζει με τιμωρία που προηγείται της αμαρτίας ή του εγκλήματος και δεν τα προϋποθέτει· ποιος Δίκαιος κι Ελεήμων Θεός θα δεχόταν κάτι τέτοιο; Η εμπιστοσύνη στην Θεία Πρόνοια καταρρέει, μπροστά στην οδύνη των αθώων η θεϊκή ουδετερότητα εκλαμβάνεται ως αδιαφορία.

Η διαδρομή έχει πολλά στάδια και ενδιάμεσους σταθμούς, πισωγυρίσματα και επανεκκινήσεις. Γυρεύοντας να διασώσει οτιδήποτε κι αν σώζεται από τις αλλοτινές του βεβαιότητες, ο ολιγόπιστος θα βρει ένα διανοητικό αποκούμπι στην όψιμη ανακάλυψη και αποδοχή ενός απρόσωπου ντεϊσμού: Ένας δίχως όνομα επικούρειος Θεός δημιούργησε το σύμπαν, έχει όμως αποσυρθεί και δεν παρεμβαίνει στα εγκόσμια, το δικό του βασίλειο είναι η χώρα των νεκρών, εκεί όπου σύντομα θα βρίσκεται κι ο γιος του. Θα εξακολουθήσει πάντως να πιστεύει στην ύπαρξή του προσδοκώντας ίσως αμυδρά μια μεταθανάτια ανταμοιβή, όπως περιμένει κανείς αποζημίωση από μια ασφαλιστική εταιρεία για κάποιο ατύχημα, θ’ απομακρυνθεί όμως αποφασιστικά από τους εκκλησιαστικούς θεσμούς και τον κλήρο, ο προκατασκευασμένος λόγος τους δεν του προσφέρει πια καμία παραμυθία.

Η μάνα απ’ την πλευρά της, παρόλο που μέχρι τότε δεν είχε δείξει δείγματα μεταφυσικών ανησυχιών, μετά το αρχικό σοκ, καταλήγει να πιστεύει ότι το να μεγαλώνει ένα ανάπηρο παιδί αποτελεί την εξιλέωσή της για τα κρίματα μιας προηγούμενης ζωής, είναι δηλαδή ταυτόχρονα η τιμωρία αλλά και η λύτρωσή της. Πιθανόν να πρόκειται για αντίδραση ενός ενοχικού χαρακτήρα, ίσως όμως να είναι απλώς μία εκλογίκευση του μητρικού ενστίκτου που μεταμφιέζεται και παίρνει την μορφή της αίσθησης του καθήκοντος. Όποια κι αν είναι τα βαθύτερα αίτια της στάσης της, η προσήλωσή της θα αποδειχθεί ευεργετική για το αγόρι και όταν αργότερα τα δεδομένα αλλάξουν και το προσδόκιμο ζωής του αυξηθεί κατά πολύ, εκείνη θα σταθεί στο πλάι του φροντίζοντάς το ως τα βαθιά της γεράματα.

Μόνο η πίστη της γιαγιάς παραμένει αλώβητη απ’ την δοκιμασία. Για κείνην τα πάντα είναι θέμα διαπραγμάτευσης: αν ζητήσεις, θα σου δοθεί, κι αν δεν σου δόθηκε, σημαίνει ότι δεν το πίστεψες με θέρμη. Αν οι προσευχές τους δεν εισακούγονται, υπεύθυνοι είναι οι ίδιοι· έτσι, ένα αίσθημα ενοχής γεννιέται και εξαπλώνεται μέσα τους και μολονότι έπεται της Θείας τιμωρίας, εντέλει καταλήγει να την δικαιολογεί και να της δίνει ένα κάποιο νόημα. Η ίδια πάντως θα συνεχίσει απτόητη τις προσευχές, τις γονυκλισίες, τα τάματα στους Αγίους, την προσκύνηση θαυματουργών λειψάνων. Όταν μετά την πάροδο μιας τετραετίας η αρχική ιατρική γνωμάτευση αποδειχθεί λανθασμένη και η νεότερη, σαφώς πιο ευνοϊκή διάγνωση επιβεβαιώσει την ύπαρξη μιας ανίατης μεν αλλά όχι και θανατηφόρας περιφερειακής νευροπάθειας, η γιαγιά αισθάνεται δικαιωμένη: όχι, δεν ήταν η διάγνωση λανθασμένη, αλλά ο Κύριος που άλλαξε τις Βουλές Του για το αγόρι· αυτό δεν είναι θαύμα;

Όσο για τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο, εκείνος αναδεικνύεται στον πιο ένθεο απ’ όλους κι ας μην εννοεί με τίποτα να το παραδεχτεί. Από τα εφηβικά του κιόλας χρόνια, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί διατρανώνει την αθεΐα του, ενδόμυχα όμως γνωρίζει ότι ψεύδεται. Στην πραγματικότητα είναι πεπεισμένος για την ύπαρξη του Θεού, αμφισβητεί όμως όλες τις ιδιότητες που οι πιστοί τού αποδίδουν, την Σοφία, την Δικαιοσύνη, την Φιλευσπλαχνία. Σαν άλλος Ιάγος, του Βέρντι όμως και όχι του Σαίξπηρ… Credo in un Dio crudel che mha creato simile a sè e che nellira io nomo2έτσι κι εκείνος πιστεύει σ’ έναν Θεό σκληρό που απολαμβάνει το θέαμα της ανθρώπινης οδύνης, γι’ αυτό και την προκαλεί στέλνοντας καταπάνω στους θνητούς λοιμούς, σεισμούς και καταποντισμούς. Στο εξής θα του απευθύνεται με οργή σε μια παράξενη συνομιλία όπου στις αιτιάσεις της μιας πλευράς θα απαντά η Σιωπή της άλλης…

Μεσήλικας πλέον, ο καθηλωμένος στο αναπηρικό αμαξίδιο άντρας, συνειδητοποιεί ότι χρειάζεται έναν τέτοιο Θεό για αντίπαλο· διαφορετικά, πού θα έστρεφε το μίσος και τον θυμό του; Στήνει λοιπόν ένα σκιάχτρο και το πετροβολάει, είναι πιο αβλαβές κι ακίνδυνο από το να πολεμάς με τον συνάνθρωπο ή με τον εαυτό σου. Τώρα πια δεν αυτοαποκαλείται άθεος αλλά αντίθεος. Γνωρίζει βέβαια ότι ο αγώνας της Θεομαχίας είναι άνισος και η έκβασή του προδιαγεγραμμένη: Στο τέλος θα συντριβεί κι ο εχθρός θα θριαμβεύσει. Γιατί ο Θεός υπάρχει και είναι πανίσχυρος· ακόμα κι αν δεν υφίσταται ως Ον, υπάρχει σίγουρα ως κατηγόρημα του Λόγου, ως Λέξη και Ιδέα, μια Ιδέα μάλιστα τόσο επιδραστική στην ιστορία της ανθρωπότητας ώστε καμία επιστήμη δεν κατόρθωσε να την εξαλείψει.

Εντωμεταξύ τα χρόνια περνούν, η γιαγιά θα βρίσκεται τώρα στον Παράδεισο κι ο πατέρας του στα Ηλύσια Πεδία ή ίσως να έχουν περάσει στο Μηδέν και την ανυπαρξία, κι όσο για κείνον και τη μητέρα του, πλησιάζουν με την σειρά τους τη στιγμή που όλα τα ερωτήματα βρίσκουν τις απαντήσεις τους σε μία γνώση ωστόσο άχρηστη αφού δεν μπορεί να μεταδοθεί σε κανέναν. Γιατί εκεί, στο υπερπέραν, όπου κάποτε κατοικούσε ο Θεός, έχει μετακομίσει ο θάνατος κι εκπέμπει τη σιγή του. Όσο κι αν νοσταλγούμε εκείνο το Άλλοτε, όταν ο Θεός ήταν το επίκεντρο του σύμπαντος κι η ερμηνεία των πάντων, το κέντρο έχει πια καταλυθεί, οι φυγόκεντρες δυνάμεις επικρατούν και οι άνθρωποι αβέβαιοι πορεύονται προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Έστω κι έτσι, με ή χωρίς πίστη, η ζωή συνεχίζεται με τις αμφιβολίες της και τα μυστήριά της σαν πλοίο που έχασε την πυξίδα του και παρασύρεται απ’ το ρεύμα. Ίσως και να μην μας είναι η πίστη απαραίτητη, τι την χρειάζονται στ’ αλήθεια οι θνητοί αν δεν τους διευκολύνει να πεθαίνουν;

 

 Σημειώσεις:

 

  1. «Την ώρα του πόνου γιατί Κύριε με ανταμείβεις έτσι;» Άρια από την όπερα Τόσκα του Πουτσίνι.
  2. «Πιστεύω σε έναν θεό σκληρό που με έπλασε κατ’ εικόνα και ομοίωση και μέσα στην οργή καλώ το όνομά του». Άρια του Ιάγου από την όπερα Οθέλλος του Βέρντι.