Η μοναδική μεταφυσική δύναμη που πίστευε -και προσκυνούσε- ο Χ. ήταν η Τύχη. Μετά από χρόνια παρατήρησης, εκκεντρικών μελετών και θεωρητικής ενασχόλησης με το αντικείμενο της λατρείας του, ο ειδωλολάτρης είχε καταλήξει στην διατύπωση μιας προσωπικής θεολογίας, της οποίας ο ίδιος ήταν ο μοναδικός μύστης, αρχιερέας και πιστός. Σύμφωνα με το αυστηρό δόγμα της Τυχαιοκρατίας, στην παντοδύναμη θεότητα αποδίδονταν τρεις χαρακτηριστικές ιδιότητες: η παντοδυναμία, η κυκλοθυμία, η ευρηματικότητα.

Η παντοδυναμία της Τύχης σημαίνει όχι μόνο ότι δεν υπακούει στους νόμους της αναγκαιότητας αλλά επίσης ότι περιφρονεί και κάθε τελεολογία. Από αντίθεση προς την βουλησιαρχία, οι πράξεις της, που δεν διέπονται από καμία αιτιοκρατία, δεν αποσκοπούν επίσης ούτε και σε κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, τελούνται αποκλειστικά προς επιβεβαίωση της ίδιας της παντοκρατορίας και της τέρψης που απορρέει από την άσκηση της ισχύος. Ακόμα και η ζωή στον πλανήτη μας έτσι τυχαία προέκυψε, από την συμπτωματική και δίχως πρόθεση ανάμειξη χημικών συστατικών. Ωστόσο την κατάληξη των πειραμάτων της ούτε κι εκείνη δεν την γνωρίζει εκ των προτέρων, διαφορετικά το στοιχείο της έκπληξης θα χανόταν και πώς θ’ απολάμβανε έπειτα ένα σικέ παιχνίδι;

Στα μάτια των θνητών που μονίμως παρερμηνεύουν την φαινομενικότητα, αυτή η απουσία σκοπού εμφανιζόταν με την μορφή της κυκλοθυμίας. Η εύνοιά της προς τους προστατευόμενούς της ήταν ασταθής και ευμετάβλητη όπως οι διαθέσεις της. Δεν διαπνεόταν δε από καμία αξιοκρατία ή ηθικότητα, δεν εκδηλωνόταν ως επιβράβευση και δεν αποσυρόταν ως τιμωρία, το ίδιο αδιάκριτα έπιπτε επί δικαίων και αδίκων. Ακόμα χειρότερα, τις περισσότερες φορές, αν και όχι πάντα, αποδεικνυόταν εκ των υστέρων απατηλή σαν τους χρησμούς της Πυθίας ή τις προφητείες των μαγισσών στον Μάκβεθ: εάν ανέβαζε τον εξαπατημένο στην κορυφή, ήταν μόνο και μόνο για να τον δει κατόπιν να γκρεμίζεται από ψηλά. Προσοχή όμως! Δεν υπήρχε ίχνος προμελέτης, δολοπλοκίας ή κακεντρέχειας στα καπρίτσια της, παρά μονάχα η αγνή, παιδιάστικη σχεδόν απόλαυση του θεάματος της πτώσης.

Η ευρηματικότητα ερχόταν τρίτη για να εξυπηρετεί τις δύο πρωτεύουσες λειτουργίες. Αν και στερείται βουλήσεως και ήθους, η Τύχη διαθέτει αστείρευτη φαντασία, εφάμιλλη μ’ εκείνην ενός δεξιοτέχνη μουσουργού στον συνδυασμό των ήχων. Το αγαπημένο παιχνίδι της είναι οι συμπτώσεις, την κάνουν να διασκεδάζει όσο τίποτε άλλο. Οι συμπτώσεις που αρέσκεται να σκαρώνει φανερώνουν την ύπαρξη ενός πηγαίου χιούμορ· ίσως είναι αυτό που οι αρχαίοι συγγραφείς ονόμασαν ειρωνεία της Τύχης. Με όρους πιο σύγχρονους, του 21ου αιώνα, θα μιλούσαμε για μαύρο χιούμορ αφού το γέλιο της δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε τραγωδία ή φάρσα.

Στην πραγματικότητα, οι αρχαίοι πολιτισμοί γνώριζαν -και αναγνώριζαν- πολύ περισσότερα για την Τύχη από τους μοντέρνους, της είχαν φυλάξει μάλιστα μία θέση στο πολυθεϊστικό τους Πάνθεον. Και πάλι όμως, όχι την αρμόζουσα και δεσπόζουσα, την πρωτοκαθεδρία που δικαιωματικά της ανήκε. Οι θεότητες που την ενσάρκωναν, ανδρικές και γυναικείες,  η Λάξμι, ο Γκανέσα, ο Καΐσεν, η Fortuna, η αρχαιοελληνική Τύχη, ο Ερμής, ήταν όλες υποδεέστερες, επικουρικές και υπό την εποπτεία ισχυρότερων θεών. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο την προσωποποιούσαν και την απεικόνιζαν, ήταν μάλλον απόρροια κάποιων παρανοήσεων και δεν απέδιδε την πραγματική της ουσία. Ο Χ. είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως η συμβολική μορφή που θα απέδιδε πληρέστερα τις ιδιότητές της δεν θα ήταν ανδρόγυνη αλλά εκείνη ενός παιδιού που παίζει. Στη δική του φαντασία η Τύχη δεν φορά στέμμα, ούτε κρατά το κέρας της Αμάλθειας, πηδάλιο ή τον συνώνυμο τροχό της, αλλά ρουλέτα ή ζάρια. Ίσως γι’ αυτό η μοναδική ορθόδοξη σέχτα πιστών που την ακολουθεί από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας να είναι όσοι παθιάζονται με τα τυχερά παιχνίδια, οι τζογαδόροι, ταβλαδόροι και χαρτοπαίχτες που αποτίουν τις προσφορές τους στους τελευταίους της ναούς, καζίνο, χαρτοπαιχτικές λέσχες, μπαρμπουτιέρες.  Κι αν πάσχει από κάποια αναπηρία η Τύχη, αυτή δεν είναι η τυφλότητα, όπως η Θέμις, αλλά η κωφότητα· η Τύχη είναι βαρήκοη στις ικεσίες όσων προσπέφτουν στα πόδια της εκλιπαρώντας για έλεος ή για την εύνοιά της. Η κώφωση είναι η εγγύηση της αυτοτέλειάς της, η διασφάλιση ότι κανείς και τίποτα δεν μπορεί να την επηρεάσει.

Αυτή ήταν και η πιο διαδεδομένη και συχνή πλάνη: μέσα στην απέραντη αφέλεια -και αλαζονεία- τους, οι άνθρωποι έτρεφαν την αυταπάτη ότι θα μπορούσαν να εκμαιεύσουν την εύνοιά της προς ίδιον όφελος με παρακάλια και απειλές, τάματα και υποσχέσεις, γούρια και φυλαχτά, αναθήματα και αναθέματα. Είχαν λοιπόν την εντύπωση οι ανόητοι πως ήταν εξαγοράσιμη; Ή μήπως θαρρούσαν πως τους χρωστούσε κάτι για να ‘χουν απαιτήσεις; Η Τύχη σε κανέναν δεν χρωστά, μονάχα δανείζει. Όμως αρνούνταν να το δεχθούν, κι όταν εκείνη πείσμωνε και δεν ενέδιδε, η ικεσία μετατρεπόταν σε οργή. Πουτάνα Τύχη! αναφωνούσε τότε ο άτυχος, η Τύχη όμως πόρνη δεν είναι, ούτε πουλιέται ούτ’ αγοράζεται, όσα και να της τάξει ο θνητός, το κέφι της θα κάνει.

Ο Χ. επαίρεται ότι το σύστημά του διορθώνει και εκσυγχρονίζει όλες ετούτες τις παρανοήσεις, δεν παύει ωστόσο να αναγνωρίζει τις οφειλές του στην αρχαία σκέψη, η οποία, παρ’ όλους τους περιορισμούς της, κατόρθωνε να εντάξει την Τύχη στην κοσμική λειτουργία. Γιατί, με το πέρασμα των αιώνων, αντί η αντίληψη των ανθρώπων να διευρυνθεί, συρρικνώθηκε και έγινε πιο μονοδιάστατη. Ακόμα και αυτός ο δευτερεύων ρόλος  που της είχε ως τότε ανατεθεί, τής αφαιρέθηκε από τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, η ύπαρξή της ήταν ασυμβίβαστη με την ιδέα της θείας Πρόνοιας.

Ούτε και η φιλοσοφία όμως τής φέρθηκε πιο φιλικά και με τον απαιτούμενο σεβασμό. Για τον ανθρώπινο νου που με ορθολογική σκέψη αναζητά την αλήθεια, το πρόβλημα της Τυχαιότητας αποδεικνύεται το πιο δυσεπίλυτο, εκείνο που αρνείται πεισματικά να υποταχθεί στις ατσάλινες αλυσίδες του ντετερμινισμού. Αδυνατώντας να υπερβεί τον σκόπελο, η φιλοσοφία προτιμά να τον παρακάμψει ή να προσποιηθεί ότι τον αγνοεί. Ο άνθρωπος είναι μαθημένος να σκέφτεται αιτιοκρατικά και μια οποιαδήποτε εξήγηση, έστω και λανθασμένη, είναι χίλιες φορές προτιμότερη για την διαφύλαξη των ψευδαισθήσεών του από την παραδοχή του τυχαίου που διέπει την τάξη του κόσμου, αρκεί η ερμηνεία αυτή να ξεκινά μ’ ένα ψευδεπίγραφο «Διότι» στην αρχή της πρότασης. Δίχως το «Διότι» ετούτο η ζωή εμφανίζεται χαώδης, απρόβλεπτη, συμπτωματική, όπως πραγματικά είναι. Δεν το θέλουμε, δεν τ’ αντέχουμε, δεν το μπορούμε· ας καταφύγουμε λοιπόν σε παραμύθια και παραμυθίες.

Ο Χ. είχε βάλει σκοπό της ζωής του να αποκαταστήσει αυτές τις θεολογικές και φιλοσοφικές αδικίες. Οι καιροί ήταν σύμμαχοι, γιατί όπως ορθά παρατηρούσε ο Πολύβιος, σε εποχές που η πίστη στους παραδοσιακούς θεούς κλονίζεται από την εμφάνιση εξαιρετικών γεγονότων, τότε η Τύχη προβάλλει ως η μοναδική εναπομείνασα πειστική εξήγηση. Πράγματι, αρκετοί άνθρωποι είχαν αρχίσει ν’ αποτολμούν τις ίδιες ή παρόμοιες σκέψεις. Δεν έβρισκαν όμως το θάρρος να τις εκφράσουν δημοσίως, σ’ ένα θεοκρατικό καθεστώς κάτι τέτοιο εγκυμονούσε θανάσιμους κινδύνους. Ούτε κι ο Χ. ήταν αρκετά θαρραλέος ώστε να μιλήσει ανοιχτά για τις ανακαλύψεις του, η τόλμη του περιοριζόταν στο να αντικρίζει την αλήθεια κατάματα, ήταν όμως απρόθυμος να πληρώσει το προσωπικό τίμημα που απαιτούσε η έκφρασή της. Με μια διαφορετική ιδιοσυγκρασία θα μπορούσε να γίνει προφήτης ή μάρτυρας -ή και τα δύο συγχρόνως- μιας νέας θρησκείας, η έμφυτη δειλία του όμως τον καθήλωνε στην άγονη συνθήκη ενός διδασκάλου δίχως μαθητές.

Έτσι, ασκούσε την λατρεία του ιδιωτικά ή αναζητούσε παρηγοριά σε μέρη όπου σύχναζαν τυχοδιώκτες σαν κι εκείνον, άτομα που αν και δεν διέθεταν αντίστοιχη συνειδητοποίηση, εντούτοις ενστικτωδώς ακολουθούσαν τα ίχνη της θεότητας στο μονοπάτι που οδηγούσε σε καφενεία, χαρτοπαικτικές λέσχες και καζίνο, για να κατασπαταλήσει εκεί κομμάτι-κομμάτι την οικογενειακή περιουσία. Στους κύκλους των τζογαδόρων της πόλης ήταν μάλιστα πασίγνωστος, όχι όμως για τις θεωρίες του αλλά για την παροιμιώδη ατυχία του, εξαιτίας της οποίας τού επιδαψίλευσαν πλήθος χλευαστικών προσωνυμίων όπως «κατσικοπόδαρος», «μαυρόγατος» ή «γκαντεμόσαυρος». Υπέμενε τις λοιδορίες με την ίδια στωικότητα με την οποία αντιμετώπιζε τα απανωτά πλήγματα της Τύχης, ίσως ακόμα και με κάποια υπερηφάνεια, αφού σ’ αυτά έβλεπε την δικαίωση της φιλοσοφίας του. Πιθανόν βαθιά μέσα του να μην είναι ήταν ούτε κι εκείνος εντελώς απαλλαγμένος από την προσδοκία μιας ανταπόδοσης και δεν αποκλείεται να έτρεφε την ελπίδα ότι η Τύχη, ως πολιούχος, κάποια στιγμή θα τον αποζημίωνε αναδρομικά για όλες τις κακοτυχίες του βίου του, για το αεροπορικό δυστύχημα που κόστισε τη ζωή των γονιών του, την χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης ή το τροχαίο όπου βρήκε τραγικό θάνατο η αρραβωνιαστικιά του λίγες ημέρες πριν από τον γάμο τους. Αυτό όμως δεν εννοούσε να το παραδεχτεί ούτε στον εαυτό του, θ’ αποτελούσε ασυγχώρητη αντίφαση με την κοσμοθεωρία του. Συνέχιζε λοιπόν τις σπονδές του προς τέρψη και ικανοποίηση των χωρατατζήδων αλλά και όσων θησαύριζαν εκμεταλλευόμενοι τα ντόρτια του στα ζάρια ή τα αποτυχημένα πονταρίσματα στην πράσινη τσόχα.

Ώσπου η πατρική κληρονομιά εξανεμίστηκε, τα μετρητά σωθήκαν, τ’ ακίνητα πουλήθηκαν κι αυτά έναντι πινακίου φακής, κοσμήματα, έπιπλα, έργα τέχνης μπήκαν ενέχυρο στους σαράφηδες για πενταροδεκάρες, κι εκείνος απέμεινε να περιπλανιέται στους πέντε δρόμους άστεγος, ρακένδυτος κι επαίτης. Και μόνο τότε, όταν πια τα είχε χάσει όλα, βρήκε ο Χ. το θάρρος ν’ αρχίσει να κηρύττει. Αντί για το παρακαλετό και τ’ απλωμένο χέρι του ζητιάνου, ανέβαινε σε κάποιο υπερυψωμένο βάθρο στη μέση της πλατείας για να αποκαλύψει στους περαστικούς την μία και μοναδική αλήθεια. Τον άκουγαν με περιέργεια, έπειτα τον παίρναν στο ψιλό, οι πιο πονετικοί τού άφηναν μερικά κέρματα σαν ελεημοσύνη, μικροποσά που ο αυτόκλητος προφήτης ξόδευε πριν καλά-καλά να δύσει ο ήλιος στα υπαίθρια στέκια των παπατζήδων.

Βγαίνοντας ξημερώματα από μια μπαρμπουτιέρα όπου όλη τη νύχτα κέρδιζε στα ζάρια, μεθυσμένος καθώς ήταν από το γύρισμα του τροχού, παρασύρθηκε από ένα διερχόμενο αυτοκίνητο. Ο ασυνείδητος οδηγός τον εγκατέλειψε αιμόφυρτο στην τύχη του κι εξαφανίστηκε. Λίγο αργότερα κατέληξε από εγκεφαλική αιμορραγία. Την σορό του την βρήκαν το πρωί κάτι σκουπιδιάρηδες· ήταν η τυχερή τους μέρα. Αφού πρώτα μοιράστηκαν τα χαρτονομίσματα που είχαν πέσει απ’ τις τσέπες του νεκρού, κατόπιν ειδοποίησαν το ασθενοφόρο για να τον παραλάβει.

Έργο της Τύχης ήτανε κι αυτό για να τον κάνει να σωπάσει· δεν της αρέσει να μαθαίνονται τα μυστικά της.