Ιανός

5 Ιανουαρίου 2015

Εμείς στο περιοδικό υπερασπιζόμαστε την ελευθερία του λόγου, του τύπου και της σάτιρας. Υποστηρίζουμε το κοσμικό κράτος, την ανεξιθρησκεία και το δικαίωμα στην κριτική. Είμαστε ενάντιοι στον ρατσισμό, τον σεξισμό και σε κάθε μορφή πολιτικής ή θρησκευτικής καταπίεσης. Δεν χαριζόμαστε σε κανέναν. Τα έχουμε βάλει με στρατηγούς, προέδρους δημοκρατίας, πολιτικά κόμματα, την καθολική εκκλησία, τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Και δεν φοβόμαστε τίποτα. Μας έχουν απειλήσει, μας έχουν σύρει στα δικαστήρια, μας έχουν λογοκρίνει, μας έχουν επιτεθεί τρομοκράτες. Εμείς όμως συνεχίζουμε, δεν το βάζουμε κάτω. Επειδή «Είμαστε βλάκες και κακοί». Το χιούμορ είναι το όπλο μας απέναντι στις βόμβες. Διαβάστε μας, θα πεθάνετε στα γέλια.

Μιλάτε για ελευθερία του λόγου και εννοείτε το δικαίωμα του κάθε άπιστου να προσβάλλει τα ιερά και όσια του Ισλάμ μόνο και μόνο για να πουλήσετε μερικά φύλλα παραπάνω. Μιλάτε για δημοκρατία και ανθρωπιστική βοήθεια και εννοείτε το δικαίωμά σας να στέλνετε στρατό σε ξένες χώρες, να ανεβάζετε κυβερνήσεις – μαριονέτες, να βομβαρδίζετε αμάχους, να σκοτώνετε και να λεηλατείτε. Νομίζετε ότι έχετε αυτό το δικαίωμα επειδή εσείς είστε Δυτικοί κι εμείς Ανατολίτες. Έχετε δύο πρόσωπα και δύο γλώσσες, ό,τι διακηρύσσετε πράττετε το αντίθετο. Εμείς όμως δεν είμαστε σαν εσάς, αυτό που λέμε το εννοούμε. Τα λόγια και οι πράξεις μας βρίσκονται σε απόλυτη συνέπεια. Θα υπερασπιστούμε την τιμή του Προφήτη ακόμα και με τις ζωές μας αν χρειαστεί.

7 Ιανουαρίου 2015

Έξω απ’ τα γραφεία του περιοδικού μάς περίμεναν δύο κουκουλοφόροι. Μόλις μας είδαν να βγαίνουμε απ’ τ’ αυτοκίνητο, με πλησίασαν και μου κόλλησαν το περίστροφο στον κρόταφο. «Μη μιλάς! Άνοιξε αμέσως την πόρτα! Αλλιώς θα σκοτώσουμε την κόρη σου!» Πάγωσα, «Μην την πειράξετε! Αφήστε την να φύγει. Θα κάνω ό,τι μου πείτε». Δεν είχα άλλη επιλογή, έπρεπε να σώσω το παιδί μου. Πληκτρολόγησα τον κωδικό ασφαλείας και η πόρτα άνοιξε. Είπαν στη μικρή να απομακρυνθεί, εμένα όμως με πήρανε μαζί τους. Μπαίνοντας στο λόμπι, γάζωσαν το θυρωρείο με ριπές· ο Φρεντερίκ κι ο αστυνομικός που φυλούσε σκοπιά σκοτώθηκαν επί τόπου. Με απείλησαν να τους οδηγήσω εκεί που γινόταν η σύσκεψη. Ανεβήκαμε απ’ τις σκάλες στον δεύτερο όροφο. Μόλις φτάσαμε, άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως. Νόμιζα ότι θα με σκότωναν κι εμένα, όμως όχι, τήρησαν τον λόγο τους και δεν με πείραξαν. Ενόσω κρατούσε το μακελειό, κρύφτηκα πίσω από ένα ντουλάπι, βούλωσα μάτια και αυτιά να μην ακούω, να μην βλέπω. Εκεί με βρήκε η Σεγκολέν…

Στεκόταν από πάνω μου και με σημάδευε με το δάχτυλο στην σκανδάλη. Έκλεισα τα μάτια και περίμενα την σφαίρα αλλά αντί για τον πυροβολισμό ακούστηκε η φωνή του. Μιλούσε αργά, με βαριά ξενική προφορά, τον καταλάβαινα όμως. Τις λέξεις δηλαδή γιατί τα λόγια του δεν έβγαζαν νόημα, ήταν σαν να προσπαθούσε ν’ απολογηθεί που θα μας σκότωνε ή να πείσει τον εαυτό του ότι έπρεπε να το κάνει. Τον θυμάμαι πάντως καθαρά να λέει:

Δεν είμαστε δολοφόνοι. Δεν σκοτώνουμε γυναίκες. Δεν σκοτώνουμε παιδιά. Δεν σκοτώνουμε κανέναν. Εμείς υπερασπιζόμαστε τον Προφήτη. Αν κάποιος προσβάλει τον Προφήτη τότε δεν υπάρχει πρόβλημα, μπορούμε να τον σκοτώσουμε. Αλλά όχι γυναίκες. Δεν είμαστε σαν εσάς. Εσείς είστε αυτοί που σκοτώνουν γυναίκες και παιδιά στη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Όχι εμείς. Έχουμε έναν κώδικα τιμής στο Ισλάμ. Δεν σκοτώνουμε γυναίκες. Γι’ αυτό κι εγώ δεν θα σε σκοτώσω. Πρέπει όμως ν’ ασπαστείς το Ισλάμ, να διαβάσεις το Κοράνι και να φορέσεις μαντήλα. Ορκίσου!

Σου ορκίζομαι, του είπα, κι αμέσως βγήκε απ’ το γραφείο βροντώντας πίσω του την πόρτα και κατευθύνθηκε προς την αίθουσα συσκέψεων όπου τον περίμενε ο συνεργός του. Σύρθηκα στο πάτωμα και κρύφτηκα μπουσουλώντας κάτω από το έδρανο. Ζάρωσα σε μια γωνιά και δεν έβγαζα άχνα. Τότε ακούστηκαν πυροβολισμοί και μετά οι δράστες έφυγαν τρέχοντας και φωνάζοντας Αλλαχού Ακμπάρ! Εκδικηθήκαμε τον Προφήτη Μωάμεθ! Αλλαχού Ακμπάρ! Έμεινα ακίνητη, άφησα να περάσουν μερικά λεπτά ακόμα κι έπειτα σηκώθηκα κι έτρεξα να δω τι είχε συμβεί κι αν ήταν κανένας ζωντανός. Βρήκα την Κοκό και τον Λωράν κρυμμένους πίσω από έναν φοριαμό να τρέμουν απ’ τον φόβο. Παντού αίματα, στο δάπεδο κορμιά το ένα πλάι στ’ άλλο. Μερικοί τραυματισμένοι, βογκούσαν αδύναμα και καλούσαν σε βοήθεια, οι πιο πολλοί όμως ήταν ασάλευτοι, νεκροί. Ανάμεσά τους κείτονταν και η Ελσά, την είχαν πυροβολήσει στο κεφάλι κι ας ήτανε γυναίκα. Δεν φτάνει που ’χε προσβάλει τον προφήτη με τις γελοιογραφίες της, ήτανε και εβραία…

9 Ιανουαρίου 2015

Τους είδα απ’ το παράθυρο να έρχονται οπλισμένοι κι αμέσως κατάλαβα ποιοι ήταν, από προχθές τα πρόσωπά τους έπαιζαν σε όλα τα κανάλια. Είπα στη Λιλιάν να πάει να κρυφτεί στην αποθήκη κι εγώ έμεινα στο γραφείο και περίμενα. Μπήκαν μέσα· ο ένας ήταν τραυματισμένος στον λαιμό, το αίμα είχε λεκιάσει το πουλόβερ του και κολλούσε στο δέρμα. Τους βοήθησα να καθαρίσουν και να επιδέσουν την πληγή, έπειτα τους έφτιαξα καφέ. Δεν έδειχναν εχθρικοί, ούτε είχα την εντύπωση ότι επρόκειτο να με βλάψουν. Ύστερα από λίγο άκουσα αυτοκίνητο να πλησιάζει, θα ’ταν ο Ντιντιέ, είχε πει ότι θα περνούσε να πάρει κάτι εκτυπώσεις. Βγήκα στην αυλή, ο ένας αδερφός με ακολούθησε, όχι ο τραυματίας, ο άλλος. Συστήθηκε σαν αστυνομικός, έκαναν χειραψία και του είπε: «Φύγε. Δεν σκοτώνουμε άμαχους ούτως ή άλλως». Νομίζω ότι κατάλαβε, πήρε τις φωτοτυπίες κι έφυγε άρον-άρον, έπειτα γυρίσαμε πίσω στην εταιρεία και κλείδωσα την πόρτα. Πέρασε καμιά ώρα και τότε μου επέτρεψαν κι εμένα να φύγω, μ’ έβαλαν όμως να ορκιστώ τρεις φορές πως ήμουν μόνος στο κτίριο. Όσο κράτησε η ομηρία, δεν αντιλήφθηκαν την παρουσία της Λιλιάν. Έμεινε κρυμμένη ως το τέλος σ’ ένα χαρτόκουτο κι από κει ειδοποίησε την αστυνομία με το κινητό της. Τους ενημέρωνε συνεχώς για τη θέση και τις κινήσεις των τρομοκρατών. Μετά δεν είδα τι έγινε, είχα πια απομακρυνθεί όταν οι Ειδικές Δυνάμεις περικύκλωσαν την περιοχή.

Προσπαθήσαμε να διαπραγματευτούμε μαζί τους αλλά δεν απαντούσαν, ήθελαν να πεθάνουν σαν μάρτυρες. Όταν οι κομάντος προσγειώθηκαν με το ελικόπτερο στην ταράτσα του κτιρίου, βγήκαν απ’ τα γραφεία φωνάζοντας το όνομα του Αλλάχ και πυροβολώντας εναντίον μας. Ανταποδώσαμε τα πυρά και έπεσαν νεκροί. Έτσι τελείωσε η επιχείρηση. Δεν ξέρω αν θα ήτανε καλύτερα να τους είχαμε συλλάβει. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Ίσως ο θάνατός τους να αποτρέψει παρόμοιες επιθέσεις στο μέλλον, ίσως όμως να βρεθούν επίδοξοι μιμητές και να ’χουμε ξανά τα ίδια. Ποιος ξέρει;

7 Ιανουαρίου 2025

Με λεν ισλαμοφοβικό, εθνικιστή, ακροδεξιό, φασίστα. Δεν πά’ να λένε. Να σας έβλεπα κι εσάς τι θα λέγατε αν κάποιος ισλαμιστής τρομοκράτης είχε δολοφονήσει εν ψυχρώ τον πατέρα σας. Θα μου παριστάνατε τότε τους ανεκτικούς και τους πολιτισμένους; Θα μου κάνατε κήρυγμα για σεβασμό στη διαφορετικότητα και γι’ ανοιχτά σύνορα; Αηδίες! Πόσα αθώα θύματα θα χρειαστούν ακόμα μέχρι να καταλάβουμε τι φίδια κολοβά τρέφουμε στον κόρφο μας; Φτάνει! Αρκετά ως εδώ! Να ξεκουμπιστούν να πάνε από κει που ήρθανε, να μας αδειάσουν τη γωνιά μπας και ξεβρομίσει ο τόπος. Αφού δεν σέβονται τη χώρα που τους φιλοξενεί, γιατί να τους κρατάμε και να τους ταΐζουμε; Για να ξυπνήσουμε ένα πρωί με κομμένο το λαρύγγι;

Μας λέτε τρομοκράτες, τι σημαίνει τρόμος όμως δεν ξέρετε, ζείτε μέσα στην ασφάλεια και την καλοπέραση και κρίνετε τους άλλους αφ’ υψηλού από τα ψέματα που σας αραδιάζουν στην τηλεόραση και τις εφημερίδες. Τρόμος είναι να μην έχεις πατρίδα δική σου, να ζεις αποκλεισμένος σε μια πολιορκημένη λωρίδα γης, να σου λείπουν ως και τα στοιχειώδη, η τροφή, τα φάρμακα, το ηλεκτρικό, το πόσιμο νερό και να ’χεις από πάνω σου τους σιωνιστές να βομβαρδίζουν νύχτα-μέρα. Να θρηνείς τα παιδιά σου που σκοτώνονται σε σχολεία, τζαμιά, νοσοκομεία και ο πολιτισμένος κόσμος σας να κάνει πως δεν βλέπει. Αυτό θα πει τρόμος, αλλά εσείς οι Δυτικοί δεν έχετε ιδέα. Έννοια σας όμως και με τη βοήθεια του Αλλάχ θα σας μάθουμε ο τρόμος τι σημαίνει.

Σήμερα ήταν το μνημόσυνο. Το μετάνιωσα που πήγα. Τα ίδια επικριτικά βλέμματα καρφωμένα πάνω μου όπως και πέρσι και πρόπερσι και πριν από δέκα χρόνια στην κηδεία, η ίδια βουβή μομφή ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των συγγενών. Αν δεν είχες πληκτρολογήσει τους κωδικούς θα ήταν ακόμα ζωντανοί. Ναι, αλλά η κόρη μου θα ήταν νεκρή, δεν θα την είχα δει να μεγαλώνει. Μα δεν τολμώ να τους κοιτάξω στα μάτια κι ας ξέρω ότι στη θέση μου θα έκαναν το ίδιο. Για μια στιγμή ήμασταν όλοι Charlie, αυτό το βάρος όμως μονάχη μου το σηκώνω από τότε…

Σήμερα ήταν το μνημόσυνο. Δεν πήγα. Δεν θέλω να τη θυμάμαι τη μέρα εκείνη. Αλλά έχουν περάσει κιόλας δέκα χρόνια από τότε κι ακόμα δεν μπορώ να την ξεχάσω. Ακούω τον κρότο μιας εξάτμισης ή ένα πυροτέχνημα να σκάει κι αμέσως παραλύω απ’ τον τρόμο. Τις νύχτες δεν μπορώ να κοιμηθώ, πάντα η ίδια σκέψη. Γιατί να ζήσω εγώ κι οι άλλοι όλοι να πεθάνουν; Ένας τρομοκράτης με λυπήθηκε και μου χάρισε τη ζωή επειδή ήμουν γυναίκα· θα ’πρεπε άραγε να νιώθω ευγνωμοσύνη; Μ’ έβαλε να του ορκιστώ ότι θα διαβάσω το Κοράνι. Έδωσα τον όρκο αλλά δεν τον κράτησα, ούτε πρόκειται να το κάνω. Τι το καλό μπορεί να βγει από ένα βιβλίο που δικαιολογεί τον ιερό πόλεμο και τη θανάτωση των απίστων; Ίσως όμως και να μην φταίει το βιβλίο, το λάθος να είναι εκείνων που το διαβάζουν. Το ’χα υπογραμμίσει φοιτήτρια στις σημειώσεις μου: «Τους ανθρώπους του ενός βιβλίου να φοβάσαι1», μα έχω λησμονήσει τώρα πια πού το ’χα δει γραμμένο.

Ναι, αυτούς φοβάμαι.

Τους φοβάμαι.

Φοβάμαι.

Σημείωση:

Timeo hominem unius libri: Φοβούμαι τον άνθρωπο του ενός βιβλίου, λατινική φράση που αποδίδεται στον Θωμά τον Ακινάτη.