Vagina dentata 1
Της Ειρήνης της άρεσε το γλειφομούνι, εμένα πάλι όχι και τόσο. Το έβρισκα κάπως αηδιαστικό να γλείφω εκεί απ’ όπου η άλλη κατουρά, για να μην πω και για τα έμμηνα. Και παρόλο που ήταν σχολαστική με την αποτρίχωση και την υγιεινή και την καθαριότητα, οι οσμές της σάρκας και των υγρών της, μου έφερναν στον νου τη ζωώδη, γλυκερή και λιγωτική αποφορά του αίματος στο χασάπικο του μακαρίτη του πατέρα μου και μ’ έπιανε ναυτία. Το απαιτούσε όμως, αλλιώς δεν καύλωνε, ήτανε το κουμπί της, το απαραίτητο ορεκτικό πριν το κυρίως πιάτο. Οπότε, έστω και με βαριά καρδιά ενέδιδα για να την ευχαριστήσω, ένας απ’ τους πολλούς συμβιβασμούς που κάνουμε στο όνομα της αγάπης. Εκατέρωθεν οι συμβιβασμοί βέβαια, γιατί στα μοντέρνα ζευγάρια μπαίνει στη μέση και το ζήτημα της αμοιβαιότητας. Πώς να της ζητήσεις μετά στοματικό όταν της το αρνείσαι;
Φυσικά στην αρχή δυσκολευόμουν να το συνηθίσω, μετά από έξι χρόνια σχέσης όμως σιγά-σιγά προσαρμόζεσαι, ακόμα και το σεξ γίνεται ρουτίνα, μια σειρά από επαναλαμβανόμενες κινήσεις που εκτελείς μηχανικά χωρίς τον πόθο της πρώτης φοράς αλλά και δίχως καμιά απέχθεια, το σώμα της συντρόφου σου σού είναι πια τόσο γνώριμο και οικείο όσο και το δικό σου. Γνωρίζεις τα πάντα γύρω απ’ αυτό σαν να διαβάζεις τα σημάδια σ’ έναν χάρτη, μαθαίνεις μία προς μία τις ρυτίδες, τις κρεατοελιές, τις πτυχώσεις του δέρματος, τις ουλές από παλιά χτυπήματα, τις διαδρομές των φλεβών κάτω από την επιδερμίδα, αφουγκράζεσαι τους χρόνους του και τις συνήθειές του, τις αντανακλαστικές συσπάσεις των μυών, αναγνωρίζεις την οσμή που αναδίδει το κάθε μέλος ξεχωριστά, άλλη τα μαλλιά, άλλη τα πόδια, άλλη οι μασχάλες, άλλη το εφηβαίο, μα που όλες μαζί συνθέτουν την ατομική του μυρωδιά που θα ξεχώριζες ανάμεσα σε δεκάδες άλλες. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις, ούτε και μυστήρια.
Ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις…
Έρχεται όμως η επέτειος των έξι χρόνων και μετά από ένα ρομαντικό δείπνο σε πολυτελές εστιατόριο υπό το φως των κηροπηγίων καταλήγουμε στο κρεβάτι και η Ειρήνη έχει τα μάτια της κλειστά αλλά τα σκέλια ορθάνοιχτα και βαριανασαίνει με κοφτούς, ηδυπαθείς αναστεναγμούς ενώ εγώ βουλιάζω στις λαγόνες της και ψηλαφιστά ανοίγω δρόμο προς τη σπηλιά της, όταν ξαφνικά έχω την αίσθηση ότι το στόμιο μεγαλώνει, μεγαλώνει, κι όλο μεγαλώνει, σαν στόμα προϊστορικού ζώου από χιλιετίες εξαφανισμένου που ετοιμάζεται να με καταπιεί, να με καταβροχθίσει, μόνο που κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει στ’ αλήθεια, είναι αφύσικο, παράλογο, μα πώς μου δημιουργήθηκε μια τέτοια εντύπωση αφού δεν το βλέπω καν να μεγαλώνει, το δωμάτιο είναι σκοτεινό, θεοσκότεινο, και το σπήλαιο επίσης ερεβώδες, παντού σκοτάδι πίσσα, καμιά ορατότητα, σαν μέσα σε ομίχλη, κι ωστόσο είμαι βέβαιος ότι το χείλος του διαστέλλεται, ότι τα σαγόνια του ανοίγουν, αλλά δεν αισθάνομαι φόβο ή φρίκη, ούτε κι αποστροφή, κάτι με τραβάει προς τα κει με δύναμη μαγνήτη, κάτι ακατανίκητο που με υπνωτίζει, αδύνατον να του αντισταθώ, δεν προσπαθώ καν, αφήνομαι να με παρασύρει, σφαλίζω τα βλέφαρα και βουτώ με το κεφάλι όπως τότε, τα καλοκαίρια στο νησί, που παραβγαίναμε με τ’ άλλα παιδιά ποιο θα πηδήξει απ’ τον ψηλότερο βράχο στη θάλασσα κι είναι και πάλι ο ίδιος τρόμος του κενού κι η ίδια χαρά της πτώσης που κάνουν το στήθος να φουσκώνει και την καρδιά να χτυπάει ακανόνιστα.
Πλατς!
Βυθίστηκα. Κολυμπώ μέσα της όπως το έμβρυο στον σάκο, εκείνη μεγάλη σαν πέλαγος κι εγώ μικρός σαν ψάρι, γύρω μου αλμυρό νερό και γίνομαι σφουγγάρι, με διαποτίζει, μουλιάζω, μαλακώνω, κάνω μακροβούτι να βγω στην αντίπερα όχθη αλλά η ανάσα μου σώνεται, ανοίγω τα μάτια ξέπνοος και τότε τα βλέπω ξαφνικά ν’ αστράφτουν στον βυθό της, ολόλευκα, γυαλιστερά και μαργαριταρένια, ναι, μόνο που μαργαριτάρια δεν είναι, όχι, είναι δόντια, δύο οδοντοστοιχίες μυτερά, τριγωνικά, πριονωτά δοντάκια, σαν του καρχαρία, και στην όψη τους την απειλητική πανικός με κυριεύει, νιώθω να λιγοψυχώ, να χάνομαι, να σβήνω, γυρεύουν να μ’ αρπάξουνε και πώς να τους ξεφύγω;
Λιποθυμώ…
«Γιατί τραβήχτηκες; Δεν είπαμε να προσπαθήσουμε πάλι;»
Τι να της έλεγα; Ότι φοβήθηκα; Μα πώς ήταν δυνατόν να μην το νιώθει; Δεν την ενοχλούσαν; δεν την έκοβαν; δεν την γρατζουνούσαν; Κι όμως· με κοιτούσε μ’ εκείνο το αθώο και γεμάτο απορία βλέμμα της που έδειχνε ότι δεν είχε ιδέα για τα δόντια που φύτρωναν στον κόλπο της. Πώς θ’ αντιδρούσε άραγε όταν το μάθαινε; Τέτοιο σοκ… Όχι, καλύτερα να μην το μάθει καθόλου, ποιος θα της το πει άλλωστε; είμαι ο μόνος που το ξέρει και δεν πρόκειται να της πω τίποτα, σάμπως και να της έλεγα θα με πίστευε; αφού ακόμα κι εγώ που το ’δα με τα μάτια μου δεν μπορώ να το χωνέψω. Ούτε και τον φόβο μου τον καταλαβαίνω όμως, κι αυτός παράλογος, τόσες φορές δεν έβαλα το πέος μου στο στόμα της; κι εκεί δόντια δεν έχει; Ποια η διαφορά; Κι ωστόσο ναι, φοβόμουν, έτρεμα, κι ας ήξερα ότι η Ειρήνη μ’ αγαπούσε και δεν θα μου ’κανε ποτέ κακό, όχι με τη θέλησή της τουλάχιστον, άθελά της όμως; Δεν συνήθιζε μήπως τη στιγμή του οργασμού να σφίγγει τους μύες της μήτρας της γύρω απ’ το πέος μου και να το εγκολπώνει, μια σύσφιξη που άλλοτε έφερνε και τη δική μου εκσπερμάτιση μα τώρα πια μου προκαλούσε τρόμο; Κι αν πάνω στην παραφορά των αισθήσεων έχανε ξαφνικά τον έλεγχο και οι κοπτήρες της με δάγκωναν μέχρι να με ματώσουν; Γι’ αυτό δεν τραβήχτηκα όταν την ένιωσα να πλησιάζει;
Πώς να της εξηγήσω όμως ότι δεν ήταν όπως νόμιζε, μ’ είχε παρεξηγήσει, εγώ την αγαπούσα και την ήθελα κι αυτήν και το παιδί μας. Αλλά και να της αποκαλύψω την αληθινή αιτία, αδύνατον, λέγονται αυτά; δεν λέγονται, κι έτσι απόμεινα να την κοιτώ αμίλητος ώσπου στο τέλος σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και βγήκε απ’ την κουζίνα νευριασμένη.
«Με ή χωρίς εσένα, εγώ θα συνεχίσω. Αύριο έχω ραντεβού με τον γυναικολόγο».
Ωχ! Το ’χα ξεχάσει! Καταστροφή! Και τώρα; Τι θα συνέβαινε μόλις ο γυναικολόγος ανακάλυπτε τα δόντια της; Αδύνατον να μην τα δει όταν την εξετάσει, απορώ μάλιστα πώς δεν τα ’χε προσέξει ως τώρα, εκτός πια κι αν φύτρωσαν τον τελευταίο μήνα. Κι έπειτα; Θα εξακολουθούσε να θέλει παιδί ή θα την έπιανε κι εκείνη ο φόβος μήπως τ’ αλέσουν τα σαγόνια της; Ένιωθα ότι από αύριο όλα θ’ άλλαζαν, τίποτα στη σχέση μας δεν θα ’μενε το ίδιο, αλλά δεν μπορούσα να προβλέψω ποια τροπή θα έπαιρναν τα πράγματα, ούτε κι είχα τη δύναμη ν’ αποτρέψω το μοιραίο. Κι ωστόσο κάτι έπρεπε να κάνω. Κάτι, αλλά τι;
Μπήκα στο υπνοδωμάτιο, το φως σβηστό, η Ειρήνη είχε ξαπλώσει.
«Θα ’ρθω μαζί σου αύριο», της είπα. Αλλά δεν μου απάντησε, είχε την πλάτη της γυρισμένη και κοίταζε προς τον τοίχο.
Σημείωση
- Λατινικά: «Οδοντωτός κόλπος». Λαϊκή και μυθολογική δοξασία σύμφωνα με την οποία ένα αιδοίο περιέχει δόντια, άμεσα συνδεδεμένη με τον ανδρικό φόβο ότι η σεξουαλική επαφή μπορεί να οδηγήσει σε τραυματισμό, αφαίμαξη ή ευνουχισμό.
Σχoλιάστε