Συνεχώς η ίδια ιστορία. Ξανά και ξανά. Αρχίζει ωραία μα δεν τελειώνει το ίδιο καλά. Εκείνος κι εκείνη. Συναντιούνται, γνωρίζονται, ερωτεύονται. Μεγάλα λόγια, όρκοι, υποσχέσεις. Θα σ’ αγαπώ παντοτινά, δεν θα χωρίσουμε ποτέ, είσαι δικιά μου κι είμαι δικός σου. Αυτά να φοβάσαι. Τα μεγάλα λόγια. Τι κρύβεται από πίσω τους ακόμα δεν το βλέπεις. Τ’ ακούς με ευχαρίστηση, το επιδιώκεις κιόλας, ρωτάς, ξαναρωτάς για να σ’ τα επιβεβαιώσουν. Έχεις πέσει ήδη στην παγίδα μα ούτε κι αυτό το βλέπεις. Μετά, κάτι αλλάζει. Τον έναν απ’ τους δυο τον πιάνουνε οι ζήλιες. Εκείνον συνήθως, πιο σπάνια εκείνη. Πού ήσουν, με ποιον ήσουνα, γιατί άργησες, τι ώρα θα γυρίσεις. Κανονικά σε αυτό το σημείο ηχούν προειδοποιητικά καμπανάκια, είναι ώρα για να φύγεις. Δεν φεύγεις όμως, γιατί αγαπιόσαστε και όποιος αγαπά ζηλεύει, έτσι δε λέει η παροιμία;
Από κει και πέρα δεν έχει γυρισμό, το ένα φέρνει τ’ άλλο. Με μια υποψία ξεκινά ή μ’ ένα αθώο ψέμα, κατόπιν έρχεται το πρώτο καβγαδάκι. Και πάλι όμως, κανείς δεν δίνει σημασία· λίγη ώρα αργότερα θα συμφιλιωθούνε, και θα νομίζουν μάλιστα πως πέρασε η μπόρα. Έλα όμως που κάνουν λάθος. Αύριο το μοτίβο θα επαναληφθεί, μεθαύριο το ίδιο, μόνο που κάθε μέρα που περνά η υποψία θα γίνεται και πιο παρανοϊκή, ο καβγάς εντονότερος και η συμφιλίωση πιο εύθραυστη. Ώσπου στο τέλος καταλήγουνε στο νοσοκομείο ή στο Τμήμα. Άλλοτε για ξυλοδαρμό και κακοποίηση, καμιά φορά ακόμα και για φόνο.
Όταν τους φέρνουν στην αίθουσα ανακρίσεων, ξέρω από πριν τι πρόκειται ν’ ακούσω. Δεν υπάρχει εδώ κανένα σασπένς, κανένα μυστήριο, καμιά ανατροπή. Τα πάντα είναι γνωστά εκ των προτέρων, ο δράστης, το θύμα, το κίνητρο, η αιτία. Θα μπορούσα να συμπληρώσω την αναφορά ακόμα και χωρίς να τους πάρω κατάθεση, τόσο προβλέψιμα είναι όλα. Ωστόσο μιλάνε. Μιλάνε από μόνοι τους χωρίς να τους πιέσεις. Μιλάνε ακατάπαυστα και χωρίς ειρμό, σαν να ‘ναι τρελαμένοι. Νομίζουν ότι τα λόγια τους είναι λογικά και βγάζουν νόημα, θυμώνουν και εκνευρίζονται που δεν τους καταλαβαίνω. Αυτό το αποδίδουν στο φύλο μου, γυναίκα είσαι, μου λένε, πού να μας καταλάβεις; Θα προτιμούσαν να τους ανακρίνει άντρας αστυνομικός, σ’ αυτόν θα ομολογούσαν ευκολότερα. Δεν είναι ότι αρνούνται το έγκλημα, όχι, προσπαθούν όμως να βρουν μια δικαιολογία. Εμένα η ομολογία τους μού αρκεί, καμιά όρεξη δεν έχω να κάθομαι ν’ ακούω του καθενός την τρέλα. Εκείνοι όμως συνεχίζουν. Θέλοντας και μη πρέπει να καταγράφω. Επαναλαμβάνουν επίμονα τα στοιχεία που αποδεικνύουν δήθεν την απιστία: ένα τηλεφώνημα με απόκρυψη που μπορεί να έγινε ακόμα και κατά λάθος, μια αναπάντητη κλήση, μια καθυστέρηση στο ραντεβού, ένα παραμιλητό την ώρα του ύπνου, μια τρίχα στο σακάκι. Πράγματα ασήμαντα και συμπτωματικά χωρίς καμιά αποδεικτική αξία κι ωστόσο στο ταραγμένο τους μυαλό παίρνουν τις διαστάσεις της πιο ατράνταχτης βεβαιότητας. Τα λεν και τα πιστεύουν.
Έπειτα, προς επίρρωσιν των λεγομένων τους, επικαλούνται την μαρτυρία ενός τρίτου προσώπου. Πάντοτε υπάρχει τρίτο πρόσωπο σ’ αυτές τις υποθέσεις κι ας μην είναι η ερωμένη ή ο εραστής που υποψιάζεται ο δράστης. Μην φανταστείτε όμως κάποιον σατανικό εγκέφαλο που αρέσκεται σε δολοπλοκίες ή που ωθείται από πάθη τόσο έντονα που δεν μπορεί να ελέγξει. Τις περισσότερες φορές ο τρίτος άνθρωπος δεν είν’ σαν τον Ιάγο, αλλά η κουτσομπόλα της γειτονιάς ή ο κολλητός ο φίλος που αναπαράγουν κάτι που είδαν ή που άκουσαν, μια φήμη, μια εικασία. Μού είπαν τις προάλλες ότι η γυναίκα σου τριγυρίζει στα Πετράλωνα, δεν πάει πια στο γραφείο; Σαν να πήρε το μάτι μου τον Ηλία στο μπαλκόνι σου, δεν σου είπε τίποτα η κυρά σου; Θεωρούν υποχρέωσή τους να το αναφέρουν, γι’ αυτό δεν είναι οι φίλοι; Αλλά γιατί το κάνουνε πραγματικά, ένας Θεός το ξέρει, περισσότερες συκοφαντίες διαδίδονται από επιπολαιότητα παρά από κακία. Ή ίσως να είναι κι αυτή μια μορφή ζηλοτυπίας, ο φθόνος που νιώθει ο κάθε άνθρωπος για την ευτυχία των άλλων. Να μαντεύουν άραγε τις συνέπειες των λόγων τους σε μια ψυχή τυφλωμένη απ’ τη ζήλια; Οι ίδιοι οι καλοθελητές πάντως το αρνούνται, δηλώνουν ότι έπεσαν απ’ τα σύννεφα, ποτέ δεν το φαντάζονταν ότι τα πράγματα θα έφταναν ως εκεί. Νίπτουν λοιπόν τας χείρας τους, μια κουβέντα είπαν φιλική, όχι να βρουν και τον μπελά τους από πάνω.
Μερικές φορές η υποψία αποδεικνύεται σωστή. Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά, συμπεραίνουν, και το δίκιο τους τούς πνίγει. Τότε είναι που ξεσπαθώνουνε, ζητάνε και τα ρέστα. Πήγαινε γυρεύοντας, λένε, αφού μ’ απάτησε, τι έπρεπε να κάνω; Μήπως να κάτσω δηλαδή με σταυρωμένα χέρια; Λες κι αν μια γυναίκα είναι άπιστη, της αξίζει να πεθάνει! Ούτε στον Μεσαίωνα να ζούσαμε! Θυμάμαι μια φορά κάποιον που είχε στείλει τη γυναίκα του στο νοσοκομείο με κάταγμα ζυγωματικού να μου λέει «Παλιότερα ο νόμος μάς προστάτευε εμάς τους κερατάδες. Την τσάκωνες την άλλη επ’ αυτοφώρω; Είχες όλα τα δίκια με το μέρος σου και τα δικαστήρια σού το αναγνωρίζαν, το διαζύγιο έβγαινε εις βάρος της, της έπαιρνες τα παιδιά, ούτε διατροφή ούτε τίποτα, γινόταν και ρεζίλι από πάνω. Πάνε αυτά, τώρα, καμία προστασία. Τι να σου κάνουμε κι εμείς; Άμα ο νόμος αδιαφορεί, άλλο πια δεν μένει, τον παίρνεις στα χέρια σου». Είχε πάρει φόρα αλλά στο σημείο εκείνο παρενέβη ο δικηγόρος και τον σκούντησε. Καλύτερα μη συνεχίσεις, επιβαρύνεις τη θέση σου, του ψιθύρισε κι ο άλλος αμέσως δάγκωσε τη γλώσσα του. Γιατί; Είπα τίποτα που δεν έπρεπε;
Οι δικηγόροι! Άλλη φάρα κι ετούτοι! Πώς να κάνουνε το μαύρο άσπρο είναι η ειδικότης τους, οι λέξεις όλα τα μπορούνε. Βαφτίζουνε το κρέας ψάρι όπως οι καλόγεροι κι έπειτα σ’ το σερβίρουνε κι ούτε που ξέρεις πια τι είναι αυτό που τρως και τι γεύση έχει, αν είναι φρέσκο ή μπαγιάτικο, γλυκό, πικρό ή αλατισμένο. Σου αραδιάζουν κάτι εκφράσεις νομικές, εν βρασμώ ψυχής και έλλειψη καταλογισμού και λευκό ποινικό μητρώο, κάτι τέτοια, που κάνουνε τον δράστη να μοιάζει αθώα περιστερά και το έγκλημα σχεδόν σαν ατύχημα, η ώρα η κακιά που θα μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε. Και το χειρότερο είναι πως υπάρχουν άνθρωποι που τους πιστεύουνε κι όχι μονάχα οι αφελείς και οι πτωχοί τω πνεύματι, ακόμα κι οι δικαστές, που έχουν δει κι αν έχουν δει τόσα τα μάτια τους ψαρώνουνε μ’ αυτές τις αηδίες, έτσι και πασπαλίσεις το έγκλημα με μια πρέζα πάθους, αμέσως αποκτά μια διάσταση ρομαντική σαν να μην είναι η αληθινή ζωή αλλά κάποια ταινία.
Ταινίες είπα; Θέατρο; Σινεμά; Αυτοί είναι οι χειρότεροι απ’ όλους. Οι καλλιτέχνες! Έρχονται τελευταίοι να βάλουν την ταφόπλακα πάνω από το πτώμα. Παίρνουν τη σορό που έχει κιόλας αρχίσει να σαπίζει και βρομάει και την αλείφουν μύρο και βάλσαμο να ευωδιάζει σαν ανοιξιάτικο λουλούδι. Η εξιδανίκευση του Κακού, ο εξωραϊσμός της βίας. Πας εσύ μετά στο θέατρο και βλέπεις τον Οθέλλο, βάζεις το CD στο στερεοφωνικό ν’ ακούσεις την Κάρμεν, στην τηλεόραση χαλαρώνεις με τη Στέλλα που την έχεις δει εκατό φορές και ξέρεις απ’ έξω όλες τις ατάκες και τα τραγούδια, και κάθε φορά έχεις την αίσθηση ότι παρακολουθείς κάτι ποιοτικό κι ωραίο, απ’ αυτά τα έργα που σ’ ανεβάζουνε και σε κάνουνε δήθεν καλύτερο άνθρωπο· τρομάρα τους! Και δεν καταλαβαίνεις ότι δεν είναι αυτή η αλήθεια, ότι τίποτα το όμορφο δεν υπάρχει στη ζήλια και τη βία και τον φόνο κι ότι όλα ετούτα τα καλλιτεχνικά τεχνάσματα, η μουσική, οι περίτεχνοι στίχοι, η προσεγμένη σκηνοθεσία, οι καλές ερμηνείες, το μόνο που κάνουνε είναι να σου ρίχνουνε στάχτη στα μάτια.
Και ποιος κατέχει την αλήθεια; θα μου πεις. Εσείς οι μπάτσοι; Μπορεί να μην σας γεμίζουμε το μάτι, αλλά ναι, κάτι παραπάνω ξέρουμε για το θέμα. Κι ακόμα περισσότερα από μας γνωρίζουν οι ιατροδικαστές. Μάλιστα! μόνο οι ιατροδικαστές κατέχουνε ολόκληρη την αλήθεια. Γιατί η δική τους αλήθεια δεν γράφεται με λέξεις, αποτυπώνεται στο σώμα και το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ. Εκεί βρίσκεται η αλήθεια, στα μαυρισμένα μάτια της κακοποιημένης, στις αμυχές και τα κατάγματα της ξυλοκοπημένης, στους μώλωπες γύρω από τον λαιμό της στραγγαλισμένης, στα χυμένα έντερα της σφαγμένης. Είναι μία αλήθεια τόσο εμετική και αποτρόπαια που καμία τέχνη δεν στέργει να παρουσιάσει γυμνή και αφτιασίδωτη στον θεατή· θα του χάλαγε τον ύπνο κι ο κόσμος πάνω απ’ όλα ετούτο επιθυμεί, να κοιμάται μακαρίως.
Γι’ αυτό υπάρχει η αστυνομία. Φροντίζουμε να κοιμάστε ησύχως. Ξαγρυπνούμε ώστε τίποτα να μην διαταράξει τον ύπνο σας.
Καληνύχτα και όνειρα γλυκά.
Σχoλιάστε