Η μοιχεία είναι ο πιο κοινότυπος τρόπος για να ξεφύγει κανείς από την κοινοτυπία.
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ.
Πώς ήταν το σχέδιο: Θα πήγαιναν πρώτα στην όπερα, μετά στο παρακείμενο πολυτελές εστιατόριο για ένα ρομαντικό δείπνο υπό το φως των κεριών και τέλος θα κατέληγαν σε κάποιο ξενοδοχείο για μια νύχτα έρωτα, την πρώτη που θα περνούσαν ολόκληρη μαζί.
Πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα: Συναντήθηκαν πράγματι στην όπερα και παρακολούθησαν την παράσταση. Σ’ εκείνον φάνηκε ατελείωτη, προφανώς αδημονούσε για την συνέχεια· κι εκείνη όμως έδειξε σημάδια πλήξης και ανίας. Στο διάλειμμα μιλούν ελάχιστα, εκείνη καταγίνεται να γράφει μηνύματα στο κινητό της, εκείνος πασχίζει να φανεί κατανοητικός. «Με συγχωρείς, πρέπει να απαντήσω, είναι ο άντρας μου», του εξηγεί απολογητικά με το πιο αφοπλιστικό της χαμόγελο. «Α, ναι; Και πού βρίσκεται τώρα;» ρωτάει εκείνος ανταποδίδοντας το χαμόγελο· βαθιά μέσα του το παράνομο και συνωμοτικό της σχέσης τους όσο τον αγχώνει, άλλο τόσο τον διεγείρει. «Στο Λονδίνο. Δεν σου ‘πα; Ιατρικό συνέδριο. Την Τρίτη επιστρέφει», τον καθησυχάζει εκείνη. Ωραία, σκέφτεται εκείνος, όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια. Αλλά δεν λέει λέξη· στον έρωτα ο κανόνας του παιχνιδιού είναι η ζαβολιά.
Τελικά ο Οθέλλος αυτοκτονεί, η αυλαία πέφτει, τα χειροκροτήματα αραιώνουν, τα φώτα χαμηλώνουν, η νύχτα τώρα αρχίζει. Τη στιγμή όμως που ανοίγει η πόρτα του ανελκυστήρα που οδηγεί στην έξοδο, εκείνος βλέπει στον καθρέφτη το πρόσωπό της να χλομιάζει λες και έχει αντικρίσει φάντασμα κι αμέσως μετά τα μάγουλα να κοκκινίζουν με μία ένταση που κάνει τα χέρια της να τρέμουν σπασμωδικά. Λίγα μέτρα πιο κει την περιμένει ένας κομψά ντυμένος κύριος με ανοιχτές αγκάλες· ο άντρας, αν και δεν τον γνωρίζει προσωπικά, δεν δυσκολεύεται να μαντέψει ποιος είναι. Βρίσκονται πια ενώπιος ενωπίω, οι συστάσεις είναι πλέον αναπόφευκτες. Κι ενώ σύζυγος κι εραστής ανταλλάσσουν χειραψία συμμορφούμενοι στους άγραφους κανόνες της αστικής ευπρέπειας άμα τε και υποκρισίας, εκείνη, κάνοντας ένα βήμα πίσω από την πλάτη του συζύγου, σε κατάσταση πανικού, επιδίδεται σε μια βουβή, νευρωτική παντομίμα και ανοιγοκλείνοντας άηχα τα χείλη της προσπαθεί να εξηγήσει στον εξαπατημένο εξαπατητή τα ανεξήγητα: «Είναι ο άντρας μου! Ήρθε απευθείας από το αεροδρόμιο για να μου κάνει έκπληξη! Τι γίνεται τώρα;»
Μα τι άλλο θα μπορούσε να γίνει αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα; Παριστάνουν τους παλιούς γνωστούς που συναντήθηκαν τυχαία κι έπειτα εκείνη αποχωρεί στην αγκαλιά του συζύγου προσποιούμενη την ενθουσιασμένη από την αναπάντεχη άφιξη. Εκείνος απομένει μόνος, αποσβολωμένος από τα καπρίτσια της τύχης. Τα βήματά του, μηχανικά σαν του υπνοβάτη, τον οδηγούν στο εστιατόριο όπου έχει κάνει κράτηση. Κάθεται στο τραπέζι. «Περιμένετε κανέναν κύριε;» τον ρωτάει ο σερβιτόρος. Όχι, δεν περιμένει κανέναν, θα παραγγείλει αμέσως. «Τον σουρεαλιστικό μουσακά, παρακαλώ», έτσι αναγράφεται στο μενού. Δεν ήταν κι άσχημος πάντως, ούτε και το κόκκινο κρασί με το οποίο τον συνοδεύει.
Τι φαρσοκωμωδία κι ετούτη! συλλογίζεται, και τον πιάνει τότε ένα γέλιο νευρικό που όσο προσπαθεί να το καταπνίξει, τόσο εκείνο δυναμώνει ανεξέλεγκτα, τα πνιχτά γελάκια γίνονται βροντερά χαχανητά, λυγμοί που τραντάζουν το στήθος και φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Οι θαμώνες τού ρίχνουν λοξές ματιές γεμάτες αποδοκιμασία, η ενόχλησή τους όμως, αντί να τον κάνει να ντρέπεται, επιτείνει την ιλαρότητα και την ευθυμία του, ώσπου στο τέλος ο αρχισερβιτόρος πλησιάζει βλοσυρός στο τραπέζι και τότε ο ανάγωγος πληρώνει βιαστικά τον λογαριασμό και βγαίνει από την αίθουσα διπλωμένος στα δύο και βαστώντας την κοιλιά του απ’ τα γέλια.
Γελοίοι έρωτες… Υπάρχει άραγε στις μέρες μας και κάποιο άλλο είδος;
Σχoλιάστε