Ο Αρσένι Πέτροβιτς Πασάγιεφ, κομισάριος Εσωτερικών Υποθέσεων στην μεσαιωνική πόλη της Κόστρομα, συνειδητοποίησε ότι είχε πέσει σε δυσμένεια όταν δεν έλαβε πρόσκληση για να παρευρεθεί στην εκδήλωση για τα εξηκοστά γενέθλια του Μεγάλου Αρχηγού που θα εορτάζονταν στο θέατρο Οστρόφσκι στις 18 Δεκεμβρίου. Στην αρχή δεν έδωσε και πολλή σημασία, απέδωσε μάλιστα την παράλειψη σε κάποια γραφειοκρατική καθυστέρηση, σε κάποια αμέλεια ή αβλεψία των διοργανωτών που δίχως άλλο θα διορθωνόταν σύντομα αφού η παρουσία του λαϊκού επιτρόπου θα έπρεπε να θεωρείται περίπου αυτονόητη. Καθώς όμως οι μέρες περνούσαν και η ημερομηνία πλησίαζε χωρίς να φτάνει καμία ειδοποίηση, τον έζωναν τα φίδια, κι ενώ όλοι οι υπόλοιποι σύντροφοί του στην υπηρεσία καταγίνονταν πυρετικά με τις προετοιμασίες του εορτασμού, τον σημαιοστολισμό, τον ανθοστολισμό, την φωταγώγηση, την συγγραφή των πανηγυρικών της ημέρας, την αναγραφή των συνθημάτων, την τοποθέτηση των αφισών και των προσωπογραφιών, εκείνος καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Με ολοένα αυξανόμενη νευρικότητα περίμενε την καθημερινή αλληλογραφία, τις αναφορές των αστυνομικών οργάνων, τις καταδόσεις, ανώνυμες και επώνυμες, τις ντιρεκτίβες των προϊσταμένων και τους απολογισμούς των υφισταμένων, και μόλις ερχόταν, άρπαζε τους φακέλους από τα χέρια του σύντροφου κλητήρα, κλεινόταν στο γραφείο του και τους άνοιγε μόνος του, φοβούμενος μην τυχόν το πολύτιμο έγγραφο παραπέσει σε λάθος χέρια και καταχωνιαστεί σε κάποιο διπλανό συρτάρι. Με την ίδια σχολαστικότητα εξέταζε το γραμματοκιβώτιο του διαμερίσματός του κάθε πρωί πριν φύγει για τη δουλειά και κάθε βράδυ επιστρέφοντας. Μάταια, τίποτα, κανένα μήνυμα δεν ερχόταν…
Δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία, ο κομισάριος είχε χάσει την εμπιστοσύνη του Κόμματος και του Κράτους. Ποια να ήταν όμως άραγε η αιτία; Μέσα στον πανικό του, προσπαθούσε ν’ ανακαλύψει τι είχε κάνει λάθος. Αν το έβρισκε και το εντόπιζε, ίσως να μην ήταν πολύ αργά για να επανορθώσει· σ’ όσους συντρόφους έκαναν την αυτοκριτική τους, συνήθως το Κόμμα, γενναιόψυχα, έδινε μια δεύτερη ευκαιρία. Όσο κι αν έσπαγε το κεφάλι του όμως, όσο κι αν εξέταζε προσεκτικά τα πεπραγμένα του, τίποτα το επιλήψιμο δεν ανακάλυπτε, καμιά σκιά στο βιογραφικό του. Δεν εκτελούσε άραγε τυφλά τις εντολές των οργάνων; Μη δεν ήταν πιστός στις αρχές και αποτελεσματικός στις μεθόδους του; Μήπως δεν είχε εκπληρώσει το πλάνο και με το παραπάνω; Ωστόσο κάποιο λάθος υπήρχε, κάποιο λάθος έπρεπε να υπάρχει, κι αφού το Κόμμα είναι αλάνθαστο μιας και καθοδηγείται απ’ την επιστημονική θεωρία του διαλεκτικού υλισμού, τότε το σφάλμα ήταν δικό του. Ποιο όμως; Το μόνο που μπορούσε να υποθέσει ήταν ότι ο παραγκωνισμός του οφειλόταν στην ατυχή σύμπτωση που τον έφερε να υπηρετεί επί μία διετία υπό τις διαταγές ενός προδότη. Και πάλι όμως, ακόμα και σ’ αυτήν την δυσμενή συγκυρία, για την οποία στο κάτω-κάτω της γραφής άλλοι έφεραν την ευθύνη, ο ίδιος δεν είχε επιτελέσει στο ακέραιο το καθήκον του; Εκείνος δεν ήταν που συνέλαβε τον αποστάτη, που τον ανέκρινε μέρα και νύχτα χωρίς σταματημό ώσπου να αποσπάσει την ομολογία του; Εκείνος δεν οδήγησε τον αλλοτινό του μέντορα στο κελί της φυλακής κι από κει στην αίθουσα του λαϊκού δικαστηρίου; Και ποιος άλλος τον παρέδωσε αυτοπροσώπως στο απόσπασμα για να εκτελεστεί η θανατική καταδίκη; Δεν θα ‘πρεπε αυτό να προσμετρηθεί υπέρ του;
Όχι, δεν ήταν λογικό να τον κατηγορούν για κάτι τέτοιο. Τότε, τι άλλο; Η καταγωγή του ίσως; Να έπαιζε ρόλο το γεγονός ότι δεν προερχόταν από οικογένεια εργατών ή έστω αγροτών, όπως η πλειονότητα των στελεχών; Αυτό ήταν άραγε που έκανε τις Αρχές να τον βλέπουν με καχυποψία; Επειδή ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και ο παππούς του ιερέας; Ναι, ετούτο θα μπορούσε να θεωρηθεί μειονέκτημα. Τον παππού του όμως ούτε που τον πρόλαβε κι όσο για τον πατέρα του, μήπως δεν είχε υπηρετήσει με νομιμοφροσύνη το νέο καθεστώς; Δεν είχε αποτινάξει από πάνω του κάθε κατάλοιπο μικροαστικής συνείδησης; Δεν θα ‘ταν άδικο να πληρώσει εκείνος για αμαρτίες προγόνων;
Όσο περισσότερο το συλλογίζεται, η λίστα μεγαλώνει. Τώρα οι υποθέσεις του κινούνται προς άλλη κατεύθυνση: κι αν δεν βρισκόταν στο δικό του γενεαλογικό δέντρο η ρίζα του κακού αλλά σ’ εκείνο της Άννας Νταβίντοβα; Ο εγγονός του παπά που παντρεύτηκε την κόρη του ραβίνου; μερικές φορές ο έρωτας μοιάζει με συνωμοσία! Βολική σύμπτωση όμως: Επί αιώνες οι Εβραίοι χρησίμευαν ως ο αποδιοπομπαίος τράγος για κάθε συμφορά που έπληττε την αυτοκρατορία· όσο κι αν η Επανάσταση είχε αποδώσει την ισότητα σε όλες τις εθνότητες του πολυεθνικού μας Κράτους, όσο κι αν στηλίτευε τον αντισημιτισμό, τέτοιες βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις δεν ξεριζώνονται εύκολα απ’ τη μια γενιά στην άλλη. Και τώρα που τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και η χώρα βρισκόταν σε έσχατο κίνδυνο, περικυκλωμένη από εξωτερικούς εχθρούς, διπλούς πράκτορες, σαμποτέρ και συνωμότες, ίσως ένα νέο πογκρόμ να ήταν αναπόφευκτο ώστε να κατευνάσει την οργή του λαού πριν αυτή στραφεί κατά δικαίων και αδίκων.
Η σκέψη του αυτή τον κάνει να τρομάζει, την αποδιώχνει μετά βδελυγμίας. Όχι! Δεν είναι δυνατόν! Μπορεί η πόλη μας να είναι μεσαιωνική αλλά δεν ζούμε δα και στον Μεσαίωνα! Αρνείται να πιστέψει ότι στη χώρα των εργατών και των αγροτών θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, θα ήταν ασυμβίβαστο με τις ιδεολογικές αρχές του Κόμματος και τις κυβερνητικές εξαγγελίες, πίσω από την άρνησή του αυτή όμως, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιεί απόλυτα ούτε κι ο ίδιος, κρύβεται ένα πιο προσωπικό συναίσθημα, η παθολογική αδυναμία που τρέφει στην Άννα Νταβίντοβα. Τη λατρεύει τη σύζυγό του ο κομισάριος, θα έκανε οτιδήποτε περνούσε από το χέρι του για να την προστατεύσει, ακόμα κι αν χρειαζόταν να θυσιάσει τη ζωή του. Ήταν έρωτας κεραυνοβόλος, με την πρώτη ματιά, από τότε κιόλας που εκείνη δεν ήταν παρά μια φοιτητριούλα Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ κι εκείνος ήδη ένας ανερχόμενος και πολλά υποσχόμενος απαράτσικ. Τρία χρόνια έγγαμου βίου δεν μείωσαν στο ελάχιστο το αρχικό τους πάθος και μολονότι η ένωσή τους δεν ευλογήθηκε από την συνονόματη της πόλεως θεά της γονιμότητας, σύγνεφο άλλο δεν σκοτείνιασε στιγμή τον έναστρο ουρανό τους.
Ο κομισάριος όμως είναι πρακτικός άνθρωπος και τώρα δεν είναι η κατάλληλη ώρα για ρομαντικές αναπολήσεις. Όντας και ο ίδιος γρανάζι του, γνωρίζει καλά εκ των έσω πώς λειτουργεί ο μηχανισμός και δεν έχει αυταπάτες, αμέσως αντιλαμβάνεται ότι η πτώση του θα την συμπαρασύρει. Η προοπτική τον γεμίζει φρίκη. Αν τον ίδιο τον καρτερεί η καθαίρεση, η ατίμωση, το στρατόπεδο εργασίας, η Άννιουτσκα δεν πρέπει να τον ακολουθήσει. Για τον εαυτό του δεν νοιάζεται, είναι άντρας σκληροτράχηλος, ψημένος στη φωτιά του Εμφυλίου πολέμου, ικανός ν’ αντέξει τ’ οτιδήποτε, την κάθε κακουχία, τις ανακρίσεις, τα βασανιστήρια, το κάτεργο· εκείνη όμως, πλάσμα τόσο ντελικάτο και εύθραυστο, μαθημένη στις τρυφηλότητες και τα προνόμια της νομενκλατούρας, πώς θα τα καταφέρει όταν δεν θα ‘ναι πια στο πλάι της;
Κάτι πρέπει να κάνει, άμεσα μάλιστα, προτού να είναι πολύ αργά. Αύριο κιόλας θα της ζητήσει διαζύγιο, τ’ αποφάσισε. Θα προφασιστεί μια δικαιολογία, ότι είναι στέρφα ή πως αγάπησε μιαν άλλην, οτιδήποτε, δεν έχει σημασία, αρκεί να την απομακρύνει από κοντά του, ίσως αυτό να ρίξει στάχτη στα μάτια των Αρχών που το δίχως άλλο θα την έχουν θέσει υπό παρακολούθηση. Πώς όμως να της ανακοινώσει τις αποφάσεις του; Όταν επιστρέφει το βράδυ στην ντάτσα του και τη βρίσκει μπροστά στον καθρέφτη να προβάρει το καινούργιο της φόρεμα που έχει παραγγείλει ειδικά για τον εορτασμό των γενεθλίων, τα χάνει τελείως και δεν βρίσκει το κουράγιο να της μιλήσει. Κοιτιέται στον καθρέφτη και δείχνει τόσο ανέμελη κι απροετοίμαστη γι’ αυτό που έρχεται που δεν του κάνει καρδιά να την βγάλει απ’ τις ψευδαισθήσεις της. Αχ! Άννιετσκα! Η ομορφιά της τον ταράζει, τον λυγίζει, τον παραλύει, τα σχέδια επί χάρτου καταστρώνονται εύκολα, τώρα που ήρθε όμως η στιγμή της πραγματοποίησης, το να την αποχωριστεί τού φαίνεται αδιανόητο, καλύτερα το ‘χε να έκοβε το δεξί του χέρι, αυτό το χέρι με το οποίο την αγκαλιάζει από τη μέση τρυφερά όσο και κτητικά και της ανασηκώνει το φουστάνι χαϊδεύοντας τους μηρούς της…
Το ίδιο βράδυ, πέρα από τα τείχη, στην άλλη άκρη της μεσαιωνικής πολιτείας, στην άλλη άκρη του Μεσαίωνα, ο Αρσένι Πέτροβιτς Πατσάγιεφ διαβάζει και ξαναδιαβάζει το προσκλητήριο και δεν μπορεί να πιστέψει στα μάτια του: μια πρόσκληση για τα γενέθλια του Γενικού Γραμματέα; Για κείνον; Μα πώς; Από πού κι ως πού; Ο γέρος νιώθει βέβαια κολακευμένος που οι Αρχές τον θυμήθηκαν μετά από τόσα χρόνια παραγκωνισμού, έπειτα όμως σκέφτεται ότι ίσως να πρόκειται για παγίδα που σκάρωσε κάποιος μοχθηρός νους για να διασκεδάσει. Με τι καρδιά να παραστεί στους εορτασμούς του τυράννου που είναι υπεύθυνος για την εξορία του μοναχογιού του στην μακρινή Σιβηρία; Δεν θα ‘ταν σαν να τον πρόδιδε ο ίδιος του ο πατέρας; Κι από την άλλη, αν αρνηθεί να παρευρεθεί, μήπως έτσι επιβαρύνει τη θέση του παιδιού και υπογράφει την καταδίκη του; Ο υποδηματοποιός ξεφυσά απελπισμένος· αδύνατον να βρει απάντηση στο ερώτημα που τον βασανίζει. Τα ηθικά διλήμματα των καθημερινών ανθρώπων, όσο κι αν υπολείπονται σε μεγαλοπρέπεια από τα αντίστοιχα των τραγικών ηρώων του θεάτρου ή των μυθιστορημάτων, δεν παύουν εντούτοις, παρά την απουσία κοινού, από μηχανής Θεού και κάθαρσης, να βιώνονται απ’ το μοναχικό άτομο σαν αυθεντικά δράματα. Ο γέρος πρέπει ν’ αποφασίσει μόνος του τι θα πράξει, χωρίς εκ των προτέρων γνώση των συνεπειών, χωρίς καν το στήριγμα ενός προκαθορισμένου ηθικού συστήματος που γνωρίζει εκ των προτέρων σε κάθε περίπτωση το σωστό ή το λάθος, με αποκλειστικούς γνώμονες την συνείδηση ή τη λογική του που κι αυτές τον τραβολογούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, το καθήκον ή το συμφέρον. Ξάγρυπνος μπροστά στο χαρτί με τον δυσεπίλυτο γρίφο, κάτω από τη φλόγα του κεριού που τρεμοσβήνει, μετά από πολλές αμήχανες ώρες περισυλλογής, θα προσέξει εντέλει εκείνη την μικρή, δυσδιάκριτη ανορθογραφία, το ш αντί του ч στο όνομα του παραλήπτη. Κι αν η πρόσκληση απευθύνεται σε κάποιον άλλον; Μα ναι, βέβαια! Αυτό θα έλυνε όλα τα προβλήματα! Την επομένη, πρωί-πρωί, ο παπουτσής ξαναβάζει το προσκλητήριο στον φάκελο, τον κλείνει προσεκτικά ώστε να μην φαίνεται ότι έχει ανοιχτεί και τον ρίχνει στο δημόσιο γραμματοκιβώτιο απ’ όπου θα το περισυλλέξει ο ταχυδρόμος. Ανασαίνει μ’ ανακούφιση, αισθάνεται σαν να ξεφορτώνεται απ’ τα χέρια του μια καυτή πατάτα· ας βγάλουν άλλοι το φίδι απ’ την τρύπα.
Την ίδια στιγμή, στο ιδιαίτερο γραφείο του, κάτω από το πανταχού παρόν πορτρέτο του Ηγέτη που τον αναπληρώνει, ο Αρσένι Πέτροβιτς Πασάγιεφ με το σωστό ш αντί του λάθος ч, ζει το δικό του δράμα. Αφού δεν βρήκε το θάρρος ν’ αποκαλύψει στην Άννιετσκα την έγνοια που τον βαραίνει, τότε ποια άλλη λύση τού απομένει; Η αυτοκτονία φαντάζει ως μια διέξοδος· πάνω στο έδρανο αφημένος ο χαρτοκόπτης, ένα αιχμηρό ξιφίδιο με το έμβλημα και το λογότυπο του κομισαριάτου, του γνέφει ενθαρρυντικά. Κάν’ το! Ο κομισάριος πιέζει την αιχμή του εγχειριδίου πάνω στην ρώγα του δείκτη, το λεπίδι είναι κοφτερό, μια ρανίδα αίματος λεκιάζει το ξύλο. Δεν θα ‘ταν τόσο δύσκολο να δώσει ένα τέλος, λίγο θάρρος μόνο χρειάζεται, μία τομή στις φλέβες, όμως και πάλι διστάζει και δεν είναι μονάχα το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που τον συγκρατεί, αλλά και η πιο ορθολογική σκέψη ότι ο θάνατός του θα ήταν περιττός και ανώφελος. Η αυτοκτονία του θα θεωρούνταν ομολογία ενοχής και η οργή του Νόμου για τον δειλό που διέφυγε την δίκαιη τιμωρία θα στρεφόταν, κατ’ εφαρμογήν της Αρχής της συλλογικής ευθύνης, εναντίον των οικείων του, με αποτέλεσμα η Άννα Νταβίντοβα να βρεθεί διπλά απροστάτευτη και εκτεθειμένη. Όχι, κάτι άλλο πρέπει να σκαρφιστεί.
Από την ηρωική έξοδο ενός απονενοημένου διαβήματος, ίσως πιο αποτελεσματική αποδειχθεί η πανουργία. Μέσα στην απελπισία του ο πολυμήχανος κομισάριος σκηνοθετεί ένα ατύχημα ικανό να δικαιολογήσει στα μάτια των συντρόφων του την απουσία του από τον εορτασμό. Το πρωί της μεγάλης μέρας θα κουτρουβαλήσει εκών άκων από το μαρμάρινο κλιμακοστάσιο του Δικαστικού Μεγάρου ελπίζοντας σε ένα κάταγμα που θα τον αναγκάσει να παραμείνει κλινήρης απαλλάσσοντάς τον έτσι από την υποχρέωση. Παρά την σφοδρότητα της πτώσης όμως, δεν θα φανεί τόσο τυχερός· στο νοσοκομείο όπου διακομίζεται, ο ορθοπεδικός διαπιστώνει απλώς μερική ρήξη μηνίσκου και θλάση δευτέρου βαθμού και του δίνει εξιτήριο αφού πρώτα τοποθετήσει το τραυματισμένο πόδι στον νάρθηκα. Τυχερός σταθήκατε σύντροφε, θα μπορούσατε να είχατε πάθει μεγάλη ζημιά, του λέει ο γιατρός καθώς τον αποχαιρετά δια χειραψίας, Τώρα, έστω και με το δεκανίκι, θα είστε σε θέση να ασκήσετε τα καθήκοντά σας. Ο τραυματίας τού χαμογελάει μ’ ένα χαμόγελο πικρό.
Ανήσυχη η Άννιετσκα σπεύδει στο πλευρό του. Οι άντρες όταν αρρωσταίνουν κάνουνε σαν μικρά παιδιά, θέλουν να ‘χουν διαρκώς δίπλα τους κάποια να τους φροντίζει. Είναι δύστροπος ασθενής ο Αρσένι, πονάει πολύ, φαίνεται, ο καημένος, βαρυγκομάει, βογκάει, μουγκρίζει με την παραμικρή απότομη κίνηση· με τέτοια χάλια, καλύτερα απόψε να μείνουνε στο σπίτι. Ανάβει την ξυλόσομπα, τον κουκουλώνει με την κουβέρτα μην της κρυώσει, του σερβίρει το τσάι στο σαμοβάρι, του μαγειρεύει την αγαπημένη του σούπα μπορς, τον κανακεύει, τον νταντεύει σαν να ‘ταν το μωρό της. Υπάρχει πιο ισχυρό παυσίπονο απ’ τον έρωτα; Ο τραυματίας κάπως ηρεμεί, τις έγνοιες του ξεχνάει, αγκαλιασμένο το ζευγάρι πλαγιάζει στο κρεβάτι της ηδονής του πόνου. Έπειτα ο άντρας βυθίζεται σ’ έναν ιαματικό λήθαργο ενώ εκείνη πλάι του ξαγρυπνά. Στο υπνοδωμάτιο η θερμοκρασία ανεβαίνει, η ατμόσφαιρα γίνεται πνιγηρή, κάθιδρη η Άννιετσκα ανοίγει τα παντζούρια, απ’ τ’ ανοικτό παράθυρο ο έξω κόσμος εισβάλλει στον μικρόκοσμο, η χειμωνιάτικη παγωνιά επιτίθεται στην οικιακή θαλπωρή. Η νύχτα φωτίζεται από πυροτεχνήματα και βεγγαλικά, στη θέα τους η γυναίκα-παιδί αγάλλεται κι ονειροπολεί, οι ομοβροντίες των εορταστικών κανονιοβολισμών όμως ξυπνούν τον κοιμώμενο από τον έναν εφιάλτη στον άλλον. Αχ! Ας μην ξημέρωνε ποτέ!
Χαράζει όμως, το φως της ημέρας αφαιρεί απ’ την πραγματικότητα την χρυσόσκονη και επαναφέρει τα πράγματα στις φυσιολογικές τους γκρίζες αποχρώσεις. Επιστρέφοντας στην υπηρεσία ο κομισάριος διαπιστώνει ότι η απουσία του απ’ τον εορτασμό δεν πέρασε απαρατήρητη. Στους συντρόφους που τον ρωτούν με απορία, τους απαντά δείχνοντας το μπαταρισμένο πόδι, εκείνοι τον κοιτάζουν δύσπιστα κουνώντας το κεφάλι τους μα δεν αρθρώνουν λέξη. Μα για ένα απλό στραμπούληγμα να λείψει από μια τέτοια εκδήλωση; Από τη μια μέρα στην άλλη η συμπεριφορά τους απέναντί του αλλάζει και πριν καλά-καλά κλείσει η εβδομάδα, ο δικαιολογημένα -ή αδικαιολόγητα- απών αντιλαμβάνεται πως όλοι τον αποφεύγουν σαν τον φορέα μιας μεταδοτικής ασθένειας. Οι υφιστάμενοι έχουν σταματήσει να τον κολακεύουν όπως άλλοτε, οι συνάδελφοι αποφεύγουν να του απευθύνουν τον λόγο, οι ανώτεροι τον αγνοούν επιδεικτικά, κι όσο για τους φίλους, αυτοί έχουν θαρρείς εξαφανιστεί από προσώπου γης. Σε μια τυχαία τους συνάντηση στους διαδρόμους της εξουσίας, ο σύντροφος γραμματέας, εκείνος ο άξεστος αγροίκος που χρόνια τώρα λιμπίζεται την Άννιετσκα, του φέρεται με τέτοια περιφρόνηση λες κι είναι σκουπίδι. Ο κομισάριος διαβάζει τα σημάδια. Όχι, δεν είναι η ιδέα του, μια αόρατη απειλή ολοένα και πλησιάζει, η δυσμένεια τον πολιορκεί από παντού, την νιώθει να του ασκεί μία πίεση σχεδόν σωματική όπως ο νάρθηκας στο γόνατο, κάνει τ’ αυτιά του να βουίζουν από τους ψίθυρους που πίσω από την πλάτη του ολοένα και δυναμώνουν.
Όταν στο κομματικό ακτίφ των ανώτερων στελεχών της περιφέρειας για την εκτίμηση της πορείας του τρίτου πενταετούς πλάνου ο σύντροφος γραμματέας αναφέρεται σε «λιποτάκτες που εγκαταλείπουν το πόστο τους για ασήμαντη αφορμή», δίχως να τους κατονομάζει αλλά καρφώνοντας το βλέμμα του πάνω στον ίδιο, ο κομισάριος το διαισθάνεται, η ώρα του ζυγώνει. Χειροκροτεί ωστόσο τον λόγο του γραμματέα επιδεικνύοντας ενθουσιασμό εφάμιλλο με των υπολοίπων παρισταμένων, ζητωκραυγάζει μάλιστα για το επερχόμενο τέλος. Η βούλησή του έχει παραλύσει, αποδέχεται το μοιραίο με την παθητικότητα του λαγού που ακινητοποιείται καταμεσής του δρόμου από τα φώτα του διερχόμενου αυτοκινήτου που θα τον συντρίψει.
Μια στερνή πρόνοια πριν από την πτώση: τουλάχιστον η Αννιούτσκα να είναι μακριά, να μην δει όταν θα τον συλλάβουν. Της εξασφαλίζει μια άδεια να ταξιδέψει ως τη μακρινή Σαμάρα δήθεν για να επισκεφθεί τον άρρωστο πατέρα της, την ξεπροβοδίζει ως τον σιδηροδρομικό σταθμό και μόλις εκείνη επιβιβάζεται στην αμαξοστοιχία, επιστρέφει στο σπίτι τους για να ετοιμάσει και την δική του βαλίτσα για το ταξίδι δίχως γυρισμό που τον περιμένει.
Είναι απόγευμα, οι συλλήψεις γίνονται τη νύχτα, όταν πέσει το σκοτάδι. Ξεκλειδώνοντας την εξώπορτα, η μπότα του πατάει πάνω σ’ έναν φάκελο που κάποιο αόρατο χέρι έχει σπρώξει κάτω απ’ τη χαραμάδα. Η λευκότητά του ακτινοβολεί στο ημίφως του δειλινού, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει το λογότυπο της υπηρεσίας εκεί όπου αναγράφεται η διεύθυνση του αποστολέα. Γεμάτος απορία τον ανοίγει, διαβάζει και ξεσπά σ’ ένα νευρικό γέλιο.
Τρεις ώρες αργότερα, όταν οι άντρες της Τρόικας θα έρθουν να τον συλλάβουν, θα τον βρουν να κάθεται στην κουνιστή πολυθρόνα σε κατάσταση αλλοφροσύνης κουνώντας σπασμωδικά ένα κατατσαλακωμένο χαρτί. Να τη! Ήρθε! Η πρόσκληση για τα γενέθλια του Αρχηγού! Τη βλέπετε; Ήμουν κι εγώ καλεσμένος!
Κι αφού ήσουν καλεσμένος, τότε γιατί δεν πήγες; γρύλλισε ο επικεφαλής και τον χαστούκισε δυνατά την στιγμή που οι δύο πράκτορες τού περνούσαν τις χειροπέδες.
⁂
Κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία μας. Θα ήταν ίσως ορθότερο να πούμε ότι μένει ημιτελής, αφού την τελεία στο βιβλίο της ζωής μόνο ο θάνατος τη βάζει. Ένας παντογνώστης αφηγητής θα γνώριζε να σας αφηγηθεί τι συνέβη στη συνέχεια, αν ο κομισάριος οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα ή αν έπεσε στα μαλακά και τη γλίτωσε με μία πενταετή ή δεκαετή κάθειρξη σε κάποιο σιβηρικό στρατόπεδο εργασίας, κι αν η Άννα Νταβίντοβα τον ακολούθησε στην πτώση του ή αν υπέκυψε στο φλερτ του άξεστου γραμματέα για να σωθεί η ίδια. Ναι, ένας παντογνώστης αφηγητής θα τα ήξερε όλα τούτα, όμως παντογνώστες δεν υπάρχουν πια στις μέρες μας, εκτός ίσως απ’ τον σύντροφο Γενικό Γραμματέα. Είναι εξάλλου η εποχή μας τέτοια που άνθρωποι εξαφανίζονται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη κι όσα ίχνη άφησαν πίσω τους σβήνονται σαν πατημασιές στην άμμο.
Μισές ζωές, μισοτελειωμένες αφηγήσεις…
Σχoλιάστε